Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος - Χριστὸς γεννᾶται (Ἀποσπάσματα ἐκ τῆς Ὁμιλίας ΛΗ´)



Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος - Χριστὸς γεννᾶται
(Ἀποσπάσματα ἐκ τῆς Ὁμιλίας ΛΗ´)

Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καί, ἵν᾿ ἀμφότερα συνελὼν εἴπω, Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, διὰ τὸν ἐπουράνιον, εἶτα ἐπίγειον.

Ὁ Χριστὸς γεννιέται, δοξάσατε. Ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ συναντῆστε (τον). Ὁ Χριστὸς ἐπάνω στὴν γῆ ὑψωθεῖτε. Τραγουδῆστε γιὰ τὸν Κύριο ὅλη ἡ γῆ καὶ νὰ γιὰ νὰ πῶ καὶ τὰ δυὸ μαζί: Νὰ εὐφρανθοῦν οἱ οὐρανοὶ καὶ νὰ ἀγαλλιάσει ἡ γῆ γιὰ τὸν ἐπουράνιο, ἔπειτα ἐπίγειο.

Κἀγὼ βοήσομαι τῆς ἡμέρας τὴν δύναμιν: Ὁ ἄσαρκος σαρκοῦται. Ὁ Λόγος παχύνεται. Ὁ ἀόρατος ὁρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφᾶται. Ὁ ἄχρονος ἄρχεται. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ἀνθρώπου γίνεται, «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8)

Καὶ ἐγὼ θὰ φωνάξω τὴν δύναμη (σημασία) τῆς ἡμέρας: Ὁ ἄσαρκος σαρκώνεται. Ὁ Λόγος γίνεται ὑλικός. Ὁ ἀόρατος ὀρᾶται. Ὁ ἀναφὴς ψηλαφιέται. Ὁ ἄχρονος ἀρχίζει, «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερα ὁ ἴδιος καὶ στοὺς αἰῶνες».

Ἓν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, σαρκὸς καὶ Πνεύματος· ὧν τὸ μὲν ἐθέωσε, τὸ δὲ ἐθεώθη. Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! ὁ ὢν γίνεται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης Θεότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκαν, ἵν᾿ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης κενοῦται· κενοῦται γὰρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπὶ μικρόν, ἵν᾿ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τίς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καὶ οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώσῃ καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίσῃ. Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν, πολὺ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν· τότε μὲν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος. Τοῦτο τοῦ προτέρου θεοειδέστερον· τοῦτο τοῖς νοῦν ἔχουσιν ὑψηλότερον.

Ἕνα (πρόσωπο) ἀπὸ δυὸ ἀντίθετα (φύσεις), σάρκα (ἀνθρώπινη φύση) καὶ Πνεῦμα (Θεία φύση). Ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μιὰ (ἡ Θεία) ἐθέωσε, καὶ ἡ ἄλλη (ἡ ἀνθρώπινη) ἐθεώθηκε. Ὢ τῆς καινούργιας μίξεως! Ὢ τῆς παραδόξου συνθέσεως! Ὁ ὢν δημιουργεῖται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται διὰ μέσου νοερῆς ψυχῆς ποὺ μεσιτεύει στὴν Θεότητα καὶ (διὰ μέσου) τῆς ὑλικότητας τῆς σάρκας. Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει. Ἐπειδὴ πτωχεύει (λαμβάνοντας) τὴν δική μου σάρκα, γιὰ νὰ πλουτήσω ἐγὼ ἀπὸ τὴν δική του Θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης ἀδειάζει, ἐπειδὴ ἀδειάζει ἀπὸ τὴν δόξα του γιὰ λίγο, γιὰ νὰ μεταλάβω ἐγὼ ἀπὸ τὴν πληρότητά του. Ποιὸς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητας; Τί εἶναι αὐτὸ τὸ μυστήριο (ποὺ ἔγινε) γιὰ μένα; Μετάλαβα τὴν εἰκόνα (του) καὶ δὲν τὴν ἐφύλαξα. Μεταλαμβάνει τὴν δική μου σάρκα, καὶ γιὰ νὰ σώσει τὴν εἰκόνα καὶ γιὰ νὰ ἀθανατήσει τὴν σάρκα. Δεύτερη πραγματοποιεῖ κοινωνία, πολὺ παραδοξότερη τῆς πρώτης (τῆς δημιουργίας). Τότε μετέδωσε τὸ καλύτερο (τὴν εἰκόνα του), ἐνῷ τώρα μεταλαμβάνει τὸ χειρότερο (τὴν σάρκα μου). Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὸ προηγούμενο θεοπρεπέστερο. Αὐτὸ εἶναι σὲ ὅσους ἔχουν νοῦ ὑψηλότερο.

«Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθηκε. ᾌσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ…» Μ᾿ ἕνα λόγο: Ἂς εὐφραίνωνται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἂς ἀγάλλεται ἡ γῆ γιὰ τὸν ἐπουράνιο, ποὺ κατόπιν ἔγινε ἐπίγειος. Ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ἀγαλλιᾶσθε μὲ τρόμο καὶ χαρά. Μὲ τρόμο γιὰ τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας καὶ μὲ χαρὰ γιὰ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας…

Πάλι διαλύεται τὸ σκοτάδι, πάλι ὑπάρχει τὸ φῶς. Πάλι τιμωρεῖται μὲ σκοτάδι ἡ Αἴγυπτος καὶ πάλι ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς φωτίζεται μὲ τὸν πύρινο στύλο. Ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι τῆς ἀγνοίας, ἂς δὴ τὸ μεγάλο φῶς τῆς θεογνωσίας. «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε τὰ πάντα καινά». Τὸ νεκρὸ γράμμα ὑποχωρεῖ. Τὸ πνεῦμα ἐπικρατεῖ. Οἱ σκιὲς τοῦ νόμου περνοῦν. Ἡ ἀλήθεια θριαμβεύει. Ὁ Μελχισεδέκ, ποὺ ἦταν ἕνας τύπος, τώρα δείχνει ποιὸν προεσήμαινε, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Αὐτός, ποὺ ὡς Θεὸς δὲν ἔχει μητέρα, γεννιέται χωρὶς πατέρα. Γιατί στὸν Δημιουργό της φύσεως δὲν ἰσχύουν οἱ φυσικοὶ νόμοι. Ὅλα τὰ ἔθνη χειροκροτῆστε, γιατί «παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ αὐτοῦ καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος». Ἂς φωνάζῃ δυνατὰ ὁ Ἰωάννης Βαπτιστής: «Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου». Καὶ ἐγὼ θὰ φωνάζω τὴν δύναμη καὶ τὴ σημασία τῆς μεγάλης αὐτῆς ἡμέρας (τῶν Χριστουγέννων).

Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄναρχος καὶ αἰώνιος, τώρα λαμβάνει ἀρχή. Αὐτὸς ποὺ εἶναι αὐθύπαρκτος, δημιουργεῖται. Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἄπειρος, χωρεῖται στὴν περιορισμένη ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὸς ποὺ πλουτίζει μὲ τὰ ἀγαθά Του τὸν κόσμο, γίνεται φτωχὸς, παίρνοντας ἀνθρώπινο σῶμα, γιὰ νὰ πλουτίσω ἐγὼ μὲ τὴν θεότητά Του. Ποιὸς μπορεῖ νὰ παραστήσει πόσος εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητός Του; Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἀστέρα τρέξε καὶ μαζὶ μὲ τοὺς Μάγους φέρε Του γιὰ δῶρα, χρυσὸ καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Τίμησέ Τον ὡς Βασιλέα καὶ Θεὸ καὶ ὡς Λυτρωτή, ποὺ νεκρώθηκε γιὰ σένα. Μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες δόξασέ Τον, μὲ τοὺς ἀγγέλους ὕμνησέ Τον, μὲ τοὺς ἀρχαγγέλους σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἂς εἶναι κοινὴ ἡ πανήγυρις τῶν οὐρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων δυνάμεων…»



https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΙΣΚΟΥ.ΠΕΘΑΝΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟ ΤΟΥ



Ο π Γεράσιμος Ίσκου γεννήθηκε στις 21 Ιανουάριου 1912 στο Μπακάου της Ρουμανίας . Μπήκε στη μονή Μπαγδάνα ως δόκιμος από νεαρή ηλικία . Το 1937 ήταν ηγούμενος στη μονή Άρνοτα . Το1943 έγινε ηγούμενος στη μονή Τισμάνα
Με τη καθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Ρουμανία και την έναρξη του διωγμού της εκκλησιάς η μονή Τισμάνα γίνεται ένας από τους σημαντικούς πυρήνες αντικομμουνιστικής δράσης.
Συνελήφθη στις 26 Σεπτέμβρη 1948


ΑΠΟ ΦΥΛΑΚΗ ΣΕ ΦΥΛΑΚΗ
Στις φυλακές της Κραϊόβας όπου γίνεται η ''δίκη ''του, παρά τα βασανιστήρια, δεν προδίδει κανέναν. Από εκεί τον μεταφέρουν στο τρομερό Αϊούντ όπου τον ανάγκασαν να βγάλει το μοναχικό του ένδυμα (στη Κραϊόβα του το επέτρεψαν ).
Στη φυλακή ο πατέρας Γεράσιμος γαληνεύει τις ψυχές των κρατουμένων με τη δύναμη της πίστης . Το μεγαλύτερο ''όπλο'' του ήταν η προσευχή του Ιησού. Εκτός από τα βασανιστήρια τους υποχρέωναν στις πιο δύσκολες και ταπεινωτικές εργασίες Οι φύλακες που είχαν διαλέξει ήταν από του πιο σκληρούς και πιο άπιστους ανθρώπους .

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕ ΤΟ ΔΗΜΙΟ ΤΟΥ
Ανάμεσα στους βασανιστές ξεχώριζε για τη σκληρότητα του κάποιος Βασιλεσκου ,ποινικός
κρατούμενος, ο οποίος με θέρμη είχε αγκαλιάσει την ''αναδιαπαιδαγώγηση'' (δηλαδή τη μετατροπή σε κομμουνιστικό άνθρωπο)
Οι ιερείς που είχαν φυλακιστεί στο Κανάλι ήταν ένα παράδειγμα ταπεινοφροσύνης και αντοχής για τους άλλους κρατουμένους.
Παίρνοντας τεράστια ρίσκα και πληρώνοντας με το αίμα τους, κάθε μέρα τελούσαν τη Θεία Λειτουργία, φέρνοντας το Χριστό στη μέση της κολάσεως . Τη περίοδο που ήταν στο Κανάλι ο π Γεράσιμος αρρώστησε από φυματίωση και τον πήγαν στο νοσοκομείο των φυλακών της Τιργκου –Οκνα. Τον μετέφεραν στο δωμάτιο 4 όπου βρισκόταν οι ετοιμοθάνατοι . Η ιατρική περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη, για φάρμακα ούτε λόγος . Όσοι κρατούμενοι είχαν ιατρικές γνώσεις βοηθούσαν τους φυματικούς ρισκάροντας την υγεία τους .
Το δωμάτιο 4 ήταν πάντα γεμάτο, έτσι ώστε σε κάθε κρεβάτι βρίσκονταν 2-3 ασθενείς . Ο π Γεράσιμος βρισκόταν στο ίδιο κρεβάτι με το στρατηγό Τουτιρέσκου, τον οποίο γύρισε στην αληθινή πίστη.


Sfântul Gherasim Iscu la tinerețe
Ο π. Γεράσιμος Ίσκου, ο οποίος έλαμπε επειδή είχε τη χάρη του Θεού, προγνώριζε τη μέρα του θανάτου του και παρακάλεσε να του πλύνουν το σώμακατά το σύνηθες ). 
Πριν εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο όμως έκανε μια χειρονομία που έδειξε στους γύρω του το μέγεθος της αγιοσύνης του. Ο Βασιλέσκου ο βασανιστής του έφθασε και αυτός στο νοσοκομείο ,άρρωστος από φυματίωση. Στις 25 Δεκεμβρίου 1951, ο π Γεράσιμος σηκώθηκε από το κρεβάτι του με πολύ δυσκολία και πήγε στο προσκέφαλο του Βασιλέσκου ο οποίος βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο. Με αγάπη χριστιανική, του έπλυνε το πρόσωπο και του είπε: «Ησύχασε είσαι νέος και δεν ήξερες τι κάνεις . Σε συγχωρώ με όλη μου τη καρδιά .Αφού συγχωρούμε εμείς τότε σίγουρα και ο Χριστός που είναι πιο καλός από εμάς θα σε συγχωρέσει.»
Τον εξομολόγησε και τον κοινώνησε. Μετά ο π Γεράσιμος γύρισε στο κρεβάτι του και παρακάλεσε να του διαβάσουν τις προσευχές και παρέδωσε τη ψυχή του ακούγοντας αγγελικούς ύμνους . Την ίδια νύχτα ,τη νύχτα των Χριστουγέννων, ο π Γεράσιμος και ο Βασιλέσκου έφυγαν μαζί για το Κύριο. Όπως ακριβώς ο ληστής στο σταυρό που γνώρισε το Θεό και μετανόησε για τις πράξεις του.
Τα σώματα τους τα πέταξαν οι κομμουνιστές ,όπως συνήθιζαν, για να κρύβουν τα εγκλήματά τους, στους κοινούς λάκκους των φυλακών της Τιργκου –Οκνα.(φωτο)

Πραγματικά ο βίος των νεομαρτύρων των κομμουνιστικών φυλακών είναι το Νέο Πατερικό της Ορθοδόξου εκκλησίας.Ταπεινωμένοι,στριμωγμένοι,φριχτά βασανισμένοι,αντί για μίσος έδειχναν ατελείωτη αγάπη.Ακόμη και ‘ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της σεκιουριτάτε έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι σιγουρα στις φυλακές υπήρχε ο Χριστός,αλλιώς δεν αξηγείται πως κράτησαν την πίστη τους μετά από τόσα βασανιστήρια.

Μετάφραση:proskynitis.blogspot
Πηγή:www.hotnews.ro
https://proskynitis.blogspot.gr/2009/12/blog-post_24.html

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Η ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΤΗΣ ΦΩΛΙΑΣ ΤΟΥ ΕΩΣΦΟΡΟΥ - ΤΟ ΠΑΡΑΠΕΤΑΣΜΑ-ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ



ΝΗΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ 
 

Λόγος Πέμπτος

Περί άκρας και εκτεταμένης βίας της καρδιακής ευχής, έξ ής γεννάται μέν ό δριμύς πόνος έσω είς τόν άνθρωπον, εκ δέ του πόνου γεννώνται τά αένναα δάκρυα καί εκ τούτων προέρχεται η θυμηδία και η παράκλησις του Αγίου Πνεύματος είς τήν ψυχήν. ’Έτι δέ καί περί του πώς πτύει τινάς αίμα, έως ου νά έξορίση από τήν καρδίαν του τόν σαταναν μέ όλα του τά τάγματα.

Ευλόγησον πάτερ

Ω μοναχέ, όπου πραγματεύεσαι την ατίμητον και ουράνιον πραγματείαν της σωτηρίας διά μέσου τών θείων καί φωτεινών σου δακρύων! Όταν στερήσαι ταυτα τά σωτήρια καί άγια δάκρυα καί είναι η διάνοιά σου τετυφλωμένη καί κατασυννεφιασμένη από κάποιαν παχυτάτην ομίχλην τής αναισθησίας, η οποία περιχύνεται επάνω εις τήν ψυχήν σου καί κρατεί τόν νούν σου έν σκότει καί σκιά θανάτου κρατημένον καί δεδεμένον, όταν, λέγω, πάσχης ταύτα, μή γυρεύης άλλην θεραπείαν είς τήν ψυχήν σου, μήτε άλλο μέσον διά τού οποίου ημπορείς νά αποβάλης από τήν διάνοιάν σου τήν παχυτάτην εκείνην αντάραν της αναισθησίας καί νά ελευθερώσεις τον σκλαβωμένον σου νουν από τά δεσμά της ψυχικής σου τυφλώσεως, παρά γύρευε, όσον δύνασαι, νά εύρης τά δάκρυα, οπού τά στερείσαι. Διότι μόνον τών δα­κρύων έργον είναι νά λαμπρύνουν την διάνοιάν σου, νά φωτίσουν την ψυχήν σου, νά διεγείρουν τήν καρδίαν σου καί νά τήν θερμάνουν είς τήν θείαν εργασίαν καί νά υπο­τάξουν τό σώμα σου είς τά θελήματα της ψυχής σου.Αυτά τά δάκρυα προέρχονται μέν καί γεννώνται από πολλάς καί διαφόρους αρετάς, πλήν κατ’ εξαίρετον τρό­πον προέρχονται ευθύς - ευθύς καί βρύουν εν τω άμα αεννάως από τήν υπερβολικήν βίαν της καρδιακής ευχής. Διό­τι η καρδιακή ευχή, όταν λέγεται βιαίως, δεν βάνει αργοπορίαν είς το να τα γέννηση είς τό σώμα καί να τα δώση είς τήν ψυχήν διά νά πλυθη με ταύτα καί λευκανθη υ­πέρ τήν χιόνα. «Πλυνείς με, λέγει, καί υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».Αλλά ίσως μου αποκρίνεσαι καί μου λέγεις· εγώ πολλάκις εβίασα τήν καρδίαν μου μέ τήν ευχήν καί πο­σώς δεν είδα δάκρυον. Ναι! σέ πιστεύω ότι εβίασες τήν καρδίαν σου μέ τήν ευχήν, αλλά πόσον τήν εβίασες δέν μου λέγεις. Διότι βία από βίαν διαφέρει, καθώς διαφέ­ρει αρετή από αρετήν, τέχνη από τέχνην, ζώον από ζώον, καί άνθρωπος από άνθρωπον.Όταν δέ βιάζης τήν καρδίαν μέ τήν ευχήν, ανίσως δέν σου έρχεται τό δάκρυον, ήξευρε ότι δέν εφθασας μέ τήν βίαν σου έως είς τόν πόνον της καρδίας σου καί έως είς τήν πληγήν της καρδίας σου, ώστε οπού νά σέ πονή εκεί οπού λέγεται η ευχή μέ κάποιαν άκραν δριμύτητα του πόνου, ωσάν νά εκατάκοψεν εκείνο τό μέρος του στήθους σου καμμία κοπτερή μάχαιρα καί διά τούτο δέν είδες τό δάκρυον. Διότι όση διαφορά είναι είς ένα άνθρωπον, όστις προσεύχεται από τό βάθος της καρδίας, έως είς άλλον ε­να, όστις δέν προσεύχεται από τό βάθος της καρδίας, τό­ση διαφορά είναι και εις εκείνον, όστις προσεύχεται με πόνον της καρδίας και λέγει την ευχήν από το κέντρον του πόνου, έως εις εκείνον, όστις προσεύχεται μέν μόνον με την καρδίαν από καρδίας, όμως δίχως πόνον καρδίας, δίχως πληγήν καρδίας και δίχως τήν εσωτερικήν μάχαιραν του στήθους (ό αναγινώσκων νοείτω, ό αναγινώσκει, και ό δυνάμενος χωρείν, χωρείτω. Ου πάντες γάρ χωρούσι τό λεγόμενον τούτο, μάρτυς ό οφθαλμός του Θεού, ό βλέπων τα κρυπτά και ό έτάζων καρδίας καί νεφρούς, ου ψεύδομαι). Διότι πόνος της καρδίας είναι εκεί όπου είναι ή εσωτερική άκρα βία της ευχής, η όποια κόπτει έσωθεν τό στήθος του άγωνιστου εις μέρη - εις μέρη, ωσάν με μάχαιραν κοπτερήν.Τούτο λοιπόν είναι εκείνο όπου γεννά εν τω άμα τήν κατάνυξιν. Καί άλλοτε μέν χύνονται κρουνηδόν τα δά­κρυα και βρέχεται όχι μόνον τό πρόσωπον του ανθρώπου, άλλα καί τα φορέματά του καί τό έδαφος της γης, άλλο­τε δε πάλιν βρέχονται από τα δάκρυα μόνον τά όμματα, καί άλλοτε, καθώς δροσίζεται η επιφάνεια της γης τήν άνοιξιν από τήν δρόσον του ουρανού έν καιρώ της νυκτός, τοιουτοτρόπως δροσίζεται η διάνοια καί η καρδία έσωθεν. Άλλα πάλιν, αφού παύσουν τά δάκρυα, ανίσως στέ­κεται έτι ό πόνος σου έσω σου δριμύς καί η πληγή σου νεκρά, δίχως νά καταπραΰνη η δριμύτης του πόνου σου καθόλου καί δίχως νά ύγιάνη η πληγή σου καί δίχως νά αναλάβη η καρδία σου έν τω άμα, πάλιν ημπορείς νά ξαναφέρης τά δάκρυά σου, όταν θέλης. Διότι ή πηγή από τήν οποίαν βρύουν καί χύνονται είναι ανοικτή καί δεν εσφαλίσθη. Βρύει ακόμη καί δεν εστέρεψεν.Άλλοτε δε πάλιν τά άνανεώνεις με τήν ιδίαν έμπονον ευχήν, διότι λέγοντας πάλιν τήν ευχήν μέ βίαν καί μέ πόνον καί μέ προσοχήν, γνωρίζεις καί εσύ ο ίδιος ότι μα­ζί μέ τήν ευχήν εξέρχονται τά δάκρυα από τον ίδιον τό­πον, από τον όποιον εξέρχεται καί η ευχή. Διότι έν τω άμα όπου βιάζεις τήν καρδίαν σου μέ τήν ευχήν, κατανύγεται έσω σου η καρδία καί οι οφθαλμοί σου.Άλλοτε πάλιν, όταν είναι νέος ό πόνος της καρδίας σου, ανανεώνεις τήν κατάνυξιν μέ τήν θεωρίαν του νοός σου. Διότι ώντας έτι ο νους σου καθαρώτατος, λαμπικαρώτατος καί υψηλότατος, εκτείνεται είς τά ουράνια κάλ­λη, εις τά άφθαρτα ποιήματα, είς τά νοητά τάγματα, είς τήν δοξολογίαν του Θεού, είς τήν προσκύνησιν του Κτί­στου σου, είς τον θαυμασμόν τών ποιημάτων Αυτού, είς τήν έκπληξιν τής μεγαλοσύνης Του καί είς τό ακατανόητον τής θεότητος.

Αυτά μελετώντας μέ κάποιαν ζωηρότητα ό καθαρώ­τατος καί αθόλωτος νους γλυκαίνεται αρρήτως. Γλυκαινόμενος δέ ανανεώνει τήν κατάνυξιν είς τήν καρδίαν σου καί χύνουν οί οφθαλμοί σου δάκρυα, όχι όλιγώτερα από τά πρώτα, διότι τότε, πίπτοντας προύμητα, εσύ ό πραγμα­τευόμενος τήν σωτηρίαν σου διά μέσου τών δακρύων, δέν σηκώνεσαι εκείθεν έως νά χορτάσης κλαίοντας καί εως ού νά σέ σηκώση αοράτως ο άγιος άγγελος τής πνευματικής παρακλήσεως καί ευφροσύνης.

Μετά δέ τήν χύσιν τών δακρύων, φεύγει η αναισθη­σία τής ψυχής σου, εξορίζεται η απελπισία τής σωτηρίας σου, φυγαδεύεται η ανευλάβεια από λόγου σου, χάνεται η αμέλεια, διαλύεται η ολιγοπιστία της καρδίας σου καί η διάνοιά σου, τόσον φαίνεται καθαρή (καί είναι τή αλη­θεία), ωσάν φαίνεται καθαρός ο ουρανός μετά την κατάπαυσιν τής βροχής.Ταύτα δέ τά δάκρυα σου τά εχάρισεν ό Θεός διά μικρήν σου παρηγορίαν, πρός αρραβώνα τής ουρανίου βα­σιλείας, επειδή καί έσυ Του έθυσίασες, όχι θυσίαν ολοκαυ­τωμάτων, όπου δέν τήν θέλει, καθώς λέγει· «ολοκαυτώμα­τα ούκ ευδοκήσεις», αλλά Του εθυσίασες θυσίαν τής καρ­δίας σου, θυσίαν του εαυτού σου, θυσίαν του πνεύματός σου· «θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον». Διότι ό δριμύς πόνος, όπου σέ κυριεύει έσω είς τό στήθος σου καί τό αίμα, οπού πτύεις από την καρδίαν σου διά τήν βίαν της καρδιακής ευχής, λογίζονται ενώπιον του Θεού ώσαν ευπρόσδεκτος θυσία.Άλλά διατί εγινεν ό πόνος είς τό κέντρον του στή­θους σου και όχι αλλού πούποτε; Και διατί εκατάκοψεν εκεί η ευχή εσωθεν είς μέρη - είς μέρη τό στήθος σου, ώ­σαν νά ήτον καμμία κοπτερή μάχαιρα; Και διατί πτύεις αίμα, ποτέ μέν κατάμαυρον και ψυχρόν, ποτέ δέ κόκκινον και ζεστόν; Τούτο σου ηκολούθησεν αγαπητέ, διατί είς αυτό τό μέρος του στήθους σου επάλευσε και επολέμησε δυνατά η χαριτωμένη ευχή μέ τόν διάβολον και μέ τούς υπηρέτας του διά τήν λύτρωσιν και διά τήν σωτηρίαν της ψυχής σου. Διότι είς αυτά τά μέρη η δίστομος μάχαιρα του ονόματος του Χριστου ευρούσα τόν σατανάν αναπαυμένον μέ τά στρατεύματά του, τόν εκατάκοψε μεληδόν και αυτόν καί τά στρατεύματά του· και οχι μόνον τόν εκατάκοψε, αλλά και τόν εκατάκαυσε, διότι τό όνομα του Θεου είναι όχι μόνον δίστομος μάχαιρα κατά του διαβό­λου, κατά τής αμαρτίας λέγω, αλλά είναι ακόμη και πύρ καταναλίσκον.

Εκεί πρώτα εβασίλευεν ο σατανάς μέ επτά άρχον­τας, διότι επτά είναι τά θανάσιμα αμαρτήματα, αλλά, αφού εισήλθεν εκεί η νοητή ρομφαία του ονόματος του Χριστού και αφού επροχώρησεν έως εκεί η βία της καρδια­κής σου ευχής, εφοβήθη ευθύς ο δείλαιος καί δειλός εκεί­νος τύραννος βασιλεύς. Λέγομεν εφοβήθη ό διάβολος νά μή τόν κατασφάξη καί νά μή τόν κατακαύση τό φοβερόν καί άστεκτον όνομα του Θεού, καί αύτόν καί τά στρατεύ­ματά του· διά τούτο είσηλθεν είς τά εσώτερα μέρη τού στήθους καί ετράβηξεν εμπροστά του κάποιον μπερτέν, διά νά μή φανή πώς είναι εκεί κρυμμένος.

Αυτός δέ ό μπερτές είς τόν όποιον οπίσω κρύπτεται ό διάβολος είναι καί εύρίσκεται είς τά εσωτερικά μέρη του στήθους. Λέγομεν αυτός ό μπερτές είναι νοητόν τίποτες και αίσθητόν τίποτε, καθώς καί το ξύλον τής γνώσεως, από τού όποιου τον καρπόν έφαγεν ό Αδάμ, γροικάται αισθητόν τίποτε και νοητόν τίποτε. Καί καθώς ο άνθρω­πος είναι αισθητός καί νοητός, ομοίως καί καθώς ό Παράδεισος γροικάται τρόπον τινά αισθητός καί νοητός, τοιουτοτρόπως είναι καί ούτος ο μπερτές νοητόν τίποτε καί αίσθητόν τίποτε· Καί νοητόν μέν τίποτες είναι αυτός ό μπερτές, διότι αυτός είναι όλη ή δύναμις τού σατανά. Σού κυριεύει τά βοσκήματα της καρδίας ανεπαισθήτως. Αίσθητόν δέ τίποτε πάλιν φαίνεται νά είναι, διότι, όταν τον επιτυχής μέ τήν έσωτερικήν καρδιακήν ευχήν καί προ­σοχήν, αισθάνεσαι καί έσυ μόνος σου ότι ευρήκεν η έ­σω σου ευχή τον τόπον τού διαβόλου, τήν φωλεάν τού σα­τανά, τήν κατοικίαν τού Βεελζεβούλ, τον θρόνον τού εω­σφόρου καί τήν πόλιν τών δαιμόνων. Τό όποιον δεν θέ­λει ποτέ νά τό νοήση ό άνθρωπος, διά νά μή ζητηση τήν ευχήν καί διωχθη εκείθεν, καθώς λέγει ο Σιναΐτης Γρηγόριος καί άλλοι νηπτικοί Πατέρες. Καί ανίσως δεν εί­ναι αίσθητόν τίποτες εκείνος ό μπερτές, εκείνος ο σελτζιτές (σελτζιτές καί μπερντές = αδιαπέραστες όφθαλμικώς κουρτίνες. Οί λέξεις είναι τουρκικές.) τού σατανά, πώς είναι δυνατόν νά τον αίσθανθης ότι τον έπέτυχεν η έσω σου ευχή; Τούτο δέ νά τό είπη τινας κοινότερα θεωρείται τοιουτοτρόπως.

Όταν εσύ, ώ άνθρωπε, ερευνάς τά βάθη τού εαυ­τού σου μέ τήν δύναμιν καί μέ τήν σοφίαν καί μέ τήν κρίσιν της νοεράς προσευχής, τότε ευρίσκεις τόσον τον έσω άνθρωπον τού εαυτού σου, όσον καί τον εξω, ότι εί­ναι όλος ζυμωμένος μέ τά πάθη καί ότι κλίνει πάντοτε είς τά θελήματα τού διαβόλου, ανίσως δέν τον εμποδίζης μέ τον φόβον τού Θεού καί δέν τον χαλινώνης μέ τήν ένθυμησιν της φρικτης κολάσεως. Διότι, όσον πλη­σιάζεις είς τον Θεόν μέ τήν εργασίαν τών άγιων Του εν­τολών, τόσον βλέπεις τον εαυτόν σου απομεμακρυσμένον άπο τον Θεόν (Είναι χαρακτηριστικόν τής αγιότητος τών Πατέρων μας, ότι όσον έπλησίαζαν ώς καθαροί τόν καθαρώτατον Κύριον, τόσον αισθάνονταν τήν μικρότητα τής ανθρωπίνης φύσεως. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι έν προκειμένω η σχετική κατήχησις του Αββά Δωροθέου. Αύτή είναι «τό συντετριμμένον πνεύμα» και ή θεία ταπείνωσις.) καί, όσον καθαρίζεται ή καρδία σου μέ την ευχήν καί φωτίζεται η διάνοιά σου άπο τά αένναα δά­κρυα, τόσον σου φαίνεται ότι είσαι άμαρτωλός καί άσω­τος.

Αλλά διατί, προτού νά καθαρισθη η καρδία σου καί νά φωτισθη ή διάνοιά σου, δέν έβλεπες τοιούτον τον εαυ­τόν σου; Καί πρώτα μέν δέν εβλεπες τον εαυτόν σου τοιούτον, διότι δέν ήξευρες τί πράγμα είναι οί άγγελοι καί αυτός ό Θεός καί ό Παράδεισος. Τώρα όμως όπού τά έθεώρησεν οποσούν η καρδία σου, κατά τήν καθαρότητά της, καί τά είδεν η διάνοιά σου, κατά τήν φώτησίν της, βλέπεις τον εαυτόν σου τοιούτον άχρηστον καί άσωτον, διότι έβεβαιώθης, οποίαν άκραν καθαρότητα είχαν οί θεί­οι άγγελοι καί οποίαν ακατανόητον καί ανέκφραστον ω­ραιότητα καί καθαρότητα έχει ό Κύριος.

Διά τούτο λοιπόν έλεγε καί ό ευλογημένος εκείνος Πατήρ, ό ουράνιος μάλλον ή επίγειος, ό άσαρκος μάλλον ή μέ σώμα, ό Συμεών λέγω ό Μεταφραστής «Ήδη δέ καί έν τοίς έργοις διεπραξάμην πορνείαν, μοιχείαν, υπε­ρηφάνειαν, άλαζονείαν, λοιδορίαν, βλασφημίαν, άργολογίαν, βρασμόν γέλωτος, μέθην, γαστριμαργίαν, αδηφαγίαν, μίσος, φθόνον, φιλαργυρίαν, φιλοχρηματίαν, πλεονεξίαν, φιλαυτίαν, φιλοδοξίαν, άρπαγήν, αδικίαν, αισχρο­κέρδειαν, ζηλοτυπίαν, καταλαλιάν, παρανομίαν, πάσαν μου αισθησιν καί πάν μέλος εμίανα, έφθειρα, ηχρείωσα, εργαστήριον γενόμενος καθόλου του διαβόλου». Διότι τίς είναι όστις δέν μετέχει από όλα ταύτα ολίγον ή πολύ; Βέ­βαια όλοι μας μετέχομεν από ταύτα, ώς σώμα φορούντες καί ώς τον κόσμον οικούντες καί ώς έκ του διαβόλου πλανώμενοι.

Διά τούτο λοιπόν λέγομεν ότι εκείνος ό μπερτές εί­ναι τό αγγείον της πονηριάς του διαβόλου, εκείνος είναι τό θησαυροφυλάκιόν του, διότι εκεί ό σατανάς εχει μαζωμένα όλα τά σπέρματα τής πονηριάς. Εκείθεν πηγά­ζει ή πορνεία, εκείθεν πηγάζει η ακρασία, εκείθεν πηγά­ζει η ασωτεία, εκείθεν πηγάζει και βρύει η αρρενομανία, εκείθεν βρύει η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η αισχροκέρδεια, η αρπαγή, η αδικία, εκείθεν εξέρχεται η φιληδονία, η υ­περηφάνεια, η οίησις, η ανθρωπαρέσκεια, εκείθεν κατά­γεται τό μίσος, η έχθρα, ό φθόνος, η κατάκρισις, εκείθεν βρύει η κατάχρησις, η καύχησις, η κακή επιθυμία, η βλα­σφημία, καί συντόμως ειπείν, εκείθεν πηγάζουν όλαι αί κακίαι, ωσάν ωπό καμμίαν βρωμεράν καί δυσώδη πηγήν. Τούτο δέ φανερώνει καί έκείνο όπου λέγει ό Κύριος είς τό ίερόν Αυτού Ευαγγέλιον «έκ της καρδίας τού ανθρώ­που έξέρχονται πορνείαι, φόνοι, βλασφημίαι, κακείνα κοι­νοί τον άνθρωπον», ήγουν, όταν τινάς δέν επιμελήται νά καθαρίση έσωθεν την καρδίαν του, ήτοι τον εσω άνθρω­πον, τότε γίνεται η καρδία του, λέγομεν, γίνεται ό εσω άνθρωπος καθολικόν κατοικητήριον καί δοχείον του σα­τανά, από τό όποιον βρύουν καί εξέρχονται όλα τά κακά, τά όποια μολύνουν τον άνθρωπον, ήτοι κολάζουν τήν ψυ­χήν του ανθρώπου.

Είδες λοιπόν, αγαπητέ, ότι όλα τά κακά εξέρχον­ται άπό τήν καρδίαν, όπου έγινεν φωλεά καί κατοικία του σατανά; Εκεί εχει ό σατανάς θησαυρισμένα όλα τά πο­νηρά σπέρματα της πονηριάς του καί όλα τά φθοροποιά εφευρέματα της πανουργίας του καί κακίας, επάνω είς τά όποια αναπαύεται αυτός, ωσάν είς κανένα μαλακόν καί πολύτιμον αυτού στρώμα. Αλλ’ όμως, αφού φθάση η ευ­χή εως είς εκείνην τήν κατοικίαν του σατανά καί τήν σπαράξη καί τήν ταράξη δυνατά, ταράττεται ευθύς καί συγχύζεται ό σατανάς μέ τους πονηρούς του άγγέλους, ωσάν ταράζονται καί θυμώνονται αί σφήκες, όταν ταράξης τήν φωλεάν αυτών.

Άλλα έσύ, ώ Μοναχέ, όπου Χάριτι Θεού έφθασες και επροχώρησες τήν εύχήν της καρδίας σου εως εκεί κον­τά, σέ παρακαλώ, διά τήν αγάπην της ψυχής σου καί σέ παρακινώ, βάλε όλην σου την δύναμιν είς τήν εύχήν της καρδίας σου, διά νά ξεσχίσης εκείνον τόν μπερτέν του σα­τανά. Διότι εκείνος ό μπερτές είναι τό χειρόγραφον του διαβόλου, εκείνος είναι τό κατάστιχον της αμαρτίας, εκεί­νος είναι η έγγραφος ομολογία του εωσφόρου, είς τήν οποίαν έχει ο διάβολος γεγραμμένας όλας τάς αμαρτίας.

Ανίσως όμως ήθελες ξεσχίσει τούτον τόν νοητόν καί αίσθητόν μπερτέν του διαβόλου καί του εαυτού σου μέ τήν βίαν της καρδιακής σου ευχής, εξαλείφεις ευθύς ό­λας σου τάς αμαρτίας, οπού είναι γεγραμμέναι είς αύτόν, καί ματαιώνεις όλους τούς κόπους του διαβόλου, οπού έκοπίασεν, έως οπού νά ιστορίσει εκεί πάσας τάς κακίας σου· Τόν ξεσχίζεις δέ μέ τήν βιαίαν εύχήν, ώς είρηται.

Η δέ βιαία ευχή, όταν ήθελε φθάσει εκεί, γνωρίζεις ευθύς ότι εκεί κάθηται ο νοητός λύκος, όστις παραμονεύει εκείθεν να αρπάξη καί να ξεσχίσει τήν νοητήν αμνάδα του Κυρίου, λέγομεν τήν ψυχήν σου, έν τη ώρα του θανάτου σου, καί νά καταφάγη όλας τάς αγαθοεργίας σου. Διά τουτο λοιπόν εκείνην τήν ώραν καθ’ ήν αισθάνεται η καρ­δία σου ότι εκεί εμφωλεύει ό παλαιός όφις διά νά φαρμακώση τήν ψυχήν σου, κατ’ εκείνην, λέγω, τήν ώραν σου, έρχεται αοράτως καί θαυμασίως κάποια προθυμία είς τό νά σπαράξης εκείνον τόν μπερτέν του διαβόλου μέ όλην τήν δύναμιν της καρδιακής ευχής. Διότι, αφού ήθελες καταλάβει τάς ενεργείας του σατανά, θείω ζήλω κι­νούμενος, τότε αποφασίζεις μέ τόν εαυτόν σου καί λέγεις· «ή εγώ νά αποθάνω ταύτην τήν στιγμήν τής ώρας, από τήν ύπερβολικήν βίαν τής εύχής, ή ό διάβολος νά έξορισθη καί νά φυγαδευθή από την καρδίαν μου μαζί μέ τάς πονηρίας του». Όθεν μέ τούτον τόν τρόπον βιάζεις καί υ­πέρ βιάζεις καί σπαράττεις καί κατασπαράττεις τόν μπερ­τέν του διαβόλου, έως οπού νά τρυπηθή καί νά ξεσχισθή. 

Καί λοιπόν, αφού ήθελε φθάσει είς τά εσώτερα μέ­ρη η αήττητος και κραταιά ευχή, εξορίζει εκείθεν τον διά­βολον μέ τους δαίμονας του καί, τέλος πάντων, κατακαίει θαυμασίως και αρρήτως όλον εκείνον τόν τόπον καί όλα εκείνα τά σπέρματα καί τάς αιτίας της αμαρτίας καί τών παθών καί έρχεται μετά ταύτα έν τώ άμα η παρηγορία τού Θεού. Διά τούτο λέγει καί ό ύμνογράφος· «κατάφλεξον πυρί αΰλω τάς αμαρτίας μου, και εμπλησθήναι τής έν σοί τρυφής καταξίωσον».


ΣΧΟΛΙΟ: Αυτό είναι τό θεμέλιο τής ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΑΣ. Μέ τά σύγχρονα δεδομένα καί χωρίς πνευματική καθοδήγηση, ο σημερινός χριστιανός ορίζεται από αυτό τό τείχος πού τόν χωρίζει από τόν Θεό. Ή τόν προστατεύει από τόν θεό. Ολες οι σύγχρονες αξίες πηγάζουν από αυτό τό παρασκήνιο, τό παραπέτασμα. Αυτοσυνειδησία, αυθυπέρβαση, πρόσωπο. Είναι τά χαρακτηριστικά τού ''Γιού Σατανά''. Η αυτοδικαίωση καί ο Φαρισαϊσμός εδώ βρίσκουν πατρίδα. Σήμερα μάλιστα η επίδειξη αυτοδικαιώσεως θεωρείται παλληκαριά. Η μόνη μας ευχή νά αποδειχθή, έστω κάποια στιγμή, ότι έχουμε δίκαιο. 


Aμέθυστος
https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Τά Xριστούγεννα τοῦ ἀσκητή


Μία ΑΝΕΚΔΟΤΗ συγκλονιστική γιορείτικη στορία
Ἡ παροῦσα διήγηση εἶναι μία συγκλονιστικὴ ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ π.Θεόκλητου Διονυσιάτη, ὅπως τὴν  ἐμπιστεύθηκε πρὶν 38 χρόνια σχεδὸν στὸν  Ἁγιορείτη Μοναχὸ π.Κύριλλο Παντοκρατορινό, ὁ ὁποῖος μὲ δέος  καὶ νοσταλγία  πρὶν λίγες ἡμέρες μας τὴν μετέφερε. Από τὰ Happy Christmas  λοιπὸν τῶν «εὐτυχισμένων»  ἀνθρώπων  ἂς ταξιδεύσει φέτος ὁ λογισμός μας στ’ Ἅγιονορος ,ἐκεῖ στὰ φρικτὰ Καρούλια ,μὲ τοὺς ξυπόλυτους ἀσκητᾶς  καὶ σὲ ὅσα μας ἐξομολογιέται μὲ συγκλονισμὸ ὁ ἁγιασμένος καὶ σοφός μας π. Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης .

*  *  *
«ΝΕΟΣ ΜΟΝΑΧΟΣ τότε, κατὰ τὸ ἔτος 1941, ἐν μέσῳ τῆς κατοχῆς καὶ τοῦ  ἐνσκήψαντος δεινοῦ  χειμῶνος ,μου ἦρθε ὁ καλὸς λογισμὸς νὰ ἐπισκεφθῶ προσκυνητὴς τὰ φρικτὰ Καρούλια, νὰ κάμω καὶ ἐγὼ ἀσκητικὰ Χριστούγεννα μαζὶ μὲ....
τοὺς ἀετόψυχους Καλόγηρους τούτου τοῦ ἀπαράκλητου τόπου.

Τὴν εὐλογία μου τὴν ἔδωκε ἀμέσως δίχως δισταγμὸ ὁ Γέροντάς μου ,ὁ Ὀσιότατος π.Γαβριήλ, ὁ καὶ Ἡγούμενος χρηματίσας τῆς τοῦ Διονυσίου Μονῆς. Μοῦ ἔδωκε εἰσέτι καὶ λίγους ὀβολοὺς διὰ τὸ ταξίδιό μου μὲ  τὸ μοτόρι  καὶ λίγες φανέλες γιὰ νὰ ἔχω νὰ ἀλλάξω, μὲ εὐλόγησε καὶ εὐχόμενος μὲ ἔστειλε σὲ τοῦτο τὸ κατανυκτικὸ ταξίδι.

Ἔβαλα μετάνοια στὸν Γέροντά μου λοιπὸν ,φορτώθηκα τὸν ντορβά μου, κι’ἔλαβα  τὸ ραβδὶ μὲ προορισμὸ τὰ κατανυκτικὰ Καρούλια προκειμένου νὰ λάβω μέρος στὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων.

 Από τὴν παραμονὴ ήδη τὸ πρωΐ ὁ οὐρανὸς ἤτανε μαῦρος σὰν μολύβι, κ᾿ ἔπιασε να ρίχνει νερόχιονο βελονιαστὸ.   

Καταφθάνοντας ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, μὲ μία τερπνὴ ἀναμονή, στὰ βραχώδη Καρούλια, ὁ ἥλιος, ὅσο μποροῦσε νὰ ξελευθερωθεῖ ἀπ’τὰ πηχτὰ σύννεφα , κόντευε νὰ κρυφθεῖ πίσω ἀπὸ τὸν μελανὸ θαλάσσιο ὁρίζοντα . Τότε ἄρχισαν νὰ συναθροίζονται  γοργόφτεροι  οἱ Καρουλιῶτες ἀσκητές, γιὰ νὰ γιορτάσουμε ὅλοι μαζὶ τὰ Χριστούγεννα.Κάποιοι  κατέβαιναν ἀπὸ τὰ βράχια, ἄλλοι ἀπὸ τὶς κρεμαστὲς σκάλες ,ἐνῶ κάποιοι  ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες…ἦταν ἕνα πρωτόγνωρο καὶ συγκινητικὸ ὅλο  θέαμα!

Τοῦτοι οἱ ἐρημίτες εἴχανε περασμένους στοὺς λιγνούς τους ὤμους  τοὺς τρίχινους , λερωμένους μὰ ἁγιασμένους ντορβάδες, μὲ   ράσα χιλιομπαλωμένα καθὼς χαιρεντιόντουσαν  ἕνας-ἕνας μὲ βαθειὰ ὑπόκλιση κι’ ἔπαιρναν τὴν θέση τοὺς στὸ μικρὸ ἠμιφεγγὴ γλυκύτατο Ἐκκλησάκι τοῦ Κυριακοῦ.

Κρούσανε ἕνα μικρὸ σήμαντρο  γιὰ νὰ ἀρχινήσει ἡ ἡ ἀγρυπνία ἐνῶ  ὁ ἁρμόδιος Ἱερεὺς φορώντας ἕνα μπλαβόχρωμο σὰν τοῦ πελάγους ἐπιτραχήλι ἔβαλε τὸ «Εὐλογητός»

Τὸ κρύο ἦταν τσουχτερό. Ὅλοι ,  ὅσον μποροῦσαν, ἤσαν σφιχτὰ  τυλιγμένοι στὰ πτωχικὰ τοὺς ράσα. Οἱ ἀνασασμοὶ τῶν ψαλτάδων ἄτμιζαν ἄσπιλοι καθὼς ἔψαλλον μέλποντες Τοῦ Θεοῦ τὰ τραγούδια μέσα στὸ δεινὸ κράτος τοῦ χειμῶνος ,μὰ ἡ λιβανοκαπνισμενη θωριὰ τῆς γλυκόπνοης Παναγίτσας πού μας ἀγνάντευε στοργικὰ σὰν Μανούλα ἀπ’τὸ Τέμπλο ζέσταινε τὴν ψυχή μας μυσταγωγώντας μας στὴν ἱερουργία τοῦ ἄχραντου τοκετοῦ τῆς ,τῆς Τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως κι’ἔτσι εἴχαμε γαλήνη σὰν καὶ ‘κείνη τῶν προβάτων στὸ μαντρὶ τῆς βηθλεὲμ τότενες ποὺ γίνηκε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος γιὰ νὰ ξαναγεννηθεῖ  ὁ ἄνθρωπος στὴν οὐράνια Βηθλεέμ.

Ὅμως καθ’ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κατανυχτικῆς ὁλονυχτίας ἐντύπωση ἀνερμήνευτή μου ἔκαμε   ἕνας ἀδυνατισμένος καὶ λιπόσαρκος , σὰν τὸ καλάμι Καλόγηρος ,μὲ μία μακρυὰ κάτασπρη γενιάδα ποὺ ‘χὲ σταθεῖ σ’ἕνα παμπάλαιο στασίδι. Τὸ σῶμα τοῦ ἂν καὶ κάθονταν μέσα στὸ κρύο καὶ στὴν ἀγρυπνιὰ ἀμετακίνητο σὰν τ’ἀγάλματος , ἐντούτοις τὸ ριτιδιασμένο κι’ὁλοζώντανο ἀπὸ τὴν ἄσκηση πρόσωπό του, σὰν τοῦ φτασμένου κυδωνιοῦ , ἔκαμε διάφορες κινήσεις καὶ παράξενους μορφασμοὺς ἀλλοιούμενο τακτικὰ καὶ φανερώνοντας πὼς ζοῦσε  ἐκεῖνες  τὶς στιγμὲς ἔντονα γεγονότα φερμένα  ἀπὸ ἕνα ἄλλον κόσμο.
Έβλεπες νὰ ἐναλλάσονται ἡ προσμονὴ μὲ τὴν   μελαγχολία,ἡ θλίψη,μὲ τὴν , χαρὰ …νὰ σκιρτᾶ σὰν λαφομόσκι καὶ ἀμέσως νὰ κουρνιάζει συγκλονισμένος ἀπὸ Θεῖο φόβο…ἔκανε μορφασμοὺς στὸ πρόσωπο λὲς καὶ παρακολουθοῦσε ἕνα ἀλλόκοτο θέαμα καὶ ἔτσι πότε ἔκλαιγε, πότε συνοφρυόνταν, πότε  χαμογελοῦσε καὶ δώστου πάλι Σταυροὺς καὶ μετάνοιες..

Καὶ ὅσο ὁ ἀσκητὴς ἐκτελοῦσε τὴ δική του λογικὴ λατρεία πιὸ δίπλα οἱ ψάλτες μορμύριζαν στὴν Πανάχραντο Θεοτόκο τὸ :

Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν τιμιωτέραν καὶ ἐνδοξοτέραν τῶν ἄνω στρατευμάτων.Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Οὐρανὸν τὸ σπήλαιον…»

Τὰ μικρούλικα παλαιὰ καντηλάκια  στὸ Τέμπλο διέχεαν ἀρχοντικὲς μὰ καὶ σεμνὲς τὶς πολύχρωμες ἀνταῦγες τῶν κι ἕνας πτωχὸς πολυέλεος μὲ ἁγνὸ κερὶ φώτιζε ὅσο ἠδύνατο γλυκὰ τὸ σκοτάδι. Ὅλα ἁπλά, ἀπέριττα, ἀσκητικά…
Ἔτσι γαλήνια πῆρε ἡ ἀγρυπνία ὥσπου ἐκοινωνήσαμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ ἔδωσε ὁ Ἱερεὺς τὸ «δι’εὐχῶν» λαμβάνοντας τέλος ἡ   οὐράνια ἐκείνη μυσταγωγία.

Ἡ ρόδινη ἀνατολὴ σιγά-σιγὰ αὐγαζόνταν ἀπὸ τὸν ἐπίσκεψη τοῦ ἡλίου μηνύοντας τὴν ἀνατολὴ ἀνατολῶν,τὸν ἑωθινὸ ἀστέρα,Αὐτὸν Τὸν γεννηθέντα Ἰησοῦ Χριστόν.

Μετὰ ἀπ’τ’ἀντίδωρο καὶ τὸν Ἁγιασμὸ προσφέρθηκε καφὲς και φραγκόσυκα στὸ φτωχικὸ καὶ ἀπέριττο Κυριακὸ τῆς σκήτης τῶν Καρουλῖων. Ἐγὼ διακονοῦσα στὸ κέρασμα,μὰ  πρόσεχα καὶ ἀποθαύμαζα κιόλας τοὺς ἀσκητές, θωρώντας τοὺς λὲς κι’ἦταν παράξενα ὄντα ,ὡς ἀρχαγγέλοι ἐπὶ τῆς γῆς.

Τότε ἐρώτησε ὁ Πνευματικός της Σκήτης ἐκεῖνον τὸν παράξενο ἀσκητὴ ἂν θὰ μείνει καὶ αὔριο ἐδῶ καὶ τοῦ ἀπήντησε :

- Βεβαίως καὶ ἐπιθυμῶ νὰ μείνω, ἐὰν καὶ θὰ ἤθελα καλύτερα νὰ ἡσυχάσω στὸ καλυβάκι μου, ὅμως δὲν ἔχω νὰ φάω καὶ ἂν κάμετε ἀγάπη δεχθεῖτε καὶ μένα νὰ φάγω κοντά σας.

Τὴν ἑπομένη ἡμέρα καὶ ἀφοῦ ἐψάλλαμε τὰ Κτιτορικὰ ἔχοντας ἐνημερώσει ἤδη ἐγὼ  τὸν Πνευματικὸ γιὰ ὅλη ἐτούτη  τὴν παράξενη συμπεριφορὰ τοῦ φτωχοῦ ἀσκητοῦ κατὰ τὴν χθεσινὴ ἀγρυπνίαν λέγει τοῦ τότε μὲ τόνο εὐγενικὸ μὰ καὶ ἐπιτακτικό.

- Ἀδελφέ μου , ,σὲ παρακαλῶ, πές μας τί γροικοῦσες χθὲς στὴν ὁλονυχτία καὶ ὅλο ἄλλαζε μορφὴ τὸ πρόσωπό σου.

Ὁ ἀσκητὴς ὅμως ἀρνιόταν πεισματικὰ νὰ δώκει ἀπάντηση φυλάγοντας ὅ,τι ἔζησε μέσα τοῦ ὡς πανάκριβο θησαυρό.

-Μὰ σὲ ἐξορκίζω στὸ ὄνομα Τοῦ Κυρίου νὰ μᾶς πεῖς.
-Λέγονται Γέροντα τέτοια πράγματα;
-‘Αντε κᾶμε ἀγάπη μήπως καὶ ὠφεληθοῦμε καὶ ‘μεῖς οἱ ἀδελφοί σου.
-…Μὰ δὲν μπορῶ.

-Ἅμα δὲν πεῖς  ,ἀπ’ἐδῶ δὲ φεύγεις !

Μὲ ὅλη ἐτούτη τὴν εὐγενικὴ βία καὶ δίχως νὰ θέλει ὁ παράξενος ἀσκητής,  ὅμως ἀναγκεμένος   ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Πνευματικοῦ καὶ τῶν Καλογήρων ποὺ ‘χᾶν ἀπομείνει  καὶ τούτη τὴν ἡμέρα στὸ Κυριακό, ἄρχισε νὰ ὁμολογεῖ μὲ δάκρυα καὶ συντριβή:

-Τί νὰ σᾶς πῶ; Νά!! ὅ,τι διαβάζατε καὶ ψέλνατε ἐσεῖς τὸ ἔβλεπα καὶ συμμετεῖχα καὶ ‘γῶ.

«Θωροῦσα τὸ Θεῖον βρέφος ,τὸν Χριστούλη μας ,τὰ προβατάκια, τα λίγα ζωντανά  ποὺ ‘σαν ἐκεῖ καὶ σταλιάζανε…μὰ ἦταν καὶ μία γελάδα ποὺ ἔστεκε  κοντὰ  στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐθέρμαινε μὲ τὸν ἀνασασμὸ τῆς …τὶς σταγόνες  ποὺ έπεφταν  ἀπὸ τὴν ὑγρασία και τους νοτισμένους σταλαγμίτες , καθότι  ἤτανε σπήλαιον  ἐκεῖ καὶ ὄχι κάποιο ἀνθρώπινο χτίσμα …Σιμὰ εἶδα καὶ Τὴν Παναγία μας, λεχώνα,ποὺ εἶχε τυλίξει μὲ τὸ σεπτὸ ἐπανωφόρι τῆς τὸν Υἱό της καὶ  ἀνέκλεινε δίπλα πρὸς μία μεριὰ καὶ κρύωνε γιατί ἤτανε κενὸ καὶ δὲν εἶχε ποὺ νὰ ἀκουμπήσει… Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ μία ποιμένισσα ἔφερε ἀχνιστὸ γάλα  ποὺ μόλις εἶχε ἀρμέξει καὶ γιὰ νὰ πλύνει κιόλας μ’αὐτὸ τὸ Θεικὸ βρέφος. Ποῦ νὰ βρεθεῖ ζεστὸ νερὸ ἐκείνη τὴν ὥρα;ὅλα κρύσταλλο καὶ παγωμένα ἦταν…

Καὶ ‘ἔτσι ἔγινε… καὶ ἔτσι τρύπησε μὲ μιᾶς ἡ σπηλιὰ καὶ μπῆκαν Ἀγγέλοι  που ἀνεβοακεβαίναν στον οὐρανὸ ἐνῶ ἀκούγονταν  γλυκύτατη μελωδία…

Ὁ δὲ Ἰωσὴφ ὅλο ἔκλαιγε  ἀναντρανισμένος ἀπὸ δέος καὶ χαρὰ  σὰν τὸν Ἱερέα ποὺ στέκεται μὲ φόβο  στὴν ἀναίμακτο Ἱερουργία ἔτσι καὶ ‘κεῖνος ἐφημέρευε τούτη τὴν νυχτιὰ στὸν πάντερπνο τοῦτο  Ιερό Ναὸ μὰ καὶ πάμφτωχο συνάμα σπήλαιο τῆς βηθλεέμ.»

Πιο κάτω τὸ ζωηρὸ ἀγέρι ἀλυχτοῦσε στὰ Καρούλια ,ἐνῶ  τὰ κύματα στὸ ἄγριο σύνορο  θαλάσσης καὶ γῆς ἔπλητταν  φρίσσοντα τοὺς αποκρήμνους βράχους. Τα  λευκά και πορφυρά κυκλάμινα ὄμως, που ἀνέθωραν μειλίχια ἀναρριχώμενα  ἀπό τις σχισμάδες των βαράθρων, μυνίριζαν την ἀνάσταση ἐντός της καρδιάς  του χειμῶνος. … «Χριστὸς ἐπὶ γῆς· ὑψώθητε.»

Ὅλη ἡ λογικὴ μὰ καὶ ἡ ἄλογη  κτίσις στης Παναγιάς το Περιβόλι μαρτυροῦσε  διὰ μυρίων βεβαίων στομάτων πὼς ὄντως ὁ Χριστὸς ἐγενήθη καὶ ἡ γαληνόμορφη Θεϊκὴ χαρὰ στὴν γῆ ἐνεθρονίσθη.

 ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ
ΑΛΗΘΩΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ


π. Διονύσιος Ταμπάκης –Χριστούγεννα 2017
https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Χωρίς Την Ταπείνωση Δε Σώζεται Ο Άνθρωπος

Χωρίς την ταπείνωση δε σώζεται ο άνθρωπος

Χωρίς την ταπείνωση, έλεγε ο στάρετς Αμβρόσιος, δε σώζεται ο άνθρωπος. Αν πιστέψουμε πως από δική μας αξία σωζόμαστε, έχουμε απατηθεί. Θα σας αναφέρω ένα διδακτικό περιστατικό. Μια επιφανής αρχόντισσα, αρκετά ευσεβής αλλά όχι και αρκετά ταπεινή, καθώς κοιμόταν  είδε ένα συγκλονιστικό όνειρο:
Πάνω σε ένδοξο θρόνο ο δίκαιος Κριτής!  Και απέναντί Του πλήθη λαού, μεταξύ των οποίων και η ίδια.Ο Χριστός ετοιμαζόταν  να καλέσει κοντά Του τους εκλεκτούς. Εκείνη που βασιζόταν στις αρετές της και στις καλοσύνες της περίμενε μεγάλες τιμές, αλλά έπεσε έξω στην πρόβλεψή της….Κάποια ταπεινή χωριατοπούλα κρίθηκε άξια για την  για την πρώτη θέση. Δεύτερος ήταν ένας φτωχός χωρικός που φορούσε μάλιστα και τσαρούχια. Ακολούθησαν στη σειρά πλήθη απλοικών ανθρώπων. Σε μια στιγμή ο Κύριος έπαυσε να προσκαλεί άλλους. Εκείνη πάνω στην απελπισία της αποφάσισε να τον πλησιάσει και να Του υπενθυμίσει τα καλά που είχε κάνει. Ο Χριστός όμως απέστρεψε εντελώς το πρόσωπό Του από αυτήν. Εξουθενωμένη πλέον, έπεσε στο έδαφος, έκλαψε και αναγνώρισε ταπεινά πως πραγματικά δεν της άξιζε η ουράνια Βασιλεία. Να, αγαπητοί μου – εδώ δυνάμωσε τη φωνή του ο στάρετς – το ταπεινό φρόνημα!
Έτσι έπρεπε να σκεφτόμαστε όλοι. Όταν ξύπνησε από το όνειρο η αρχόντισσα, δεν τόλμησε πια να φιλοξενήσει υπερήφανες ιδέες στην ψυχή της. Της έδωσε ο Θεός με το όνειρο αυτό ένα αξέχαστο ονειρο. Ο στάρετς Ιωσήφ, υπόδειγμα ταπείνωσης, πραότητας και ακατακρισίας, είπε κάποτε σε μια μοναχή: Αν οι αμαρτίες του αδελφού σου σε ενοχλούν και δεν μπορείς να βρεις την ειρήνη της ψυχής σου, θυμήσου τα εξής: Αν οι αμαρτίες του αδελφού σου που θέλεις να διορθώσεις σε ενοχλούν, σ’ εκνευρίζουν και χάνεις την ειρήνη σου, τότε αμαρτάνεις κι εσύ. Η αμαρτία δεν διορθώνεται με την αμαρτία, αλλά με την ταπείνωση. Ο ζήλος που θέλει από μόνος του να καταστρέψει όλα τα κακά είναι από μόνος του ένα μεγάλο κακό.
Μέσα στο μάτι σου υπάρχει ένα μεγάλο δοκάρι και συ προσέχεις το καρφί στο μάτι του αδελφού σου.Υπάρχουν ατέλειες που είναι αναπόφευκτες κι άλλες που μπορεί να είναι ευεργετικές. Το καλό δοκιμάζεται από το κακό. Το παράδειγμα της μακροθυμίας του Θεού πρέπει να χαλιναγωγήσει την ανυπομονησία μας, που μας στερεί την ειρήνη. Το παράδειγμα του Ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού μας φανερώνει με πόση ταπείνωση και καρτερία πρέπει να υπομένουμε την ανθρώπινη αμαρτία.Αν δεν έχουμε κάποια θέση ευθύνης έναντι των άλλων, πρέπει να αντιμετωπίζουμε την αμαρτία τους με συμπάθεια.
Κάθε άνθρωπος καταδικάζει εκείνες τις αμαρτίες των άλλων, για τις οποίες κατηγορείται ο ίδιος.
Για τις πράξεις των άλλων δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να μας ηρεμεί περισσότερο όσο η σιωπή, η προσευχή και η αγάπη. Κάποια αδελφή έλεγε κάποτε θλιμμένη στο στάρετς Ζωσιμά :  -Τι να κάνω , γέροντα, που νικιέμαι από τη γλώσσα μου και φλυαρώ και ματαιολογώ; Στενοχωριέμαι πολύ γι αυτό και παίρνω κάθε τόσο απόφαση να διορθωθώ, αλλά πάλι πέφτω.  -Να θυμάσαι οτι, όπως είπε ο Κύριος, για κάθε περιττό μας λόγο θα μας ζητηθεί ευθύνη την ημέρα της Κρίσεως.
Κατάφυγε στη βοήθειά Του. Και όποτε αμαρτάνεις να μετανοείς. Χίλιες φορές να μετανοήσεις.  -Κάποιες φορές λέω κάτι χρήσιμο ή ψυχωφελές. Ενώ όμως αρχίζω με πνευματικούς λόγους, σε λίγο, χωρίς να το καταλάβω, ξεγλιστράω στην αργολογία ή την κατάκριση ή την περιέργεια ή τον κομπασμό….
Μετά απο όλα αυτά με κυριεύει κατάθλιψη και αθυμία. Τι να κάνω; Δεν μπορώ να διορθωθώ…  Για να μάθεις να μιλάς καλά και προσεκτικά, πρέπει πρώτα να μάθεις να σωπαίνεις, τη συμβούλεψε ο γέροντας. Όσο θερμό κι αν είναι το κελί μας, αν ανοίγουμε συχνά τα παράθυρα θα παγώσει. Κι αν ανοίγουμε κάθε τόσο ένα μπουκάλι με άρωμα, σύντομα θα εξατμιστεί. Γι αυτό ο προφήτης λέγει«εκωφώθην και εταπεινώθην και εσίγησα εξ αγαθών »  (Ψαλμ. Λη’ 2 )
Ακούς; «εσίγησα εξ αγαθών». Αποφάσισα δηλαδή να μην ξεστομίζω ούτε αγαθούς λόγους. Και τότε, συνεχίζει, «Εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου». Όπως γράφει ο Κάλλιστος Καταφυγιώτης, ο καλός λόγος είναι κατώτερος απο τη σιωπή με διάκριση.Βέβαια, κι από τη σιωπή του στόματος ανώτερη είναι η σιωπή του νου- τόσο ανώτερη, όσο και η ψυχή από το σώμα. Γιατί είναι δυνατό, ενώ τηρε’ιται σιωπή του στόματος, εσωτερικά ο νους να σχηματίζει λογισμούς και νοήματα.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Το γεροντικό του Βορρά» του Πέτρου Μπότση
http://www.orthodoxia.online/2017/12/18/%CF%87%CF%89%CF%81%CE%AF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%84%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B7-%CE%B4%CE%B5-%CF%83%CF%8E%CE%B6%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89-2/