Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Αγία Αικατερίνα, βίος και πολιτεία


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο υμνωδός την ονομάζει «πανεύφημον νύμφην Χριστού» την Αγίαν Αικατερίναν και πολύ δικαίως γιατί η Αγία ως μόνον νυμφίον της ψυχής της είχε κάνει τον Χριστόν. Η ζωή της πραγματικά πολύαθλος κατέπληξε τους πάντας. Η σοφία και η γνώσις, όλη η επιστήμη του καιρού της είχε γίνει κτήμα της. Όλα όμως τα περιφρόνησε για την αγάπη του μοναδικού Νυμφίου, του Χριστού.

Και όμως η σοφία του κόσμου αυτού δεν την παραπλάνησε, ούτε η γήινη φιλοσοφία. Την έθεσε στην υπηρεσία της αληθινής φιλοσοφίας, για να ελκύση στην πίστι του Χριστού τους φιλοσόφους του καιρού εκείνου και τους ρήτορας.

Υπέμεινε πολλά βασανιστήρια και φυλακίσεις και απ' όλα αυτά την εγλύτωσε θαυματουργικά ο Κύριος. Τέλος παρέδωσε την αγία ψυχή της με μαρτυρικόν διά ξίφους θάνατον, διά να πρεσβεύη από τότε για όλους, όσοι επικαλούνται την προστασία της. Ιδιαιτέρως τιμάται εις το όρος Σινά από τους μοναχούς της Μονής Σινά, γιατί θαυματουργικώς μετεφέρθη το σώμα της επί του όρους αυτού.

Νομίζομεν ότι μεγάλην ωφέλειαν θα λάβη ο αγαπητός αναγνώστης από την ανάγνωσιν του βίου της Αγίας Αικατερίνης, γι' αυτό και προβαίνομεν εις την έκδοσιν του φυλλαδίου αυτού με την ευχήν όπως η Μεγαλομάρτυς «αιτήται πάσι το μέγα έλεος».
Γνωριμία με τον Ιησού Χριστό
Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε κατά την εποχή των ασεβών βασιλέων Μαξιμιανού, Μαξεντίου και Μαξιμίνου (305-313). Ήταν κόρη του ηγεμόνος της Αλεξανδρείας Κώνστα (ή Κέστου) φημισμένη για το κάλλος της και τη σοφία, διότι είχε μορφωθή με τα διδάγματα της ελληνικής παιδείας και γνώριζε Όμηρο, Βιργίλιο, Αριστοτέλη, Πλάτωνα και άλλους αρχαίους συγγραφείς.

Πολλοί πλουσιώτατοι άρχοντες της συγκλήτου την ζήτησαν σε γάμο από την μητέρα της, που ήταν κρυφή χριστιανή εξ αιτίας του διωγμού, που κίνησε ο Μαξιμιανός. Οι συγγενείς και η μητέρα της την συμβούλευαν να παντρευθή για να μην περιέλθη η βασιλεία του πατέρα της σε ξένο άνδρα, αλλά η Αικατερίνη αγαπούσε την παρθενία και απέφευγε τις προτάσεις. Η παράδοση αναφέρει το εξής περιστατικό: Όταν άρχισαν να την ενοχλούν συστηματικά τους είπε:

Βρήτε ένα νέο να μου μοιάζη στα τέσσερα χαρίσματα που ομολογείτε, ότι ξεπερνώ τις άλλες νέες και τότε να τον κάνω σύζυγό μου, γιατί δεν καταδέχομαι να πάρω κατώτερό μου. Ερευνήστε αν υπάρχη κάποιος όμοιός μου στην ευγένεια, στον πλούτο, στη σοφία, και στην ωραιότητα. Αν του λείπη κάτι απ' αυτά δεν είναι άξιος για μένα.

Εγνώριζαν όλοι, ότι ήταν αδύνατο να βρεθή τέτοιος άνθρωπος και της έλεγαν, ότι ο γιος του βασιλιά της Ρώμης και άλλοι είναι ευγενείς και πλουσιώτεροι από αυτή, αλλά υστερούν στην σοφία και στην ομορφιά. Αλλά η κόρη δεν δεχόταν να πάρη «αγράμματο», όπως έλεγε.

Η μητέρα της είχε πνευματικό ένα άγιο άνθρωπο έξω από την πόλι. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγαν να τον συμβουλευθούν. Ο ασκητής άκουσε τα φρόνημα λόγια της και σκέφθηκε να την ελκύση στην πίστι του Χριστού. Της είπε λοιπόν: Γνωρίζω έναν θαυμάσιο άνθρωπο, που σε υπερβαίνει σ' όλα τα χαρίσματα και σ' άλλα αναρίθμητα. Η ωραιότητά του νικά στη λάμψη τον ήλιο, η σοφία του κυβερνά όλα τα όντα , ο πλούτος του διαμοιράζεται σ' όλο τον κόσμο και δεν λιγοστεύει ποτέ, η ευγένειά του είναι ασύλληπτη και ακατανίκητη.
Η κόρη νόμισε, ότι πρόκειται για επίγειο άρχοντα και ρωτούσε αν αυτά τα χαρίσματα ήταν αληθινά. Ρώτησε λοιπόν:
Τίνος είναι γιός;

Αυτός δεν έχει πατέρα στη γη, αλλά γεννήθηκε υπερφυσικά από μια Υπεραγία Παρθένο, που αξιώθηκε για την αγιότητά της να μείνη αθάνατη στην ψυχή και στο σώμα.

Είναι δυνατό να δω αυτό το νέο, για τον οποίο διηγείσαι τόσα θαυμαστά;

Αν κάμης ό,τι σου πω, θα αξιωθής να δης το πρόσωπό του.

Σε βλέπω άνθρωπο γνωστικό και σεβάσμιο, πιστεύω ότι δεν μου λες ψέματα. Είμαι έτοιμη να κάνω ό,τι μου πης.

Τότε ο ασκητής της έδωσε μιά εικόνα της Παναγίας, που κρατούσε το θείο Βρέφος και της λέει: Αυτή είναι η αειπάρθενος Μητέρα Εκείνου. Πάρε την και αφού κλείσης την πόρτα του δωματίου σου κάμε ολονύκτια προσευχή και παρακάλεσε αυτήν, που ονομάζεται Μαρία, να σου δείξη τον Υιόν της. Ελπίζω, ότι αν παρακαλέσης με πίστι, θα σε ακούση.

Πήρε η Αικατερίνη την εικόνα και όλη τη νύκτα κλεισμένη στο θάλαμό της προσευχόταν, όπως της είπε ο γέροντας. Από τον κόπο κοιμήθηκε και βλέπει σε όραμα την Παναγία με το θείο Βρέφος. Αλλά είχε στραμμένο το πρόσωπό του προς τη Μητέρα του, έτσι η κόρη έβλεπε τα νώτα του, επιθυμώντας να δη από μπροστά πήγε προς το άλλο μέρος, αλλά ο Χριστός έστρεφε πάλι το πρόσωπό του. Τούτο έγινε τρεις φορές. Τότε άκουσε την Παναγία να λέη:

Κύτταξε, παιδί μου, τη δούλη σου Αικατερίνη, πόσο είναι ωραία και καλή.
Το βρέφος αποκρίθηκε:

Είναι σκοτεινή και άσχημη, τόσο που δεν μπορώ να την δω καθόλου.

Δεν είναι πάνσοφη παραπάνω από όλους τους ρήτορες, πλούσια και ευγενής;

Μητέρα μου, είναι αμαθής και πολύ χαμηλά όσο βρίσκεται σε τέτοια κατάστασι, ώστε δεν πρέπει να με δη στο πρόσωπο.

Σε παρακαλώ, παιδί μου, να μην περιφρονήσεις το πλάσμα σου, αλλά να την νουθετήσης κα να την οδηγήσης για να απολαύση τη δόξα σου και να δη το πρόσωπό σου, που επιθυμούν και οι Άγγελοι να βλέπουν.

Ας πάη στο γέροντα, που της έδωσε την εικόνα και ας κάνη ό,τι θα την συμβουλεύση και τότε θα με δη.

Την άλλη μέρα ξεκίνησε το πρωί με λίγες γυναίκες κι έφθασε στο κελλί του γέροντα. Με δάκρυα του διηγήθηκε το όραμα και του ζήτησε τη συμβουλή του. Ο όσιος διηγήθηκε όλα τα Μυστήρια της αληθινής πίστεως, αρχίζοντας από τη δημιουργία του ανθρώπου.

Μετά την κατήχησι η Αγία αποθέτοντας τον παλαιό άνθρωπο και φορώντας στολή θεοΰφαντη, γύρισε στα ανάκτορα. Όλη τη νύκτα πέρασε προσευχόμενη μέχρι την ώρα που κοιμήθηκε και είδε σε οπτασία την Παρθένο με το βρέφος, που κοίτταζε την Αικατερίνη, με πολύ ιλαρότητα. Στην ερώτηση της Θεομήτορος αν ήταν τώρα αρεστή η κόρη, ο Δεσπότης απάντησε:

Τώρα έγινε ένδοξη η άσχημη και σκοτεινή, η πτωχή και χωρίς γνώσι έγινε πλούσια και πάνσοφη, η καταφρονεμένη και άσημη έγινε ευγενής και ένδοξη. Είναι στολισμένη με τέτοια χαρίσματα, ώστε επιθυμώ να τη μνηστευθώ για νύφη μου άφθορη.

Δεν είμαι άξια, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω τη βασιλεία σου, αλλά αξίωσέ με να συναριθμηθώ με τους δούλους σου.

Η Θεοτόκος τότε πήρε το δεξί χέρι της κόρης και της είπε:

Δώσε της, παιδί μου, δακτυλίδι σαν αρραβώνα, για να την αξιώσης της βασιλείας σου.
Τότε ο Κύριος της έδωσε ένα ωραίο δακτυλίδι λέγοντας:

Σήμερα σε παίρνω για νύφη μου αιώνια και άφθορη. Να φυλάξης αυτή τη συμφωνία. Να μην πάρης άλλον νυμφίο στη γη.
Από τη στιγμή εκείνη ελκύσθηκε η Αικατερίνη από τον Ουράνιο Νυμφίο και αιχμαλωτίσθηκε η καρδιά της από τον θείο έρωτα του Χριστού.
Ενώπιον του βασιλέως Μαξεντίου
Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς έβγαλε την εξής διαταγή: «Εγώ ο βασιλιάς, προστάζω όλους, όσοι είναι υπό την εξουσία μου, να μαζευθούν στ' ανάκτορα για να τιμήσωμε τους μεγάλους θεούς, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη μας με θυσίες για όσες ευεργεσίες μας έκαναν. Όποιος περιφρονήσει αυτή την εντολή και τολμήσει να προσκυνήση άλλον θεό θα τιμωρηθή σκληρά».

Μετά από αυτά τα προστάγματα συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου για να προσφέρη θυσία, ό,τι ο καθένας μπορούσε. Ο βασιλιάς θυσίασε εκατόν τριάντα ταύρους, ενώ οι άλλοι άρχοντες και ηγεμόνες λιγώτερους.

Η Αικατερίνη εστενοχωρείτο, που έβλεπε την ασέβεια των ανθρώπων, που πρόδιδαν τη ψυχή τους από φόβο. Από ζήλο θεϊκό παρακινημένη πήρε λίγους δούλους και πήγε στον ειδωλολατρικό ναό, όπου θυσίαζαν. Στάθηκε στην πόρτα ελκύοντας τα βλέμματα όλων. Ειδοποίησε εν συνεχεία τον βασιλιά, ότι έχει να του πη κάτι σπουδαίο για μια υπόθεσι. Ο βασιλιάς πρόσταξε να πλησιάση. Η Αικατερίνη υποκλίθηκε και με παρρησία είπε:

Έπρεπε, βασιλιά, πρώτα συ να γνωρίσης την πλάνη, που έχετε λατρεύοντας σαν θεούς τα είδωλα. Είναι ντροπή και μεγάλη ανοησία να προσκυνάτε φθαρτά και αναίσθητα δημιουργήματα. Δεν πιστεύετε τουλάχιστον τον σοφό Διόδωρο, που λέγει, ότι οι θεοί αυτοί ήταν άνθρωποι με πάθη και ελαττώματα, αλλά επειδή μερικές φορές έδειξαν ανδρεία, ωνομάσθηκαν αθάνατοι. Αργότερα οι άνθρωποι νομίζοντας ότι είναι πράγματι θεοί τους προσκυνούσαν και τους τιμούσαν. Ακόμη και ο Πλούταρχος κατηγορεί και περιφρονεί όσους σέβονται τέτοια αγάλματα. Πρέπει να υπακούσης, βασιλιά, σ΄ αυτούς τους διδασκάλους και να μην γίνης αιτία να χαθούν τόσες ψυχές. Ένας είναι ο Θεός, Αΐδιος και Αθάνατος, που για την σωτηρία μας έγινε άνθρωπος. Αυτός ο Παντοδύναμος Θεός δεν έχει ανάγκη από τέτοιες θυσίες, αλλά μόνο προστάζει να τηρούμε τις εντολές του.

Ο βασιλιάς θύμωσε στο άκουσμα των συνετών λόγων της Αικατερίνης, αλλά μη μπορώντας να εναντιωθή αποκρίθηκε:

Άφησε να τελειώσουμε τη θυσία και τότε θα ακούσουμε τα λόγια σου.
Όταν τελείωσε την ανόητη πανήγυρι και τελετή, πρόσταξε να φέρουν την Αγία στ' ανάκτορα και της είπε:

Πες μας ποια είσαι και τι σημαίνουν τα λόγια, που προηγουμένως έλεγες;

Είμαι κόρη του ηγεμόνα Κώνστα. Ονομάζομαι Αικατερίνη και έχω σπουδάσει Ρητορική, Φιλοσοφία, Γεωμετρία και τις άλλες επιστήμες. Αλλά όλα αυτά τα περιφρόνησα και ήλθα να γίνω νύφη του Δεσπότη Χριστού, που λέγει με το στόμα του προφήτου: «Απολώ την σοφία των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω».

Ο βασιλιάς θαύμασε την σοφία, την ευστροφία και την ωραιότητα της παρθένου κι ενόμισε ότι δεν ήτο γεννημένη στη γη από θνητούς, αλλά ότι ήταν θεότης απ' εκείνες, που σεβόταν ο ίδιος και λάτρευε. Επειδή ο βασιλιάς φανέρωσε αυτή τη γνώμη του, η Αικατερίνη του είπε:

Βέβαια, αληθινά είπες αυτά, βασιλιά, διότι ονομάζεις θεούς τους δαίμονες, που σας δείχνουν διάφορα φαντάσματα και σας παρακινούν σε ασέλγειες και σ' άλλες άτοπες επιθυμίες. Εγώ είμαι απ' τη γη και μ' έπλασε ο Θεός με τέτοια μορφή και με τίμησε με το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσι» και γι' αυτό πρέπει να θαυμάζεται η σοφία του Πλάστη, επειδή από ευτελή ύλη κατώρθωσε να δώση τόση ομορφιά.

Μη λέγης κακό για τους θεούς, που έχουν δόξα αθάνατη, είπε πειραγμένος ο βασιλιάς.

Αν θελήσης να αποτινάξης το σκοτάδι της απάτης θα γνωρίσης την ευτέλια των θεών σου και θα καταλάβης τον αληθινό Θεό. Και μόνο το όνομα του Θεού ή και ο Σταυρός του τυπούμενος στον αέρα αφανίζει τους θεούς σου, κι αν θέλης μπορώ να στο αποδείξω.

Ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως τον νικήση με αποδείξεις και ντροπιασθή και της είπε:

Είναι άπρεπο να συζητά ο βασιλιάς με γυναίκες. Θα μαζέψω τους σοφούς ρήτορές μου και τότε θα καταλάβης την αδυναμία των λόγων σου και θα πιστέψης αυτά που λέω εγώ.
Συνομιλία με τους ρήτορες. Μαρτύριον των ρητόρων
Μετά απ' αυτή τη συνομιλία ο βασιλιάς με επιστολές κάλεσε όλους τους σοφούς και ρήτορες. Το περιεχόμενο των επιστολών ήταν περίπου έτσι:

«Εγώ ο βασιλιάς χαιρετώ όλους τους σοφούς και τους ρήτορες των Ελλήνων και σας παρακαλώ να έλθετε εδώ γρήγορα, για να αποστομώσετε μια γυναίκα σοφή, με τη βοήθεια του σοφώτατου θεού Ερμή. Αυτή η γυναίκα χλευάζει τους θεούς μας, ονομάζει τις πράξεις τους μύθους και φλυαρίες. Αν την νικήσετε, θα αξιωθήτε πολλών τιμών».

Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, εκατόν πενήντα σοφοί, οξείς στο νου και ικανώτατοι στην ομιλία. Τους είπε λοιπόν ο βασιλιάς.

Ετοιμασθήτε με επιμέλεια ν' αγωνισθήτε καλά και μην αμελήσετε, νομίζοντας ότι είναι εύκολο το έργο σας, επειδή έχετε να αντιμετωπίσετε μια γυναίκα. Αλλά ετοιμασθήτε σαν να έχετε ανταγωνιστή σοφώτατον ρήτορα. Δείξτε την σοφίαν σας, που νομίζω ότι υπερβαίνει τη σοφία και αυτού του Πλάτωνος.

Σ' αυτά τα λόγια απάντησε κάποιος απ' τους ρήτορες που ξεχώριζε:

Έστω κι αν είναι η φρονιμώτερη γυναίκα και η σοφώτερη δεν θα μπορέση να συζητήση μαζί μας. Πρόσταξέ την, λοιπόν, να έλθη.

Γεμάτος χαρά ο βασιλιάς, ελπίζοντας ότι θα νικήση την πλήρη χάριτος φιλοσοφία διατάζει να φέρουν την κόρη στο θέατρο, όπου είχε συγκεντρωθή πλήθος κόσμου. Πριν φθάσουν οι απεσταλμένοι στην Αγία ήλθε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και της λέγει:

Μη ταράζεσαι, κόρη. Ο Κύριος θα προσθέση σοφία στην σοφία σου, για να νικήσης τους ρήτορες και όχι μόνο αυτοί, αλλά και πολλοί άλλοι θα πιστέψουν και θα αξιωθήτε όλοι να λάβετε το στεφάνι του μαρτυρίου.

Όταν παρουσιάσθηκε εμπρός στους σοφούς η παρθένος, ο υπερήφανος ρήτορας, που είχε διαβεβαιώσει τον βασιλιά για την νίκη, της είπε:

Συ είσαι εκείνη, που βλασφημεί τους θεούς μας τόσο αναίσχυντα;

Εγώ είμαι. Δεν βλασφημώ όμως αναίσχυντα, όπως είπες, αλλά ήπια και με φιλαλήθεια μιλώ για τους ψεύτικους θεούς σας.

Ενώ οι μεγάλοι ποιητές τους ονομάζουν υψηλούς, συ, που γνώρισες την σοφία τους, τολμάς να μιλάς με τόση θρασύτητα;

Την φοβία μου την έχω δώρο από τον Θεό, που είναι η Σοφία και η Ζωή. Εκείνος, που σέβεται και τηρεί τις θείες εντολές είναι πράγματι φιλόσοφος. Τα έργα των θεών σας και οι διηγήσεις γι' αυτούς είναι γεμάτες απάτη. Πες μου ποιος από τους μεγάλους ποιητές τους ονόμασε θεούς!...
Πρώτος ο Όμηρος και ο Ορφέας και όλοι οι άλλοι. Μην απατάσαι, λοιπόν, συ η σοφή να προσκυνάς τον Εσταυρωμένο, που κανένας ποιητής δεν τον ωνόμασε Θεό.

Μα ο ίδιος ο Όμηρος λέγει για τον Δία, ότι είναι απατεώνας, πανούργος και ψεύτης και ότι ήθελαν να τον δέσουν η Ήρα, ο Ποσειδών κι η Αθηνά, αν δεν πρόφθαινε να κρυφθή. Και οι άλλοι αναφέρουν τέτοια υβριστικά για τους Θεούς. Είπες, ότι τον Εσταυρωμένο δεν τον αναφέρει κανένας παλαιός σοφός, και γι' αυτό να μην ασχολούμεθα μ' αυτόν, που είναι ο αληθινός Θεός, Δημιουργός πάσης κτίσεως και όλου του ανθρώπινου γένους. Θυμίσου τι λέγει για τη σάρκωσί του και τη σωτήρια Σταύρωσί Του η Σίβυλλα και ο Απόλλων. Αυτός ο Θεός έγινε άνθρωπος, περπάτησε στη γη, δίδαξε, εθαυματούργησε. Έπειτα καταδέχτηκε και τον θάνατον για να λύση την πρώτη καταδίκη και να ανοίξη τις πύλες του Παραδείσου. Μετά το μαρτύριό Του πέθανε και αναστήθηκε. Όταν ανέβηκε στους Ουρανούς έστειλε στον κόσμο τους Μαθητές φωτισμένους απ' το Άγιο Πνεύμα, για να λυτρώσουν τις ψυχές από την πλάνη της απιστίας. Αυτά πρέπει και συ να τα πιστέψης και να γνωρίσης τον αληθινό Θεό και να γίνης δούλος Του, αν θέλης το συμφέρον σου. Ο ίδιος ο Χριστός λέγει καλώντας όλους: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς»...

Με τέτοια λόγια γεμάτα σοφία κατέπληξε η πάνσοφη τον φιλόσοφο, που έμεινε άφωνος. Ο βασιλιάς βλέποντας την ήττα του σοφού διέταξε τους άλλους να συζητήσουν με την χριστιανή. Εκείνοι όμως δήλωσαν:

Δεν μπορούμε ν' αντισταθούμε στην αλήθεια, τώρα μάλιστα, που βλέπομε ότι ο καλύτερος ρήτορας νικήθηκε.

Τότε ο βασιλιάς θύμωσε και πρόσταξε να τους κάψουν στο μέσον της πόλεως. Εκείνοι έπεσαν στα πόδια της Αγίας παρακαλώντας να τους συγχωρήση ο Θεός για όσα από άγνοια έκαμαν, γιατί τώρα πιστεύουν στην αληθινή πίστι και επιθυμούν να βαπτιστούν και να πάρουν την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. Η Αγία λοιπόν τους είπε:

Είσθε τώρα ευτυχείς και καλότυχοι, γιατί αφήσατε το σκοτάδι και ακολουθήσατε το φως της αλήθειας. Η φωτιά, που σας απειλεί ο ασεβής βασιλιάς, θα γίνη για σας Βάπτισμα, που θα σας καθαρίση από κάθε ακαθαρσία της ψυχής και του σώματος.

Έτσι τους παρακίνησε όλους και τους σφράγισε με το σημείο του Σταυρού στέλνοντάς τους στο μαρτύριο.

Τους έρριξαν οι στρατιώτες στη φωτιά στις 17 Νοεμβρίου. Το βράδυ της ίδιας ημέρας πήγαν μερικοί ευσεβείς να συνάξουν τα λείψανα και τα βρήκαν όλα σώα και ακέραια χωρίς να τα έχη βλάψει η φωτιά.
Βασανιστήρια και φυλάκισις της Αγίας
Ο βασιλιάς από την πλευρά του είχε συγκεντρώσει όλη του την φροντίδα στην Αγία. Επειδή δεν μπορούσε να την νικήση με συλλογισμούς φιλοσοφίας, προσπαθούσε να επιτύχη το σκοπό του με κολακείες και πανουργίες λέγοντας:

Υπάκουσε σε μένα, που σε συμβουλεύω σαν φιλόστοργος πατέρας να προσκυνήσης τους μεγάλους θεούς και ιδιαίτερα τον Ερμή, που σε στόλισε με της φιλοσοφίας τα χαρίσματα και θα σου δώσω το μισό της εξουσίας μου και θα κατοικής μαζί μου στ' ανάκτορα.

Βγάλε το προσωπείο, βασιλιά, και μην υποκρίνεσαι, απάντησε η Αγία. Εγώ είμαι χριστιανή και θα γίνω νύφη Χριστού, που τον έχω μοναδικό Νυμφίο και σύμβουλο, στολισμό της παρθενίας μου και ποθώ το μαρτύριο περισσότερο από κάθε βασιλικό ένδυμα και στεφάνι.

Μη μ' αναγκάσης να βρίσω την αξία σου χωρίς να το θέλω, είπε πάλι ο βασιλιάς.

Κάνε ό,τι θέλεις, γιατί με την πρόσκαιρη αυτή ατιμία θα γίνης αφορμή να δοξασθώ με δόξα αθάνατη και να πιστέψη πλήθος κόσμου στον Χριστό μου ακόμη και μέσα από το παλάτι σου.

Ωργίσθηκε ο βασιλιάς ύστερα απ' αυτήν την απάντησι και διέταξε να την κτυπήσουν με νεύρα βοδιών. Κτυπούσαν, λοιπόν, την Μάρτυρα επί δύο ώρες δυνατά στην κοιλιά και στην ράχη, μέχρις ότου ξέσκισαν το παρθενικό της σώμα. Η Αγία στεκόταν με τόση ανδρεία και γενναιότητα, ώστε εθαύμαζαν όσοι την έβλεπαν. Το βράδυ δόθηκε διαταγή να την φυλακίσουν και να μην της δώσουν φαγητό και νερό για δώδεκα μέρες, μέχρι να βγη η απόφασι με ποιο τρόπο θα θανατωθή.
Επιστροφή εις την πίστιν της βασιλίσσης και του Πορφυρίωνος
Η Φαυστίνα, σύζυγος του βασιλιά, είχε πόθο να γνωρίση την Αγία, που την είχε αγαπήσει ακούγοντας τις αρετές και τα ανδραγαθήματά της. Βρήκε, λοιπόν, την ευκαιρία, όταν έλειπε ο σύζυγός της από την πόλι. Κάλεσε την στρατοπεδάρχη Πορφυρίωνα, άνθρωπο άξιο και έμπιστο, και του είπε:

Την περασμένη νύκτα είδα σ' όραμα την Αικατερίνη καθισμένη μεταξύ πολλών παρθένων. Όταν με είδε με κάθισε κοντά της και μου έβαλε στο κεφάλι χρυσό στεφάνι λέγοντας: «Ο Δεσπότης Χριστός σου στέλλει αυτό το στεφάνι». Σε παρακαλώ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, να βρης ένα τρόπο να συναντήσω απόψε την κόρη αυτή.

Θα εκπληρώσω την επιθυμία σου, δέσποινα, απάντησε ο Πορφυρίων.

Όταν νύκτωσε λοιπόν πήρε διακόσιους στρατιώτες και πήγαν στη φυλακή με τη βασίλισσα. Έδωσαν χρήματα στον δεσμοφύλακα κι' εκείνος τους άνοιξε την πόρτα της φυλακής. Η Αυγούστα έπεσε με δάκρυα στα πόδια της Μάρτυρος λέγοντας:

Τώρα είμαι καλότυχη και ευτυχισμένη, είπε η βασίλισσα, γιατί σε γνώρισα. Ποθούσα να δω το βασιλικό σου πρόσωπο και διψούσα ν' ακούσω τα μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα κι αν στερηθώ τη ζωή και την βασιλεία μου δεν θα λυπηθώ καθόλου. Είσαι ζηλευτή συ, που προσκολλήθηκες σε τέτοιο Δεσπότη, που σου χαρίζει τόσες δωρεές και χαρίσματα.

Κι εσύ είσαι ευτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, το στεφάνι που σου βάζουν στο κεφάλι οι Άγιοι Άγγελοι. Μετά τρεις μέρες θα το πάρης, αφού υπομείνης μαρτύριο. Τότε θα πας κοντά στον Αληθινό Βασιλέα, για να βασιλεύσης αιώνια.

Φοβάμαι τα βασανιστήρια και τον σύζυγό μου, γιατί είναι πολύ σκληρός κι απάνθρωπος.

Έχε θάρρος. Στην καρδιά σου θα βρίσκεται ο Χριστός, που θα σε δυναμώνη στη δύσκολη ώρα του μαρτυρίου. Πολύ λίγο θα πονέση το σώμα σου εδώ, για να αναπαύεται εκεί αιώνια.

Ενώ οι δυο γυναίκες έλεγαν αυτά, ρώτησε ο Πορφυρίων την Αγία:

Τι χαρίζει ο Χριστός σ' όσους πιστεύουν; Θέλω κι εγώ να τον γνωρίσω και να γίνω οπαδός του.

Δεν διάβασες ποτέ καμμιά γραφή των χριστιανών; Ούτε έχεις ακούσει τίποτε γι' αυτά;

Από παιδί βρίσκομαι στους πολέμους και μόνο μ' αυτούς ασχολούμαι. Δεν έχω φροντίσει γι' άλλα πράγματα.

Δεν μπορεί η γλώσσα να διηγηθή τα αγαθά, που ο Θεός ετοιμάζει για όσους Τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές Του.

Τότε η χάρις γέμισε τη καρδιά του Πορφυρίωνα. Πίστεψε μ' όλη του την καρδιά στον Χριστό μαζί με τους διακόσιους στρατιώτες του και αφού πήραν όλοι δύναμι από την Μάρτυρα έφυγαν.
Τροφή από τον Θεόν. Νέα βασανιστήρια
Ο φιλάνθρωπος Χριστός δεν άφησε μόνη την Αγία. Σαν φιλόστοργος πατέρας έστελνε τροφή μ' ένα περιστέρι και την δυνάμωνε λέγοντάς της: «Μη δειλιάσης, κόρη, γιατί εγώ είμαι μαζί σου. Θα μείνης ανέγγιχτη από τα μαρτύρια και με την υπομονή σου θα επιστρέψης πολλούς στην ορθή πίστι και θα αξιωθής πολλών αφθάρτων τιμών».

Την άλλη μέρα ο βασιλιάς πρόσταξε να φέρουν την Μάρτυρα μπροστά του. Μόλις την είδε απόρησε, γιατί ενώ περίμενε να την δη αδυνατισμένη κα καταβεβλημένη, την είδε να λάμπη από ομορφιά και χάρι. Σκέφθηκε, ότι ίσως κάποιος φύλακας να την έτρεφε κρυφά και σχεδίαζε να τιμωρήση τους φύλακες. Η Αγία όμως για να μην τιμωρηθούν ανεύθυνοι άνθρωποι, ωμολόγησε την αλήθεια:

Κανένας άνθρωπος, βασιλιά, δεν μου έδωσε τροφή, αλλά με έτρεφε ο Δεσπότης Χριστός, που φροντίζει για τους δούλους του.

Ο βασιλιάς προσπάθησε για τελευταία φορά να την μεταπείση με κολακείες:

Σε σένα, ηλιόμορφη κόρη, αξίζει το βασίλειο, σε σένα, που υπερβαίνεις κι' αυτή την Αφροδίτη στην ομορφιά. Έλα, λοιπόν, να θυσιάσης στους θεούς και να γίνης βασίλισσά μου. Μη θελήσης, σε παρακαλώ, να χαθή τέτοια ομορφιά με βασανιστήρια.

Εγώ είμαι γη και πηλός και κάθε ομορφιά μαραίνεται σαν άνθος και σαν όνειρο χάνεται ή από αρρώστια ή από τα γηρατειά ή από τον θάνατο. Λοιπόν, μη νοιάζεσαι για την ομορφιά μου.

Ενώ συνομιλούσε η Αγία με τον βασιλιά, κάποιος έπαρχος, Χουρσασαδέν ονομαζόμενος, θέλοντας να δείξη στο βασιλιά αγάπη κι εύνοια, είπε:

Εγώ, βασιλιά, ξέρω μια μηχανή, που μ' αυτήν θα νικήσης την κόρη ή θα θανατωθή με πόνους. Διάταξε να κάμουν τέσσερους ξύλινους τροχούς. Γύρω σ' αυτούς να καρφώσουν ξυράφια κι άλλα σίδερα κοφτερά. Οι δυο να γυρίζουν αριστερά κι οι άλλοι δυο δεξιά. Στη μέση τους θα βάλουν δεμένη αυτήν και έτσι γυρίζοντας οι τροχοί θα κατασχίσουν τις σάρκες της.
Το σχέδιο άρεσε στο βασιλιά κι έδωσε διαταγή να κατασκευασθή το μηχάνημα. Σε τρεις μέρες κατασκευάσθηκε ο τροχός και για να φοβίσουν την Αγία έκαναν επίδειξι γυρίζοντας γρήγορα τους τροχούς. Ο βασιλιάς απευθύνθηκε στην Αικατερίνη λέγοντας:

Βλέπεις; Σ' αυτό το μηχάνημα θα δοκιμάσης τον θάνατο, αν δεν προσκυνήσης τους θεούς.

Σου είπα πολλές φορές την απόφασί μου. Μη χάνης καιρό. Κάμε ό,τι θέλεις, του είπε με θάρρος η Αικατερίνη.

Ύστερα από τη σταθερή απόφασί της την έρριξαν στους τροχούς δεμένη, αλλά η θεία χάρις βοήθησε την Αγία, που βρέθηκε λυμένη και αβλαβής, με τη βοήθεια ενός Αγγέλου. Όταν οι παριστάμενοι είδαν το παράδοξο θέαμα φώναξαν: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών».
Μαρτύριον της βασιλίσσης.
Ο βασιλιάς σκοτισμένος από το θυμό του έκανε σαν τρελλός και απειλούσε ότι θα της επιβάλη νεώτερη τιμωρία. Όταν πληροφορήθηκε τα γεγονότα η βασίλισσα βγήκε από τα ιδιαίτερα διαμερίσματά της και ελέγχοντας τον σύζυγό της είπε με παρρησία:

Στ' αλήθεια είσαι μωρός κι ανόητος να πολεμάς τον ζωντανό Θεό και να βασανίζης άδικα την δούλη Του.

Στο άσκουσμα αυτών των λόγων ο βασιλιάς έγινε αγριώτερος και από τα θηρία. Άφησε λοιπόν την Αικατερίνη και στράφηκε κατά της συζύγου του. Διέταξε να της κόψουν τους μαστούς. Η Φαυστίνα αντιμετωπίζει με χαρά τα βασανιστήρια. Προσεύχεται να της δώση ο Θεός δύναμι και βοήθεια. Η θηριωδία του συζύγου της φθάνει στο αποκορύφωμα. Διατάζει να της κόψουν το κεφάλι. Η βασίλισσα δέχθηκε με αγαλλίασι την απόφασι λέγοντας στην Αγία:

Δούλη του αληθινού Θεού, κάνε προσευχή για μένα.

Πήγαινε να βασιλεύσης με τον Χριστόν αιώνια, της αποκρίθηκε η Αγία.

Η μακάρια Φαυστίνα μαρτύρησε στις 23 Νοεμβρίου. Τη νύκτα ο Πορφυρίων με τους συντρόφους του κρυφά έθαψε το λείψανό της.
Μαρτύριον του Πορφυρίωνος και των πιστευσάντων στρατιωτών
Το άλλο πρωί επειδή ήθελε να τιμωρήση ο βασιλιάς μερικούς σαν υπεύθυνους, παρουσιάσθηκε ο Πορφυρίων με τους λοιπούς στο κριτήριο και είπε:

Και εμείς είμαστε Χριστιανοί, στρατιώτες του Μεγάλου Θεού.

Ο βασιλιάς αναστέναξε από λύπη και φώναξε.

Χάθηκα, γιατί έχασα τον θαυμαστό Πορφυρίωνα. Και σεις στρατιώτες μου, τι πάθατε και περιφρονήσατε τους θεούς των πατέρων μας; Τι σας έκαναν;

Ο Πορφυρίων λοιπόν είπε στον τύραννο:

Γιατί αφήνεις το κεφάλι και ρωτάς τα πόδια; Με μένα να μιλήσης.

Συ είσαι η αιτία της καταστροφής τους. Διατάζει λοιπόν να τους αποκεφαλίσουν. Ήταν 24 Νοεμβρίου.
Μαρτυρικόν τέλος της Αγίας
Την επομένη έφεραν την Αικατερίνη στο κριτήριο. Της λέει ο βασιλιάς:

Πολλή θλίψι και ζημιά μου έδωσες, συ πλάνησες την γυναίκα μου και τον ανδρείο μου στρατηλάτη, που ήταν η δύναμη του στρατού μου. Πρέπει να σε θανατώσω αλύπητα. Αλλά σε συγχωρώ, γιατί λυπάμαι να χαθή μια κόρη σοφή και όμορφη, όπως συ. Θυσίασε στους θεούς και θα σε κάνω μόνιμη βασίλισσα.

Άδικα όμως προσπάθησε να της αλλάξη τη γνώμη. Απελπίσθηκε λοιπόν κι' έδωσε εντολή να την αποκεφαλίσουν. Οι στρατιώτες πήραν την Αγία και πήγαν στον τόπο της καταδίκης. Ακολουθούσε πολύς λαός πίσω, άνδρες και γυναίκες, που έκλαιγαν πικρά για την κόρη, την ωραία, την πάνσοφη, την Αγία, που επρόκειτο να χαθή.

Εκείνη όμως τους παρηγορούσε λέγοντάς τους:

Αφήστε τον ανώφελο θρήνο και χαρήτε, γιατί εγώ βλέπω τον Νυμφίον μου Ιησού Χριστόν, τον πλάστη και Σωτήρα μου, που με προσκαλεί στα άρρητα κάλλη του Παραδείσου, να βασιλεύσω μαζί Του αιώνια.

Όταν έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου της έκαμε την προσευχή της λέγοντας:

«Κύριε Ιησού Χριστέ, σ' ευχαριστώ, γιατί μου έδωσες υπομονή και ωδήγησες τα βήματά μου. Συγχώρησε , Κύριε, τα σφάλματά μου και κράτησε αθέατο το σώμα μου από εκείνους, που θα το ζητούν. Φύλαξέ το σώο και ακέραιο, όπου ορίσης συ ο Βασιλεύς μου. Δώσε τα προς το συμφέρον αιτήματα σ' όσους Σε επικαλούνται. Αμήν».

Τότε ο δήμιος έκοψε με το ξίφος την τίμια κεφαλή της στις 25 Νοεμβρίου του 307. Το τίμιο λείψανό της Άγιοι Άγγελοι το μετέφεραν στο όρος Σινά, όπου και ιδιαίτερα τιμούν την Αγία.

Αυτός είναι ο βίος της πάνσοφης Αικατερίνης και το μαρτύριό της. Αγάπησε τον Κύριο τόσο ώστε θυσίασε τα πάντα για την δόξα Του. Η μνήμη της εορτάζεται την ημέρα του μαρτυρίου της, στις 25 Νοεμβρίου.
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος πλ. α' Τον συνάναρχον Λόγον.
Την πανεύφημον νύμφην Χριστού υμνήσωμεν, Αικατερίναν την θείαν, και πολιούχον Σινά, την βοήθειαν ημών και αντίληψιν, ότι εφίμωσε λαμπρώς τους κομψούς των ασεβών, του Πνεύματος τη δυνάμει, και νυν ως Μάρτυς στεφθείσα, αιτείται πάσι το μέγα έλεος.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ

Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Την σοφίαν άνωθεν, κομισαμένη του λόγου, των ρητόρων ήλεγξας, τας φληναφίας ευτόνως, κάλλεσι, της παρθενίας ωραϊσμένη, αίμασι, της μαρτυρίας πεποικιλμένη, διά τούτο σε ως νύμφην, Αικατερίνα Χριστός προσήκατο. 

Ο Χριστός ανέχεται σήμερα μία κατάσταση. Ανέχεται και ενεργεί η θεία Χάρις για χάρη του λαού. Μία μπόρα είναι• θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα• δεν θα σταθούν.

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν έχει καμμία έλλειψη. Η μόνη έλλειψη που παρουσιάζεται, είναι από μας τους ίδιους, όταν δεν αντιπροσωπεύουμε σωστά την Εκκλησία, από τον πιο μεγάλο στην ιεραρχία μέχρι τον απλό πιστό. Μπορεί να είναι λίγοι οι εκλεκτοί, όμως αυτό δεν είναι ανησυχητικό. Η Εκκλησία είναι Εκκλησιά του Χριστού και Αυτός την κυβερνάει. Δεν είναι Ναός που κτίζεται με πέτρες, άμμο και ασβέστη από ευσεβείς και καταστρέφεται με φωτιά βαρβάρων, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός• «καί ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται• έφ΄ όν δ΄ αν πέση, λικμήσει αυτόν» .
Ο Χριστός ανέχεται σήμερα μία κατάσταση. Ανέχεται και ενεργεί η θεία Χάρις για χάρη του λαού. Μία μπόρα είναι• θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα• δεν θα σταθούν.
Είδες που αναφέρει στο Ευαγγέλιο: «Λυχνάρι μισοσβησμένο δεν θα το φυσήξω. Καλάμι ραγισμένο δεν θα το αγγίξω»[1]; Αυτό το είπε ο Χριστός, για να είμαστε αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως. Βλέπεις, όταν το λυχνάρι δεν έχη άλλο λάδι στην κούπα και μείνη μόνο λίγο λάδι στο φιτίλι, θα σβήση μετά από λίγο, έστω και αν το φιτίλι πάη μία επάνω μία κάτω. Είναι σαν τον ετοιμοθάνατο που έχει τις τελευταίες αναλαμπές. Ο Χριστός όμως δεν θέλει να το φυσήξη και να το σβήση, γιατί μετά θα πή: «Εγώ θα έκαιγα, αλλά με φύσηξες και έσβησα!».Τί σε φύσηξα; Η κούπα δεν είχε καθόλου λάδι! Ούτε το ραγισμένο καλάμι θέλει να το αγγίξη, γιατί μετά, αν σπάση, θα πή: «Με άγγιξες και έσπασα!».Μά αφού ήσουν ραγισμένο και θα έσπαζες, τί μου λές ότι σε άγγιξα και έσπασες;
Εμείς οι μοναχοί, αλλά και οι κληρικοί, σκορπούμε αθεΐα, όταν δεν ζούμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Ο κόσμος έχει ανάγκη από τις αρετές μας όχι από τα χάλια μας. Ιδίως το παράδειγμα των μοναχών στους κοσμικούς είναι πολύ μεγάλο πράγμα! Οι κοσμικοί αφορμή ζητούν, για να δικαιολογήσουν τις αμαρτίες τους. Γι’ αυτό θέλει πολλή προσοχή. Βλέπεις, εμείς δεν μπορούμε να πούμε αυτό που λέει ο Χριστός, «τίς ελέγχει με περί αμαρτίας;»[2] αλλά «τίς ελέγχει με περί σκανδάλου», αυτό πρέπει να μπορούμε να το πούμε. Ο Χριστός το είπε εκείνο, γιατί ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Εμείς είμαστε άνθρωποι. Έχουμε ατέλειες, έχουμε πτώσεις, τέλος πάντων, αλλά δεν κάνει να γινώμαστε αιτία να σκανδαλίζεται ο άλλος.
Αν όμως φταίη ένας δεσπότης, ένας παπάς, ένας καλόγερος, δεν φταίει ο Χριστός. Αλλά οι άνθρωποι δεν πάνε ως εκεί. «Αντιπρόσωπος του Χριστού δεν είναι;», λένε. Ναί, αλλά αναπαύεται ο Χριστός με αυτόν τον αντιπρόσωπο; Ή δεν σκέφτονται τί τον περιμένει αυτόν τον αντιπρόσωπο στην άλλη ζωή. Γι’ αυτό μερικοί που σκανδαλίζονται από μερικά γεγονότα καταλήγουν να μην πιστεύουν, γιατί δεν καταλαβαίνουν οι καημένοι ότι όπως, αν φταίη ένας χωροφύλακας, δεν φταίει το έθνος, έτσι κι αν φταίη ένας παπάς, δεν φταίει η Εκκλησία. Όσοι όμως σκανδαλίζονται, αλλά έχουν καλή διάθεση, καταλαβαίνουν, όταν τους εξηγήσης. Αυτοί έχουν και ελαφρυντικά, γιατί μπορεί να μην είχαν βοηθηθή και να έχουν άγνοια από μερικά πράγματα.
– Γέροντα, γιατί κανένας δεν παίρνει μία θέση με τόσα σκάνδαλα που γίνονται στην Εκκλησία;
– Στα εκκλησιαστικά θέματα όλες οι καταστάσεις δεν είναι να πάρης θέση. Μπορεί να ανέχεται κανείς μία κατάσταση κάνοντας υπομονή, έως ότου ο Θεός δείξη τί πρέπει να κάνη. Άλλο είναι να ανέχεται κανείς μία κατάσταση και άλλο να την αποδέχεται, ενώ δεν πρέπει. Ύστερα, σε τέτοιες περιπτώσεις, ό,τι έχει να πη κανείς να το πη με σεβασμό, ανδρίκια· όχι να βρίζη, να δημοσιεύη. Να το πη ιδιαιτέρως στο ίδιο το πρόσωπο στο οποίο αφορά το θέμα με πόνο, από αγάπη, για να προσέξη μερικά πράγματα. Δεν είναι ειλικρινής και ευθύς εκείνος που λέει κατά πρόσωπο την αλήθεια ούτε εκείνος που την δημοσιεύει, αλλά εκείνος που έχει αγάπη και αληθινή ζωή και μιλάει με διάκριση, όταν πρέπη, και λέει εκείνα που πρέπει στην πρέπουσα ώρα.
Εκείνοι που ελέγχουν με αδιακρισία έχουν πνευματική σκότιση και κακία και βλέπουν τους ανθρώπους δυστυχώς σαν κούτσουρα. Και ενώ τους πελεκάνε αλύπητα και υποφέρουν οι άνθρωποι, αυτοί χαίρονται για το τετραγώνισμα που τους κάνουν, για «τόν κυβισμό»! Μόνο σε άνθρωπο που έχει δαιμόνιο αρχικό δικαιολογείται να θεατρίζη τους ανθρώπους μπροστά στο κόσμο, να τους λέη το παρελθόν τους (σέ όσους βέβαια έχει δικαιώματα το δαιμόνιο), για να κλονίζη αδύνατες ψυχές. Το ακάθαρτο πνεύμα, φυσικά, δεν βγάζει στην φόρα τις αρετές των ανθρώπων αλλά τις αδυναμίες τους. Οι ελευθερωμένοι όμως άνθρωποι από τα πάθη τους, επειδή δεν έχουν κακία, το κακό το διορθώνουν με καλωσύνη. Αν δούν καμμιά φορά κάπου λίγη ακαθαρσία που δεν καθαρίζεται, την σκεπάζουν με καμμιά πλάκα, για να μην αηδιάση και ο άλλος που θα την δή. Ενώ εκείνοι που ξεσκαλίζουν σκουπίδια μοιάζουν με τις κότες…
Τώρα [3] ο διάβολος κάνει μουντζούρες πολλές και μπλέκει πολύ τα πράγματα, αλλά τελικά θα σπάση τα μούτρα του. Μετά από χρόνια θα λάμψουν οι δίκαιοι. Και λίγη αρετή να έχουν, εν τούτοις θα φαίνωνται, γιατί θα επικρατή πολύ σκοτάδι, και ο κόσμος θα στραφή προς αυτούς. Αυτοί που σήμερα κάνουν τα σκάνδαλα, αν ζουν τότε, θα ντρέπωνται.

REQUIEM




Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Να μού λέ­ει στο αυ­τί ψι­θυ­ρι­στά. Ε­μείς, παιδί μου, ε­πι­κοι­νω­νού­με πνευ­μα­τι­κά­. Μαρτυρία Μοναχού Ιακώβου

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο, στέκεται και γένι
Ήμουν λα­ϊ­κός α­κό­μη, φοι­τη­τής στό Εκ­κλη­σι­α­στι­κό Λύκειο Λαμί­ας, το έ­τος 1986 με το ό­νο­μα Ι­ω­άν­νης. Α­νέ­βη­κα στο Ά­γι­ον Ό­ρος και επισκέφτηκα, μετά α­πό ευ­λογί­α που εί­χα α­πό τον γέ­ροντά μου π. Ιάκωβο Τσα­λί­κη, τόν γέρον­τα Παΐσιο, για να τον συμ­βου­λευ­τώ αν πρέ­πει να γίνω μο­να­χός ή ό­χι.
Ο γέ­ρον­τας Ιάκωβος ευ­λα­βεί­το τον γέροντα Πα­ΐσι­ο καί ό­ταν πή­γα, μου έ­δω­σε να του δώ­σω κά­τι γιά ευ­λο­γί­α, και πρό­σθε­σε:
- Να πεις στον γέροντα Παίΐσι­ο, ό­ταν βγει στην Θεσ­σα­λο­νί­κη, ας έλθει να μας δει. Ε­γώ, Γι­αν­νά­κη μου, εί­ναι δύ­σκο­λο να δω τον Γέροντα, γι­α­τί πρέ­πει να περά­σω βου­νά, λαγ­κά­δι­α, θά­λασ­σα, που δεν το ε­πι­τρέ­πει η υ­γε­ί­α μου καί ε­ξ άλλου ο γέροντας Πα­ΐσι­ος εί­ναι ά­γι­ος, ε­γώ α­μαρ­τω­λός καί α­νά­ξι­ο­ς.
Μού έ­δω­σε τό­τε καί 5.000 δραχ­μές νά ανά­ψω κε­ρί στό εκ­κλη­σά­κι του.
Ό­ταν πή­γα στό Ό­ρος, συ­νάν­τη­σα τον Γέ­ροντα έ­ξω α­κρι­βώς α­πό την πόρ­τα του· μό­λις μας εί­δε ή­μουν μα­ζί με κά­ποι­ο ι­ε­ρο­μό­να­χο, μας λέ­ει:
- Βρέ, κα­λώς τους, βρέ, κα­λώς τους!
Πήραμε ευ­χή και λέ­ει σεμέ­να:
– Βρέ, τί λές; Θα σε κά­νου­με κα­λό­γε­ρο;
–Γέροντα, τού λέ­ω, έ­χω πρό­βλη­μα α­πό το­υς γονείς μου.
–Ά­κου­σε να σου πώ, ά­φη­σε το­υς γο­νείς να κλά­ψουν έ­να δυ­ό μή­νες, για να μην κλαίς ε­σύ αιω­νίως, καί πήγαι­νε πρίν χά­σεις τόν θη­σαυ­ρό (εν­νο­ού­σε τόν γέ­ρον­τα Ιάκωβο, χω­ρίς να του πώ που σκε­πτόμουν να πά­ω γι­α νά μο­νά­σω).
- Γέροντα, έ­χε­τε τήν ευ­χή του π. Ι­α­κώ­βου α­πό τον Όσι­ο Δαυ­ίδ.
– Άχ, παι­δί μου, αυ­τοί εί­ναι σή­με­ρα οι ά­γι­οι που α­γω­νί­ζον­ται καί προ­σε­ύ­χον­ται έ­χον­τας ταπε­ί­νω­ση καί αγά­πη. Ε­γώ δεν εί­μαι ά­ξι­ος να δω αυ­τόν τον γί­γαν­τα της Ορ­θο­δο­ξί­ας, αλ­λά εί­ναι και μακριά πο­λύ για να τον συ­ναν­τή­σω, χρει­ά­ζε­ται α­γώ­νας και κό­πος πο­λύς. Αλ­λά ο Θε­ός μςς έ­χει δώ­σει α­γά­πη και ε­πι­κοι­νω­νού­με πνευ­μα­τι­κά με­τα­ξύ μας.
Αφού μας εί­πε πολ­λά πνευ­μα­τι­κά και συμβου­­λές, στο τέ­λος του λέ­ω:
– Γέροντα, εί­ναι ευ­λο­γη­μέ­νο να προ­σκυ­νή­σω στό εκ­κλη­σά­κι σας για ευ­λο­γί­α;
Καί ο Γέροντας μου λέ­ει:
– Ό­χι, δεν χρει­ά­ζε­ται.
– Γέροντα, κάν­τε α­γά­πη, για ευ­λο­γί­α.
– Ό­χι, παι­δί μου, για­τί μπο­ρεί ο γέροντας Ιάκωβος να σου έ­χει δώ­σει κα­νέ­να πεν­το­χί­λια­ρο και με­τά τι θα το κά­νω ε­γώ, που εί­μαι κα­λό­γε­ρος;
Δεν με ά­φη­σε να προ­σκυ­νή­σω. Μου έ­δω­σε έ­να κομ­πο­σχοι­νά­κι και έ­να σταυ­ρου­δά­κι να τα δώ­σω στον Γέροντα. Ό­ταν ε­πέ­στρε­ψα στο Μο­να­στή­ρι, με δέχ­τη­κε ο Γέροντας με χα­ρά. Και του έ­δω­σα τα δώρα α­πό τον γέ­ρον­τα Παΐσι­ο και α­μέ­σως μου λέ­ει:
- Το πεν­το­χί­λι­α­ρο που δεν πή­ρε ο γέ­ρον­τας Παΐσι­ος και δεν σας ά­φη­σε νά προσκυ­νή­σε­τε, πάρ­το δι­κό σου για τα έ­ξο­δα στην Σχο­λή στην Λα­μί­α. Ε­γώ έ­μει­να ά­ναυ­δος.
– Γέροντα, πού το ξέ­ρε­τε ε­σείς;
– Να μού λέ­ει στο αυ­τί ψι­θυ­ρι­στά. Ε­μείς, παιδί μου, ε­πι­κοι­νω­νού­με πνευ­μα­τι­κά­.
Μαρτυρία Μοναχού Ιακώβου

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Κυριακή Θ’ Λουκά: Για την πλεονεξία (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)


Διδαχή την ΚΣΤ’ Κυριακή
Κάποτε, στον καιρό της επίγειας παρουσίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ένας άγνωστος άνθρωπος ζητούσε από τον αδελφό του να μοιράσουν την κληρονομιά τους, αλλά εκείνος δεν το δεχόταν. Τότε παρακάλεσε τον Κύριο: «Διδάσκαλε, πες στον αδελφό μου να μοιράσουμε την κληρονομιά μας». Εκείνος, όμως, με πραότητα και ταπείνωση αποκρίθηκε στον άνθρωπο που Του ζή­τησε να διευθετήσει γήινη υπόθεση: «Άνθρωπέ μου, ποιος με διόρισε δικαστή ή μοιραστή σας;». Η βασιλεία τού Κυρίου, βλέπετε, «δεν προέρχεται από τούτον εδώ τον κόσμο». Γι’ αυτό και τα εγκόσμια έργα δεν αποτελούν το αντικείμενο της αποστολής στη γη του ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου. Στη συνέχεια, γυρίζοντας στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γύρω Του, τους υπέ­δειξε την ορθή θεώρηση της επίγειας ζωής και των αγαθών της: «Να προσέχετε και να φυλάγεστε από κά­θε είδους πλεονεξία. Γιατί η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περίσσια πλούτη του».
Είναι πολύ πονηρό το πάθος τής πλεονεξίας.
Ο Κύριος μας συμβουλεύει να είμαστε προσεκτικοί, για να μην εισχωρήσει στην ψυχή μας απαρατήρητο. Αυτό το πάθος, για να μας ξεγελάσει και να μας κυριέψει, συνή­θως μας βεβαιώνει ότι θα ζήσουμε πολλά χρόνια, ότι στα γεράματά μας θα υποφέρουμε από πολλές αρρώστιες, ότι θα έρθουμε αντιμέτωποι με ποικίλες δυσκολίες και περιστάσεις, για τις οποίες η μεγάλη περιουσία δείχνει να είναι η μοναδική και παντοδύναμη πηγή βοήθειας.
Ο Κύριος, για να χτυπήσει το πάθος τής πλεονεξίας στην αρχή του, στις σκέψεις όπου θεμελιώνεται και οικοδομείται, επισημαίνει ότι αυτές ακριβώς οι σκέψεις είναι εσφαλμένες, ψευδείς, καθώς η μακροχρόνια επίγεια ζωή, με τις όποιες δυσκολίες και περιστάσεις της, δεν εξασφαλίζεται με τη συσσώρευση πλούτου. Η ευημερία τού ανθρώπου στον κόσμο τούτο εξαρτάται αποκλειστικά από το έλεος του Θεού, από την ευλογία Του. Αν ο Θεός αποσύρει το έλεος και την ευλογία Του από τον άνθρωπο, τότε αυτός μέσα σ’ όλη την αφθονία των υλικών αγαθών του, μέσα σ’ όλη τη δύναμή του, πλήτ­τεται από δυστυχίες αξεπέραστες. Ψυχρά κοιτάζει ο πλούτος τον δήθεν κυρίαρχό του, όταν αυτός τιμωρείται από το χέρι τού Θεού, και με όψη αδιάφορη απαντά στις ικετευτικές ματιές του, όταν αυτός ακούσια χωρίζεται από τα εγκόσμια.
Το ψεύδος των σκέψεων και των ονείρων που πλα­νούν τον άνθρωπο, όταν αυτός προσκολλάται στον πλούτο και αποθέτει σ’ αυτόν τις ελπίδες του, το απεικόνισε ζωντανά ό Κύριος στην παραβολή το άφρονα πλουσίου. Την παραβολή αυτή την είπε αμέσως μετά τη συμβουλή που έδωσε στους ακροατές Του να φυλάγονται από την πλεονεξία.
«Κάποιου πλούσιου ανθρώπου τα χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά» —έτσι αρχίζει η παραβολή— «κι εκείνος άρχισε να συλλογίζεται». Η πρώτη συνέπεια της άφθο­νης σοδειάς ήταν η δημιουργία πολλών λογισμών. Αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντοτε σ’ εκείνους που ξαφνικά πλουτίζουν ή αυξάνουν σημαντικά τον πλούτο τους. Άρχισε, λοιπόν, ο πλούσιος της παραβολής να συλλο­γίζεται και να λέει: «Τι να κάνω;».
Σωστά παρατηρεί ο μακάριος Θεοφύλακτος ότι ο πο­λύς πλούτος είναι όμοιος με τη φτώχεια. Γιατί και ο πρώτος και η δεύτερη, όντας σε δύσκολη θέση, φωνά­ζουν: Τι να κάνω; Η αιτία της δύσκολης θέσεως της φτώχειας είναι η έλλειψη των αναγκαίων για τη ζωή, ενώ η αιτία τής δύσκολης θέσεως του πλούτου είναι ο πλεονασμός τους.
«Τι να κάνω;», αναρωτιέται ο πλούσιος. «Δεν έχω μέ­ρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου», δεν έχω που να βάλω τα τόσα πλούτη που απέκτησα. Τελικά σκέφτηκε τι να κάνει και, γεμάτος ενθουσιασμό για την ιδέα του, είπε με αποφασιστικότητα: «Να τι θα κάνω! Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτε­ρες, για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και όλα τα αγαθά μου. Μετά θα πω στον εαυτό μου: “Τώρα έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά· ξεκουρά­σου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε”».
Ο τυφλωμένος πνευματικά πλούσιος δεν σκεφτόταν τον Θεό, την αιωνιότητα, τους φτωχούς αδελφούς του. Σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του. Αλλά και για τον εαυ­τό του σκεφτόταν καταστροφικά, γιατί είχε ξεχάσει τον προορισμό τής ψυχής, θεωρώντας δεδομένη την υποδούλωσή της στο σώμα. Δεν σκεφτόταν τον Θεό, ο οποίος, με το να τον ευεργετεί, τον παρακινούσε στην ευεργετικότητα. Δεν σκεφτόταν την αιωνιότητα, στην οποία όφειλε να στείλει με την ελεημοσύνη μέρος της περιουσίας του, για να μην είναι εκεί φτωχός και ανάξιος των ανακτόρων τού παραδείσου. Με τι άτοπο ονειροπό­λημα εξαπατά τον εαυτό του ο πλούσιος! Λέει ότι τα αγαθά του αρκούν για πολλά χρόνια, υπονοώντας ότι και η ζωή του θα είναι πολύχρονη. Απ’ αυτή τη μάταιη και απατηλή πεποίθηση απορρέουν τα σχέδιά του για το μέλλον.
Η κατάσταση της αυταπάτης είναι κοινή σε όλους τους εραστές τού πλούτου και του κόσμου. Η επίγεια ζωή τούς παρουσιάζεται σαν αιώνια. Η σκέψη για τον θάνατο τους είναι εντελώς ξένη, σαν μια σκέψη για κά­τι που δεν τους αφορά καθόλου. Ποιαν επιδίωξη θέλει να εκπληρώσει ο τυφλωμένος πλούσιος με τα πλούτη του; Θέλει, όπως λένε στον κόσμο, να ζήσει καλά. Τι σημαίνει “νά ζήσει καλά”; Σημαίνει να τρώει και να πί­νει, να διασκεδάζει, να πορνεύει, να ζει μέσα στη χλιδή, να καυχιέται, να ικανοποιεί κάθε του θέλημα και ιδιοτροπία. Αν κοιτάξουμε μέσα μας και γύρω μας προσε­κτικά, θα διαπιστώσουμε πως η ευαγγελική παραβολή του άφρονα πλουσίου αποτελεί έναν καθρέφτη για όλους μας. Δεν είμαστε όλοι συνεχώς παραδομένοι στις σκέψεις εκείνου του πλουσίου, αλλά όλοι, άλλοι περισ­σότερο και άλλοι λιγότερο, κατά καιρούς παρασυρόμα­στε απ’ αυτές.
Ενώ, λοιπόν, ο πλούσιος με ικανοποίηση έκανε όνει­ρα για την αμαρτωλή ζωή των απολαύσεων, που, όπως νόμιζε, είχε μπροστά του, ήρθε ξαφνική και απροσδόκητη η θεία απόφαση για την αναχώρησή του από τον κόσμο. «Ανόητε!», του είπε ο Θεός. «Αυτή τη νύχτα (οι δαίμονες) απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Αυτά, λοι­πόν, που ετοίμασες, σε ποιον θ’ ανήκουν;».
Ό,τι έγινε με τον πλούσιο, γίνεται με κάθε άνθρωπο που ξεχνά τον Θεό και παραδίνεται στην αμαρτία: Όταν φτάσει να ολοκληρώσει τις επιθυμίες του, όταν φτάσει να εξασφαλίσει την ευτυχία του με τον καλύτερο τρόπο, στέλνεται ο θάνατος ή παραχωρείται κάποια συμφορά από τον Θεό. Και τότε, ακόμα και η πιο στέρεη επίγεια ευημερία καταρρέει. Αυτό εκφράζουν και τα λόγια τού Κυρίου, με τα οποία τελειώνει η παραβολή: «Να τι πα­θαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει με ό,τι θέλει ο Θεός». Αυτός είναι ο καρπός τής φιλαργυρίας, της πλεονεξίας και, γενικά, της επίμο­νης επιδιώξεως αποκτήσεως μεγάλης περιουσίας, που αποκλειστικό κίνητρό της έχει τη φιλαυτία.
Ο Κύριος αποκάλεσε τον πλούσιο «ανόητο», γιατί αυτός, τυφλωμένος πνευματικά καθώς ήταν από τη φι­λαυτία, νόμιζε ότι ενεργούσε για την ωφέλειά του, ενώ στην πραγματικότητα ενεργούσε αυτοκαταστροφικά. Στερούσε από τον εαυτό του την υψηλή αξία του ανθρώπου που δημιουργήθηκε για την αιωνιότητα, του ανθρώπου που οφείλει να προετοιμάζεται στη γη για τον ουρα­νό, του ανθρώπου που οφείλει να υποτάσσει το σώμα του στην ψυχή του.
Να «πλουτίζει κανείς με ό,τι θέλει ο Θεός» σημαίνει να ζει ζωή θεάρεστηΌταν η επίγεια διαγωγή κατευθύνεται από τις ευαγγελικές εντολές, φέρνει στην ψυχή πλούτο άφθαρτο: τη θεογνωσία, την αυτογνωσία, την πίστη, την ταπείνωση, την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Ο άνθρωπος που έχει τέτοια διαγωγή, διαχει­ρίζεται σωστά την επίγεια περιουσία του ως θείο δώρο.
Με τη σωστή διαχείριση μεταβάλλει τη φθαρτή αυτή πε­ριουσία σε άφθαρτη, γιατί τη μεταφέρει από τη γη στον ουρανό με την ελεημοσύνηΚαι μεταφέροντας με την ελεημοσύνη την περιουσία του στον ουρανό, μεταφέρει εκεί αόρατα και την καρδιά τουαφού ο ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε: «Όπου είναι τα πλούτη σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας». Ένας τέτοιος χριστιανός μένει στον ουρανό με τους λογισμούς και τα αισθήματά του, όπως ο απόστολος, ο οποίος ήδη από τον καιρό τής διαβιώσεώς του στη γη έλεγε για τον εαυτό του: «Εμείς είμα­στε πολίτες τού ουρανού». Αμήν.

(Πηγή: “Ασκητικές ομιλίες Β’” Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής)