Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Το '21 ως μεταφραστικό πρόβλημα -- ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ



Το '21 ως μεταφραστικό πρόβλημα -- ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 
Συγγραφέας: Κωστής Παπαγιώργης 
Mιά άγνωστη αλήθεια γιά τό '21. Ίσως η μόνη αξιοπρεπής ερμηνεία τού Νεοέλληνος. 
Άρδην τ. 27 

Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι γραμματικοί που πλαισίωναν τους οπλαρχηγούς κατά τη διάρκεια του Αγώνα δεν πολέμησαν. Ο Βλαχογιάννης σημειώνει με τη γνωστή του εμπάθεια ότι “από το πλήθος τ’ αμέτρητο των καλαμαράδων που ακολουθούσαν τα στρατόπεδα, κανένας δεν ακούστηκε ποτέ να λάβη μέρος στον πόλεμο, να πληγωθή ή να σκοτωθή”. Άρα οι Ιερολοχίτες ήταν το μόνο εγγράμματο ελληνικό σώμα που πολέμησε και θυσιάστηκε.

Μπορεί όντως τα καθήκοντα της σπάθης να μη συγκρίνονται με κείνα της γραφίδας, αλλά ο ρόλος των κάθε λογής γραφιάδων αποδείχθηκε μείζων σε σημασία. Οι καπεταναίοι, όπως ξέρουμε, μπορεί να ήταν ξεσκολισμένοι στην κλέφτικη ζωή, αλλά από γράμματα δεν σκάμπαζαν ούτε είχαν αγαθές σχέσεις με το χαρτοβασίλειο. Ακόμα κι εκείνοι που είχαν βγάλει λίγες τάξεις του αλληλοδιδακτικού, μόλις που κατάφερναν να συλλαβίζουν κάποιες αράδες καθότι το αλληλοδιδακτικό σύστημα διέπλαθε “διαβαστές” και όχι γραφιάδες.

Είναι λοιπόν προφανής η ξεχωριστή θέση των γραφιάδων μέσα στο στρατόπεδο. Για να σταλεί μια επιστολή, μια αναφορά, μια κατεπείγουσα αίτηση χρειαζόταν ειδική ικανότητα την οποία οι ορεσίβιοι ένοπλοι (γεωργοί, τσοπάνηδες, μαραγκοί και πεταλωτές) ή οι άξεστοι συντροφοναύτες αντιμετώπιζαν με δέος όσο και περιφρόνηση. Αξιομνημόνευτα είναι τα χοντρά πειράγματα του Καραϊσκάκη σε βάρος του Κασομούλη που, μολονότι καλαμαράς, επέμενε να φέρει και σπάθα. “Τί το θες αυτό το κρεμαστάρι;” τον ρώτησε κάποτε για να ειρωνευτεί τον τρόπο πού κρεμόταν το σπαθί από τη μέση του. Η λέξη καλαμαράς (από το μελανοδοχείο πού φύλαγε κάθε γραμματικός στο κεμέρι του) ηχούσε μειωτικά, αλλά ουδείς αμφισβητούσε την συμβολή τους στην εν γένει επιχείρηση. Άχρηστοι την ώρα της μάχης, ήταν πολύτιμοι στα πριν και στα μετά, διότι αποτελούσαν το δεξί (πολιτικό) χέρι του καπετάνιου ή, πιο σωστά, το επίσημο “στόμα” του σώματος προς τα άλλα σώματα και την Διοίκηση.

Γνωστοί καλαμαράδες ήταν: ο Φωτάκος (στην υπηρεσία του Κολοκοτρώνη), ο Αινιάν (στην υπηρεσία του Καραϊσκάκη), ο Κάρπος Παπαδόπουλος (στην υπηρεσία του Ανδρούτσου), ο Κασομούλης ( στην υπηρεσία του Στορνάρη). Όσο για τους Υψηλάντηδες, σπουδασμένοι αυτοί λόγω καταγωγής και στρατιωτικού κλάδου, είχαν τον Λασσάνη (ο Αλέξανδρος) και τον Φιλήμονα, τον μετέπειτα ιστορικό (ο Δημήτριος).

Ο Υδραίος που με τον σαλτιρμά (περίφημο μαχαίρι) κατέσφαξε ενενήντα άτομα μέσα σε μια μέρα κατά την άλωση της Τριπολιτσιάς, ασφαλώς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι το άγριο έργο του θα αθανατιζόταν χάρη στους καλαμαράδες. Εντούτοις κάποια υποψία του όλου πράγματος θα είχε συλλάβει το κοφτερό μυαλό του Καραϊσκάκη. Επιστρέφοντας από μια επιχείρηση στη Δομπραίνα –“καταβεβαρημένος από την βροχήν, την λάσπην καί τον κόπον”-στράφηκε λένε στον καλαμαρά του Δ. Αινιάνα και του είπε : “Βλέπεις τι βάσανα τραβάμε; Και μ’ όλα τούτα ποιος μας γνωρίζει; Γράφε καν, γράφε ό,τι βλέπεις κι αυτό θα είναι η ανταμοιβή μας”.

Αλλά το “γράφε καν” –προστακτικό, προτρεπτικό ή ευκτικό– δεν αφορούσε μιαν απλή, τεχνική δραστηριότητα. Εμπλεκόταν χαρακτηριστικά στα ίδια τα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα γιατί αυτό –το φτερό βουτηγμένο στη μελάνη– τα μετέδιδε. Ο οπλαρχηγός δεν φειδόταν επιστολών και μηνυμάτων – πλην όμως δεν τα υπαγόρευε. Πρόκειται για μιαν λεπτότατη πτυχή του ’21 που δικαιολογημένα περνάει ασχολίαστη. Ο καπετάνιος αράδιαζε άραθα μάραθα κι ο καλαμαράς, παρευθύς, τα “μετέφραζε” δεόντως στην επίσημη και καθιερωμένη γλώσσα.

Ο Καραϊσκάκης πχ. “γράφει” από τη Δερβέκιστα στις 28 Ιουλίου 1825 :
“Σεβαστή Διοίκησις

...Και τότε ο Άρης άναψε το πυρ πανταχόθεν και τα σπαθιά και αϊταγάνια έλαμπαν, τα βόλια ως χάλαζα έπιπταν και ο αλαλαγμός έως τον ουρανόν ανέβαινεν. Επειδή δε εκ φύσεως το αιφνίδιον και ανέλπιστον κακόν είναι τρομερόν εις παν ζώον, εξόχως δε εις τον λογικόν άνθρωπον, ας στοχασθή ο καθείς οίαν τρομάραν έλαβον οι εχθροί· Τί σκοτωμός έγιναν!

Οι ευπειθείς πατριώται”.

Σε όλη αυτή τη σχοινοτενή περιγραφή, η οποία πάει του μάκρους στο ίδιο ακριβώς ρητορικό μοτίβο, δεν αναγνωρίζουμε τίποτα από το λέγειν του αρχηγού. Απεναντίας η σκηνή της καταγραφής έχει περίπου ως εξής. Ο γιος της καλογριάς (ο και μούλος ονομαζόμενος) μαζί με τον Φ. Τζαβέλα, τον Σαφάκα και τον Φωτομάρα βωμολοχούσαν, απειλούσαν θεούς και δαίμονες, ήθελαν να κόψουν τα ποδάρια των “πολιτικών” της Διοίκησης, κομπορρημονούσαν αφήνοντας τη ρουμελιώτικη λαλιά να εκρήγνυται, ενώ ο γραμματικός, διατηρώντας την κεντρική ιδέα, υποκαθιστούσε το εκπεφρασμένο θυμικό με ένα ρητορικό γράμμα. Συνεπώς ο καλαμαράς είχε τον τελευταίο λόγο – οι άλλοι μιλούσαν για να ακούγονται μεταξύ τους. Αυτός συνόψιζε, εξέφραζε, συνέτασσε και γενικά μετέφραζε από τα “άγρια” ελληνικά στα “λόγια” ελληνικά.

Νάνος την ώρα της μάχης, ο καλαμαράς κέρδιζε πρώτο μπόι στα πολιτικά ζητήματα. Εγγράμματος ων, συχνά πολυσπουδασμένος, είχε πολύ πιο συγκροτημένες ιδέες από τους ίδιους τους μαχητές. Δουλειά του δεν ήταν να συντάσσει παθητικά τα γαυγίσματα των οπλαρχηγών, αλλά να τα αναμορφώνει ριζικά και κυρίως να τα εμπλουτίζει με τις επείσαχτες και νεόκοπες ιδέες περί έθνους, ελληνισμού, αρχαιότητος, ελευθερίας, κράτους, δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εκφέροντας τις καπετανέικες κουβέντες με άλλα λόγια δεν εξωράιζε απλώς την πρωτόγονη λαλιά, ουσιαστικά την αποκαθιστούσε με κριτήριο τις απώτερες βλέψεις του Αγώνα. Πιο ωμά: δίδασκε στους οπλαρχηγούς γιατί ακριβώς πολεμούν. Τους έλεγε ποιοι (πρέπει να) είναι, καθότι ήταν μυημένος εταιριστής.

Δε χρειάζεται να θυμίσουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με αυθαίρετη διεύρυνση αρμοδιοτήτων ή με πατριωτικές εξάρσεις εκτός κανόνος. Η ιδεολογική γραμμή ήταν σαφής: οι ραγιάδες ήξεραν τα όπλα, σιγά σιγά θα μάθαιναν και τα υπόλοιπα. Η ιστορική προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη –παρότι ο ίδιος δεν πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα– ήταν σαφέστατη στο πατριωτικό της μάθημα :

“Ας καλέσωμεν λοιπόν εκ νέου, ω ανδρείοι και μεγαλόψυχοι Έλληνες, την ελευθερίαν εις την κλασικήν γην της Ελλάδος! Ας συγκροτήσωμεν μάχην μεταξύ του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών! Ας πολεμήσωμεν εις τους τάφους των πατέρων μας, οι οποίοι, δια να μας αφήσωσιν ελευθέρους, επολέμησαν και απέθανον εκεί. Το αίμα των τυράννων είναι δεκτόν εις την σκιάν του Επαμεινώνδου του Θηβαίου και του Αθηναίου Θρασυβούλου, οίτινες κατετρόπωσαν τους τριάκοντα τυράννους· εις εκείνας του Αρμοδίου και Αριστογείτονος οι οποίοι συνέτριψαν τον Πεισιστρατικόν ζυγόν· εις εκείνην του Τιμολέοντος όστις απεκατέστησε την ελευθερίαν εις την Κόρινθον και τας Συρακούσας· μάλιστα εις εκείνας του Μιλτιάδου και Θεμιστοκλέους, του Λεωνίδου και των τριακοσίων, οίτινες κατέκοψαν τοσάκις τους αναριθμήτους στρατούς των βαρβάρων Περσών των οποίων τους βαρβαρωτέρους και ανανδρεστέρους απογόνους πρόκειται εις ημάς σήμερον με πολλά μικρόν κόπον να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου”. 

Από κακεντρέχεια θα λέγαμε ότι ο γραμματικός του Υψηλάντη δεν πρόσεξε ότι όλα τα ονόματα που αναφέρει –εκτός από τα τρία τελευταία– αφορούν εμφυλίους σπαραγμούς. Ας είναι όμως. Σήμερα γνωρίζουμε καλά ότι οι οπλαρχηγοί εμφορούνταν απολύτως από τοπικιστικό πνεύμα. Ο καθένας πολεμούσε για το κόλι του, την πολιταρχία του και το αρματολίκι του. Έτσι πίσω από κάθε επίσημη και εθνικώς στρογγυλεμένη ανακοίνωση λανθάνει μια άλλη που, επειδή ακριβώς αποδίδει την πραγματική κατάσταση, αποσιωπάται. Ο Κολοκοτρώνης δεν βγήκε ποτέ από τα όρια του Μοριά (μάλιστα στη μάχη του Πέτα πρόλαβε την δωδεκάτη ώρα να αποσύρει τον γιο του). Ο Καραϊσκάκης άρχισε να ενεργεί “εθνικά” μόνο αφότου του έδωσαν να καταλάβει ότι έχασε τελεσίδικα το αρματολίκι των Αγράφων. Ανάλογα πράγματα ίσχυαν για κάθε επαρχία, για κάθε νήσο, για κάθε μικροκαπετάνιο ή κολιτζή.

Αυτός είναι ο λόγος που όταν περνούμε από την επίσημη αλληλογραφία στην ιδιωτική –όπου πλέον τα λεγόμενα υπαγορεύονται και δεν "αποκαθίστανται"– ο Αγώνας παίρνει άλλο νόημα. Αξίζει να διαβάσει κανείς την αλληλογραφία των Κουντουριωταίων για να εκτιμήσει του λόγου το αληθές. Εκεί ο καλαμαράς δεν έχει κανένα ρόλο.

Θέλουμε να πούμε ότι από πολύ νωρίς ο Αγώνας είχε χωριστεί σε μέσα και έξω. Είτε φουστανελάδες και ψαλιδοκέρια δούμε σε αυτή τη διάκριση, είτε αυτόχθονες και ετερόχθονες, το συμπέρασμα δεν αλλάζει. Υπήρχε η ένδοθεν Ελλάδα που πήρε (ή της φόρτωσαν) τα άρματα και η έξωθεν Ελλάδα που έφερε το βαρύ φορτίο του διαφωτισμού και κυρίως του “εξελληνισμού” της χώρας. Η Οδησσός, η Μόσχα, η Κωνσταντινούπολη, η Πίζα, η Τεργέστη είχαν ξαποστείλει τους εθνοσωτήρες αποστόλους τους. Το πνεύμα της ευρωπαϊκής εποχής έπρεπε πάση θυσία να μετακενωθεί, να μεταφυτευθεί, να μεταφραστεί στα καθ’ ημάς. Μια κατασκευασμένη Ελλάδα στην περιφέρεια έπρεπε να εγκατασταθεί στην ήδη υπάρχουσα.Διαφωτισμός, ιακωβινισμός, καρμποναρία, ανάγκη πάσα να μεταγλωττιστούν σε έθνος, κράτος, θρησκευτική και πληθυσμιακή ομοιομορφία, σε σύνορα, τακτικό στρατό, σημαία, διοίκηση κ.λπ.

Μπορεί οι οπλαρχηγοί να είχαν το πολεμικό σθένος, αλλά τα πνευματικά όπλα ανήκαν στους επήλυδες Ρωμιούς, ως εκ τούτου επεβλήθησαν. Οι καλαμαράδες νίκησαν κατά κράτος τους αρματωμένους. Μέσα σε μια δεκαετία, από το 21 ως το 30, οι ξεσηκωμένοι ραγιάδες φοίτησαν σε σκληρό φροντιστήριο. Όσα ήξεραν τα ξέμαθαν ή τα διδάχτηκαν αλλιώς. Τότε έμαθαν ότι λέγονται Έλληνες –και όχι ρωμιοί, Ρωμαίοι ή Γραικοί όπως επέμενε να τους αποκαλεί ο παριζιάνος Κοραής. Όψιμα έμαθαν να βάζουν τη λέξη πατρίδα στη θέση της λέξης Γένος. Τότε έμαθαν ότι η Ελλάς –πράγμα καινοφανές για την τρισχιλιετή της ιστορία– θα μπορούσε να έχει σύνορα, κρατική αυτονομία και κεντρική διοίκηση. Και το θαύμα εγένετο. Το ’21 των άγριων τοπικισμών, των θανάσιμων φατριασμών, που αγνοούσε απολύτως την ιστορική προοπτική, υποκαταστάθηκε από το ’21 με τις φερτές εθνο-πολιτικές απόψεις και την εκ δυσμών κηδεμονία.

“Η κοινωνία των ανθρώπων ήτον μικρή” μολογάει ο Κολοκοτρώνης στον Τερτσέτη. “Η Επανάστασίς μας εσχέτισε όλους τους Έλληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι όπου δεν εγνώριζον άλλο χωριό μακρυά μιαν ώρα από το εδικό τους. Την Ζάκυνθο την ενόμιζαν ως νομίζομεν τώρα το μακρύτερο μέρος του κόσμου”. Πράγματι, όταν ο Κασομούλης κατεβαίνει στην Εθνοσυνέλευση, με κατάπληξη διαπιστώνει ότι εκτός από τον Πετρόμπεη, τον Κολοκοτρώνη και τον Αναγνωσταρά, οι υπόλοιποι Οπλαρχηγοί –με μέστια και τζαρούχια ποδεμένοι–“δεν ήξευραν ίσως και αν υπάρχει Όλυμπος εις την Ελλάδα” …Μήπως στις Εθνοσυνελεύσεις οι οπλαρχηγοί καταλάβαιναν όλους αυτούς τους πολύγλωσσους και φραγκοφορεμένους που διαχειρίζονταν τις τύχες τους; Επανειλημμένα οι αγράμματοι αγωνιστές εξαπατήθηκαν στις ψηφοφορίες απλά και μόνο επειδή δεν ήξεραν να διαβάζουν ούτε καν τα ονόματα.

Μετά από τη δολοφονία του Κυβερνήτη, όταν αρχίζουν πλέον να γράφονται τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών και να κομίζεται κουτσά στραβά το πρώτο ιστορικό υλικό, θα περίμενε κανείς ότι θα εκφραζόταν σε κάποιο μέτρο αυτή η καθυστέρηση της ντόπιας συνείδησης απέναντι στα γεγονότα και η ανομοιότητα της ντόπιας Ελλάδας με την φερτή Ελλάδα. Φρούδες ελπίδες. Διότι τότε συνέβη μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μεταμορφώσεις της νεοελληνικής συνείδησηςΟι πάντες κράτησαν απόσταση από το παρελθόν. Η Ελλάδα του 1800 εξορίστηκε στο απώτατο παρελθόν. Ενώ βρέθηκαν σε έναν κόσμο που δεν είχαν φανταστεί, όταν κλήθηκαν να δώσουν την μαρτυρία τους εκφράστηκαν σαν οψιμαθείς ιδεολόγοι: πατρίδα, έθνος, ελληνισμός, αρχαιότητα, θρησκεία, κράτος κ.λπ. Ουδεμία κατάπληξη, ουδεμία σύγκριση όχι του παρελθόντος με το παρόν, αλλά των παλαιών τους αντιλήψεων με τις νεόκοπες. Αυτό το κομμάτι του Αγώνα, το μέγιστο κατά τη γνώμη μας, το έφαγε το σκοτάδι. Ακόμα και ο Κανέλλος Δεληγιάννης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός αναδείχθηκαν σε εθνικούς οραματιστές. Ακόμα και πρόσωπα σαν τον Σπηλιάδη –ο οποίος είχε σοβαρές αντιρρήσεις για την Επανάσταση και μάλιστα αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στην Αυλώνα αδυνατώντας να υπερβεί τις προσωπικές του αντινομίες– όταν τραγούδησαν, ακολούθησαν το γνωστό μοτίβο. 

Οι αγωνιστές φιμώθηκαν ή φίμωσαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους για ευνόητους λόγους. Αλλά η πιο συναρπαστική μούγγα αφορά την ίδια τη λαλιά αυτών των ιστορικών προσώπων. Σήμερα, με τα μπάζα της λογιοσύνης που κάλυψαν τον Αγώνα, δεν ξέρουμε πώς πραγματικά μιλούσε ο Κολοκοτρώνης, ο Κανάρης, ο Μιαούλης ή ο Καραϊσκάκης. Οι καλαμαράδες θεώρησαν περιττό –μάλλον ντροπή– να απαθανατίσουν τη φυσική λαλιά των αγωνιστών. Ίσως γι’ αυτό οφείλουμε χάριτες στον Κασομούλη που είχε το ένστικτο να απομνημειώσει ορισμένα φρασίδια του Καραϊσκάκη. Παραθέτουμε ένα από τα πιο εύγλωττα, έστω και σε αυτή την παραφθαρμένη μορφή:

“Ποία Κυβέρνησις, Καπιτάν Νότη; Το τζιογλάνι του Ρέιζ εφέντη, ο τεσσερομάτης (εννοεί τον Μαυροκορδάτο επειδή φορούσε γυαλιά). Εγώ και άλλοι δεν τον γνωρίζομεν! Ή σύναξεν δέκα ανόητους, και τον υπέγραψαν, δια τας ιδιοτελείας των; Ιδού ποιοί τον υπέγραψαν. Πρώτον εσύ, οπού όλα τα πράματα θέλεις να έρχωνται με το ζουρνά (δηλαδή εύκολα). Ο Σκαλτζάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ-μπαγκ (επαναλαμβάνει ό,τι του λένε). Ο Μακρής ο μακρολαίμης, ο κρεμασμένος όπου μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη (έλεγε πάντα ναι στον Μαυροκορδάτο). Ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήτον γυναίκα δεν εχόρταινεν με 80.000 φορές (...) την ώραν, ο ξεινόγαλο-Γιώργος Τζιόγκας (ήταν ξεινογαλάς) οπού στραβώνει τα χείλια με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται, και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο πούτζος μου, και να ιδώ την εκστρατείαν σας!”

Άρδην τ. 27

Αμέθυστος

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014

Σαν σήμερα, το ολοκαύτωμα της Χίου. Οι σφαγείς συνεχίζουν ατιμώρητοι τα ολοκαυτώματα μέχρι σήμερα.



Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Μαρτίου 30, 2014

Ἡ σφαγή καί τό Ὁλοκαύτωμα στήν Χῖο (30 Μαρ.1822)

Ἡ σφαγή καί τό Ὁλοκαύτωμα στήν Χῖο (30 Μαρ.1822)

Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου,Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου
Τό γε­γο­νός τῆς κα­τα­στρο­φῆς τῆς Χίου, τόν Ἀπρί­λιο τοῦ 1822, δέν συγ­κλό­νισε μόνο τόν Ἑλ­λη­νι­σμό, ἀλλά εἶχε τε­ρά­στια ἀπή­χηση καί σέ ὁλό­κληρη τήν Εὐ­ρώπη. Ἡ σφαγή καί ἡ αἰ­χμα­λω­σία χι­λι­ά­δων κα­τοί­κων τοῦ νη­σιοῦ προ­κά­λεσε πολ­λές ἐκ­δη­λώ­σεις συμ­πά­θειας καί φι­λελ­λη­νι­σμοῦ, ἔν­τυ­πες δι­α­μαρ­τυ­ρίες καί ἔν­θερ­μες ἐκ­κλή­σεις, μέ ἐκ­δό­σεις φυλ­λα­δίων καί βι­βλίων
πού γνώ­ρι­σαν εὐ­ρύ­τατη δι­ά­δοση στήν Εὐ­ρώπη. Τό δρα­μα­τικό γε­γο­νός δέν ἄρ­γησε νά συγ­κι­νή­σει βα­θιά καί πολ­λούς καλ­λι­τέ­χνες, καί νά ἀπο­τυ­πω­θεῖ στά ἔργα τους.
Ὡς τό πιό γνω­στό καί ἀν­τι­προ­σω­πευ­τικό δεῖ­γμα φέρ­νουμε ὅλοι στόν νοῦ μας τόν πε­ρί­φημο πί­νακα πού ἐμ­πνεύ­σθηκε ὁ με­γά­λος Γάλ­λος ζω­γρά­φος Εὐ­γέ­νιος Ντε­λα­κρουά καί φυ­λάσ­σε­ται σή­μερα στό Μου­σεῖο του Λού­βρου. Πρό­κει­ται γιά ἐλαι­ο­γρα­φία δι­α­στά­σεων 4,19 × 3,54 μ., μέ τίτλο «Σκηνή ἀπό τίς σφα­γές τῆς Χίου» (Scène des massacres de Scio), ὁ ὁποῖος πα­ρου­σι­ά­στηκε στό κοινό τό 1824, προ­κα­λών­τας βα­θύ­τατη αἴ­σθηση τόσο γιά τό ὑψηλό καλ­λι­τε­χνικό του ἐπί­πεδο, τήν ἀρι­στουρ­γη­μα­τική σύν­θεση καί τήν ἀπό­δοση τῶν μορ­φῶν, ὅσο καί γιά τό θέμα πού πρα­γμα­τεύ­ε­ται.
Στό ἔργο αὐτό, τό φῶς ἔρ­χε­ται νά ἀπο­κα­λύ­ψει τό μαρ­τύ­ριο τῶν κα­τοί­κων τοῦ νη­σιοῦ πού κεί­τον­ται ἡμι­θα­νεῖς καί ἀπο­γυ­μνω­μέ­νοι στό πρῶτο ἐπί­πεδο του πί­νακα, ἐνῶ ἀπο­φεύ­γει τούς κα­τα­κτη­τές πού ἐμ­φα­νί­ζον­ται σκο­τει­νοί. Τά με­λανά χρώ­ματα καί οἱ στά­σεις τῶν σω­μά­των πε­ρι­γρά­φουν συ­ναι­σθή­ματα στά ὁποῖα κυ­ρι­αρ­χεῖ ἡ αἴ­σθηση τῆς ἀπό­γνω­σης, τοῦ φό­βου καί τῆς ἐγ­κα­τά­λει­ψης.
Πολλά κεί­μενα ἐγρά­φη­σαν ἀπό προ­σω­πι­κό­τη­τες τῶν γραμ­μά­των, οἱ ὁποῖοι ἐξέ­φρα­σαν τόν ἀπο­τρο­πι­α­σμό τους γιά τήν με­γάλη σφαγή. Ἐμ­πνε­ό­με­νοι ἀπό αἰ­σθή­ματα ἀλ­λη­λεγ­γύης γιά τήν θλι­βερή μοίρα τῶν Ἑλ­λή­νων τῆς Χίου, οἱ φι­λελ­λη­νι­κοί αὐ­τοί κύ­κλοι προ­σπα­θοῦ­σαν ἐπί­σης νά εὐ­αι­σθη­το­ποι­ή­σουν τήν εὐ­ρω­πα­ϊκή κοινή γνώμη ὥστε να πα­ρα­στα­θεῖ στόν δί­καιο ἀγώνα τῆς Ἐπα­να­στά­σεως.
Ὁ Βί­κτωρ Οὐγκώ, ὁ ὁποῖος δι­ε­κρίθη γιά τήν εὐ­ρεῖα φι­λελ­λη­νική του δράση καί ὕμνησε τόν Κα­νάρη σέ ἀρ­κετά ποι­ή­ματά του, συ­νέ­θεσε τό ποί­ημα μέ τίτλο «Τό ἑλ­λη­νό­πουλο» (με­τά­φραση Κω­στῆ Πα­λαμᾶ):
Τοῦρ­κοι δι­α­βῆ­καν, χα­λα­σμός, θά­να­τος πέρα ὥς πέρα.
Ἡ Χίο, τ’ ὄμορφο νησί, μαύρη ἀπο­μέ­νει ξέρα [...]
παιδί, πού κά­θε­σαι ξυ­πό­λυτο στίς ρά­χες
γιά νά μήν κλαῖς λυ­πη­τερά, τί ΄θε­λες τάχα νά ΄χες;
Δι­α­βάτη,
μοῦ κρά­ζει τό Ἑλ­λη­νό­πουλο μέ τό γα­λά­ζιο μάτι:
Βό­λια, μπα­ρούτι θέλω· νά.

Ὁ ἐπι­φα­νής Γάλ­λος λο­γο­τέ­χνης ἀπο­δί­δει μ’ αὐ­τόν τόν τρόπο τήν ἐπι­τα­κτική ἀνάγκη γιά ὑλική, ἁπτή βο­ή­θεια πρός τήν Ἑλ­λάδα κατά τόν ἀγώνα τῆς Ἀνε­ξαρ­τη­σίας.
Τό 1864, ὁ ἐπίσης Γάλλος ποι­η­τής Θε­ό­δω­ρος de Banville, προ­σω­πο­ποιεῖ τήν Χίο «ὡς τήν πε­θα­μένη κόρη τοῦ βα­ρι­ό­μοι­ρου πα­τρός της, τοῦ Ὁμή­ρου, πού τή θρη­νεῖ στήν ἄκρη τοῦ πε­λά­γου»:
Δέν κλαῖμε ἐδῶ ἄν ἐχάσαμε γεννήματα τοῦ ὀνείρου
Ἐδῶ θρηνοῦμε τό χαμό τῆς κόρης τοῦ Ὁμήρου.
Τίς θυ­σίες τῶν Ἑλ­λή­νων τῆς Χίου, κατά τήν δι­άρ­κεια τοῦ ἱε­ροῦ αὐ­τοῦ ἀγῶ­νος, πρα­γμα­τεύ­ε­ται πλει­άδα ποι­η­τι­κῶν ἔρ­γων, μει­ζό­νων καί ἡσ­σό­νων Ἑλ­λή­νων δη­μι­ουρ­γῶν.
Ἡ Ἐλευ­θε­ρία, ὅπως τήν ὁρα­μα­τί­σθηκε ὁ Σο­λω­μός, ἀγρυ­πνεῖ μέ ὄψη γε­μάτη φρον­τίδα, ἀνη­συ­χία καί πε­ρί­σκεψη. Στόν Ὕμνο εἰς τήν Ἐλευ­θε­ρίαν ἀνη­συ­χεῖ γιά τούς Ἕλ­λη­νες καί πι­κραί­νε­ται ἀπό τίς θυ­σίες τους, γιά
[ὅσους] εἴν” ἄδικα σφα­γμέ­νοι
ἀπὸ τούρ­κι­κην ὀργή.
Τότε ἐσή­κω­νες τὸ βλέμμα
μὲς στὰ κλάι­ματα θολό,
καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα,
πλῆ­θος αἷμα ἑλ­λη­νικό.

Καί στό ἔργο του Εἰς τὸν θά­να­τον τοῦ Λόρ­δου Μπάυ­ρον, ὁ ἐθνι­κός μας ποι­η­τής ση­μει­ώ­νει:

Ἀλλὰ πάει στοὺς νόας μία θέρμη,
πού εἶ­ναι ἀλ­λι­ώ­τικη ἀπ᾿ αὐτή,
ὁπού ἐσκόρ­πισε στὴν ἔρμη
Χίο τοῦ Τούρ­κου ἡ ’πι­βουλή,
ὅταν τό­σοι ἐπέ­φταν χά­μου,
καί μὲ λό­για ἀπελ­πι­σιᾶς…

Πε­ρί­φη­μοι ἔχουν μεί­νει ἐπίσης οἱ στί­χοι τοῦ Γε­ωρ­γίου Δρο­σίνη:

Τά γι­α­σε­μιά κοκ­κί­νι­σαν στόν χρόνο τῆς σφα­γῆς σου, πί­νον­τας αἷμα ἀντί νερό στήν ἁγι­α­σμένη γῆ σου.
Τά χε­λι­δό­νια πέ­ρα­σαν χω­ρίς νά στα­μα­τή­σουν,
μή ξέ­ρον­τας στό χα­λα­σμό ποῦ τίς φω­λιές νά χτί­σουν.

Ὁ Ἀν­δρέας Κάλ­βος ἀφι­ε­ρώ­νει τήν Ἕκτη τῶν Ὠδῶν του «Εἰς Χίον»:
Ὡς ὅτε ἀπὸ τὸ στόμα
κρέ­με­ται τῶν θνη­τῶν
αὐ­λὸς λε­λυ­πη­μέ­νος
καὶ ἡ φωνή του μὲ κό­πον
τρέ­μουσα ἐκ­βαί­νει·
Ὡς μέσα εἰς τὰ πο­λύ­δεν­δρα
δάση τὸ βράδυ εἰ­σπνέει
τὸ τε­θλιμ­μέ­νον φύ­σημα
Με­σημ­βρι­νὸν καὶ φαί­νε­ται
θρῆ­νος ἀν­θρώ­πων·
Εἰς τὸν ἠρη­μω­μέ­νον
αἰ­γι­α­λὸν τῆς νή­σου
οὕτω φέρ­νουν τὰ κύ­ματα
καὶ τὸ πα­ρά­πο­νόν τους
ἡ Ὠκε­α­νῖ­δαι.
Ὄχι φῶς καὶ χα­ράν,
ἀμὴ φλο­γώ­δεις ἄκαν­θας
βρέ­χει δι᾿ αὐ­τοὺς ὁ ἥλιος,
καὶ ἡ γῆ σχι­σμένη δί­δει
αἵ­μα­τος βρύ­σεις.
Ἐµ­πνευ­σθείς ἀπό τόν ἀπαγ­χο­νι­σμό τοῦ ἐθνο­μάρ­τυ­ρος Μη­τρο­πο­λί­του Χίου Πλά­τω­νος Φραγ­κι­άδη, μαζί μέ ἄλ­λους Κλη­ρι­κούς καί προ­κρί­τους στήν Πλα­τεία τοῦ Βου­να­κίου τῆς πό­λεως τῆς Χίου, ὁ ποι­η­τής Θε­ό­δω­ρος Ὀρ­φα­νί­δης γρά­φει:

Τῶν µαρ­τύ­ρων φο­ρεῖ τὸ στε­φάνι
ἡ χρη­στή τῶν προ­κρί­των ὁµάς
ὡς κη­δείας δ’ ὁ Χίου τι­µάς
ἐµ­παιγ­µοὺς Ἰου­δαίων λαµ­βά­νει.
Τό ἀπό­σπα­σμα πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στό «λυ­ρικο-επι­κόν ποί­ημα εἰς ἄσματα τέσ­σερα» μέ τίτλο Ἅγιος Μη­νᾶς (Ἐπει­σό­διον τῆς Ἑλ­λη­νι­κής Ἐπα­να­στά­σεως). Ἀνα­φέ­ρε­ται στήν ὁμώ­νυμη Μονή, ὅπου «ἐτε­λέ­σθη ἡ σκλη­ρο­τέρα τῶν σφα­γῶν», κατά τήν Κυ­ρι­ακή τοῦ Πά­σχα τοῦ 1822.
Λα­ο­γρα­φι­κῶς κα­τα­γρά­φον­ται ἐπί­σης δη­μώδη ἄσματα μέ θέμα τήν καταστροφή τῆς Χίου, ἀκόμη καί πα­λιά «κλέ­φτικα» ἀπό τήν Πε­λο­πόν­νησο ἤ ἄλ­λες πε­ρι­ο­χές τῆς Ἑλ­λά­δας, τά ὁποῖα πι­θα­νο­λο­γεῖ­ται ὅτι με­τέ­φε­ραν Χῖοι πρό­σφυ­γες τῆς μεγάλης σφαγῆς στήν Πε­λο­πόν­νησο, μετά τήν ἐπι­στροφή τους στό νησί.
Μέσα ἀπό αὐτά τά ἔργα τῆς τέ­χνης προ­κύ­πτει τό ἐρώ­τημα πῶς μπο­ροῦμε ἐμεῖς νά στα­θοῦμε στήν συ­νέ­χεια ὅσων ἔδω­σαν τήν μαρ­τυ­ρία τῆς θυ­σίας καί τῶν δι­καίων τῆς ἐλευ­θε­ρίας σέ ὁλό­κληρη τήν Οἰ­κου­μένη. Ἡ εὐ­θύνη μας εἶ­ναι εὐ­θύνη φρου­ρῶν, εὐ­θύνη μαρ­τύ­ρων ἑνός κό­σμου, ὁ ὁποῖος δο­κι­μά­ζε­ται καί ἀγω­νί­ζε­ται γιά τήν δι­άρ­κειά του στίς συν­τε­τα­γμέ­νες τῆς ἱστο­ρίας. Καί δι­α­χρο­νι­κῶς, ὡς Ἕλ­λη­νες, στη­ρί­ζουμε στούς ὤμους ἕνα σταυρό πίστεως, ὁμο­λο­γίας καί μαρ­τυ­ρίου, ὁ ὁποῖος ὅμως εἶναι καί σταυρός ἀνα­στά­σεως.
.
Ομιλία κατά την Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Αγίας Μαρίνης Μελανιούς την Κυριακή 19 Μαΐου 2013 (Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων των Σφαγών της Χίου)
http://averoph.files.wordpress.com/2014/03/2af54-1cf83cf86ceb1ceb3ceb1ceafcf84ceb7cf82cf87ceafcebfcf85ceba-cebacebfcf85cebdceb5cebbceb1cebaceb7.jpg?w=565&h=375
http://olympia.gr/2014/03/30/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CF%8D%CF%84%CF%89%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%87%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%BF%CE%B9-%CF%83/

Τὸ προσκύνημα τοῦ Tούρκου δημοσιογράφου στὸν Tαξιάρχη Mιχαὴλ τῆς Λέσβου


Γράφει ὁ Νίκος Χειλαδάκης,
Δημοσιογράφος –Συγγραφέας-Τουρκολόγος
Πραγματικὰ συγκλονιστικὸ εἶναι τὸ ἄρθρο-προσκύνημα τοῦ Τούρκου γνωστοῦ δημοσιογράφου καὶ ἐρευνητή, Fatih Turkmenoglu, στὴν ἁγιωτόκο νῆσο τῆς Λέσβου καὶ στὸν ἱερὸ τόπο προσκυνήματος τῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν, στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ταξιάρχη Μιχαήλ, στὸν Μανταμάδο. Ἀλλὰ ἀκόμα πιὸ συγκλονιστικὸ εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἀφηγεῖται ὁ Τοῦρκος περιηγητὴς καὶ δημοσιογράφος στὴν τουρκικὴ ἐφημερίδα, Hurriyet, ποὺ δείχνουν, ἂν μὴ τί ἄλλο, παρὰ μιὰ μεγάλη πιστὴ στὴν θαυματουργικὴ εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχη.
Ὁ Τοῦρκος δημοσιογράφος καὶ περιηγητὴς ἀναφέρει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ ἄρθρου του τὴν μεγάλη συγκίνηση ποὺ ἔνιωσε ὅταν βρέθηκε στὴν ἁγιωτόκο νῆσο τῆς Λέσβου, τὸ προσκύνημά του στὸν ναὸ τοῦ Ταξιάρχη ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ στὸν Μανταμάδο καὶ τὸ δέος ποὺ ἔνιωσε ὅταν ἀντίκρισε τὴν θαυματουργικὴ εἰκόνα. Ὅπως εἶναι γνωστὸ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἔγινε ἀπὸ ἕνα καλόγερο ποὺ διασώθηκε μετὰ ἀπὸ μιὰ φονικὴ ἐπιδρομὴ πειρατῶν στὸν νησὶ ποὺ λεηλάτησαν τὸ μοναστήρι καὶ τὴν ἔκανε ἀπὸ χῶμα καὶ τὸ αἷμα τῶν καλόγερων ποὺ εἶχαν σκοτωθεῖ ἀπὸ τοὺς πειρατές. Χαρακτηριστικό της πίστη του στὴν ἰαματικὴ χάρη τοῦ Ταξιάρχη, εἶναι ἡ φράση ποὺ χρησιμοποίει γράφοντας ὅτι, «φορώντας ἀτσάλινα ὑποδήματα, πηγαίνοντας γιὰ προσκύνημα στὸν Ταξιάρχη στὴν Μυτιλήνη, αὐτὸς θὰ σοῦ φέρει τὴν θεραπεία» καὶ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ ἕναν Τοῦρκο μουσουλμάνο.  Ὁ προσκυνητὴς ποὺ πηγαίνει στὸν ναὸ καὶ....

ἔχει πρόβλημα ὑγείας, ἀφοῦ προσκυνήσει τὴν εἰκόνα  καὶ κάνει τὴν προσευχή του καὶ τὴν εὐχή του νὰ θεραπευτεῖ, ὁ Ἀρχάγγελος θὰ σκύψει στοργικὰ πάνω στὸ πρόβλημά του καὶ θὰ τοῦ προσφέρει τὴν ἰαματική του χάρη, ὅπως τονίζει ὁ Τοῦρκος δημοσιογράφος στὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ ἄρθρο του ἀφιέρωμα στὸν ναὸ τοῦ Μανταμάδου τῆς Λέσβου.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ πραγματικὰ συγκλονίζει στὸ ἄρθρο τοῦ Fatih Turkmenoglu, στὴν τουρκικὴ ἐφημερίδα Hurriyet, εἶναι ὅτι ἐξιστορεῖ στοὺς ἀναγνῶστες του τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ Ταξιάρχη καὶ τῆς ἁγίας εἰκόνας του, ποὺ ἔγινε τὸ 1963 στὴν Κύπρο, τὴν περίοδο ποὺ εἶχαν ξεσπάσει αἱματηρὰ  ἐπεισόδια μεταξύ των δυὸ κοινοτήτων τῆς νήσου, προάγγελος τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς μετὰ ἀπὸ ἕντεκα χρόνια.  Ἕνα πρωινό τοῦ 1963 καὶ ἐνῶ οἱ Τουρκοκύπριοι ἑτοιμάζονταν νὰ ἐπιτεθοῦν σὲ θέσεις τῆς ἐθνοφρουρᾶς τῆς Κύπρου, ὅταν μπῆκε ὁ νεωκόρος στὸ ἱερὸ προσκύνημα τοῦ Μανταμάδου γιὰ νὰ ἀνάψει τὸ καντήλι τοῦ Ταξιάρχη, εἶδε κατάπληκτος πῶς ἡ ὁλόσωμη εἰκόνα του ἔλειπε! Αὕτη ἢ ἀπροσδόκητη ἐξαφάνιση ποὺ κράτησε μιὰ ἑβδομάδα προκάλεσε σύγχυση καὶ μεγάλη ταραχὴ στὸν εὐσεβῆ λαὸ τῆς νήσου.  Ξαφνικὰ καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ ἑβδομάδα ἡ εἰκόνα βρέθηκε πάλι στὴ θέση της, ὅπως εἶχε ἐξαφανιστεῖ, καὶ τότε ὁ κόσμος ἡσύχασε. Πέρασε καιρὸς ἀπὸ τότε. Ἕνα χειμωνιάτικο πρωινὸ πάλι ὁ νεωκόρος τοῦ Μανταμάδου ποὺ πήγαινε στὴν ἐκκλησία ἄκουσε ποδοβολητὸ ἀλόγου.  Βγαίνει ἔξω καὶ βλέπει ἕνα νέο ποῦ μόλις εἶχε ξεπεζέψει νὰ σηκώνει στοὺς ὤμους του ἕνα κριάρι. Μπῆκαν μαζὶ στὸν ναὸ καὶ ὁ νέος προχώρησε στὴν εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχη ἅπλωσε ἐκεῖ μπροστά το κριάρι καὶ ἄναψε μιὰ λαμπάδα ἴση μὲ τὸ μπόι του. Ὕστερα γονάτισε, προσκύνησε τὴν εἰκόνα καὶ χάιδεψε μὲ βουρκωμένα μάτια καὶ τρεμάμενα χείλη τὸ ἀνάγλυφο πρόσωπο τοῦ ἀρχαγγέλου λέγοντας:  «- Αὐτὸς εἶναι ὁ σωτήρας μου!». Στὴ συνέχεια γυρίζει καὶ λέει συγκινημένος στὸ νεωκόρο. «-Αὐτός, ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ, μὲ ἔσωσε ἀπὸ τοὺς Τούρκους». Ὁ νεωκόρος ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν σκηνὴ τοῦ λέει καθὼς ἔβγαιναν ἀπὸ τὸν ναό, «-Πές μου, παιδί μου, τί σου συνέβη;». Τότε ὁ νέος ἄρχισε νὰ διηγεῖται τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἐξαφάνιση τῆς εἰκόνας. «- Στὰ τελευταῖα γεγονότα μὲ τοὺς Τούρκους, ὑπηρετοῦσα τὴ στρατιωτική μου θητεία στὴν Κύπρο. Ἦταν περασμένα μεσάνυχτα τῆς 12ης Αὐγούστου, ὅταν μᾶς ξαφνίασαν τὰ πυρὰ τῶν Τουρκοκυπρίων. Ἤμασταν πάντα σὲ ἐπιφυλακή, γιατί ξέραμε τί ὕπουλος ἐχθρὸς ἦταν ἀπέναντί μας. Μᾶς δυσκόλευαν λίγο οἱ βολὲς τοῦ πολεμικοῦ τους ναυτικοῦ, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἔβλαψε καθόλου ἢ ἀεροπορία τους. Σὲ λίγες ὧρες ἐλέγχαμε τὴν κατάσταση καὶ προχωρήσαμε στὴν ἀντεπίθεση. Λὲς καὶ εἴχαμε στὰ πόδια μᾶς φτερά. Τοὺς πήραμε φαλάγγι καὶ τοὺς κυνηγήσαμε. Λίγο ἀκόμα καὶ θὰ τοὺς ρίχναμε στὴ θάλασσα. Ἐνῶ τρέχαμε ἀκράτητοι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ σχεδὸν ἀκάλυπτοι, βλέπω ξαφνικὰ μπροστά μου, σὲ πέντε μέτρα ἀπόσταση, νὰ ξεπροβάλλει ἕνας ἀκανόνιστος ὄγκος. Σταμάτησα ἀπότομα, καὶ τότε… μέσα στὸ σύθαμπο τῆς αὐγῆς διέκρινα ἕνα τουρκικὸ πολυβολεῖο. Εἶδα τὴν κάννη τοῦ πολυβόλου νὰ στρέφεται πάνω μου καί, μὴ ἔχοντας ποῦ νὰ καλυφθῶ, ἔπεσα μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ σκεπάζοντας καλὰ μὲ τὸ κράνος τὸ κεφάλι μου λέγοντας μέσα μου, -Ταξιάρχη μου, σῶσε μέ! Τὴν ἴδια κρίσιμη στιγμὴ ἦρθε στὸν νοῦ μου ὁ πατέρας μου ποῦ σώθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ βέβαιο θάνατο στὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, τάζοντας στὸν Ταξιάρχη ἕνα κριάρι.  Τότε ξαναεῖπα  -Ταξιάρχη μου σῶσε μέ, κάνοντας καὶ ἐγὼ τὸ ἴδιο τάμα. Τὴν ἴδια στιγμὴ μὲ κούφανε ἕνας πολὺ δυνατὸς κρότος. Ἔπεσα κάτω καὶ σκέφτηκα ὅτι μὲ εἶχαν χτυπήσει  οἱ Τοῦρκοι. Σκέφτηκα τὰ ἀγαπημένα μου πρόσωπα ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἔνιωσα νὰ μὲ ἀκουμποῦν, νὰ μὲ ψάχνουν καὶ νὰ μὲ σηκώνουν. Εἶχαν ἔρθει ὁ οἱ δικοί μας καὶ μὲ ρωτοῦσαν:
-Χτύπησες; -Πῶς εἶσαι; 
 Ἡ φωνὴ τοὺς ἀκούγονταν σὰν νὰ ἦταν ἀπὸ μακριά. Σηκώθηκα τότε καὶ ἀφοῦ κοιτάχτηκα ἐπάνω μου δέν… βρῆκα κανένα τραῦμα. Τότε θυμήθηκα τὸ πολυβολεῖο. Κοίταξα πρὸς τὰ κεῖ, ἀλλὰ δὲν εἶδα τίποτα. Φώναξα ταραγμένος. -Ἐκεῖ ἀκριβῶς  ὑπῆρχε ἕνα τουρκικὸ πολυβολεῖο. Πήγαμε κοντὰ καὶ ψάξαμε παντοῦ ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Στὴ θέση  ποὺ νόμιζα πὼς ἦταν τὸ τουρκικὸ πυροβολεῖο ὑπῆρχαν τώρα μόνο συντρίμμια καὶ μιὰ τεράστια τρύπα. Φαίνεται πῶς στὴν κρίσιμη γιὰ μένα στιγμὴ κάποια ὀβίδα πλοίου ἢ κάποιος ὅλμος ἔκανε συντρίμμια τὸ ἐπικίνδυνο πολυβολεῖο, ἐνῶ συγχρόνως κάποια ἀνώτερη δύναμη μὲ φύλαξε τελείως ἀβλαβῆ καὶ ἀπὸ τὰ πυρὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἔκρηξη. Τότε κατάλαβα τὸ μεγάλο θαῦμα».  Ἐκείνη τὴν στιγμὴ  ὁ νεωκόρος, ποῦ μέχρι τότε παρακολουθοῦσε συγκινημένος, πῆρε τὸ λόγο καὶ τοῦ εἶπε, «-Ναί, παιδί μου, ἦταν ὁ Ταξιάρχης. Αὐτός σε ἔσωσε. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τότε μὲ τὰ ἐπεισόδια τῆς Κύπρου, εἶχε χαθεῖ ἀπὸ δῶ ἢ εἰκόνα του γιὰ μιὰ βδομάδα». Ὃ νέος ταράχθηκε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ βουρκωμένος  ἀγκάλιασε μὲ τὸ βλέμμα του τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου γιὰ τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ τοῦ ἔσωσε τὴν ζωή.
Αὐτὰ ἀπὸ ἕναν Τοῦρκο δημοσιογράφο προσκυνητὴ στὴν ὀρθόδοξη θαυματουργικὴ εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχη στὴν ἁγιωτόκο Λέσβο! Ἡ Ὀρθοδοξία καὶ τὰ θαύματά της ξαναζεῖ στὴν σημερινὴ Τουρκία.
Σημεῖα τῶν καιρῶν καί… «Ἤγγικεν ἡ ὥρα».
πηγή
http://trelogiannis.blogspot.gr/2014/03/t-t-m.html

Thessaloniki in Colour (1913)



Thessaloniki in Colour (1913)

Thessaloniki in Colour (1913)


    Οι πρώτες έγχρωμες φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης σε ντοκιμαντέρ...

    Την άνοιξη του 1913, οι φωτογράφοι του Άλμπερτ Καν κατέφτασαν σε μια πολυπολιτισμική πόλη σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της. Η Θεσσαλονίκη δεν αποτελούσε πλέον τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία κατέρρεε στα Βαλκάνια...

    Το παρακάτω τμήμα ντοκιμαντέρ του BBC παρουσιάζει τις πρώτες έγχρωμες φωτογραφίες που τραβήχτηκαν ποτέ στη Νύμφη του Θερμάικου. Πρώιμες έγχρωμες φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης κατά την αυγή του 20ου αιώνα.

    Πηγή του αποσπάσματος είναι το ντοκιμαντέρ του BBC: "Edwardians in Colour: The Wonderful World of Albert Kahn - Episode 3: Europe on the Brink"




    http://www.thessalonikiartsandculture.gr/blog/palia-thessaloniki/thessaloniki-in-colour-1913#.UzlXgqh_uWk

    Ζουραρις συγκλονιστικος για την σφαγη της θεσσαλονικης.διαδωστε το!!



    https://www.youtube.com/watch?v=Ur3ldeK1QnM

    Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

    Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΗΣ ΤΑΙΣΙΑΣ

    516236-taisia

    Μιας κόρης, που λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οι γονείς της κι απόμεινε ορφανή. Μετά απ” αυτό έκανε το σπίτι της ξενώνα για χάρη των πατέρων της Σκήτης, και γι” αρκετό καιρό τους δεχόταν εκεί και τους περιποιόταν. Έπειτα όμως, αφού ξόδεψε όσα είχε, έπεσε σε στέρηση.
    Την πλησίασαν τότε κάποιοι άνθρωποι διεστραμμένοι και κατόρθωσαν να τη βγάλουν από τον ίσιο δρόμο. Έτσι άρχισε να ζει αμαρτωλά, ώσπου κατάντησε και σε πορνείο.
    Όταν το άκουσαν οι πατέρες, λυπήθηκαν υπερβολικά. Κάλεσαν τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν:
    -Μάθαμε για την τάδε αδελφή ότι ζει μέσα στην αμαρτία. Επειδή όμως αυτή, όταν μπορούσε, μάς έδειξε την αγάπη της, κι εμείς τώρα ας τη βοηθήσουμε όπως μπορούμε.
    Κάνε λοιπόν τον κόπο να πας κοντά της και, μ” όση σοφία σού έδωσε ο Θεός, να οικονομήσεις την κατάστασή της.
    Πήγε πράγματι ο γέροντας στο σπίτι της και λέει στη γριά πορτάρισσα:
    -Πες στην κυρά σου πως τη θέλω!
    Εκείνη τον αποπήρε:
    -Εσείς οι καλόγεροι καταφάγατε το βιος της! Και να που τώρα βρίσκεται μέσα στη φτώχεια!
    -Πες το της! επέμενε ο γέροντας. Γιατί έχω να την ωφελήσω πολύ.
    Τότε η γριά ανέβηκε πάνω και είπε στην κόρη για το γέροντα. Σαν τ” άκουσε εκείνη, μονολόγησε:
    -Αυτοί οι μοναχοί τριγυρνάνε πάντοτε στα μέρη της Ερυθράς θάλασσας και βρίσκουνε μαργαριτάρια.
    Στολίστηκε, κάθισε στο κρεβάτι και είπε στην πορτάρισσα:
    -Ανέβασέ τον επάνω!
    Μόλις μπήκε ο αββάς Ιωάννης, πήγε και κάθησε κοντά της. Την κοίταξε επίμονα στο πρόσωπο και της λέει:
    -Γιατί τα έβαλες με τον Ιησού και κατάντησες έτσι;
    Πάγωσε σύγκορμη η κόρη μ” αυτά τα λόγια.
    Ο γέροντας έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να κλαίει γοερά.
    -Αββά, γιατί κλαις; τον ρωτάει εκείνη.
    Σήκωσε το κεφάλι του, το ξανακατέβασε και είπε:
    -Βλέπω το σατανά να παίζει στο πρόσωπό σου, και να μην κλάψω;
    Η κόρη τότε τον ρώτησε:
    -Υπάρχει μετάνοια, αββά;
    -Υπάρχει.
    -Πάρε με, λοιπόν, όπου θέλεις!
    -Πάμε!
    Στη στιγμή η κόρη σηκώθηκε και τον ακολούθησε. Και ο γέροντας θαύμασε, βλέποντας πως δεν έδωσε καμιά παραγγελία για το σπίτι της.
    Είχε πια νυχτώσει, όταν έφτασαν στην έρημο. Ο γέροντας της έφτιαξε ένα μικρό προσκεφάλι, το σταύρωσε και της είπε:
    -Κοιμήσου εδώ.
    Αφού ετοίμασε και για τον εαυτό του λίγο πιο πέρα, έκανε την προσευχή του και ξάπλωσε κι εκείνος.
    Ξύπνησε γύρω στα μεσάνυχτα. Και βλέπει ένα φωτεινό δρόμο, από τον ουρανό μέχρι την Ταϊσία, και τους αγγέλους του Θεού ν” ανεβάζουν την ψυχή της!
    Σηκώθηκε, πήγε κοντά της και τη σκούντηξε με το πόδι του. Ήταν νεκρή! Μόλις βεβαιώθηκε γι” αυτό, έπεσε με το πρόσωπο καταγής και προσευχήθηκε στο Θεό. Άκουσε τότε φωνή να του λέει, πως η μία ώρα της μετάνοιας της έγινε ευπρόσδεκτη περισσότερο από τη μετάνοια πολλών άλλων, που χρόνια ολόκληρα μετανοούν, δεν δείχνουν όμως της δικής της μετάνοιας τη θέρμη.
    http://eikonografies.gr/?p=11602

    Stephen Lendman: "Η Ελλάδα είναι χώρα ... ζόμπι κι έτσι θέλουν να καταντήσουν και την Ουκρανία"!


    "Χώρα ζόμπι" χαρακτήρισε την Ελλάδα ο διάσημος συγγραφέας, blogger και ιδιοκτήτης ενός από τους πιο σημαντικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς γνώμης στις ΗΠΑ, ο Stephen Lendman.
    Το τραγικό είναι ότι o συγγραφέας (με σημαντική επιρροή στις ΗΠΑ) συγκρίνει την Ελλάδα με την Ουκρανία και θεωρεί ότι "Μπορεί να εξελιχιθεί η Ουκρανία σαν την Ελλάδα: Μία χώρα ζόμπι" ("The loan guarantees a Greek-style depression. Greece is a zombie country. Ukraine faces the same thing,")
    Δηλαδή θεωρεί ότι μέχρι τώρα ακόμα και η Ουκρανία ήταν σε καλύτερη θέση από την Ελλάδα!
    Συγκεκριμένα σε συνέντευξη που έδωσε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Ria Novosti αναφορικά με το δάνειο του ΔΝΤ τονίζει ότι "Το δάνειο εγγυάται μία κατάθλιψη ελληνικού τύπου. Η Ελλάδα είναι μια χώρα-ζόμπι. Η Ουκρανία πλέον αντιμετωπίζει την ίδια εξέλιξη" (σ.σ.: που μετέτρεψε την Ελλάδα σε χώρα-ζόμπι) είπε RIA Novosti.
    Αυτό για να γίνει αντιληπτό πώς αντιμετωπίζουν στο εξωτερικό αυτό που η κυβέρνηση χαρακτηρίζει "succes story"
    Οσο για την κατάσταση στην Ουκρανία, θεωρεί ότι είναι πολύ κοντά στον εμφύλιο. "Ένας πιθανός εμφύλιος πόλεμος είναι πολύ πιθανός πλέον στην Ουκρανία. Και αυτή η φωτιά που θα ανάψει είναι πολύ πιθανό ότι θα επεκταθεί και εκτός ουκρανικών συνόρων" δήλωσε ο Lendman και συμπλήρωσε"Μια πιθανή αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης είναι η πιθανότερη εξέλιξη», πρόσθεσε.
    Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

    Το Αίτημα.





    Η Μοντέρνα εποχή ξεκινάει, στην τέχνη , όταν ο Σεζάν βρίσκει τους νόμους να στερεώσει ένα αυτοτελές έργο, ένα έργο με δική του φύση,να έχει την "ζωή" του. Ο Σεζάν δηλώνει πως θέλει να ζωγραφίσει σαν τους παλιούς δασκάλους αλλά εκ του φυσικού. Έτσι ξεκινά από ένα αγνό αίτημα να ζωντανέψει την μεγάλη τέχνη αλλά ανακαλύπτοντας την απ΄αρχής μέσα στην φύση επί τόπου, δια των αισθήσεων , ως γνώση αντικειμενική πέραν εντυπώσεων. Ανακαλύπτει όπως λέει, το σχήμα, Κώνος, σφαίρα, κύβος, και με αυτά μπορεί να ζωγραφίσει τα πάντα αφού αυτά ενυπάρχουν παντού στη φύση. Ενώ με τα σχήματα δομεί , με το φως τα μετασχηματίζει. Το χρώμα στον Σεζάν αυτονομείται, μπορεί ένα κόκκινο να βρίσκεται παντού προς χάριν του έργου αυτού καθ΄εαυτού, δηλαδή υπηρετεί την πληρότητα του έργου ανεξάρτητα από το τι δείχνει. Το έργο του Σεζάν μας λέει ότι οι νόμοι που διέπουν τον άνθρωπο και την φύση είναι ίδιοι, ο άνθρωπος χωνεύεται αρμονικά μέσα στην φύση δηλαδή η ταύτιση της φύσεως με την φύση του ανθρώπου. Αυτό δίνει κάποιο δικαίωμα στην γλώσσα να παίξει πάνω σε ένα αρμονικό χαλί, αδιάκριτα. 







    Καθώς η τέχνη αποχωρίζεται την φύση προς χάριν της δικής της φύσεως ,αναπτύσσεται  ένα ιδιότυπο αίτημα μέσα σ΄αυτήν  την επιστροφή στην εξοχή. Ο ζωγράφος δεν ζητά ακριβώς την πρώτη εικόνα,την πρωτόπλαστη θα λέγαμε, αλλά  την πρώτη του σχέση με τα πράγματα. Η αυθεντικότητα πέρα κάθε συμβάσεως είναι το χαρακτηριστικό του μοντέρνου. Η πρώτη αυτή σχέση, ήταν μια επιστροφή στην παιδικότητα, ως μίας ματιάς γνήσιας, ως μια ζωής αδιάβροχης του κατακλυσμού που απειλούσε την ανθρωπότητα. Το "παιδικό" ουσιαστικά αντικατέστησε την Παράδοση.





    Ο Πικάσο είχε δηλώσει " ..ο Παρθενών τι άλλο είναι παρά ένα αγροτικό κτίσμα με στέγη. Οι κιονοστοιχίες και τα γλυπτά προστεθήκανε γιατί στην Αθήνα υπήρχαν άνθρωποι που δούλευαν και ήθελαν να εκφράσουν τον εαυτό τους. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι αυτό που κάνει ο καλλιτέχνης αλλά αυτό που είναι."  

    Είναι σημαντικό γιατί με την σύγχρονη ερμηνεία ο Παρθενών γίνεται μια ατομική δημιουργία , ένα είδωλο του αισθήματος του καλλιτέχνη, παύει από σύμβολο, από τόπο συγκατίκοισης Θεών και ανθρώπων, έτσι  "ανίερος" παύει από σκεύος που "συγκεντρώνει" που υποδέχεται το Θεικό, παύει να ενσαρκώνει το κοινό όραμα  της Πόλεως. 
    Ακόμα σηματοδοτεί το τέλος της προσφοράς και ξεκινά η εποχή της κρίσεως της κατακρίσεως του ανθρώπου ως "άσχημου ανθρώπου".
    Ο Πικάσο αρνήται την παρουσία του Θεού στην πλάση και έτσι καταλήγει άπλαστη, αυτό του δίνει την ελευθερία να εφέυρη νέα πλάση, ουσιαστικά ακολουθεί το παράδειγμα του εφευρέτη Λεονάρντο Ντα Βίντσι,( με την "ειρήνη" φωτός και σκιάς, "σφουμάτο") . Στην Αναγέννηση έχει ακόμα κάποια ευθύνη ο ζωγράφος για το τι δείχνει, στην Μοντέρνα εποχή αυτή η ευθύνη χάνεται, περιχαρακώνεται πίσω από το ακαταλόγιστο της "παιδικότητας", ενός παιδιού που βρίσκει, παίζει, συναρμολογεί.
    Ο Πικάσο ανασυνθέτει ως εφευρέτης τον ακατοίκητο από ζωή σύγχρονο άνθρωπο.




     Το ερώτημα να ζητηθεί ο λόγος της απώλειας παύει, η απορία παύει. 
    Ο Ρέμπραντ ίσως ο τελευταίος που έδειξε το φως της Δύσεως καθώς λιγοστεύει φεύγοντας από το δωμάτιο του ανθρώπου.

    Συνεχίζεται


    Ένα Πείραμα σε Βάθος.

    Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

    ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ: ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ-1 «Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι πεδίο μάχης, ὅπου οἱ ἄνθρωποι, εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι, ἔχουν νὰ διαλέξουν συνειδητὰ ἂν θ’ ἀκολουθήσουν τὸν Νικητὴ Χριστὸ ἢ θὰ προσκολληθοῦν στοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες.»


    Πηγή:Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία

    ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ

    ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
 (Μάρκ. θ´ 17-32)[Α´ Μέρος] 

    ἀπὸ τὸ βιβλίο «Καιρὸς μετανοίας»,β´ ἔκδ., Ἀθῆναι 2012,
    μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 165 ἑξ.

    Πηγὴ ἠλ. κειμ.: «Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»

    .           Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καὶ τοῦ χρόνου, ὅλοι οἱ λαοὶ τῆς γῆς πιστεύουν πὼς ὁ πνευματικὸς κόσμος ὑπάρχει καὶ πὼς τὰἀόρατα πνεύματα εἶναι ἀληθινά. Πολλοὶἄνθρωποι ὅμως ἔχουν πλανηθεῖ σ’αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ὑποστηρίζουν πὼς τὰ πονηρὰ πνεύματα ἔχουν μεγαλύτερη δύναμη ἀπὸ τὰἀγαθά. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου μάλιστα προχώρησαν στὴ θεοποίηση τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τοὺς ἔφτιαξαν ναούς, προσέφεραν θυσίες καὶ προσευχὲς καὶ προσέτρεχαν σ’αὐτὰ γιὰ ὅλα τὰ θέματα. Ὅσο περνοῦσε ὁ καιρὸς πολλοὶἦταν ἐκεῖνοι ποὺἐγκατέλειψαν τελείως τὴν πίστη στὰ ἀγαθὰ πνεύματα καὶ κράτησαν τὴν πίστη τους μόνο στὰ πονηρά, ἢ στοὺς κακοὺς «θεούς», ὅπως τοὺς ἀποκαλοῦσαν. Ἔτσι αὐτὸς ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ μοιάζει μ’ ἕνα στίβο, ὅπου ἄνθρωποι καὶ πονηρὰ πνεύματα ἀνταγωνίζονταν μεταξύ τους. Τὰ πονηρὰ πνεύματα βασάνιζαν ὅλο καὶ περισσότερο τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς τύφλωναν, μὲἀποκλειστικὸ στόχο νὰ σβήσουν ἀπὸ τὸν νοῦ τους κάθε ἰδέα γιὰ τὸν καλὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὴ μεγάλη καὶ θεόσδοτη δύναμη τῶν ἀγαθῶν πνευμάτων.
    .           Στς μέρες μας λοι ονθρωποι πιστεύουν στν παρξη τν πνευμάτων. Κι ἡ πίστη αὐτὴ κατ’ ἀρχὰς εἶναι σωστή. Ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται τὸν πνευματικὸ κόσμο, τὸ κάνουν ἐπειδὴ κοιτάζουν μόνο μὲ τὰ σωματικά τους μάτια κι ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ τὸν δοῦν. Ὁ κόσμος αὐτὸς ὅμως δὲν θὰἦταν πνευματικός, ἂν ἦταν ὁρατὸς στὴ σωματικὴ ὅραση. Κάθε ἄνθρωπος ἑπομένως, ποὺὁ νοῦς του δὲν ἔχει τυφλωθεῖ κι ἡ καρδιά του δὲν ἔχει γίνει ἀναίσθητη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μπορεῖ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα νὰ νιώθει μὲὅλη του τὴν ὕπαρξη πὼς στὸν κόσμο αὐτὸν δὲν εἴμαστε μόνοι, μὲ ἀποκλειστικὴ συντροφιὰ τὴν ἄψυχη φύση, τοὺς βράχους, τὰ φυτά, τὰ ζῶα κι ἄλλα πλάσματα, στοιχεῖα καὶ φαινόμενα. Οἱ ψυχές μας βρίσκονται σὲ συνεχῆ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀόρατο κόσμο, μὲἀόρατες ὑπάρξεις. Καὶ κάνουν μεγάλο λάθος ὅσοι καταργοῦν τὰἀγαθὰ πνεύματα καὶ θεοποιοῦν τὰ πονηρὰ καὶ τὰ προσκυνοῦν.
    .           Ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο, οὐσιαστικὰὅλοι οἱ λαοὶ πίστευαν στὴ δύναμη καὶ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ κακοῦἔναντι τοῦ καλοῦ. Οἱ πονηρὲς δυνάμεις ἐπικρατοῦσαν στὸν κόσμο, γι’αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος ἀποκάλεσε τὸν ἀρχηγό τους ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου. Ἀκόμα κι οἱ ἡγέτες τῶν Ἰουδαίων ἀπέδιδαν ὅλα τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ στοὺς δαίμονες καὶ στὴν δύναμή τους.
    .           Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σπάσει, νὰ ξεριζώσει τὴν ἀδύναμη πίστη τῶν ἀνθρώπων στὸν πονηρὸ καὶ νὰ σπείρει τὴν πίστη τοῦ ἀγαθοῦ στὶς ψυχές τους. Νὰ στηρίξει τὴν πίστη στὴν παντοδύναμη ἰσχὺ τοῦ ἀγαθοῦ, στὴν ἀκατανίκητη καὶ παντοτεινὴ φύση του.  Χριστς δν κατάργησε, λλ’ πιβεβαίωσε τν ρχαία καπαγκόσμια πίστη στ πνεύματα. ποκάλυψε μως τν πνευματικ κόσμο πως πραγματικ εναι, χι πως τν πίστευαν οἱ νθρωποι κάτω π τν πατηλδιαβολικὴ πιρροή. Ὁ ἕνας, ἀγαθός, σοφὸς καὶ παντοδύναμος Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος τόσο τοῦ πνευματικοῦ ὅσο καὶ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ὁρατοῦ καὶ ἀόρατου. Τὰ ἀγαθὰ πνεύματα εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ εἶναι δύσκολο νὰ ὑπολογίσεις τὸ πλῆθος τους.
    .           Τὰἀγαθὰ πνεύματα, οἱ ἄγγελοι, εἶναι ἀσύγκριτα πιὸἰσχυρὰἀπὸ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Τὰ πονηρὰ πνεύματα στὴν οὐσία εἶναι ἐντελῶς ἀνίσχυρα νὰ κάνουν ὁτιδήποτε, ἂν δὲν τοὺς τὸἐπιτρέψει ὁ παντεπόπτης Θεός. Ἀλλὰ καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα εἶναι ἀμέτρητα. Σ ’ἕναν μόνο δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, ποὺ τὸν θεράπευσε ὁ Κύριος, κατοικοῦσε ὁλόκληρη λεγεώνα, δηλαδὴ μερικὲς χιλιάδες πονηρὰ πνεύματα. Τὰ πονηρὰ αὐτὰ πνεύματα ἀπατοῦσαν τοὺς ἀνθρώπους ἢ καὶ λαοὺς ὁλόκληρους ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὅπως σήμερα ἐξαπατοῦν πολλοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς πείθουν πὼς εἶναι παντοδύναμοι·πὼς εἶναι τάχα οἱ μόνοι θεοί, πὼς δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι θεοὶ ἐκτὸς ἀπ’αὐτοὺς καὶ πὼς ἀγαθὰ πνεύματα δὲν ὑπάρχουν. Ὅπου ὅμως ἐμφανιζόταν ὁ Κύριος, ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἔντρομοι. Ἀναγνώριζαν σ’ Ἐκεῖνον τόσο ἐξουσία ὅσο καὶ δικαίωμα κρίσης, πὼς μποροῦσε νὰ τοὺς ἐκβάλει, νὰ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπ’αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ τοὺς καταδικάσει στὴν ἄβυσσο τῆς κόλασης. Δημιουργοῦσαν ἀναταραχὲς σ’αὐτὸν τὸν κόσμο μὲ τὴν ἄδεια καὶ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔπεφταν καταπάνω στὸ ἀνθρώπινο γένος σὰν μύγες πάνω σὲ θνησιμαῖο καὶ λογάριαζαν τὸν κόσμο αὐτὸν σὰν καταφύγιό τους, σὰν φωλιά τους καὶ σὰν τραπέζι γιὰ τὸ φαγητό τους.
    .            Ξαφνικὰ ὁ φορέας τοῦ ἀγαθοῦ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐμφανίστηκε μπροστά τους. Ἐκεῖνοι, γεμάτοι φόβο καὶ τρόμο ἔκραξαν: «Ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;» (Ματθ. η´ 29). Κανένας δὲν φοβᾶται τόσο τὰ βάσανα ὅσο ὁ βασανιστής. Τὰ πονηρὰ πνεύματα βασάνιζαν τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ χιλιάδες χρόνια, ἔβρισκαν ἱκανοποίηση στὰ βάσανα αὐτά. ταν μως εδαν τὸν Χριστό, ρχισαν ν τρέμουν π φόβο μπροστ στὸνμεγαλύτερο βασανιστή τους κι ἦταν ἕτοιμα νὰ βγοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ πᾶνε στοὺς χοίρους ἢ σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πλάσμα, ἔφτανε μόνο νὰ μὴν ὁδηγηθοῦν ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν.
    .         Ὁ Χριστὸς δὲν σκεφτόταν νὰ τοὺς ἐκβάλει ἀμέσως ἀπ’αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι ἕνας χῶρος μὲ ἀνάμικτες δυνάμεις κόσμος ατς εναι πεδίο μάχης, που οἱ νθρωποι, ετε τ θέλουν ετε χι, χουν ν διαλέξουν συνειδητὰ ν θ’ κολουθήσουν τὸν Νικητ Χριστὸ  θ προσκολληθον στος κάθαρτους δαίμονες. Ὁ Χριστὸς ἦρθε ἐπειδὴ ἀγαπᾶ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἦρθε γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακό, νὰ βεβαιώσει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων στὸ καλό, μόνο στὸ καλό.

     * * *

     .             Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς περιγράφει ἕνα παράδειγμα ἀπὸἀμέτρητα ἄλλα. Μᾶς λέει πὼς ὁ Κύριος, μὲ τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἀποκάλυψε γιὰ μία ἀκόμα φορὰ τὴν δύναμη τοῦ καλοῦ πάνω στὸ κακό, πῶς προσπάθησε νὰ ἐμπεδώσει τὴν πίστη στὸ καλὸὡς παντοδύναμη καὶ νικηφόρα.


    http://amethystosbooks.blogspot.gr/

    80 χρόνια από το θάνατο του Θεόφιλου


    80 χρόνια από το θάνατο του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ....
    Στην εποχή του ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ υπήρξε στόχος αποδοκιμασιών και χλευασμού. Μετά τον θάνατό του ήρθε η αναγνώριση. Φορούσε πάντα φουστανέλα κι ας μην ήταν η φορεσιά της ιδιαίτερης πατρίδας του, μια κάπα χειμώνα- καλοκαίρι και στα πόδια τσαρούχια, που από τις πολλές σόλες ήταν ασήκωτα. Στο χέρι βαστούσε μπαστούνι και σε έναν τορβά που κρεμόταν στον ώμο του έμπηγε ένα ξύλο με μια σημαία βυζαντινή, με τον αετό. Την παράξενη εμφάνιση συμπλήρωναν μακριά μαλλιά δεμένα κότσο με ένα κορδόνι, όπως κάνουν οι παπάδες, μεγάλα νύχια αλλά και μια ήρεμη, απόκοσμη έκφραση. Ετσι περιγράφουν τον Θεόφιλο όσοι τον γνώρισαν. Εναν πράο άνθρωπο που δεν έπινε, δεν κάπνιζε, απέφευγε τον κόσμο και δεν πήγαινε ποτέ σε καφενείο ή σε διασκεδάσεις αλλά ούτε και στην εκκλησία, παρ΄ ότι ζωγράφιζε εικόνες αγίων. Στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα όλα αυτά συγκεντρωμένα σε ένα πρόσωπο δεν μπορούσε παρά να συνθέτουν σκάνδαλο. Αλλά ειδικά στην περίπτωση του Θεόφιλου δημιουργούσαν εύκολο στόχο αποδοκιμασιών, χλευασμού, σκληρότητας. Εκείνος δεν γνώριζε ότι τα σύνεργα της ζωγραφικής, που έκρυβε στο σελάχι της φουστανέλας του, ήταν το μεγαλύτερο όπλο. Θα έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια και μόνο προς το τέλος της ζωής του κάποιοι θα τον αναγνώριζαν. Και αρκετά χρόνια ακόμη για να δημιουργηθεί ο μύθος γύρω από το όνομά του.

    Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο θεωρείται πως γεννήθηκε κατά το διάστημα 1867–1870 στην Βαρειά της Μυτιλήνης. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς (ή Κεφάλας), ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ, ήταν κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις, αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ζωγραφική, πάνω στην οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον παππού του.
    Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας («Καβάσης») στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Εκεί έμεινε για μερικά χρόνια, πριν εγκατασταθεί στην πόλη του Βόλου, περίπου το 1897, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές και ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής ενώ σήμερα σώζονται τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο. Προστάτης του εκείνη την περίοδο, στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα το Μουσείο Θεόφιλου. Εκτός από την ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στην διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, με τους μαθητές σε παράταξη μακεδονικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστού­μια που έφτιαχνε ο ίδιος.
    Το 1927 επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορ­μή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επει­σόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος — για να διασκε­δάσει τους παρευρισκόμενους — έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
    Στην Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους. Στην Μυτιλήνη, τον συνάντησε ο καταξιωμένος τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης (Tériade), ο οποίος διέμενε στο Παρίσι. Στον Ελευθεριάδη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση της αξίας του έργου του Θεόφιλου αλλά και η διεθνής προβολή του, που ωστόσο σημειώθηκε μετά το θάνατό του. Με έξοδα του Ελευθεριάδη ανεγέρθηκε επίσης το 1964 το Μουσείο Θεοφίλου στην Βαρειά. Τα έργα του υπέγραφε συνήθως χρησιμοποιώντας το επώνυμο της μητέρας του, ενώ το μοναδικό έργο που φέρει το κατά κόσμον όνομά του, έχει υπογραφή «Έργο Θεόφιλου Γαβριήλ Κεφαλά» και είναι μια εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο σκευοφυλάκιο του Ιερού Ναού Ταξιαρχών στις Μηλιές Πηλίου
    Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, ξημέρωμα του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση. Ένα χρόνο αργότερα, έργα του εκτέθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου ως δείγματα της δουλειάς ενός γνησίου λαϊκού (ναΐφ) ζωγράφου της Ελλάδας.

    Εξαιρετικό το σχόλιο του δημοσιογράφου Στρατή Μπαλάσκα στην προσωπική του σελίδα στο facebook

    Σαν σήμερα πριν 80 χρόνια δηλαδή έφυγε από τη ζωή ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ. Τον πήραν από το φτωχικό δωμάτιο όπου τον είχε εγκαταστήσει ο Τεριάντ, μέσα σε μια κουβέρτα και τον θάψαν στο τμήμα των απόρων του γειτονικού νεκροταφείου του Αγίου Παντελεήμονος. Εκεί όπου σήμερα θάβονται οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες που πνίγονται στην προσπάθεια να περάσουν στη γη της επαγγελίας. Μόλις χθες θάψανε άλλον έναν... Γεια χαρά Θεόφιλε τσολιά, χαιρετίσματα στο φίλο του τον Κολοκοτρώνη

    Επίλογος το τραγούδι των Κατσιμίχα για το Θεόφιλο Χατζημιχαήλ





    http://www.lesvosnews.net/articles/news-categories/politismos/80-hronia-apo-thanato-toy-theofiloy

    Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Δὲν βλέπετε πού θέλουν νὰ κάμουν τὴν Ἑλλάδα παλιοψάθα;»




    Ὁ Λόγος τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη πάντα διαχρονικός…Ἀπὸ τότε φώναζε γιὰ τὸν ἐκ Δυσμῶν κίνδυνο τῶν φραγκολατίνων!

    «Μὴν ἀφήσετε, Ἅγιοί μου αὐτὰ τὰ γκιντὶ πουλημένα κριγιάτα τῆς τυραγνίας νὰ μασκαρέψουν καὶ νὰ ἀφανίσουν τοὺς Ἕλληνες».
    Τότε, ἐκεῖ ποὺ καθόμουν εἰς τὸ περιβόλι μου καὶ ἔτρωγα ψωμί, πονώντας ἀπὸ τὶς πληγές, ὅπου ἔλαβα εἰς τὸν ἀγώνα καὶ περισσότερο πονώντας διὰ τὶς μέσα πληγὲς ὅπου δέχομαι διὰ τὰ σημερινὰ δεινά τῆς Πατρίδος, ἦλθαν δύο ἐπιτήδειοι, ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, μισομαθεῖς καὶ ἄθρησκοι, καὶ μοῦ ξηγῶνται ἔτσι: «Πουλᾶς Ἑλλάδα, Μακρυγιάννη».

    Ἐγώ, στὴν ἄθλιαν κατάστασίν μου, τοὺς λέγω: «Ἀδελφοί, μὲ ἀδικεῖτε. Ἑλλάδα δὲν πουλάω, νοικοκυραῖγοι μου. Τέτοιον ἀγαθὸν πολυτίμητον δὲν ἔχω εἰς τὴν πραμάτειάν μου. Μὰ καὶ νὰ τὸ “χα, δὲν τὸ “δινα κανενός. Κι’ ἂν πουλιέται Ἑλλάδα, δὲν ἀγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τὸν κόσμον ἐσεῖς λογιώτατοι, νὰ μὴν θέλει νὰ ἀγοράσει κάτι τέτοιο».
    Ἔφυγαν αὐτοί. Κι’ ἔκατσα σὲ μίαν πέτραν μόνος καὶ ἔκλαιγα. Μισὸς ἄνθρωπος καταστάθηκα ἀπὸ τὸ ντουφέκι τοῦ Τούρκου, τσακίστηκα εἰς τὶς περιστάσεις τοῦ ἀγώνα καὶ…
    κυνηγιέμαι καὶ σήμερον. Κυνηγιῶνται καὶ ἄλλοι ἀγωνιστὲς πολὺ καλύτεροί μου, διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ τελευταῖος καὶ ὁ χειρότερος. Καὶ οἱ πιὸ καλύτεροι ὅλων ἀφανίστηκαν.
    Αὐτοὶ ποὺ θυσίασαν ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν, γιὰ νὰ εἰπωθεῖ ἐλεύτερη ἡ Ἑλλάδα κι’ ἐχάθηκαν φαμελιὲς ὁλωσδιόλου, εἶπαν νὰ ζητήσουν ἕνα ἀποδειχτικὸν ποὺ νὰ λέγει ὅτι ἔτρεξαν κι’ αὐτοὶ εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Πατρίδος καὶ Τοῦρκο δὲν ἄφηκαν ἀντουφέκιγο.
    Πῆγε νὰ’ νεργήσει ἡ Κυβέρνηση καὶ βγῆκαν κάτι τσασίτες καὶ σπιγοῦνοι, ποὺ δουλεύουν μίσος καὶ ἰδιοτέλεια, καὶ εἶπαν «ὄχι». Καὶ εἶπαν καὶ βρισιὲς παλιὲς διὰ τοὺς ἀγωνιστές. Γιὰ νὰ μὴν πάρουν τὸ ἀποδειχτικόν, ἕνα χαρτὶ ποὺ δὲν κάνει τίποτες γρόσια.
    Πατρίδα νὰ θυμᾶσαι ἐσὺ αὐτοὺς ὅπου, διὰ τὴν τιμὴν καὶ τὴν λευτερίαν σου, δὲν λογαρίασαν θάνατο καὶ βάσανα. Κι’ ἂν ἐσὺ τοὺς λησμονήσεις, θὰ τοὺς θυμηθοῦν οἱ πέτρες καὶ τὰ χώματα, ὅπου ἔχυσαν αἵματα καὶ δάκρυα.
    Θεέ, συχώρεσε τοὺς παντίδους, ποὺ θέλουν νὰ μᾶς πάρουν τὸν ἀγέρα ποὺ ἀναπνέομεν καὶ τὴν τιμὴν ποὺ μὲ ντουφέκι καὶ γιαταγάνι πήραμε. Ἐμεῖς τὸ χρέος, τὸ κατὰ δύναμιν, ἐπράξαμεν. Καὶ αὐτοὶ βγῆκαν σήμερον νὰ προκόψουν τὴν Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία καὶ διχόνοιαν. Και τὴν Πατρίδα δὲν τὴν θέλουν Μητέρα κοινή. Ἀμορόζα εἰς τὰ κρεβάτια τους τὴν θέλουν. Γι’ αὐτὸ περνοῦν καὶ ρεθίζουν τὸν κόσμον μὲ τέχνες καὶ καμώματα.
    Καὶ καζαντίσαν αὐτοὶ πουγγιὰ καὶ ἀγαθὰ καὶ ἀφήκαν τοὺς ἀγωνιστές, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ εἰς τὴν ἄκρην. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀνθρώπινοι λύκοι, ποὺ φέραν δυστυχήματα καὶ κίντυνον εἰς τὸν τόπον. Ἂς ὄψονται.
    Τότε ποὺ ἡ Τουρκιὰ ἐκατέβαινε ἀπὸ τὰ ντερβένια καὶ ὀλίγοι ἔτρεχαν μὲ ὀλίγα ντουφέκια, μὲ τριχιὲς δεμένα, νὰ πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριὰν ἢ θάνατον, οἱ φρόνιμοι ἀσφάλιζαν τὶς φαμελιὲς τους εἰς τὰ νησιὰ κι’ αὐτοὶ τρέχαν εἰς ρεματιὲς καὶ βουνά, μὴ βλέποντας ποτὲ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ ὅταν ἀκοῦγαν τὰ ντισμπάρκα τῶν Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους τὴν Πατρίδα καὶ κυνηγοῦν τοὺς ἀγωνιστές.
    Ἐγίναμε θηρία ποὺ θέλουν κριγιάτα (κρέατα) ἀνθρώπινα νὰ χορτάσουν. Καὶ χωρίζουν τὸν κόσμον σὲ πατριῶτες καὶ ἀντιπατριῶτες. Αὐτοὶ γίναν οἱ σημαντικοί τῆς Πατρίδος καὶ οἱ ἄλλοι νὰ χαθοῦν. Δὲν ξηγιῶνται γλυκότερα νὰ φυλάξωμεν Πατρίδα καὶ νὰ δοῦμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δὲν φτιάχνεται χωρὶς οὖλλοι νὰ θυσιάσουν ἀρετὴν καὶ πατριωτισμόν. Καὶ χωρὶς νὰ πάψει ἡ μέσα, ἡ δική μας τυραγνία.
    Καί βγῆκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνῆτες, Ἕλληνες, σπορὰ τῆς ἐβραιουργιᾶς, ποὺ εἶπαν νὰ μᾶς σβήσουν τὴν Ἁγία Πίστη, τὴν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιὰ δὲν μᾶς θέλει μὲ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον. Και ἐκάθησα καὶ ἔκλαιγα διὰ τὰ νέα παθήματα. Καὶ ἐπῆγα πάλιν εἰς τοὺς φίλους μου τοὺς Ἁγίους. Ἄναψα τὰ καντήλια καὶ ἐλιβάνισα λιβάνιν καλὸν ἁγιορείτικον.
    Καὶ σκουπίζοντας τὰ δάκρυά μου τοὺς εἶπα:
    «Δὲν βλέπετε ποῦ θέλουν νὰ κάμουν τὴν Ἑλλάδα παλιοψάθα; Βοηθεῖστε, διότι μᾶς παίρνουν, αὐτοὶ οἱ μισοέλληνες καὶ ἄθρησκοι, ὅ,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικὸν ἔχομεν. Φραγκεμένους μᾶς θέλουν τὰ τσογλάνια τοῦ τρισκατάρατου τοῦ Πάπα. Μὴν ἀφήσετε, Ἅγιοί μου αὐτὰ τὰ γκιντὶ πουλημένα κριγιάτα τῆς τυραγνίας νὰ μασκαρέψουν καὶ νὰ ἀφανίσουν τοὺς Ἕλληνες, κάνοντας περισσότερα κακὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ καταδέχθηκεν ὁ Τοῦρκος ὡς τίμιος ἐχθρός μας».
    Ἕνας δικός μου ἀγωνιστής μοῦ ἔφερε καὶ μοῦ διαβασεν ἕνα παλαιὸν χαρτί, ποῦ ἔγραψεν ὁ κοντομερίτης μου Ἅγιος παπάς, ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Τὸν ἐκρέμασαν εἰς ἕνα δέντρον Τοῦρκοι καὶ Ἑβραῖοι, διότι ἔτρεχεν ὁ εὐλογημένος παντοῦ καὶ ἐδίδασκεν Ἑλλάδα, Ὀρθοδοξία καὶ Γράμματα.
    Ἔγραφεν ὁ μακάριος ἐκεῖνος ὅτι:
    «Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίσει, νὰ φονεύσει τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλει, ἔχω χρέος σὰν χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω. Τὸ νὰ ὑβρίσει τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγία μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω»
    veteranos.gr
    http://amethystosbooks.blogspot.gr/