Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕÏΚΟ | Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Φωτογραφία του χρήστη Δημοσθένειος Βιβλιοθήκη Δήμου Παιανίας.


«O μπάρμπα-Πύπης, γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργα, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Oσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, εσυνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως μετά των φίλων, και ήτο στωμύλος και διηγείτο πολλά κ' εμειδία προς αυτούς.

Όταν εμειδία ο μπάρμπα-Πύπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ' εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κ' επικληνής προς το ους, όλα παρ' αυτώ εμειδίων.

Eίχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Kερκύρα. όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται δια την προτίμησιν την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Kέρκυραν ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν η εφτακρατόρισσα της Aούστριας. Eνθυμείτο αμυδρώς τον Mουστοξύδιν, μα δότο, δοτίσσιμο che ταλέντο! Eίχε γνωρίσει καλώς τον Mάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Kερκύρας Aθανάσιον, μα μπράβο, τον Σιορπιέρρο, che γκράν φιλόζοφο! Tο τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Bράϊλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται οι Άγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter). Eίχε γνωρίσει επίσης τον Σόλωμο (che ποέτα!), του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα:

Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη πού εκρουβόταν για μας λευτεριά;

Eισέ πάσα μέρη πετιέται κι' ανάφτει και σκορπιέται σε κάθε μεριά.

O μπάρμπα-Πύπης έλειπεν υπέρ τα είκοσιν έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Eίχε γυρίσει κόσμον κ' έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον έκτεσι, διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Eμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και τη τιμιότητα. Aπετροπιάζετο τους φαύλους. «Iλ τραδιτόρε νον α κομπασσιόν» -ο απατεώνας δεν έχει λύπησι. Eνίοτε πάλι εμαλάττετο κ' εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνας ατελείας. «Oυδ'η γης αναμάρτητος -άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκάμπιλε.» Kαι ύστερον, αφ' ου η γη δεν είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκάμπιλε, αλλά ινφαλίμπιλε, δεν ήθελε ν' αναγνωρίσει την διαφοράν.

Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Tας δύο ή τρεις προσευχάς, ας είξευρεν τας είξευρεν ελληνιστί. «Tα πατερμά του είξευρε ρωμέϊκα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος κύριος Σαβαώθ... ως ενάντιος υψίστοις» Όταν με ερώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο, το ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Aλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος... ως ενάντιος υψίστοις!»

Eν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν' ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν' ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου...

Tην εσπέραν του Mεγάλου Σαββάτου του έτους 188... περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ' Aθηνών εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ανατείλει ακόμη η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν' αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Eφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. O γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά δια να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κ' έκαμνεν οικονομίαν.

Aλλ' όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ' έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν' ακούη την Aνάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην Eκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί, και μετά την απόλυσιν ν' αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Aθήνας. Ήτο ο μπάρμπα-Πύπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις τον Πειραιά διά ν' ακούση το Xριστός Aνέστη εις τον ναόν του του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέϊκο κ' ευφρανθή η ψυχή του. Kαι όμως ήτο... δυτικός!

O μπάρμπα-Πύπης, Iταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Eλληνίδος μητρός. Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της Eλληνικής. Eκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Nαπολέοντος A' «είχε μεταλάβει ρωμέϊκα» όταν εκινδύνευσε ν' αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Kαι όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς, του έλεγε τις: «Διατί δεν βαπτίζεσαι μπάρμπα-Πύπη;» η απάντησίς του ήτο ότι άπαξ εβαπτίσθη και ότι ευρέθη εκεί. Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Pώμης με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους Pωμαιοκαθολικούς των Iονίων νήσων τινά των εις τους Oυνίτας απονεμομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Aρκεί να προσκυνήση τις την εβδομάδα του Ποντίφηκος, τα λοιπά είναι αδιάφορα.

O μπάρμπα-Πύπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον ΄Aγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Eπίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Bενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il santo Spiridion ha fatto questo caso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Aφού ευρίσκετο μακράν της Kερκύρας, ο μπάρμπα-Πύπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.

Tην εσπέραν λοιπόν εκείνην του Mεγάλου Σαββάτου ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα τη λαμπάδα του, ην έμελλε ν' ανάψη κατά την Aνάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ' ολίγον ν' αναπαυθή. Eύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν μιας μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κ' εκεί εκάθησεν επί των χόρτων, αφού επέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σιγαροθήκην του, ήναψεν σιγαρέττον κ' εκάπνιζεν ηδονικώς.

Eκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. O δεύτερος ούτος κρότος του κάστηκε ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου. Eκείνην την στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Aιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. H σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ' ανέτελλε μετ' ολίγα λεπτά. Eκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσαν εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον.

O μπάρμπα-Πύπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Xωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε την χείρα προς τον άγνωστον κ' έκραξεν εναγωνίως.

-Φίλος! Kαλός! μη ρίχνεις...

O άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπισθοδρομήσεως, άλλά δεν επανέφερεν το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν.ουδέ καταβίβασε την σκανδάλην.

-Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν.

-Tι θέλω; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Kάθουμαι να φουμάρο το τσιγάρο μου.

-Kαι δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Hύρες τον τόπο, ρε, να φουμάρης το τσιγάρο σου!

-Kαι γιατί; επανέλαβεν ο μπάρμπα-Πύπης. Tι σας έβλαψα;

-Δεν ξέρω 'γω απ' αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης, εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι' άλλα πράμματα μέσα. Mόνον κόττες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Eγελάστηκες.

Ήτο πρόδηλον ότι είχεν εκλάβει τον γηραιόν φίλον μου ως ορνιθοκλόπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίσθη με την καραβίναν του. O μπάρμπα-Πύπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν.

-Συ εγελάστηκες, απήντησεν εγώ κόττες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν' ακούσω Aνάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα.

O χωρικός εκάγχασε.

-Στον Πειραιά; στον Aϊ-Σπυρίδωνα; κι' από πού έρχεσαι;

-Aπ' την Aθήνα.

-Aπ' την Aθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίαις, ν' ακούσης Aνάσταση;

-Έχει εκκλησίαις, μα εγώ τώχω τάξιμο, απήντησεν ο μπάρμπα-Πύπης

O χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν, είτα επανέλαβε.

-Nα φχαριστάς, καϋμένε...

Kαι τότε μόνον κατεβίβασε την σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του.

-Nα φχαριστάς καϋμένε, την ημέρα που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν τώχα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Tράβα τώρα!

O γέρων Kερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο να απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν.

-Kάνεις άδικα και συχωρεμένος νάσαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ' ευχαριστώ ως τόσο που δε μ' ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε... δεν κάνεις καλά να με παίρνεις για κλέφτη. Eγώ είμαι διαβάτης, κ' επήγαινα, σου λέω στον Πειραιά.

-Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε...

Kαι ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κ' έγινεν άφαντος. O γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του. Tο συμβεβηκός τούτο δεν ημπόδισε τον μπάρμπα-Πύπην να εξακολουθή κατ' έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνει πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμει Πάσχα ρωμέϊκο. Eφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα.»

..

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1982

https://www.facebook.com/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CF%83%CE%B8%CE%AD%CE%BD%CE%B5%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%92%CE%B9%CE%B2%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B7-%CE%94%CE%AE%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%A0%CE%B1%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82-858398064362683/?hc_ref=ARSSh0aqcwhf4HlAySvGq-9HkeMAk7V7Q4TuCJeKl4jN60XiFYdDKmrtYFze65u4Hc0&fref=nf

Κυριακή 2 Απριλίου 2017

Ο Παπαδιαμάντης και ο Μεγάλος Κανόνας






Σ’ ένα δρόμο της συνοικίας «Ράχη» στην Πορταριά έχει δοθεί το όνομα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Ήταν τόσο μεγάλη η προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη στο χώρο της Ελληνικής Λογοτεχνίας, ώστε αρκούσε αυτό και μόνο να εξηγήσει την ονοματοδοσία αυτή. Η αφορμή όμως στο να δοθεί το όνομα του Παπαδιαμάντη σ’ αυτό το δρόμο ήτανε η παρακάτω:

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε έναν αδελφό, το Γιώργη, που είχε παντρευτεί στην Πορταριά και σ’ αυτή εγκαταστάθηκε. Διετέλεσε επί πολλά χρόνια γραμματέας της Κοινότητας Πορταριάς, τότε Δήμου Ορμινίου. Το σπίτι που καθότανε ήταν στην μικρή πλατεία, όπου η θολωτή βρύση και ο μεγάλος πλάτανος της «Ράχης», απέναντι από το αρχοντικό του Τσοποτού, τώρα ξενοδοχείο «Δεσποτικό». Έτσι ο εκφραστής του ταπεινού, του αυθεντικού και αδιάφθορου ελληνικού κόσμου, ο κοσμοκαλόγερος Αλ. Παπαδιαμάντης, είχε επισκεφθεί πολλές φορές την Πορταριά, για να δει τον αδελφό και τα ανήψια του.

Με την ευκαιρία αυτή αξίζει να σας διηγηθώ ένα ανέκδοτο για τον Αλ. Παπαδιαμάντη, που ο παππούς μου ο παπα Αντώνης, παπάς στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων Πορταριάς, από το 1890 έως το 1942, μας είχε διηγηθεί.

Ποια χρονιά ακριβώς συνέβη, δεν το ξέρω. Το παραθέτω όπως μας το διηγήθηκε ο παππούς μου.

Ήτανε Μεγάλη Σαρακοστή, ημέρα Τετάρτη, που διαβάζεται στην Εκκλησία, στον Εσπερινό, ο Μεγάλος Κανόνας του Αγίου Ανδρέου Κρήτης. Βγήκε στην Ωραία Πύλη ο παππούς μου με το βιβλίο στο χέρι, που περιείχε το Μεγάλο Κανόνα, και με το φως της λαμπάδας άρχισε να διαβάζει τα τροπάρια. Ψάλτη δεν είχε και τα τροπάρια έπρεπε να τα διαβάσει μόνος του. Και ήτανε πάρα πολλά.

Διάβασε το πρώτο και πήρε μια βαθειά ανάσα, έτοιμος ν’ αρχίσει το δεύτερο, όταν κάποιος, που στεκότανε όρθιος από το δεξιό μέρος, μπροστά στην κολόνα της εκκλησίας, άρχισε να ψάλλει το δεύτερο τροπάριο. Ο παππούς μου ξαφνιάστηκε λίγο και προχώρησε στο τρίτο.

 Ο άγνωστος απήγγειλε από στήθους το τέταρτο. Ο παππούς μου, με αγωνία που αυξανόταν, διάβασε την πέμπτη στροφή και ο άγνωστος απήγγειλε από στήθους την έκτη, και ούτω καθεξής, μέχρι το τέλος του μακρού Μεγάλου Κανόνα. Ο παππούς μου διαβάζοντας από το βιβλίο και ο άγνωστος απ’ έξω, χωρίς βιβλίο. Κρύος ιδρώτας περιέλουσε τον παππού μου. Αυτός μετά δυσκολίας, κάτω από το ισχνό φως της λαμπάδας, κατόρθωνε να αναγνώσει τα τροπάρια, ενώ ο άγνωστος δεν εκόμπιαζε καθόλου και τα απήγγελλε μεστά περιεχομένου. Ο φόβος του έβαλε την ιδέα ότι ο ξένος ήταν άγγελος Κυρίου, σταλμένος από το Θεό να ελέγξει αν επιτελεί σωστά το έργο του. Και πρόσθετε ο παππούς μου: «Ήμουν και νέος παπάς…».

Τελείωσε ο Μεγάλος Κανόνας, μπήκε ο παππούς μου μέσα στο Ιερό να βγάλει το πετραχήλι και έως ότου βγει έξω ο άγνωστος είχε εξαφανιστεί. Πράγμα που εμπέδωσε, στη αρχή, την υποψία του αγνού ιερέα για την εξ ουρανών προέλευση του αγνώστου. Το μόνο που, μέσα στην ταραχή του, μπόρεσε να κρατήσει ήτανε το φτωχικό ντύσιμο του απόκοσμου ξένου. Ρώτησε και έμαθε στη συνέχεια ότι αυτός ο άγνωστος, που τόσο συντάραξε τον παππού μου με τις γνώσεις και το παρουσιαστικό του, ήταν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο αδελφός του Γιώργη, του γραμματέα της Κοινότητας. Πήγε την άλλη μέρα στο σπίτι του αδελφού του για να τον γνωρίσει και είχε να το λέει για την απλότητα του, την ταπεινοφροσύνη του και τη σοφία του.

Να λοιπόν που το χωριό συνδέεται με δεσμούς αίματος με τον μεγάλο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και πολύ σωστά δόθηκε το όνομα σε ένα δρόμο της συνοικίας που έμενε ο αδελφός του Γιώργης.

Γιώργος Δ. Τσιμπανούλης, Δικηγόρος, Φύλλο υπ’ αρ. 4 της έκδοσης ΠΟΡΤΑΡΙΑ, Ιανουάριος 1999.

πηγή/αντιγραφή
http://stavrosi280.blogspot.gr/2017/04/blog-post_10.html?spref=fb

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Εφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, εν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Το καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Μασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα εις το όμμα του Κριτού.

Φωτογραφία της Χαριτίνη Ξύδη.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Έρωτας στα χιόνια, 1896. Άπαντα, Γ΄
Εκδόσεις Δόμος, 1989

{Xρυσομηλιά, Περτούλι}

https://www.facebook.com/photo.php?fbid=10210143315272895&set=a.2420316460824.132961.1038806835&type=3&theater

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Αλέξ. Παπαδιαμάντης: «Εγώ ασχολούμαι με το ωραίον»





Το ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ συμμετέχει στην επέτειο των 100 χρόνων από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με μία ταινία αφιέρωμα στον μεγάλο Σκιαθίτη.
Η εκπομπή εστιάζεται περισσότερο πάνω στην προσωπικότητα του συγγραφέα, μια προσωπικότητα αντιφατική, ιδιόμορφη, δύσκολη και μυστική.
Γιατί, τι άλλο είναι το ταλέντο, όπως είπε ο Γιώργος Xειμωνάς, παρά μία τεράστια προσωπικότητα;
Και ο Παπαδιαμάντης, ως πρόσωπο, «μάγεψε » τους ανθρώπους που τον γνώρισαν από κοντά, όσο και τους μεταγενέστερους που τον γνώρισαν με την γραφή του.
Η εκπομπή «παρακολουθεί» τα βήματά του στην Αθήνα και την Σκιάθο, από μία ολονυχτία στη μνήμη του στο εκκλησάκι του Άγιο Ελισαίου στο Μοναστηράκι όπου έψελνε, μέχρι το έρημο κάστρο της Σκιάθου.
Συναντάει ανθρώπους που συνδέονται μαζί του , είτε ως απόγονοι των ηρώων του, είτε ως μελετητές του, είτε ως φύλακες της κληρονομιάς του στην Σκιάθο. Και τέλος παρουσιάζει τον ίδιο, με το πρόσωπο του ηθοποιού Ντίνου Μακρή, αυτοβιογραφούμενο μέσα από τα λεγόμενα του και τα διηγήματα του. Τον άνθρωπο Παπαδιαμάντη που έζησε ενάντια στο ρεύμα της εποχής του και που δεν ήθελε παρά να «ομοιάζει μόνο με τον εαυτόν του» και να «ασχολείται με το Ωραίον».

Παραγωγή: Cinetic
Σενάριο-σκηνοθεσία: Λένα Βουδούρη
Φωτογραφία: Χριστόφορος Γιωργούτσος
μοντάζ: Δώρα Μασκλαβάνου
Παραγωγή:Ελληνική
Πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=b9NfQVoyc9k,  https://tokoinonikoodofragma.wordpress.com/
https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Σὰν σήμερα ἐκοιμήθη ὀσιακῶς ὁ ἅγιος τῶν γραμμάτων Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 γνωστὸς οἰκονόμος τῆς Σκιάθου ἀείμνηστος π. Γεώργιος Ρήγας σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἐκδότη Ηλ. Δικαῖο ἔγραψε γιὰ τὰ χριστιανικὰ τέλη τοῦ κὺρ-Ἀλεξάνδρου τὰ παρακάτω ποὺ διεξάγονται, ὅταν ὁ συγγραφέας ζήτησε νὰ προσέλθει ὁ ἱερεὺς τῆς Σκιάθου πάπα-Ἀνδρέας Μπούρας καὶ οἱ ἀδελφές του ζήτησαν νὰ πάει μαζὶ στὸ σπίτι κι ὁ γιατρός. Διηγεῖται λοιπὸν ὁ π. Γεώργιος Ρήγας :
«Ὁ Παπαδιαμάντης πρὸ πάντων ἦτο Χριστιανὸς καὶ χριστιανὸς εὐσεβής. Μόλις λοιπὸν εἶδε τὸν ἰατρὸν εἶπεν εἰς αὐτόν: «Τί θέλεις σὺ ἐδῶ;» «Ἦρθα νὰ σὲ δῶ» τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. «Νὰ ἡσυχάσης» τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, «ἐγὼ θὰ κάμω πρῶτα τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὕστερα νὰ῾ρθῆς ἐσύ»… Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρὶν ἀποθάνη, ἔστειλε νὰ κληθῆ ὁ ἱερεὺς διὰ νὰ κοινωνήση. «Ξεύρεις! Μήπως ἀργότερα δὲν καταπίνω!» ἔλεγεν. Ἦτο  ἡ παραμονὴ τοῦ θανάτου του καὶ τότε του ἀπονεμήθηκε τὸ παράσημο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Τὴν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου 1911, παραμονὴν τοῦ θανάτου του, «ἀνάψτε ἕνα κηρί», εἶπε «φέρτε μου κι ἕνα ἐκκλησιαστικὸν βιβλίον». Τὸ κηρίο ἠνάφθη, ἐπρόκειτο δὲ νὰ ἔλθῃ καὶ τὸ βιβλίον, ἀλλὰ πάλιν ἀποκαμῶν ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν: «Ἀφῆστε τὸ βιβλίο. Ἀπόψε θὰ εἰπῶ ὅσα....
ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ἔξω». Καὶ ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστὰ «τὴν χεῖρα σου τὴν ἀψαμένην…» (πρόκειται για το δοξαστικό της Θ' ώρας τν Μ. Ωρών της εορτής τν Θεοφανείων σε ήχο πλ.α').

Θὰ συνεχίσω ἀναφέροντας τὴν μαρτυρία τοῦ Π. Νιρβάνα, ποὺ δούλεψε μαζί του στὸ “ΑΣΤΥ” τὴν περίοδο 1899-1902:
“Μου μένει ἐντυπωμένη ἡ πρώτη φορά, ποὺ εἶχε ἔρθει ν’ ἀναλάβει ὑπηρεσία στὸ γραφεῖο. Ὁ κ. Κακλαμάνος, ἀφοῦ τοῦ μίλησε γιὰ τὴ δουλειά, ποὺ εἶχε νὰ κάνει, ἔφτασε μὲ κάποια ἐπιφύλαξη καὶ στὸ ζήτημα τοῦ μισθοῦ. -Ὁ μισθός σας θὰ εἶναι ἑκατὸν πενήντα δραχμές… τοῦ εἶπε. Ὁ Παπαδιαμάντης κοντοστάθηκε, σὰ νὰ ἔκανε κάποιους ὑπολογισμοὺς μὲ τὸ νοῦ του. -Μήπως εἶναι λίγα, τοῦ εἶπε δειλὰ ὁ κ. Κακλαμάνος, ἕτοιμος ν’ αὐξήσει τὸ ποσό, ποὺ εἶχε προτείνει. Τότε ἄκουσα ἀπ’ τὰ χείλη τοῦ Παπαδιαμάντη τὴ μοναδικότερη ἀπάντηση ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ δώσει ἄνθρωπος σὲ τέτοια στιγμή. -Πολλὲς εἶναι 150… εἶπε. Μὲ φτάνουνε 100… Καὶ ἔφυγε” (ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΕΤΑΣ βιογραφικό του Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὸ βιβλίο “ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΠΑΝΤΑ” Ἐκδόσεις ΓΙΟΒΑΝΗ)

Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς γράφει γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, “Ἀκρόπολις”, 4 Ἰαν. 1911, δανειζόμενος λεπτομερῆ στοιχεῖα ἀπὸ τὴ βιογραφία ποὺ σενέταξε ὁ Ι. Ζερβὸς στὰ Ἅπαντά του συγγραφέα ποὺ τυπώθηκαν ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Φέξη στὴν Ἀθήνα. Ἐπαναδημοσίευση περιοδικὸ “Ἐρουρέμ”, περίοδος Β΄τεῦχος 3:
“Στὴν Ἀθήνα ἔφθασε στὰ εἴκοσί του χρόνια, ὅπου γράφτηκε στὴ Φιλοσοφικὴ  σχολή, χωρὶς νὰ παρακολουθεῖ τακτὰ τὰ  μαθήματα• ὡς ἐκ τούτου δὲν πῆρε τὸδίπλωμά του. Γιὰ  νὰ ζήση κατεγίνετο μὲ μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικὰ γιὰ τὶς ἐφημερίδες. Διάβαζε πολύ, ἡ ἀνάγνωσίς του ἐγίνετο τυχαίως, χωρὶς σύστημα, ἦτο ὅμως συνεχὴς καὶ  ἐπίμονος. Θαύμαζε τὸν Ὅμηρο καὶ τὸν Αἰσχύλο σὰν ἄφθαστα πρότυπα τέχνης. Ἐκ τῶν νεωτέρων τοῦ  ἦσαν ἀγαπητοί ὁΘερβάντες καὶ  ὁ  Δίκενς, μὰ τοποθετοῦσε τὸν Σαίξπηρ πάνω ἀπὸ  ὅλους.
Εἰς τὸ πενιχρόν του δωμάτιο, ὅπου συχνὰ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τραπέζι —καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ  ἔγραφε στὸ πάτωμα— ὑπῆρχεν ἀπαραιτήτως ἕνα κιβώτιον μὲ βιβλία καὶ ἕνα κερί. Τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἒζησε σὲμεγάλη ἔνδεια. Δὲν ἄντεχε πλέον εἰς τὴν βαρεῖαν δημόσιογραφικὴν ἐργασίαν…
Ὁ Γιῶργος Σεφέρης θυμᾶται μιὰ ἐπίσκεψή του στὴ Σκιάθο, τὸ 1930:
"Σπίτι τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ γριὰ ἀδερφὴ τοῦ ἔκλαιγε καθὼς μᾶς μιλοῦσε γι’ αὐτόν. Λιγνή, ψηλή, μελαχρινή, βυζαντινὴ ράτσα. Τὸ σπιτάκι καθαρὸ καὶ ἀσπρισμένο, μιὰ μεγαλωμένη φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη κρεμασμένη στὸν τοῖχο στὴν κάμαρα ὅπου πέθανε. Ἀπὸ τὸ παράθυρο ὡς τὸ μικρὸ σκιαθίτικο τζάμι, ἕνα στρῶμα κατάχαμα σκεπασμένο μ’ ἕνα κιλίμι. Ἐκεῖ πάνω ξεψύχησε (2 Ἰανουαρίου), ἀφοῦ ζήτησε νὰ τὸν σηκώσουν καὶ νὰ τὸν καθίσουν κοντὰ στὴ φωτιά. Τὸ μόνο βιβλίο του ποὺ εἶδα πάνω στὸ μικρὸ τραπέζι, μιὰ φτηνὴ ἀγγλικὴ ἔκδοση (Omnibus) τοῦ Σαίξπηρ.  (ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ “ΜΕΡΕΣ Ἃ΄” Ἐκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ)

Εἶναι ἐξαιρετικὴ ἡ περιγραφὴ ποὺ δίνει ὁ Παῦλος Νιρβάνας γιὰ τὸν ἐραστὴ ὄχι μόνον τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ἀλλὰ καὶ τοῦ φυσικοῦ.
“ΤΟΝ ΕΙΔΑ – αὐτὸ δὲν θὰ τὸ  λησμονήσω ποτὲ-» – νὰ  τρέχη ὀπίσω ἀπὸτὸν Ἥλιον, ὅπως τρέχει ἕνα μειράκιον ἐρωτευμένον ὀπίσω ἀπὸ τὴν ἐρωμένην του. Ἦτο τὸ  θέαμα αὐτὸ  ἀπὸ  τὰ  τραγικώτερα, ποὺ  εἶδα εἰς τὴν ζωήν μου• καὶ  δὲν ἐνθυμοῦμαι αἰσθητικὴ  συγκίνησις ἀπὸ ἔργον τέχνης νὰ μοῦ ἔδωκεν παρομοίου τραγικοῦ τόνον κλονισμόν.
Ἦτο ἕνα δειλινὸν φθινοπώρου καὶ   ὁ Ἥλιος ἔδυε μελαγχολικὸς ὀπίσω ἀπὸ  τὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως. Εἶδα τότε τὸν Παπαδιαμάντη νὰ βαδίζῃ  βιαστικὸς πρὸς τοὺς στύλους τοῦ  Ὀλυμπιείου. Καὶ  εἶχα τὴν ἀνοησίαν νὰ  τὸν καλέσω. Ἐκεῖνος χωρὶς νὰ  σταθῇ  καθόλου μοῦ  εἶπε μὲ  μίαν πικρίαν ἀπολύτως τραγικήν…
– Ἄφησέ με! Πηγαίνω νὰ  προφθάσω τὸν Ἥλιον πρὶν δύσῃ. Εἶναι ἕνας μήνας ποὺ  ἔχω νὰ  τὸν ἰδῶ. Καὶ ποτὲ  δὲν τὸν προφθαίνω.
Καὶ  ἔτρεχε ὀπίσω ἀπὸ τὸν Ἥλιον, ὁ  ὁποῖος ἐκρύπτετο ἤδη ὀπίσω ἀπὸ  τὰ  βουνὰ  τῆς Σαλαμῖνος. Κλεισμένος ἕως τὸ   δειλινὸν μέσα εἰς τὰ  γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος του, ὅταν ἄφηνε τὸ γραφεῖόν του, δὲν εὕρισκε πλέον τὸν Ἥλιον εἰς τὰς Ἀθήνας.
Κι  ἔτρεχε νὰ τὸν προφθάσῃ εἰς τὸν ἀνοικτὸν ὁρίζοντα, νὰ τὸν ἀντικρύσῃ ὀπίσω ἀπὸ τὴν Ἀκρόπολιν, νὰ τὸν χαιρετίσῃ  εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ μακρινοῦ  βουνοῦ. Καὶ ἔτρεχεν ὀπίσω ἀπὸτὸν Ἥλιον, χωρὶς νὰ  τὸν προφτάνῃ».

Καὶ ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος γράφει ἐν κατακλείδι:
 “Η θὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς παρουσίασε, ὁλόκληρο ὅμως τὸν κόσμο τῆς ὀρθόδοξης ἑλληνικῆς χριστιανοσύνης, ὡς τὶς ἀκρότατες συνέπειές του, καὶ τότε θὰ προσπαθήσουμε νὰ καταλάβουμε τὸν Παπαδιαμάντη ὄχι μόνο σὰν λογοτέχνη, ἀλλὰ σὰν πνευματικό μας κεφάλαιο – αὐτὸ δὲν ἰσχυριζόμαστε πῶς εἶναι; – ἡ ἀλλιῶς θὰ γυρίσουμε πίσω στὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες, στὴ «λογοτεχνία» ἢ στὴν ψυχολογία τῶν διηγημάτων, καὶ θὰ θερίσουμε ὅ,τι σπείραμε: τὴν ἄσκοπη (l’ art pour l’ art) νεροτριβὴ τῆς εὐαισθησίας μας. Ὅσοι θέλουν εἶναι ἐλεύθεροι νὰ τὸ κάνουν αὐτό. Μόνο ποὺ χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ παίρνουν τὸν Παπαδιαμάντη στὰ σοβαρά, ἡ ἂν τὸν πάρουν στὰ σοβαρά, τότε χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ παραμερίζουν ἀφρόντιστα ὅσα λάτρευε ἐκεῖνος καὶ τὰ εἶχε κάνει ζωή του, ἢ νὰ τὰ θεωροῦν μόνο «ποίηση» καὶ «γραφικότητα» καὶ νὰ συνεχίζουν μὲ τὸ ἀζημίωτό τα ἀτομικὰ πάρε δῶσε – ὅσοι ἄνθρωποι τόσες καὶ ἐντυπώσεις (impressionisme) – μὲ τὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες. Διέξοδος δὲν ὑπάρχει. (Ζήσιμος Λορεντζάτος, Μελέτες, Γαλαξίας, σέλ. 166-167).

https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Nous excitons la curiosité du public.




Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσέληνου ή του Θεοτοκόπουλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία. Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε.
Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά: -Nous excitons la curiosité du public.
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του... κοινού! Ποιου κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η "περίεργειά" του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος. -Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του.

Από την αφήγηση του Π. Νιρβάνα πώς έπεισε τον Σκιαθίτη συγγραφέα να του τραβήξει την ιστορική φωτογραφία στη Δεξαμενή (1906)


https://www.facebook.com/profile.php?id=100003703158792

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Αθήνα - Το καμαράκι του Παπαδιαμάντη




1
Μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό καμαράκι φιλοξενούσε για λίγα χρόνια ο καλόγερος Νήφων τον Παπαδιαμάντη.
Ο Παπαδιαμάντης έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Αθήνα, σε συνθήκες μεγάλης ανέχειας. Έμενε συνήθως σε ενοικιαζόμενα δωματιάκια εντός αυλής, στα οποία στεγάζονταν και άλλες οικογένειες. Ήταν τόσο κακές οι συνθήκες διαμονής του, που μια νύχτα λίγο έλειψε να σκοτωθεί όταν κατέρρευσε από τη δυνατή βροχή η στέγη ενός παλιόσπιτου που νοίκιαζε στην οδό Αριστοφάνους 18.

Δεν είχε χαρτί να γράψει

Δυσκολευόμενος να πληρώσει το νοίκι και με κακή κατάσταση υγείας κατέφυγε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 στον ναό των Αγίων Αναργύρων στου Ψυρρή, όπου δούλευε ως νεωκόρος ο καλόγερος Νήφων, ο οποίος καταγόταν από τη Σκιάθο και ήταν παιδικός του φίλος. Ο Νήφων τού προσέφερε φιλοξενία στο ίδιο καμαράκι που κοιμόταν και ο ίδιος στον περίβολο της εκκλησίας.
Ο Παπαδιαμάντης έμεινε αρκετά χρόνια σ’ εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο, που έμοιαζε με λαγούμι. Παρόλο που αυτός και ο Νήφων ήταν εξαιρετικά ολιγαρκείς, πρέπει να υπέφεραν από την υγρασία και το στρίμωγμα. Λέγεται, μάλιστα, ότι εκεί έγραψε μεγάλο μέρος της «Φόνισσας».
Ο Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή το 1906, όπως τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας.
Ο Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή το 1906, όπως τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας.
Ούτε χαρτί δεν είχε να γράψει και ευτυχώς που του έδινε χαρτοσακούλες ένας Τριπολιτσιώτης ταβερνομπακάλης, που τον έλεγαν Καχριμάνη και είχε το μαγαζί του στου Ψυρρή, λίγα μέτρα παρακάτω από τους Αγίους Αναργύρους. Έκοβε ο Παπαδιαμάντης τις σακούλες σε ορθογώνιο σχήμα και έβγαζε από αυτές φύλλα χαρτιού, επάνω στα οποία έγραφε τα διηγήματά του.
Είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια έτρωγε σχεδόν κάθε μέρα στην ταβέρνα του Καχριμάνη, του οποίου συχνά έπλεκε το εγκώμιο, σαν να επρόκειτο για κάποια ξεχωριστή προσωπικότητα. Τον θεωρούσε άνθρωπο του Θεού επειδή του έδινε χαρτί για να γράφει. Χωρίς εκείνον τον ευλογημένο ταβερνιάρη ποιος ξέρει πόσα από τα έργα του Παπαδιαμάντη δεν θα έβλεπαν το φως.
Τα παραπάνω και πολλά ακόμα περιστατικά από τη ζωή του Παπαδιαμάντη μάς τα διηγιόταν ο ιερέας των Αγίων Αναργύρων Παναγιώτης Μπεκιάρης. Πηγαίναμε αρκετά συχνά στον ναό για να βάλουμε ένα κερί και να ακούσουμε ιστορίες για τον ταπεινό συγγραφέα και την παλιά Αθήνα.
Την τελευταία φορά που ξαναπήγαμε δεν τον βρήκαμε εκεί, επειδή όπως μας είπαν έχει αρρωστήσει βαριά. Στη θέση του ήταν ένας άλλος ιερέας, ο Χρυσόστομος Ευστρατίου, ο οποίος είναι κι αυτός λάτρης του Παπαδιαμάντη.

Το ίδιο ψαλτήρι

Ο τωρινός ιερέας των Αγίων Αναργύρων π. Χρυσόστομος Ευστρατίου στην κάμαρα του Παπαδιαμάντη. Είναι κι αυτός λάτρης του ταπεινού συγγραφέα.
Ο τωρινός ιερέας των Αγίων Αναργύρων π. Χρυσόστομος Ευστρατίου στην κάμαρα του Παπαδιαμάντη. Είναι κι αυτός λάτρης του ταπεινού συγγραφέα.
Τίποτα σχεδόν δεν έχει αλλάξει στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, από τότε που έζησε εκεί ο Παπαδιαμάντης. Ακόμα και το ψαλτήρι στο οποίο έψελνε είναι το ίδιο. Δυστυχώς, όμως, έκλεισε η ταβέρνα του Καχριμάνη, που λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης της είχε κρατήσει το όνομα του Καχριμάνη στην επιγραφή και προκαλούσε νοσταλγία στους λάτρεις του Παπαδιαμάντη. Σήμερα το μαγαζί είναι ξενοίκιαστο λόγω της φοβερής οικονομικής κρίσης και η πινακίδα έχει αφαιρεθεί.
Μπορεί τα ίχνη του Παπαδιαμάντη να χάνονται με το πέρασμα του χρόνου, αλλά το έργο και το παράδειγμά του παραμένει αθάνατο. Ήταν ένας σεμνός γίγαντας της σκέψης με αισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης, που δόξασε την πατρίδα του χωρίς να ζητήσει και να λάβει απ' αυτή απολύτως τίποτα.ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

Ο ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ ΤΗΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΣΥΝΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑ


                                ΑΪ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΗ!

Άρθρο του Αλέξάνδρου Παπαδιαμάντη επί τη εορτή της 23ης Απριλίου

Το άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Άι μου Γιώργη!» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 23 Απριλίου 1892.

Ανέτειλε το έαρ· δεύτε ευφρανθώμεν! Εξέλαμψεν η Ανάστασις Χριστού· δεύτε ευφρανθώμεν!
Η του αθλοφόρου μνήμη τους πιστούς φαιδρύνουσα ανεδείχθη.

Ένθεν μεν ψάλλει η Εκκλησία, συγκαταβατικωτέρα κατά τας ημέρας ταύτας της αναστάσεως του Σωτήρος, παρά την ανωτέραν πνευματικήν έννοιαν τοιούτων παρακελεύσεων· ένθεν δε ο ελληνικός λαός, όστις φαντάζεται πρώτον λεβέντην και αστραπόμορφον νεανίαν τον ήρωα πρόμαχον του Χριστιανισμού, περιβάλλει με όλην την ποίησιν των μακραιώνων ονείρων του, με παμφαείς ακτίνας αφθίτου νεότητος και αϊδίου καλλονής τον Άγιον Γεώργιον.

Αϊ μου Γιώργη αρματολέ και πρώτε καβαλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι...

Και ιστορείται δια στίχων επικής απλότητος και ύψους, πως το θεριό εφώλιαζε σιμά εις την βρύσιν, πως απήτει περιοδικώς αιματηρόν φόρον, από τους κατοίκους της πόλεως, πως ερρίπτοντο κλήροι μέλλοντες ν’ αποφασίσωσι περί της δυστυχούς κόρης, ης θα ήτο η σειρά να χορτάση την αδηφάγον απληστίαν του φοβερού θηρίου, πως ο κλήρος έπεσεν επί την βασιλοπούλαν (την Αλεξάνδραν!) και πως ο Άγιος, εισακούσας τας δεήσεις των γονέων, επήλθε, ραγδαίος και αήττητος ιππεύς, εις βοήθειαν της δυσμοίρου νεάνιδος, πως εθανάτωσε τροπαιοφόρος τον απαίσιον δράκοντα, και πως, αναλαβών την βασιλοπούλαν εις τα κάπουλα του αλόγου του, την παρέδωκεν ασινή εις τους βασιλικούς γονείς της.
Α! είναι κρίμα, ότι οι Έλληνες δεν τον επεκαλέσθησαν πέρυσι, πριν ή λάβη μοιραίαν έκβασιν περίστασις παραπλησία!... Αλλά και πάλιν, τις οίδεν αν οι θνητοί βλέπομεν ορθώς τα πράγματα, αν δεν κατοπτρίζονται ανάποδα εις τους οφθαλμούς μας;...Τις οίδεν αν ο κόσμος αυτός, με όλους τους πάγους του Βορρά, ή με τα θάλπη της μεσημβρίας, δεν είναι το αληθές θηρίον;...Αν ο άγγελος του θανάτου, κατ’ εξοχήν τροπαιοφόρος, δεν είναι ο αισιώτερος των αγγέλων;...Και αν, εις τον άλλον κόσμον, η στοργή του ουρανίου πατρός δεν είναι μυριάκις ενθερμοτέρα της στοργής επιγείων γονέων; Τι λέγει το ιερόν Βιβλίον; Κι αβί βε αμί ναδζαβούνι, β’ Αδωνάι α-σπένι (Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με).

Εν τούτοις, επαξίως ο ελληνικός λαός τιμά με υπερόχου ευλαβείας δείγματα τον ελληνοπρεπέστατον άγιον του, τον άγιον Γεώργιον. Ο τροπαιοφόρος μεγαλομάρτυς, ομού με τον άλλον ομόψυχον και εφάμιλλόν του, ίστανται φρουροί εις τα πρόθυρα ο μεν του θέρους, ο δε του χειμώνος, σημειούντες δια της επιτολής των, ως άλλοι αστέρες σελασφόροι, την περίοδον των ορεινών και πεδινών νομών και καταυλισμών δια τους ποιμένας.
Εξ ήρος εις αρκτούρον ευμήνους χρόνους· και ποιμένες και γεωργοί άγουσι γηθοσύνως την ροδοστέφανον, ως εκ του μαρτυρικού του αίματος, μνήμην του αγίου, και θύουσιν άρνας, και οβελίζουσιν αμνούς, γενναίως ευχωμούμενοι, επικαλούμενοι τον μάρτυρα βοηθόν εις τας επιχειρήσεις των και συλλήπτορα των κόπων. Και οι Έλληνες πολεμισταί των παρελθόντων αιώνων, ως και της μεγάλης εθνεγερσίας, δεν έπαυσαν να τον επικαλούνται ευμενή σύμμαχον και αρωγόν. Κατ’ αυτήν δε την ημέραν της μνήμης του αγίου, το πρώτον έτος του αγώνος, έτερος αγλαός πρόμαχος της πίστεως και της πατρίδος και μάρτυς της ελευθερίας περικλεέστατος, ο Θανάσης Διάκος, προσεφέρθη ολοκαύτωμα υπέρ του Γένους. Ενθυμηθήτε τους στίχους του αειμνήστου Βαλαωρίτου.

Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου
ανέμιζε τρομαχτικό, και στο ξεδίπλωμά του,
λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαλλ’ ο Άη -Γιώργης
με τ᾿ άγριό του τ᾿ άλογο, κρατώντας καρφωμένο
τ᾿ ανίκητο κοντάρι του στὸ διάπλατο λαρύγγι
του φοβερού του δράκοντα, ποὺ δέρνεται στο χωμα.

Αλλά και ποίος άλλος Άγιος έχει τόσα και τόσα εξωκκλήσια, υψούμενα χαριέντως εις πάσαν κοιλάδα, επιστέφοντα πάντα λόφον, πάντα βράχον της Ελληνίδος χώρας; ο Άγιος Δημήτριος, ως ιστάμενος φρουρός εις τα πρόθυρα του χειμώνος, δια να μη μείνη παραπονούμενος, έχει το ιδιαίτερον καλοκαίρι του, “καλοκαιράκι τ’ Αϊ-Δημητριού” και τον φερώνυμον αυτού μήνα, ο δε Άγιος Γεώργιος είναι ο κατ’ εξοχήν καλοκαιρινός και ανοιξιάτικος Άγιος και δεν δύναταί τις να φαντασθή μνήμη του Αγίου Γεωργίου χωρίς πολλά ποικιλόχροα άνθη μοσχοβολούντα, χωρίς τάπητας ανθυλλίων μεθυσκόντων τον αέρα με την ευωδίαν των, χωρίς άπειρον πρασινάδα και απεράντους αγρούς αιματόχρους από αμέτρητον πλήθος των μηκώνων, χωρίς τρυφερούς βλαστούς αμπέλων με βότρυς προβάλλοντας και χωρίς αναριθμήτους στεφάνους από αγραμπελιές και αγιοκλήματα. 

Ποίος άλλος Άγιος δύναται να καυχηθή, ότι είναι ο καθολικός πολιούχος των ελληνίδων πόλεων, ο γενικός προστάτης της ελληνικής εξοχής; Διότι το συναξάριον του δεν αναφέρει εις ποίον ωρισμένως μέρος της Ανατολής εμαρτύρησεν, ως δια να αφήση την μνήμην του Αγίου κοινήν εις όλην την ελληνικήν χώραν.Καθώς δε ο Άγιος Νικόλαος είναι ο κατ΄εξοχήν προστάτης των θαλασσοπορούντων ανά τον πόντον, ούτω και ο Άγιος Γεώργιος είναι ο ετοιμότατος βοηθός και αντιλήπτωρ των γεωπονούντων επί της ξηράς. Ποίος άλλος Άγιος εφάνη ποτέ τόσον πρόθυμος “των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος”; Και ποίος άλλος Άγιος έδειξε ποτέ τόσην χριστομίμητον φιλανθρωπίαν και συγκατάβασιν, ώστε να εισακούση της δεήσεως παιδίου παίζοντος, ηττωμένου εν τη παιδιά και πάσχοντος την φιλοτιμίαν (πως φαίνεται ότι ήτο Ελληνόπαις!) και να δεχθή προ πλήρωσιν ευχής, αντί πάσης συνήθους προσφοράς, οίον κηρίου και θυμιάματος και λειτουργίας, σφουγγάτον, ήτοι ομελέταν, απο αυγά, καθώς θα ελέγαμεν σήμερον; Αναγνώσατε το χαριέστατον εκείνο θαύμα του Αγίου, δια να πεισθήτε.

Αλλά και όσοι δεν πιστεύετε τα θαύματα, αποφασίσατε να κάμητε έν ταξίδιον έως τον ιερόν Άθωνα, και άμα φθάσητε εκεί, επισκεφθήτε την μονήν του Ζωγράφου. Εκεί σώζεται η εκ των λύθρων της σφαγής του Μάρτυρος συμπαγείσα αχειροποίητος εικών του Αγίου Γεωργίου, εφ’ ής απιστών προς το παράδοξον το πάλαι αρχιερεύς, θεις την χείρα προς ψηλάφισιν επί της εικόνος, ετιμωρήθη αξίως δια την τόλμην, προσφυέντος του δακτύλου επί της εικόνος και μείναντος κολλημένου, εωσού ηναγκάσθη ν’ αποκόψη με τον δάκτυλον, να σωθή δε εν μετανοία κλαίων εν τω ναώ του Αγίου. Η εικών είναι εκεί και ο δάκτυλος μένει μετά τόσους αιώνας ορατός επ’ αυτής.

Είπομεν, ότι η συγκατάβασις του Αγίου απεδείχθη χριστομίμητος, και τούτο μας ενθυμίζει την ευσεβή εκείνη φάτιν (legende) περί τινος απλοϊκού ανθρώπου, προσελθόντος ποτέ εις εξομολόγησιν και ακούσαντος παρ΄του πνευματικού την παραίνεσιν “να περπατή τον ίσιο δρόμο, αν θέλη να πάη στον Παράδεισο”. Ο άνθρωπος ηρμήνευσε την συμβουλήν κατά γράμμα και οδεύσας την ευθείαν έφθασε μετά τινας ημέρας εις λαμπρόν μοναστήριον εν τερπνοτάτω και πολυανθεί τοπίω, όπερ άμα ιδών, εν πεποιθήσει ανέκραξεν· “Α! να ο Παράδεισος!”. Προσελθών δε εις τον θυρωρόν του μοναστηρίου, είπε·
“Καθώς μου είπε ο πνευματικός επερπάτησα τον ίσιο δρόμο και έφθσα στον Παράδεισον, και τώρα που έφθασα, δεν θέλω να φύγω απ’ εδώ”.

Ο ηγούμενος, μαθών τα κατά τον άνθρωπον, έδωκεν αυτώ διακόνημα το να είναι “βουρδουνιάρης”, ήτοι σταυλίτης του μοναστηρίου, ευδοκιμήσαντα δε μετά καιρόν τον επροβίβασεν εις υπηρέτην του ναού. Εκεί έμεινεν ο ξένος υπηρετών μετά ζήλου, και ήτο μακάριος καθ΄όλα, μόνον έν πράγμα δεν ηδύνατο να εννοήση· βλέπων τον Χριστόν εσταυρωμένον υψηλά εις την κορυφήν του εικονοστασίου, ελυπείτο, κι έλεγε· “Τι κακό έκαμε και τον κρέμασαν εκεί!”. Μια των ημερών,ενώ εσκούπιζε το έδαφος του ναού, τρώγων άμα τεμάχιον άρτου. λείψανον προσφοράς ή αρτοκλασίας, ανατείνας την χείρα προς τον Εσταυρωμένον επάνω έκραξε· “Κατέβα και συ, καημένε, να σου δώσω ένα κομμάτι ψωμί να φας· σε λυπούμαι να σ’ έχουν νηστικόν, τόσον καιρόν εκεί κρεμασμένον!”. Ο άνθρωπος ήτο αμαθής και απλοϊκός εις άκρον, και δεν υπώπτευεν ότι εβλασφήμει τοιαύτα λέγων·ωμοίαζε με τον άλλον εκείνον, όστις είχε συνηθίσει να λέγη προσευχόμενος· “Κύριε, μη μ’ ελεής!”, καλή τη πίστει νομίζων, ότι η φράσις αύτη εσήμαινε· ”Κύριε, ελέησον με”. Εν τούτοις, ο Δεσπότης Χριστός, προσθέτει η παράδοσις, συγκατέβη προς την απλότητα του ανθρώπου εκείνου, και κατήλθε, φρικτόν ειπείν, ολόσωμος εκ του Σταυρού, κι εδέχθη τεμάχιον άρτου από των αθώων χειρών του πλάσματός του , καθώς άλλοτε είχε συνδειπνήσει με τους μαθητάς, μετά την Ανάστασιν, παρά την όχθην της Τιβεριάδος!

Ομοίως και ο Άγιος Γεώργιος συγκατέβη προς την απλοϊκήν επίκλησιν του παιδός, του δισκοβολούντος με άλλους ομήλικάς του μακράν του ναού του, εν τινι παραλίω πόλει της Ανατολής. Ο παις είχεν ανακράξει· “Άη μου Γιώργη, βοήθα με να νικήσω, κι εγώ να σου φέρω ένα καλό σφουγγάτο”. Και άμα τη ευχή, ήρχισε να κερδίζη συνεχώς, εωσού κατεθριάμβευσε των αντιπαιζόντων. Τότε τρέξας εις την οικίαν, εφρόντισε να παρασκευασθή παχύ σφουγγάτον με πολλά αυγά, όπερ επί πινακίου κομίσας εις τον ναόν απέθηκεν αχνίζον προ της εικόνος του Αγίου. Μόλις εξήλθεν ο παις και εις ναύτης εισελθών να κολλήση κηρίον και να ασπασθή την εικόνα του Αγίου, είδε το σφουγγάτον αχνιστόν, και είπε προς εαυτόν· “Ο Άγιος Γεώργιος δεν τρώγει σφουγγάτον, πλην ας το φάγω εγώ, και εις αποζημίωσιν φέρω μεγάλην λαμπάδα”. Και τούτο ειπών κατεβρόχθισε ζεστόν-καυτόν το σφουγγάτον. Αλλ’ όταν εστράφη να εξέλθη, οι πόδες του εκόλλησαν δις και τρις εις τας πλάκας του εδάφους του ναού, εωσού εννοήσας το θαύμα, ηναγκάσθη, όπως απαλλαγή, να τάξη μέγα τάξιμον εις τον Άγιον. Και απερχόμενος δεν ηδυνήθη να μη αναφωνήση· “Άγιε Γεώργιε, ακριβά πωλείς τα σφουγγάτα σου!”.

Κι εμένα, Άη μου Γιώργη, να μου συγχωρήσης το ευτελές και σχεδόν παιγνιώδες τούτον αρθρίδιον, συγκαταβαίνων εις την αδυναμίαν μου, καθώς συγκατέβης εις την απλοϊκότητα του παδίου παίζοντος τις αμάδες. Θεώρησόν με ως παιδίον τας φρένας, καίτοι άνδρα την ηλικίαν. Κι εγώ, όταν ήμην παιδίον, έπαιζα εγγύς του πενιχρού αλλ’ ευώδους ναίσκου σου παρά την θίνα της θαλάσσης, όπου ουδέν πλοίον δύναται να καθελκυσθή εκ του ναυπηγείου ή να εκπλεύση εκ του λιμένος, χωρίς να κλίνη την πρώραν προς τον ναίσκον σου να προσκυνήση, όπου οι στάχυες ριπιζόμενοι υπό βορεινής ριπής κλίνουσιν όλοι τα κορυφάς περιβάλλοντες ολόγυρα τον ιερόν ναόν σου, ως ικέται επαιτούντες τας ευλογίας σου, και όπου πελωρία η γηραιά ελαία νεύει τους κλώνας προς την γην, μη τολμώσα ν’ ανατείνη προς την ιεράν στέγην, όπου επισκιάζει η χάρις σου. Κι εμένα, Άη μ’ Γιώργη μ’ (επίτρεψόν μοι να σ’ εποκαλεσθώ με πλεονασμούς και με αποκοπάς ως νησιώτης εκ της βορειοανατολικής Ελλάδος), να μου συγχωρήσης την ανάμιξιν ταύτην του ιερού κι του βεβήλου, την συνθηκολογίαν ταύτην, τον νεωτερισμόν τούτον, αφού οι σημερινοί Έλληνές σου, οι απόγονοι εκείνων ους τοσάκις ευηργέτησες, αν τολμήσω να μεταγράψω ενταύθα εκ των αυθεντικών βιβλίων, τους υπερανθρώπους αγώνας, τα μικρά βασανιστήρια όσα υπέστης, σταγόνα προς σταγόνα σπείσας εις τον Σωτήρα Χριστόν το πολύτιμον αίμα σου, είναι ικανοί να κατακραυγάσωσι λέγοντες· “Τι παραμύθια μας διηγείται αυτός!”. Και οι σοφοί εξ αυτών δεν το έχουν διά τίποτε να είπουν, ότι είσαι ο Περσεύς ή ο Ηρακλής μετημφιεσμένος! Και οι εκλεκτοί εν αυτοίς μόνον δια χειρονομίας ή δια νεύματος θα συγκαταβώσι να διαμαρτυρηθώσι κατά των “αναχρονισμών” τούτων. Και οι όσιοι...α! οι πλείστοι των σημερινών οσίων, των επισήμων και μακροχειρίδων οσίων της Ελλάδος μας, αν ερωτηθώσι να είπωσι, προς φωτισμόν του ποιμνίου, πότε ήκμασες, θα δυσκολευθώσι ν’ απαντήσωσιν αν εμαρτύρησες επί Διοκλητιανού ή επί Δεκίου, αν υπήρξες προ Χριστού ή μετά Χριστόν! Αφού το έχουν ως εντροπήν των το ν’ αναγινώσκωσι κάποτε επ’ εκκλησίας τους βίους και τα μαρτύρια των αγίων! Τι χρειάζονται αυτά; Δεν είναι προτομότερον ν’ αναγινώσκωνται εν τη ώρα του Κοινωνικού, αι διακηρύξεις των δημάρχων, των εφόρων, και των επάρχων, περί φόρου οικοδομών, περί δηλώσεως των σικυώνων και περί...εκλογών;
Α! Αι εκλογαί, αυτή είναι η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδὴ μετηλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους δια των εκλογών φανταζόμεθα, ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον, όπως μη αποδειχθῆ ψευδὲς το δημώδες λόγιον· “Άλλαξε ο Μανολιὸς κι έβαλε τα ρούχ’ αλλοιώς”.  Ως να εχρειάζετο τίποτε άλλο, ειμή εις ευσεβὴς βασιλεύς, Χριστὸς Κυρίου, ο μόνος αρμόδιος νὰ εκλέγη τους συμβούλους καὶ τοὺς στρατηγούς του, και εν μόνω τω “εν τούτω νίκα” ισχυρὸς και αήττητος.

Αλλ' είθε ν’ ανατείλη ταχύτερον, Άη μου Γιώργη, η ευλογητή εκείνη ημέρα της αναστάσεως του Γένους και έθνος τοσούτον έχον πεςρικείμενον νέφος μαρτύρων, τοσούτους μετά σου πρέσβεις προς Θεόν, εκ του αίματός του και εκ των σπλάχνων του, δεν μέλλει ποτέ να εγκαταλειφθή υπό του Θεού των πατέρων του. Είθε ν’ ανατείλη η ημέρα εκείνη, ως τάχιστα, λεβέντη μου αστραπόμορφε και πρώτε καβαλάρη, ‘Αη μου Γιώργη, είθε!


 http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Z. Λορεντζάτος: Ἡ «μυστικὴ φωταγωγία» τοῦ Παπαδιαμάντη


Ζήσιμος Λορεντζάτος

Ποιό εἶναι τὸ ἔργο ἢ ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο καθεστώς − πῶς ἀλλιῶς νὰ τὸ πῶ − τὸ καθεστὼς τῶν πατέρων, ποὺ μᾶς ἀγκαλιάζει ἀμέσως ἐμᾶς τοὺς θεληματικὰ ἀπόκληρους ἀπὸ τὴν παράδοση μόλις προφέρομε τὸ ὄνομα τοῦ Παπαδιαμάντη;
Καὶ γιατί τάχα βρισκόμαστε ἐδῶ μπροστὰ σὲ κάτι εὐρύτερο ἀπὸ τὰ γράμματα (Lettres) − ποὺ ὁδηγάει στὸ ἐπίκεντρο τῆς πνευματικότητάς μας − καὶ ποὺ τὸ ἔχουν, στὴ δική μας τὴν παράδοση, μόνο ὁρισμένοι μακάριοι, ὅπως ὁ Σολωμὸς ἢ ὁ Μακρυγιάννης;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἐπιταχτική, γιὰ νὰ μὴν κάνομε ὅλο τελετὲς στὸ βρόντο ἢ νὰ τροφοδοτοῦμε τὸ μελαγχολικὸ μι­κρεμπόριο τῶν ἐπετείων.
Καὶ δικαιολογεῖ λίγα λόγια.
Μὲ ὅλα τὰ διηγήματα ἢ τὸ λογοτεχνικὸ ἔργο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι γνωστὸς ὡς Παπαδιαμάντης, οἱ βα­θιές του ρίζες, fons vitae, αὐτὲς ποὺ στήνουν μπροστά μας ὄρθιο καὶ τὸν κορμὸ τῆς μορφῆς του καὶ τὸ πολύκλωνο δένδρο τοῦ ἔργου, μιὰ ἑνότητα − οἱ ρίζες − δὲ βρίσκονται πρὸς τὸ λο­γοτεχνικὸ κόσμο τῆς Ἀθήνας. Γενικὰ ὁ κόσμος τῆς Ἀθήνας, εἴτε λογοτεχνικὸς εἴτε μή, δὲ γνωρίζει − ἀφοῦ τὶς ἔχασε − καὶ δὲν πιστεύει τὶς ρίζες τοῦ Παπαδιαμάντη. Ὅσα ἐκεῖνος λά­τρευε καὶ θεωροῦσε ἱερά, τὰ χλευάζει καὶ τὰ θεωρεῖ πρόληψη ἢ δεισιδαιμονία, θροφὴ γιὰ τὶς γριές. Μήτε στιγμὴ δὲν ἀναρωτιέται μήπως οἱ γριὲς βρίσκονται στὴ γῆ, καὶ ἐκεῖνος, ὁ κόσμος τῆς Ἀθήνας, δηλαδὴ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, μὲ ὅλα του τὰ φῶτα καὶ τὰ σπουδάγματα − Ἐξέλιξη καὶ Πρόοδος − βρί­σκεται ξεκρέμαστος στὸν ἀέρα. «Ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα κι ὄχι τὰ φῶτα τὸν ἄνθρωπον» (Μακρυγιάννης). Ὅπως ὁ Ἄγγλος, ὁ Γερμανὸς ἢ ὁ Γάλλος ἔτσι καὶ ὁ Ἕλληνας − «Γραι­κύλος τῆς σήμερον» − «Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔχτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλε­ται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν», γράφει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ πασχαλινὸ διήγημα «Λαμπριά­τικος ψάλτης». Στὴν Ἑλλάδα μπῆκαν τόσα φῶτα, ἐκτυφλω­τικὰ στὴν κυριολεξία τους, ὥστε οἱ Ἕλληνες τυφλώθηκαν, δὲ βλέπουν τίποτα. Μὰ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ρωτᾶμε στὰ σοβαρά; Αὐτὰ ὅλα, ὅπως καὶ τὰ λόγια τοῦ Μακρυγιάννη, μπορεῖ νὰ εἶναι «ὡραῖα», γραφικὰ ἢ διακοσμητικά, ἔχουν «ποίηση», κάνουν τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη νὰ ἀποπνέει «τὴν ἱερὴ εὐωδία τῶν καμένων κεριῶν καὶ τῶν ξερολούλουδων στὶς εἰκόνες καὶ στὰ τέμπλα τῶν ἐρημοκκλησιῶν» (παραθέτω ἀπρόσωπα τὰ λεγόμενα τῆς κριτικῆς), ἀλλὰ στὴν ἐποχή μας αὐτὰ ὅλα δὲ στέκουν, ξεπεράστηκαν, τί θέλετε νὰ πᾶμε πίσω, ἢ μήπως μποροῦμε, ἀκόμα καὶ νὰ θέλαμε; Ἐμεῖς ἔχομε τὸ ἔργο καὶ μᾶς ἀρκεῖ, ἄλλωστε αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο, αὐτὸ μᾶς ἀνεβά­ζει, ἀπὸ τὶς ὁποιεσδήποτε ρίζες ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ σκο­τεινὲς ἢ ἀκάθαρτες καὶ ὁπωσδήποτε ἀδιάφορες ἢ ἄσχετες μὲ τὸ ἔργο, στὸν οὐρανὸ τῆς καθαρῆς τέχνης, καὶ μὲ αὐτὸ θὰ τέρ­πεται πάντα ἡ εὐαισθησία μας. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι προπαντὸς «λογοτεχνία» καὶ ἔγραψε γιὰ νὰ πλουτίσει τὴν εὐαι­σθησία μας. Ὅπως καὶ ὁ Δάντης. Μάλιστα. Γιὰ νὰ μᾶς εὐ­χαριστήσει «ποιητικὰ» ἢ αἰσθητικὰ ἔγραψε καὶ αὐτός. Ἐκεῖνα ποὺ πίστευε ἢ ὑποστήριζε ἦταν ἀνοησίες ποὺ κανένας δὲν παραδέχεται πιά. Ἂς πάει νὰ λέει ὁ ἴδιος ὅ,τι θέλει, πὼς ἔγραψε «γιὰ νὰ βγάλει τοὺς ζωντανοὺς ἀπὸ τὴ δυστυχία καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ μακαριότητα» (Epistola XVII, 15). Γίνεται ὁ Δάντης νὰ ξέρει ὁ ἴδιος τί ἔκανε καλύτερα ἀπὸ ἐμᾶς; Αὐτὰ ποὺ γυρεύετε νὰ μᾶς πεῖτε εἶναι ὑπερβολές. Ὅπως πάντα, ἡ ἀλήθεια δὲ βρίσκεται μήτε κατὰ τὴ μιὰ μήτε κατὰ τὴν ἄλλη πλευρά. Ἡ ἀλήθεια βρίσκεται κάπου στὴ μέση (τὸ γνωστὸ διαλεχτικὸ ἐπιχείρημα ὅσων συγχύζουν τὸ μέτρο μὲ τὴ με­τριότητα). Δηλαδή, μὲ ἄλλα λόγια: οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σὲ ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου.
Αὐτὰ εἶναι ἐπιχειρήματα μιᾶς ὁλότητας ποὺ ἔχασε τὴν πνευματικότητά της.
Ὁ Παπαδιαμάντης, ἂν δὲν ἔμεινε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπως λογάριαζε, ἢ ἂν δὲ φόρεσε τελικὰ τὸ καλογερικὸ σχῆμα, ὅπως ὁ Μωραϊτίδης − δὲν ἦταν, φαίνεται, προορισμένο νὰ ἀκολου­θήσει αὐτὸ τὸ δρόμο, ἂν καὶ τὸ ἀθλοθέτημα τοῦ δρόμου αὐτοῦ στάθηκε πάντοτε τὸ πολικό του ἀστέρι − δὲ βρῆκε καὶ στὴν Ἀθήνα ποτὲ τὸ δρόμο του, ἀφοῦ ἀπὸ τὰ 1873, ὅταν ἦρθε στὴν πόλη μὲ τὶς πενήντα χιλιάδες ψυχές, κάθε πνευματικὸς δρό­μος ἦταν σχεδὸν χαμένος. Τὸ κρατίδιο τοῦ 1830 βοηθημένο ἀπὸ τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν ἀπόδημη στρατιὰ τῶν «φωτισμέ­νων» Ἑλλήνων εἶχε ἀρχίσει νὰ πετάει ἕνα ἕνα ὅσα εἶχαν δια­σωθεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἢ τὴ μεταφυσικὴ παράδοση τῶν πατέρων του καὶ εἶχε βάλει πλώρη − χωρὶς νὰ μπορεῖ τότε νὰ καταλάβει τί ἔκανε (λίγοι τὸ καταλάβαιναν) − γιὰ νὰ γίνει, ὅπως τόσα ἄλλα, ἕνα συγχρονισμένο εὐρωπαϊκὸ κράτος. […]
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔβλεπε πὼς τὰ «φῶτα» ποὺ ἔφερ­ναν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ παντοῦ ἔκαναν τελικὰ ὅλο καὶ πιὸ ἀδια­πέραστο «τῆς ἀγνωσίας τὸ σκότος». Καὶ στὸν κανόνα ποὺ ἔγραφε γιὰ τὸν «Διονύσιον τὸν ἐν Ὀλύμπῳ» παρακαλιόταν στὸν Ὅσιο: τοῖς ἐν ἀπογνώσει τῷ σκότει, βαίνουσι, τῆς φωταγωγίας τῆς μυστικῆς μετάδος (ὠδὴ η΄, τροπάριο γ΄). Στὸ μεταίχ­μιο αὐτὸ ἀνάμεσα στοὺς δυὸ κόσμους ὁ Παπαδιαμάντης ἔγρα­ψε διηγήματα, ναί, − λογοτεχνικὸ εἶδος ξενόφερτο − ἀρκούμενος «εἰς τὴν περιγραφὴν τῶν προσώπων καὶ τῶν πραγμά­των, ὅπερ εἶναι στενῶς καὶ ἀκριβῶς τὸ ἡμέτερον ἔργον», ση­μειώνει στὴ «Γυφτοπούλα», καὶ σήμερα τὸν ξέρομε ἀπὸ τὰ διηγήματά του· ὅμως ποῦ ὁδηγιοῦνται ὅσοι ξεπεράσουν τὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες καὶ βροῦν τὸν πυρήνα ἢ ἀπομονώσουν τὴν οὐσία τῶν διηγημάτων αὐτῶν; Ἢ θὰ πάρομε στὰ σοβαρὰ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς παρουσίασε, ὁλόκληρο ὅμως τὸν κόσμο τῆς ὀρθόδοξης ἑλληνικῆς χριστιανοσύνης ὣς τὶς ἀκρότατες συνέπειές του, καὶ τότε θὰ προσπαθήσομε νὰ καταλάβομε τὸν Παπαδιαμάντη ὄχι μόνο σὰ λογοτέχνη, ἀλλὰ σὰν πνευματικό μας κεφάλαιο − αὐτὸ δὲν ἰσχυριζόμαστε πὼς εἶναι; − ἢ ἀλλιῶς θὰ γυρίσομε πίσω στὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες, στὴ «λογοτε­χνία» ἢ στὴν ψυχολογία τῶν διηγημάτων καὶ θὰ θερίσομε ὅ,τι σπείραμε: τὴν ἄσκοπη (l’ art pour l’ art) νεροτριβὴ τῆς εὐαισθησίας μας. Ὅσοι θέλουν εἶναι ἐλεύθεροι νὰ τὸ κάνουν αὐτό. Μόνο ποὺ χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ πάρουν τὸν Παπαδιαμάντη στὰ σοβαρά, ἢ ἂν τὸν πάρουν στὰ σοβαρά, τότε χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ παραμερίσουν ἀφρόντιστα ὅσα λάτρευε ἐκεῖνος καὶ τὰ εἶχε κάνει ζωή του, ἢ νὰ τὰ θεωροῦν μόνο «ποίηση» καὶ «γραφικότητα», καὶ νὰ συνεχίζουν ἀτιμώρητα τὰ ἀτομικὰ πάρε δῶσε − ὅσοι ἄνθρωποι τόσες καὶ ἐντυπώσεις (impressionisme) − μὲ τὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες. Διέξοδος δὲν ὑπάρχει.
Ὑπάρχουν, ὅμως, ἄνθρωποι ποὺ μπορεῖ νὰ προτιμᾶν νὰ πάρουν τὸν Παπαδιαμάντη στὰ σοβαρὰ καὶ νὰ κοιτάξουν ποιά εἶναι ἡ ρίζα ἢ ἡ «μυστικὴ φωταγωγία», ὅπως προσεύχεται ὁ ἴδιος, ποὺ στηρίζει τὸν κόσμο τῆς σποραδίτικης ταπεινοσύνης ἢ τῆς πρωτευουσιάνικης φτωχολογιᾶς τῶν διηγημάτων του. Πολλοὶ ἀποθαυμάζουν, λόγου χάρη, τὸν αἰσθησιασμὸ ποὺ φα­νερώνουν ὁρισμένα κομμάτια, ὅπως τὸ «Ὄνειρο στὸ κῦμα» ἢ ἄλλα, καὶ τονίζουν αὐτὴ τὴν πλευρά. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲ σημαίνει τίποτα. Αὐτὸ δείχνει πὼς καὶ ἐκεῖνος ἦταν ἄνθρωπος μὲ αἰ­σθήσεις καὶ ἐξερευνοῦσε κάποτε τὴν περιοχή τους. Μόνο ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης (ἢ ὁ ἄνθρωπος τῆς παράδοσης) δὲ σταματοῦσε ἐκεῖ. Δὲ ζητοῦσε νὰ κάνει τὶς αἰσθήσεις του κοσμο­θεωρία ἢ τρόπο ζωῆς, καὶ προπαντὸς ἤξερε ἀπὸ τὴν παράδοση πὼς πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν. Ὁ Πα­παδιαμάντης βρισκόταν στοὺς ἀντίποδες ὅσων πέφτουν μὲ τὸ κεφάλι μέσα στὴ δίνη τῶν παλατιῶν τῆς Κίρκης ἢ τῶν λεγόμενων «ἀνδρείων τῆς ἡδονῆς» (Καβάφης). Ἔτσι ὅπως παρουσιάζεται σὰν καταξίωση, ἡ ἀνδρεία τῆς ἡδονῆς εἶναι δειλία τοῦ πνεύματος, ἀδυναμία νὰ ἀναγνωρίσομε τὸ ἀόρατο πίσω ἀπὸ τὸ φαινόμενο, τὸ ὑπερφυσικὸ πίσω ἀπὸ τὴ φύση· ἐγκλωβισμὸς στὸ φυσικό. Ἡ ἀνδρεία τοῦ Παπαδιαμάντη κρατοῦσε ἀπὸ ἄλλη ρίζα, πνευματική. Δὲ σταματοῦσε στὶς φυσικὲς αἰσθή­σεις ποὺ μοιραζόμαστε μὲ τὰ ζωντανά, ἀλλὰ ἤξερε νὰ παίρνει ἀπὸ τὶς ἄλλες (αὐτὲς ποὺ θεωροῦμε ἀνύπαρχτες σήμερα), ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ὅποιος πιεῖ μιὰ φορὰ οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Ὁ κόσμος του ὁλόκληρος, φύση καὶ ἄνθρωποι, φωτίζεται χαραχτηριστικὰ ἀπὸ τὸ παράξενο ἐκεῖνο μοναδικὸ φῶς καὶ λα­βαίνει τὴν ὑπαρξή του μοναχὰ ἐπειδὴ ἔχει πίσω του τὴ βαθιὰ ρίζα, fons vitae, τὴν πλαστουργικὴ αἰτία ἢ τὸν κόσμο τοῦ πνεύματος. Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸς ξεπερνάει τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης διανόησης ἢ τῶν αἰσθήσεων. Τὸ πνεῦμα δὲν τὸ ἔχεις, τὸ καταχτᾶς ἢ βιάζεις τὴ βασιλεία του. Τὴ διανόηση ἢ τὶς αἰσθήσεις τὰ ἔχεις (καί, ἂν θέλεις, τὰ καλλιεργεῖς). Ὁ Παπα­διαμάντης ποτὲ δὲ λάτρεψε, ὅπως λέει ἡ παράδοση, τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα. Ἡ Σκιάθος ποὺ πλέει στὸ κῦμα, μαζὶ μὲ τὴ φύση καὶ τοὺς ἀνθρώπους της, ὑπάρχει μόνο ἐπειδὴ αὐτὸς τὴν ἔχει ἀποθέσει σὰ μικρὴ χιβάδα μέσα στὸ χέρι τοῦ παντοδύνα­μου, ἐν χειρὶ Θεοῦ. Γνωρίζει ἀπὸ τοὺς προγόνους του − «Εἰς τὸ μονύδριον τοῦτο (τῆς Παναγίας τῆς Κουνίστρας) ἔζησαν κατὰ τὰ τέλη τοῦ ΙΗ' καὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ ΙΘ' αἰῶνος ἓξ πλά­γιοι ἀνιόντες συγγενεῖς μου ὅλοι ἱερομόναχοι» − πὼς ὁ κόσμος τοῦτος εἶναι πραγματικὸς μόνο ὡς ἀποτέλεσμα τῆς αἰτίας του, διαφορετικά − δίχως τὴν αἰτία του − καταρρέει, παύει νὰ ὑπάρχει, τὰ χέρια μας πιάνουν παντοῦ ἕνα φάντασμα ἢ πλάσμα, τὸ μὴ ὄν. Τὴν ἀπόκοσμη αἰτία αὐτή, γιὰ μᾶς ποὺ μιλᾶμε καὶ γράφομε ἑλληνικά, ἀπὸ γενεὲς γενεῶν τὴν πραγ­ματοποιεῖ μεταφυσικά, δηλαδὴ θρησκευτικά, ἢ τὴν ἐπαληθεύει στὴ ζωή μας ἡ ὀρθόδοξη παράδοση τῆς χριστιανοσύνης, ὁ ἀπαρασάλευτος ἄξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ταλανίζεται − γόνιμα ἢ μάταια, ἐξαρτᾶται − ὁ πολύβουος στρόβιλος τῆς ζωῆς. Ἄλ­λος τρόπος μεταφυσικῆς πραγματοποίησης δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς τουλάχιστο ποὺ ζοῦμε στὶς περιοχὲς αὐτὲς τῆς γῆς. Τὰ ἄλλα (διανόηση καὶ αἰσθήσεις) εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ἄξονας αὐτός, μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἀληθινὴ μετα­φυσική − ὄχι αὐτὴ ποὺ διδάσκουν στὰ πανεπιστήμια, ἡ μεταφυσικὴ τῶν φιλοσόφων, «des philosophers et des savants» (Pascal), δηλαδὴ τῶν ἀτόμων, ἡ δική σου καὶ ἡ δική μου, τοῦ Σπινόζα ἢ τοῦ Κάντ, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ τὴ ζεῖς (ἢ δὲν τὴ ζεῖς) μέσα σου ἔμπραχτα ὅταν ἀκολουθᾶς μιὰ παράδοση − μένει ἀμετακίνητος μέσα στὴ γενικὴ ροὴ καὶ ἀστάθεια, ὅπου ὅλα περνοῦν καὶ ἀλλάζουν «ὁ δὲ Χριστιανισμὸς ἔμεινε καὶ θὰ μέ­νῃ». […]
Ἡ τέχνη εἶναι μέσον δὲν εἶναι σκοπός. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲ γοητεύτηκε ἀπὸ τὸ μέσον, ὥστε νὰ λησμονήσει τὸ σκοπὸ ἢ νὰ κάνει σκοπὸ τὸ μέσον. «Ἔπειτα οὐδαμοῦ σχεδὸν θὰ εὕρητε ὅτι ἐπεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ἢ πλοκήν, ὅπως γαλ­βανίσω τὴν περιέργειαν τοῦ ἀναγνώστου». Ὁ λογοτεχνικός (ὁ altra cosa) κόσμος τῆς Ἀθήνας μπορεῖ νὰ ρω­τάει τί θὰ ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης χωρὶς τὰ διηγήματα ἢ τὸ λογοτεχνικὸ ἔργο. Δὲ βλέπω νὰ ρωτάει τί θὰ ἦταν τὰ διηγή­ματα χωρὶς τὸν Παπαδιαμάντη. Ποιό θὰ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα (ἡ διηγηματογραφία) δίχως τὴν αἰτία του (ὁ Παπαδιαμάντης). Αὐτὴ θὰ ἦταν, ὡστόσο, ἡ κανονικὴ σειρά. Γιατὶ ἔχομε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα − καὶ σὲ ξένες − καὶ ἄλλα λογοτεχνικὰ ἔργα, αἰσθητικὰ «ὡραῖα» ἢ πληρέστερα σὲ κατεργασία, ἀλλὰ δὲν εἶ­ναι Παπαδιαμάντης. Λείπει ἡ προέχταση ποὺ μᾶς μεταφέρει − κάθε λαό − στὸ ἀνεξήγητο ἐκεῖνο καθεστὼς τῶν πατέρων ἢ στὸ ἐπίκεντρο τῆς πνευματικότητάς μας, στὴ μεταφυσικὴ ρίζα τῆς ζωῆς. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἔχει κανένας αὐτὸ δὲ φτάνει ὁποιαδήποτε ποιητικὴ φλέβα ἢ αἰσθητικὴ πληρότητα. Αὐτὴ μοναχή της μπορεῖ νὰ γεννάει ἔργα (γεννάει πολλά), δὲ γεννάει τὰ ἔργα τῆς παράδοσης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ νὰ ἀνή­κεις ἁπλὰ καὶ μόνο στὴν παράδοση, δίχως νὰ ἔχεις τὴ χρειαζούμενη δεξιοσύνη στὰ χέρια, πάλι δὲ φτάνει νὰ δώσει σὲ ὁποιοδήποτε ἔργο τὴν προέχταση ποὺ ἀναφέραμε. Παράδειγμα ὁ Μωραϊτίδης. Εἶχε τὸ ἕνα, δὲν εἶχε τὸ ἄλλο. Πρέπει νὰ ὑπάρ­χουν καὶ τὰ δυό (παράδοση καὶ δεξιοσύνη) γιὰ νὰ μεταφερό­μαστε στὴ ρίζα τῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὰ τὰ δυὸ πρέπει νὰ ἔχουν γίνει ἕνα. Παράδειγμα ὁ Παπαδιαμάντης.
Κάτι, λοιπόν, παράξενο συμβαίνει ἐδῶ. Ὅταν ἀρχίσομε νὰ τὸ συλλογιζόμαστε, ἴσως φοβηθοῦμε. Ἴσως φτάσομε ἀκό­μα καὶ ὣς τὸ φόβο τοῦ Κυρίου. Τότε θὰ εἶναι ἀρχὴ σοφίας.

Τμήματα ἀπὸ τὸ κείμενο «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης – πενήντα χρόνια  ἀπὸ τὸ θάνατό του». Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Μελέτες», τόμος Α΄, ἐκδ. Δόμος. Ἀρχικὴ δημοσίευση: περιοδικὸ Ταχυδρόμος, 1961. Το αντλούμε από την «Πειραϊκή Εκκλησία » τχ. 200, Ιανουάριος 2009.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
 http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

O MΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΜΑΡΤΥΡΑ


Αϊ μου Γιώργη! 
Άρθρο του Αλέξάνδρου Παπαδιαμάντη επί τη εορτή της 23ης Απριλίου

Το άρθρο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Άι μου Γιώργη!» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 23 Απριλίου 1892.

Ανέτειλε το έαρ· δεύτε ευφρανθώμεν! Εξέλαμψεν η Ανάστασις Χριστού· δεύτε ευφρανθώμεν!
Η του αθλοφόρου μνήμη τους πιστούς φαιδρύνουσα ανεδείχθη.

Ένθεν μεν ψάλλει η Εκκλησία, συγκαταβατικωτέρα κατά τας ημέρας ταύτας της αναστάσεως του Σωτήρος, παρά την ανωτέραν πνευματικήν έννοιαν τοιούτων παρακελεύσεων· ένθεν δε ο ελληνικός λαός, όστις φαντάζεται πρώτον λεβέντην και αστραπόμορφον νεανίαν τον ήρωα πρόμαχον του Χριστιανισμού, περιβάλλει με όλην την ποίησιν των μακραιώνων ονείρων του, με παμφαείς ακτίνας αφθίτου νεότητος και αϊδίου καλλονής τον Άγιον Γεώργιον.

Αϊ μου Γιώργη αρματολέ και πρώτε καβαλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι...

Και ιστορείται δια στίχων επικής απλότητος και ύψους, πως το θεριό εφώλιαζε σιμά εις την βρύσιν, πως απήτει περιοδικώς αιματηρόν φόρον, από τους κατοίκους της πόλεως, πως ερρίπτοντο κλήροι μέλλοντες ν’ αποφασίσωσι περί της δυστυχούς κόρης, ης θα ήτο η σειρά να χορτάση την αδηφάγον απληστίαν του φοβερού θηρίου, πως ο κλήρος έπεσεν επί την βασιλοπούλαν (την Αλεξάνδραν!) και πως ο Άγιος, εισακούσας τας δεήσεις των γονέων, επήλθε, ραγδαίος και αήττητος ιππεύς, εις βοήθειαν της δυσμοίρου νεάνιδος, πως εθανάτωσε τροπαιοφόρος τον απαίσιον δράκοντα, και πως, αναλαβών την βασιλοπούλαν εις τα κάπουλα του αλόγου του, την παρέδωκεν ασινή εις τους βασιλικούς γονείς της.
Α! είναι κρίμα, ότι οι Έλληνες δεν τον επεκαλέσθησαν πέρυσι, πριν ή λάβη μοιραίαν έκβασιν περίστασις παραπλησία!... Αλλά και πάλιν, τις οίδεν αν οι θνητοί βλέπομεν ορθώς τα πράγματα, αν δεν κατοπτρίζονται ανάποδα εις τους οφθαλμούς μας;...Τις οίδεν αν ο κόσμος αυτός, με όλους τους πάγους του Βορρά, ή με τα θάλπη της μεσημβρίας, δεν είναι το αληθές θηρίον;...Αν ο άγγελος του θανάτου, κατ’ εξοχήν τροπαιοφόρος, δεν είναι ο αισιώτερος των αγγέλων;...Και αν, εις τον άλλον κόσμον, η στοργή του ουρανίου πατρός δεν είναι μυριάκις ενθερμοτέρα της στοργής επιγείων γονέων; Τι λέγει το ιερόν Βιβλίον; Κι αβί βε αμί ναδζαβούνι, β’ Αδωνάι α-σπένι (Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με, ο δε Κύριος προσελάβετό με).

Εν τούτοις, επαξίως ο ελληνικός λαός τιμά με υπερόχου ευλαβείας δείγματα τον ελληνοπρεπέστατον άγιον του, τον άγιον Γεώργιον. Ο τροπαιοφόρος μεγαλομάρτυς, ομού με τον άλλον ομόψυχον και εφάμιλλόν του, ίστανται φρουροί εις τα πρόθυρα ο μεν του θέρους, ο δε του χειμώνος, σημειούντες δια της επιτολής των, ως άλλοι αστέρες σελασφόροι, την περίοδον των ορεινών και πεδινών νομών και καταυλισμών δια τους ποιμένας.

Εξ ήρος εις αρκτούρον ευμήνους χρόνους· και ποιμένες και γεωργοί άγουσι γηθοσύνως την ροδοστέφανον, ως εκ του μαρτυρικού του αίματος, μνήμην του αγίου, και θύουσιν άρνας, και οβελίζουσιν αμνούς, γενναίως ευχωμούμενοι, επικαλούμενοι τον μάρτυρα βοηθόν εις τας επιχειρήσεις των και συλλήπτορα των κόπων. Και οι Έλληνες πολεμισταί των παρελθόντων αιώνων, ως και της μεγάλης εθνεγερσίας, δεν έπαυσαν να τον επικαλούνται ευμενή σύμμαχον και αρωγόν. Κατ’ αυτήν δε την ημέραν της μνήμης του αγίου, το πρώτον έτος του αγώνος, έτερος αγλαός πρόμαχος της πίστεως και της πατρίδος και μάρτυς της ελευθερίας περικλεέστατος, ο Θανάσης Διάκος, προσεφέρθη ολοκαύτωμα υπέρ του Γένους. Ενθυμηθήτε τους στίχους του αειμνήστου Βαλαωρίτου.

Επάνωθέ τους κάτασπρο το φλάμπουρο του Διάκου
ανέμιζε τρομαχτικό, και στο ξεδίπλωμά του,
λεβέντης αστραπόμορφος επρόβαλλ’ ο Άη -Γιώργης
με τ᾿ άγριό του τ᾿ άλογο, κρατώντας καρφωμένο
τ᾿ ανίκητο κοντάρι του στὸ διάπλατο λαρύγγι
του φοβερού του δράκοντα, ποὺ δέρνεται στο χωμα.

Αλλά και ποίος άλλος Άγιος έχει τόσα και τόσα εξωκκλήσια, υψούμενα χαριέντως εις πάσαν κοιλάδα, επιστέφοντα πάντα λόφον, πάντα βράχον της Ελληνίδος χώρας; ο Άγιος Δημήτριος, ως ιστάμενος φρουρός εις τα πρόθυρα του χειμώνος, δια να μη μείνη παραπονούμενος, έχει το ιδιαίτερον καλοκαίρι του, “καλοκαιράκι τ’ Αϊ-Δημητριού” και τον φερώνυμον αυτού μήνα, ο δε Άγιος Γεώργιος είναι ο κατ’ εξοχήν καλοκαιρινός και ανοιξιάτικος Άγιος και δεν δύναταί τις να φαντασθή μνήμη του Αγίου Γεωργίου χωρίς πολλά ποικιλόχροα άνθη μοσχοβολούντα, χωρίς τάπητας ανθυλλίων μεθυσκόντων τον αέρα με την ευωδίαν των, χωρίς άπειρον πρασινάδα και απεράντους αγρούς αιματόχρους από αμέτρητον πλήθος των μηκώνων, χωρίς τρυφερούς βλαστούς αμπέλων με βότρυς προβάλλοντας και χωρίς αναριθμήτους στεφάνους από αγραμπελιές και αγιοκλήματα. 

Ποίος άλλος Άγιος δύναται να καυχηθή, ότι είναι ο καθολικός πολιούχος των ελληνίδων πόλεων, ο γενικός προστάτης της ελληνικής εξοχής; Διότι το συναξάριον του δεν αναφέρει εις ποίον ωρισμένως μέρος της Ανατολής εμαρτύρησεν, ως δια να αφήση την μνήμην του Αγίου κοινήν εις όλην την ελληνικήν χώραν.Καθώς δε ο Άγιος Νικόλαος είναι ο κατ΄εξοχήν προστάτης των θαλασσοπορούντων ανά τον πόντον, ούτω και ο Άγιος Γεώργιος είναι ο ετοιμότατος βοηθός και αντιλήπτωρ των γεωπονούντων επί της ξηράς. Ποίος άλλος Άγιος εφάνη ποτέ τόσον πρόθυμος “των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος”; Και ποίος άλλος Άγιος έδειξε ποτέ τόσην χριστομίμητον φιλανθρωπίαν και συγκατάβασιν, ώστε να εισακούση της δεήσεως παιδίου παίζοντος, ηττωμένου εν τη παιδιά και πάσχοντος την φιλοτιμίαν (πως φαίνεται ότι ήτο Ελληνόπαις!) και να δεχθή προ πλήρωσιν ευχής, αντί πάσης συνήθους προσφοράς, οίον κηρίου και θυμιάματος και λειτουργίας, σφουγγάτον, ήτοι ομελέταν, απο αυγά, καθώς θα ελέγαμεν σήμερον; Αναγνώσατε το χαριέστατον εκείνο θαύμα του Αγίου, δια να πεισθήτε.

Αλλά και όσοι δεν πιστεύετε τα θαύματα, αποφασίσατε να κάμητε έν ταξίδιον έως τον ιερόν Άθωνα, και άμα φθάσητε εκεί, επισκεφθήτε την μονήν του Ζωγράφου. Εκεί σώζεται η εκ των λύθρων της σφαγής του Μάρτυρος συμπαγείσα αχειροποίητος εικών του Αγίου Γεωργίου, εφ’ ής απιστών προς το παράδοξον το πάλαι αρχιερεύς, θεις την χείρα προς ψηλάφισιν επί της εικόνος, ετιμωρήθη αξίως δια την τόλμην, προσφυέντος του δακτύλου επί της εικόνος και μείναντος κολλημένου, εωσού ηναγκάσθη ν’ αποκόψη με τον δάκτυλον, να σωθή δε εν μετανοία κλαίων εν τω ναώ του Αγίου. Η εικών είναι εκεί και ο δάκτυλος μένει μετά τόσους αιώνας ορατός επ’ αυτής.

Είπομεν, ότι η συγκατάβασις του Αγίου απεδείχθη χριστομίμητος, και τούτο μας ενθυμίζει την ευσεβή εκείνη φάτιν (legende) περί τινος απλοϊκού ανθρώπου, προσελθόντος ποτέ εις εξομολόγησιν και ακούσαντος παρ΄του πνευματικού την παραίνεσιν “να περπατή τον ίσιο δρόμο, αν θέλη να πάη στον Παράδεισο”. Ο άνθρωπος ηρμήνευσε την συμβουλήν κατά γράμμα και οδεύσας την ευθείαν έφθασε μετά τινας ημέρας εις λαμπρόν μοναστήριον εν τερπνοτάτω και πολυανθεί τοπίω, όπερ άμα ιδών, εν πεποιθήσει ανέκραξεν· “Α! να ο Παράδεισος!”. Προσελθών δε εις τον θυρωρόν του μοναστηρίου, είπε·
“Καθώς μου είπε ο πνευματικός επερπάτησα τον ίσιο δρόμο και έφθσα στον Παράδεισον, και τώρα που έφθασα, δεν θέλω να φύγω απ’ εδώ”.

Ο ηγούμενος, μαθών τα κατά τον άνθρωπον, έδωκεν αυτώ διακόνημα το να είναι “βουρδουνιάρης”, ήτοι σταυλίτης του μοναστηρίου, ευδοκιμήσαντα δε μετά καιρόν τον επροβίβασεν εις υπηρέτην του ναού. Εκεί έμεινεν ο ξένος υπηρετών μετά ζήλου, και ήτο μακάριος καθ΄όλα, μόνον έν πράγμα δεν ηδύνατο να εννοήση· βλέπων τον Χριστόν εσταυρωμένον υψηλά εις την κορυφήν του εικονοστασίου, ελυπείτο, κι έλεγε· “Τι κακό έκαμε και τον κρέμασαν εκεί!”. Μια των ημερών,ενώ εσκούπιζε το έδαφος του ναού, τρώγων άμα τεμάχιον άρτου. λείψανον προσφοράς ή αρτοκλασίας, ανατείνας την χείρα προς τον Εσταυρωμένον επάνω έκραξε· “Κατέβα και συ, καημένε, να σου δώσω ένα κομμάτι ψωμί να φας· σε λυπούμαι να σ’ έχουν νηστικόν, τόσον καιρόν εκεί κρεμασμένον!”. Ο άνθρωπος ήτο αμαθής και απλοϊκός εις άκρον, και δεν υπώπτευεν ότι εβλασφήμει τοιαύτα λέγων·ωμοίαζε με τον άλλον εκείνον, όστις είχε συνηθίσει να λέγη προσευχόμενος· “Κύριε, μη μ’ ελεής!”, καλή τη πίστει νομίζων, ότι η φράσις αύτη εσήμαινε· ”Κύριε, ελέησον με”. Εν τούτοις, ο Δεσπότης Χριστός, προσθέτει η παράδοσις, συγκατέβη προς την απλότητα του ανθρώπου εκείνου, και κατήλθε, φρικτόν ειπείν, ολόσωμος εκ του Σταυρού, κι εδέχθη τεμάχιον άρτου από των αθώων χειρών του πλάσματός του , καθώς άλλοτε είχε συνδειπνήσει με τους μαθητάς, μετά την Ανάστασιν, παρά την όχθην της Τιβεριάδος!

Ομοίως και ο Άγιος Γεώργιος συγκατέβη προς την απλοϊκήν επίκλησιν του παιδός, του δισκοβολούντος με άλλους ομήλικάς του μακράν του ναού του, εν τινι παραλίω πόλει της Ανατολής. Ο παις είχεν ανακράξει· “Άη μου Γιώργη, βοήθα με να νικήσω, κι εγώ να σου φέρω ένα καλό σφουγγάτο”. Και άμα τη ευχή, ήρχισε να κερδίζη συνεχώς, εωσού κατεθριάμβευσε των αντιπαιζόντων. Τότε τρέξας εις την οικίαν, εφρόντισε να παρασκευασθή παχύ σφουγγάτον με πολλά αυγά, όπερ επί πινακίου κομίσας εις τον ναόν απέθηκεν αχνίζον προ της εικόνος του Αγίου. Μόλις εξήλθεν ο παις και εις ναύτης εισελθών να κολλήση κηρίον και να ασπασθή την εικόνα του Αγίου, είδε το σφουγγάτον αχνιστόν, και είπε προς εαυτόν· “Ο Άγιος Γεώργιος δεν τρώγει σφουγγάτον, πλην ας το φάγω εγώ, και εις αποζημίωσιν φέρω μεγάλην λαμπάδα”. Και τούτο ειπών κατεβρόχθισε ζεστόν-καυτόν το σφουγγάτον. Αλλ’ όταν εστράφη να εξέλθη, οι πόδες του εκόλλησαν δις και τρις εις τας πλάκας του εδάφους του ναού, εωσού εννοήσας το θαύμα, ηναγκάσθη, όπως απαλλαγή, να τάξη μέγα τάξιμον εις τον Άγιον. Και απερχόμενος δεν ηδυνήθη να μη αναφωνήση· “Άγιε Γεώργιε, ακριβά πωλείς τα σφουγγάτα σου!”.

Κι εμένα, Άη μου Γιώργη, να μου συγχωρήσης το ευτελές και σχεδόν παιγνιώδες τούτον αρθρίδιον, συγκαταβαίνων εις την αδυναμίαν μου, καθώς συγκατέβης εις την απλοϊκότητα του παδίου παίζοντος τις αμάδες. Θεώρησόν με ως παιδίον τας φρένας, καίτοι άνδρα την ηλικίαν. Κι εγώ, όταν ήμην παιδίον, έπαιζα εγγύς του πενιχρού αλλ’ ευώδους ναίσκου σου παρά την θίνα της θαλάσσης, όπου ουδέν πλοίον δύναται να καθελκυσθή εκ του ναυπηγείου ή να εκπλεύση εκ του λιμένος, χωρίς να κλίνη την πρώραν προς τον ναίσκον σου να προσκυνήση, όπου οι στάχυες ριπιζόμενοι υπό βορεινής ριπής κλίνουσιν όλοι τα κορυφάς περιβάλλοντες ολόγυρα τον ιερόν ναόν σου, ως ικέται επαιτούντες τας ευλογίας σου, και όπου πελωρία η γηραιά ελαία νεύει τους κλώνας προς την γην, μη τολμώσα ν’ ανατείνη προς την ιεράν στέγην, όπου επισκιάζει η χάρις σου. Κι εμένα, Άη μ’ Γιώργη μ’ (επίτρεψόν μοι να σ’ εποκαλεσθώ με πλεονασμούς και με αποκοπάς ως νησιώτης εκ της βορειοανατολικής Ελλάδος), να μου συγχωρήσης την ανάμιξιν ταύτην του ιερού κι του βεβήλου, την συνθηκολογίαν ταύτην, τον νεωτερισμόν τούτον, αφού οι σημερινοί Έλληνές σου, οι απόγονοι εκείνων ους τοσάκις ευηργέτησες, αν τολμήσω να μεταγράψω ενταύθα εκ των αυθεντικών βιβλίων, τους υπερανθρώπους αγώνας, τα μικρά βασανιστήρια όσα υπέστης, σταγόνα προς σταγόνα σπείσας εις τον Σωτήρα Χριστόν το πολύτιμον αίμα σου, είναι ικανοί να κατακραυγάσωσι λέγοντες· “Τι παραμύθια μας διηγείται αυτός!”. Και οι σοφοί εξ αυτών δεν το έχουν διά τίποτε να είπουν, ότι είσαι ο Περσεύς ή ο Ηρακλής μετημφιεσμένος! Και οι εκλεκτοί εν αυτοίς μόνον δια χειρονομίας ή δια νεύματος θα συγκαταβώσι να διαμαρτυρηθώσι κατά των “αναχρονισμών” τούτων. Και οι όσιοι...α! οι πλείστοι των σημερινών οσίων, των επισήμων και μακροχειρίδων οσίων της Ελλάδος μας, αν ερωτηθώσι να είπωσι, προς φωτισμόν του ποιμνίου, πότε ήκμασες, θα δυσκολευθώσι ν’ απαντήσωσιν αν εμαρτύρησες επί Διοκλητιανού ή επί Δεκίου, αν υπήρξες προ Χριστού ή μετά Χριστόν! Αφού το έχουν ως εντροπήν των το ν’ αναγινώσκωσι κάποτε επ’ εκκλησίας τους βίους και τα μαρτύρια των αγίων! Τι χρειάζονται αυτά; Δεν είναι προτομότερον ν’ αναγινώσκωνται εν τη ώρα του Κοινωνικού, αι διακηρύξεις των δημάρχων, των εφόρων, και των επάρχων, περί φόρου οικοδομών, περί δηλώσεως των σικυώνων και περί...εκλογών;
Α! Αι εκλογαί, αατή είναι η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδὴ μετηλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους δια των εκλογών φανταζόμεθα, ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον, όπως μη αποδειχθῆ ψευδὲς το δημώδες λόγιον· “Άλλαξε ο Μανολιὸς κι έβαλε τα ρούχ’ αλλοιώς”. Ως να εχρειάζετο τίποτε άλλο, ειμή εις ευσεβὴς βασιλεύς, Χριστὸς Κυρίου, ο μόνος αρμόδιος νὰ εκλέγη τους συμβούλους καὶ τοὺς στρατηγούς του, και εν μόνω τω “εν τούτω νίκα” ισχυρὸς και αήττητος.

Αλλ' είθε ν’ ανατείλη ταχύτερον, Άη μου Γιώργη, η ευλογητή εκείνη ημέρα της αναστάσεως του Γένους και έθνος τοσούτον έχον πεςρικείμενον νέφος μαρτύρων, τοσούτους μετά σου πρέσβεις προς Θεόν, εκ του αίματός του και εκ των σπλάχνων του, δεν μέλλει ποτέ να εγκαταλειφθή υπό του Θεού των πατέρων του. Είθε ν’ ανατείλη η ημέρα εκείνη, ως τάχιστα, λεβέντη μου αστραπόμορφε και πρώτε καβαλάρη, ‘Αη μου Γιώργη, είθε!


http://amethystosbooks.blogspot.gr/