Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ - ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



ΕΚ ΤΟΥ ΆΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ.

Του δι΄ημάς ενανθρωπήσαντος  ποιήσεις την εικόνα, διά την εις Αυτόν αγάπην.Και μνησθήση δι΄αυτής Εκείνον, ανάγων τον νουν σου δι΄αυτής επί το προσκυνητόν εκείνο σώμα του Σωτήρος , το καθήμενον εκ του Πατρός εν ουρανώ. Ως δ΄ούτως , και των αγίων τους τύπους ποιήσεις και προσκυνήσεις, ουχ΄ως θεούς, (τούτο γαρ απηγορεύεται) , αλλά διά την εις εκείνους σχέσιν και διάθεσιν και την υπερβάλλουσαν τιμήν, αναφερομένου διά των εικόνων επ΄αυτούς του νου , καθάπερ και Μωυσής εποίησε τας των Χερουβίμ εικόνας , ένδον των Αγίων . Και αυτά δε τα έφερε παντός του κόσμου , και Αγια αυτά εκάλεσεν ο Μωυσής , ου τα κτίσματα δοξάζων , αλλά , δι΄αυτών , τον κοσμοποιόν Θεόν.

Αυτά τα ολίγα φανερώνουν τον σεβασμό όπού είχαν οι Αγιοι Πατέρες προς τας Αγίας Εικόνας, έμπροσθεν των οποίων προσηύχοντο μετά δακρύων.

ΠΟΙΟΣ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΟΠΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΝ , ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ , ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΤΥΠΟΥΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.

Ο χαρακτήρ των αγίων Εικόνων της Ορθοδόξου αγιογραφίας δεν είναι ουδόλως φυσικός, αλλά είναι λειτουργικός και συμβολικός , ήγουν πνευματικός . Η τέχνη αυτή όπου είναι μία ζωγραφική θεολογία , δεν αναπαριστά εξωτερικώς την φυσιογνωμίαν και την εν γένει μορφήν των Αγίων , αλλά εικονίζει τον πνευματικόν και άφθαρτον χαρακτήρα των έν τη Βασιλεία των Ουρανών. Διά τούτο , δεν είναι ορθόν να ζωγραφίζωνται Εικόνες Αγίων με φυσικόν τρόπον, ούτε τον καιρό όπου είναι ακόμη εν τη ζωή.
Από ταύτην την αιτίαν , αναγινόσκομεν εις τους βίους των Αγίων ότι κάποιοι ζωγράφοι , όπου τους έστειλαν άνθρωποι θεραπευθέντες ή αλλέως ευργετηθέντες από τίνα Αγίους , όπως φιλοτεχνήσουν την εικόνα των , παρατηρούντες αυτούς δεν ημπόρεσαν να αποτυπώσον την φυσιογνωμίαν των εις τον πίνακα , μ΄όλον ότι ήσαν άριστοι εις την τέχνην , και τούτο , διότι , ως έλεγον , ήλλαζεν η όψις του αγίου. Αυτό έχει την έννοιαν ότι η εικών του αγίου δεν πρέπει να είναι φυσική, ήγουν κατά τινά τρόπον ως είδωλον εικονισμένη, αλλά λειτουργική και πνευματική. Ο ζωγράφος Ανανίας, όπου έστειλεν ο τοπάρχης της Εδέσσης, Αύγαρος διά να εικονίσει τον Κύριον, δεν ημπόρεσε να αποτυπώσει την Αγίαν Αυτού μορφήν. Ο δε Κύριος, ζήτησε μάκτρον, και επάνω εις αυτό απετύπωσεν υπερφυώς τον ίδιον χαρακτήραν Του, παραδίδων εις ημάς το ακηλίδωτον αρχέτυπον της λειτουργικής τέχνης, ήγουν της αγιογραφίας.

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

ΦΟΡΜΑ 2


Ο υλισμός περιόρισε τον άνθρωπο στον χρόνο, χάνοντας το λώρο της ζωής. Ο άνθρωπος έπαψε να περιμένει , να θέλει.
Η στάση των Φαγιούμ είναι στάση , θέση , προσδοκίας Αναστάσεως.
Με το μέτρο αυτό μπορούμε να δούμε σήμερα την αναισθησία μας ,την άρνησή μας.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ο Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΣ “ΔΙΑΒΑΖΕΙ” ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ (τῆς Ἀπόκρεω)

πηγή : ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΓ. ΣΥΜΕΩΝ Ο Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΣ “ΔΙΑΒΑΖΕΙ” ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ τῆς Ἀπόκρεω

Μιὰ ἄλλη “ἀνάγνωση” (ἑρμηνεία) “πνευματικότερη” ἀπὸ τὴν κάπως παρεξηγημένη τῆς “ἱδρυματικῆς φιλανθρωπίας” -καὶ γιὰ τοῦτο εὔπεπτη- ἐπὶ τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἐσχάτης Κρίσεως μᾶς δίνει ὁ ἅγ. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (ὁ τρίτος ποὺ τιμήθηκε μὲ τὴν ἐπωνυμία Θεολόγος, μετὰ τὸν Μεγαλόπνοο Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό) στὴν ἐνάτη Κατήχησή του (S .C. 104, σελ. 114-118). Ἀποσύρει τὴν προσοχή μας ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς ἐξωστρεφοῦς ἢ ἀκόμα καὶ ἀκτιβιστικῆς “φιλανθρωπίας” καὶ τὴν ἐπικεντρώνει στὸ μόνο μεγάλο θέμα, στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, στὴν φιλανθρωπία ποὺ ἀπαιτεῖται νὰ ἐπιδείξει καὶ νὰ προσφέρει ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀλλοτριωμένη, διψασμένη, πεινασμένη καὶ φυλακισμένη ἀπὸ τὰ πάθη ψυχή του. Καὶ καταλήγει μὲ τὸ τρομερὸ ἐπιγραμματικό: «Σεαυτὸν οὐκ ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ: Ἂν δὲν ἐλεήσεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν θὰ ἐλεηθεῖς».

. Σήμερα, ἐποχὴ τῶν μεγάλων παραχαράξεων ἀξίζει ἡ προσέγγιση στὴν πατερικὴ ΧΑΡΑΞΗ.

Τὸ πρωτότυπο κείμενο συνοδεύεται σὲ μερικὰ κομμάτια ἀπὸ ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικά.

(π. Ἀθ. Σ. Λ.)

. Πῶς δὲ καὶ οἱ κατὰ τὸ δοκεῖν πτωχοὶ γεγονότες – ὥσπερ Χριστὸς ὁ Θεός, πλούσιος ὤν, ἐπτώχευσε δι᾿ ἡμᾶς- , αὐτοὺς ἡμᾶς ἐλεοῦντες τὸν δι᾿ ἡμᾶς γενόμενον ὡς ἡμεῖς ἐλεεῖν λογιζόμεθα; Νόει μοι καλῶς τὸ λεγόμενον. Ἐγένετο ὁ Θεὸς διὰ σὲ πτωχὸς ἄνθρωπος, γενέσθαι χρεωστεῖς καὶ σύ, ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν, ὅμοιος ἐκείνῳ πτωχός. Πτωχὸς ἐκεῖνος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, πτωχός σύ κατά τήν Θεότητα. Σκόπησον (ἐξέτασε) τοίνυν πῶς θρέψεις αὐτόν, πρόσεχε ἀκριβῶς.

. Ἐπτώχευσεν ἵνα σὺ πλουτήσῃς, ἵνα σοὶ μεταδῷ τοῦ πλούτου τῆς χάριτος αὐτοῦ· διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβεν ἐκεῖνος, ἵνα μεταλάβῃς σὺ τῆς ἐκείνου Θεότητος. Ὅταν γοῦν σεαυτὸν πρὸς ὑποδοχὴν αὐτοῦ εὐτρεπίσῃς, τότε ὑποδεχθήσεσθαι αὐτὸν ὑπὸ σοῦ λέγεται. Ὅταν δὲ δι᾿ ἐκεῖνον πεινᾷς σὺ καὶ διψᾷς, τροφὴ ἐκείνῳ καὶ πόσις ταῦτα λογίζεται. Πῶς; Ὅτι διὰ τούτων καὶ τῶν τοιούτων ἔργων καί πράξεων καθαίρεις σου τήν ψυχήν καί τοῦ λιμοῦ καί τοῦ ῥύπου τῶν παθῶν ἀπαλλάττεις σαυτόν· καί ὁ ἀναδεξάμενός σε οὕτω καί ἰδιοποιησάμενος τά κατά σέ πάντα Θεός καί θεόν σε ποιῆσαι ἐπιποθῶν, ὡς ἐκεῖνος ἐγένετο ἄνθρωπος, ἅπερ ποιεῖς σεαυτῷ, ἐκεῖνος ταῦτα πανθάνειν λογίζεται καί λέγει· “Ἐφ᾿ ὅσον ἐποίησας τῇ ἐλαχίστῃ ψυχῇ σου, ἐμοί ἐποίησας”. (Ἐπτώχευσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ πλουτήσεις ἐσύ, γιὰ νὰ σοῦ μεταδώσει ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς Χάριτός Του. Γι᾽ αὐτὸ ἔλαβε σάρκα Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ μεταλάβεις ἐσὺ τῆς Θεότητος Ἐκείνου. Ὅταν λοιπόν εὐτρεπίσεις τὸν ἑαυτό σου πρὸς ὑποδοχή Του, τότε λέγεται ὅτι γίνεται ὑποδοχὴ σ᾽Αὐτὸν ἀπὸ σένα. Κι ὅταν γιὰ Ἐκεῖνον πεινᾶς ἐσὺ καὶ διψᾶς, τότε αὐτὰ [ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα] λογίζονται [θεωροῦνται, “πιάνονται”] γιὰ Ἐκεῖνον τροφὴ καὶ πόση. Πῶς; Διότι μ᾽ αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια ἔργα καὶ πράξεις καθαρίζεις τὴν ψυχή σου καὶ ἀπαλλάττεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν λιμὸ καὶ τὸν ρύπο τῶν παθῶν. Καὶ ὁ Θεός ποὺ ἔτσι σὲ ἀναδέχθηκε καὶ πῆρε ἀπάνω του σὰν δικά του ὅλα ὅσα σὲ ἀφοροῦν καὶ ποθεῖ δυνατὰ νὰ σὲ κάνει θεό, ὅπως Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος, ὅ,τι κάνεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου Ἐκεῖνος τὰ λογαριάζει πὼς τὰ παθαίνει ὁ Ἴδιος καὶ λέει: «Ἐφ᾽ ὅσον τὰ ἔκανες γιὰ τὴν ἐλαχίστη ψυχή σου, γιὰ μένα τά ᾽κανες.»)

. Διὰ ποίων γὰρ ἄλλων ἔργων οἱ ἐν σπηλαίοις καὶ ὄρεσι τῷ Θεῷ εὐηρέστησαν, εἰ μὴ δι᾿ ἀγάπης πάντως καὶ μετανοίας καὶ πίστεως – πάντα γὰρ τὸν κόσμον ἀφέντες καὶ αὐτῷ μόνῳ ἀκολουθήσαντες, διὰ μετανοίας καὶ δακρύων ἐδέξαντό τε αὐτὸν καὶ ἐξένισαν, ἔθρεψάν τε καί διψῶντα ἐπότισαν -, ἄλλως δέ πάντες πάντως οἳ ἐκ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος υἱοὶ Θεοῦ χρηματίζουσιν, ἐλάχιστοι δὲ καὶ κατὰ κόσμον εἰσὶ καὶ πτωχοί; Οἱ οὖν γνόντες ἐν αἰσθήσει ψυχῆς ὅτι υἱοί γεγόνασι τοῦ Θεοῦ, οὐκέτι ἀνέχονται κόσμῳ καλλωπισθῆναι φθαρτῷ, ἐνδεδυμένοι γάρ εἰσι τὸν Χριστόν. Τίς δὲ ἀνθρώπων καταδέξεταί ποτε, πορφύρᾳ βασιλικῇ ἐστολισμένος, ῥυπῶντα και διερρωγότα χιτῶνα ἐπάνω ταύτης ἐνδύσασθαι; Οἱ δέ μὴ τοῦτο εἰδότες καὶ γυμνοί τοῦ βασιλικοῦ ὄντες ἐνδύματος, σπουδάσαντες δέ διά μετανοίας καί τῶν ἄλλων, ὡς εἴπομεν, ἀγαθοεργιῶν καί ἐνδυσάμενοι οὕτω τὸν Χριστόν, αὐτὸν ἐκεῖνον ἐνδύουσι τὸν Χριστόν· χριστοὶ γὰρ καὶ αὐτοί, ὡς υἱοί Θεοῦ ἀπό τοῦ θείου βαπτίσματος, πέλουσιν. Εἰ δέ μή τοῦτο ποιήσουσιν, ἀλλά τούς γυμνούς μέν ἅπαντας, τούς ἐν τῷ κόσμῳ, ἐνδύσουσιν, ἑαυτούς δέ γυμνούς καταλείψουσι, τί ὠφέλησαν; (Ἂν ὅμως δὲν τὸ κάνουν αὐτό, ἀλλὰ ντύσουν ὅλους γενικῶς τοὺς γυμνούς ποὺ εἶναι στὸν κόσμο καὶ ἀφήσουν (πνευματικὰ) γυμνοὺς τοὺς ἑαυτούς τους, τί ὠφελήθησαν;) Εἶτα πάλιν, ἀδελφοὶ Χριστοῦ οἱ βαπτισθέντες εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λεγόμεθα· καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ μέλη ἐσμέν αὐτοῦ.

. Ἀδελφὸς οὖν ὑπάρχων αὐτοῦ καί μέλος, ἐὰν πάντας μὲν ἄλλους τιμήσῃς, ξενίσῃς, θεραπεύσῃς, σεαυτόν δέ παρίδῃς καί διά πάντων οὐκ ἀγωνίσῃ εἰς τό ἀκρότατον τῆς κατά Θεόν πολιτείας καί τιμῆς ἀνελθεῖν, ἀλλά λιμῷ ὀκνηρίας ἤ δίψει ῥᾳθυμίας ἤ φυλακῇ στενωτάτῃ τοῦδε τοῦ ῥυπαροῦ σώματος διά γαστριμαργίας ἤ φιληδονίας τήν σεαυτοῦ ψυχήν καταλείψῃς ῥυπῶσαν, αὐχμῶσαν, ἐν βαθυτάτῳ σκότει κειμένην ὡσεί νεκράν, οὐχί τόν τοῦ Χριστοῦ ἐνύβρισας ἀδελφόν; Οὐχί πεινῶντα αὐτόν καί διψῶντα κατέλιπες; Οὐχί φυλακῇ ὄντα οὐκ ἐπεσκέψω αὐτόν; Τοιγαροῦν καί διά τοῦτο ἀκούσεις· “Σεαυτόν οὐκ ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ”. (Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶσαι ἀδελφὸς καὶ μέλος Του, ἐὰν τιμήσεις τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς φιλοξενήσεις, καὶ τοὺς φροντίσεις καὶ συγχρόνως παραμελήσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν ἀγωνιστεῖς μὲ ὅλα τὰ μέσα νὰ ἀνέλθεις στὸ ἀκρότατο ἐπίπδεδο τῆς κατὰ Θεὸν πολιτείας καὶ τιμῆς, ἀλλὰ ἐγκαταλείψεις στὸν λιμὸ τῆς ὀκνηρίας ἢ στὴν δίψα τῆς ραθυμίας ἢ στὴν στενωτάτη φυλακὴ αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ ρυπαροῦ σώματος διὰ τῆς γαστριμαργίας ἢ φιληδονίας τὴν ψυχή σου βρωμερή, κατάξερη καὶ πεταμένη στὸ βαθύτατο σκοτάδι σὰν νεκρή, ἄραγε (μὲ ὅλα αὐτά) δὲν καταδικάζεις τὸν ἀδελφὸ τοῦ Χριστοῦ; Ἄραγε δὲν τὸν ἐγκατέλειψες ποὺ ἦταν πεινασμένος καὶ διψασμένος; Ἄραγε δὲν τὸν ἄφησες χωρὶς ἐπίσκεψη ποὺ ἦταν στὴν φυλακή; Χωρὶς ἄλλο λοιπὸν δικαιολογημένα θὰ ἀκούσεις : «Τὸν ἑαυτό σου δὲν ἐλέησες, δὲν θὰ ἐλεηθεῖς».).
 
Σχόλιο : Πώς προκύπτει άραγε από αυτόν τόν λόγο τού Αγίου, τό πρόσωπον καί η αξιοπρέπεια τού ανθρώπου;   

Αμέθυστος

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Το εγώ, το αυτοκίνητο και η τεχνολογία (επανάληψη)

Το εγώ, το αυτοκίνητο και η τεχνολογία

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια σύντομη ποιητική δημιουργία του φιλοσόφου Max Bense.

Αυτοκίνητο και πληροφορική
Το εγώ, το αυτοκίνητο και η τεχνολογία
Max Bense
(Ausgewählte Schriften Band 4, Poetische Texte, 291-3)


Κανείς δεν έχει ένα εγώ, αλλά είναι εγώ. Αλλά έχει ένα αυτοκίνητο, το οποίο δεν είναι αυτοκίνητο. Έτσι λοιπόν το αυτοκίνητο έχει ένα εγώ αλλά δεν είναι, και ένα εγώ έχει ένα αυτοκίνητο αλλά δεν είναι! Αυτό το κείμενο είναι ένα κείμενο περί της διαφοράς είναι και έχειν, και αυτή η διαφορά είναι ταυτοχρόνως και μια διαφορά μεταξύ του αυτοκινήτου που κινείται και του εγώ που το κινεί. Όμως αυτό που κινείται, που μπορεί να είναι τόσο το αυτοκίνητο όσο και το εγώ, αίρει τη διαφορά μεταξύ αυτοκινήτου και εγώ, κι’ έτσι αυτό το κείμενο περί είναι και έχειν ή αυτοκινήτου και εγώ, γίνεται ένα κείμενο για το οδήγημα, όπου το αυτοκίνητο γίνεται εγώ και το εγώ αυτοκίνητο.

Το αυτοκίνητο είναι μια κλασσική μηχανή στο βαθμό που παράγει ενέργεια και κάνει έργο, όπως όλες οι κλασσικές μηχανές. Μ’ αυτόν τον ίδιο τρόπο είναι μια υπερκλασσική μηχανή, στο βαθμό που επεξεργάζεται πληροφορίες και δημιουργεί επικοινωνία, όπως όλες οι υπερκλασσικές μηχανές. Ανήκει εξολοκλήρου λοιπόν στην μοντέρνα, προοδευτική τάξη μηχανών, που συσσωρεύουν και επεξεργάζονται πληροφορίες!

Το εγώ, στο οποίο ανήκει, του προσφέρει τις πληροφορίες που επεξεργάζεται. Η επεξεργασία συνίσταται στην μετάφραση των δεδομένων, τα οποία προσφέρει το εγώ, σε κίνηση την οποία προσφέρει το αυτοκίνητο. Με την κίνηση, το αυτοκίνητο αποκτά την τάξη ενός τόπου, μιας ραφής κατά κάποιο τρόπο, όπου ο κόσμος και το συνειδητό συνεχώς συγκρούονται!

Θα μπορούσαμε να πούμε, στην οποία συγκρούονται το είναι και το σκέπτεσθαι. Βρισκόμαστε τοιουτοτρόπως στον ορίζοντα της Εγελιανής μεταφυσικής και έτσι η κίνηση του αυτοκινήτου, η ουσιαστική κατάσταση, αποκτά τη γοητεία ενός μεταφυσικού οχήματος!

Έτσι και το κείμενο, περί της διαφοράς μεταξύ του εγώ και του αυτοκινήτου, γίνεται ένα τεχνικό κείμενο, και το τεχνικό κείμενο μεταφυσικό.

Το αυτοκίνητο δεν μετακινεί μόνο το εγώ, μετακινεί και τις σκέψεις του εγώ, αυτή την αθόρυβη γράμμωση σκέψης σε σχέση με την θορυβώδη γράμμωση της οδήγησης. Στην αρχή αναμφίβολα ακολουθεί η αθόρυβη την θορυβώδη, το εγώ καταδιώκει ακατάπαυστα το αυτοκίνητο, το σκεπτόμενο ον είναι εξολοκλήρου προσανατολισμένο στο κινούμενο ον. Μόνο βαθμιαία και αργότερα προσαρμόζεται το εγώ στο αυτοκίνητο. Αυτόματα, χωρίς σκέψη δίνονται οι απαραίτητες πληροφορίες στο αυτοκίνητο, για να τις μετατρέψει σε κίνηση. Όλα γίνονται τότε σαν από μόνα τους.

Εδώ γίνεται ορατό πλήρως πλέον ότι η συνείδηση είναι στην ουσία άτοπη, δεν παριστάνει καμία ουσία αλλά μια λειτουργία, όπως το εξέφρασε ο γερο-William James. Με την συνήθεια που αποκτά το σκεπτόμενο ον προς το κινούμενο, το εγώ και το αυτοκίνητο συντήκονται σιγά-σιγά σε ένα σουρεαλιστικό αυτόματο! Παραμένουν όμως και στον εαυτό τους και σημαίνουν επιπλέον κάτι αυτόνομο, ώστε να έχει προκύψει σχεδόν ένα νέο είδος υπάρξεως: Μια μηχανή ανάλογη της συνείδησης, το αυτοκίνητο ανάλογο του εγώ, μια τέλεια ομάδα ανθρώπου – μηχανής, μια υπαρξιακή σχέση μεταξύ ενοχλήσεων και φόβων, μηχανικών δράσεων και ανθρωπίνων αντιδράσεων, μεταξύ σωμάτων και ορμών, θορύβων και αποφάσεων.

Κινούμενο αργά, το εγώ ανακαλύπτει ότι κάθεται και κινείται ταυτόχρονα. Ανακαλύπτει επίσης ότι το κινούμενο ον τραυμάτισε, αν δεν κατέστρεψε για πάντα, την αίσθηση του κάθομαι, μέσα στο σκεπτόμενο ον. Ο άνθρωπος έγινε μια τουριστική ύπαρξη, μέσω του αυτοκινήτου, και η αρχή του τουρισμού έγινε αρχή υπάρξεως.

Μέσα στο αυτοκίνητο επιβεβαιώνεται η ατοπία της συνειδήσεως και η ου-τοπία του σώματος. Τα αυτοκίνητα κατοικούν στις πόλεις όπως οι άνθρωποι, και όταν οι άνθρωποι αφήνουν τις πόλεις, τις αφήνουν και τα αυτοκίνητα! Μέσω του αυτοκινήτου η πόλις έπαψε να είναι μια φανερή αρχή εγκατοικήσεως! Το αυτοκίνητο-εγώ απαιτεί την αυτοκινητό-πολη όπως και τον αυτοκινητό-δρομο. Μόνον εδώ ο άνθρωπος μπορεί να είναι το θεμελιωδώς ισχυρότερο ον, ενώ στη Φύση είναι πιθανόν πάντοτε το ασθενέστερο.

Είναι σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθεί πόσες καινούριες γνώσεις, πόσες επιστημονικές πληροφορίες, πόσες αποφάσεις για την αλήθεια ή το ψεύδος, ήταν αναγκαία για να κατασκευαστεί το αυτοκίνητο. Το οποίο είναι λοιπόν μια τεράστια αποθήκη ανθρωπίνης γνώσεως και δημιουργικής ικανότητος. Αν συμβουλευτεί κάποιος τον Leibniz για να διακρίνη την ανθρώπινη από την θεϊκή δημιουργικότητα, προκύπτει πως, όπως το εξέφρασε ο Leibniz, για την θεία δημιουργικότητα αρκούσε εκείνο το παντοδύναμο “γεννηθήτω” (fiat στα λατινικά) για να δημιουργήσει τον κόσμο.

Ενώ για την ανθρώπινη δημιουργικότητα, για να δημιουργήσει το αυτοκίνητο, ήταν αναγκαία μακρυά αλυσίδα βασάνων και απολαύσεων, εμπειριών και απογοητεύσεων, αποφάσεων για την αλήθεια ή το ψεύδος των γνώσεων. Αλλά ακριβώς η διάνοια η οποία είναι αποθηκευμένη μέσα στο αυτοκίνητο, το καθιστά ένα ον δεκτικό της ανθρώπινης διάνοιας!
Μετάφραση: Πέτρος Χαραλάμπους
για τις Εκδόσεις αμέθυστος
ΣΧΟΛΙΟ : Όποιος έχει Νού μπορεί νά καταλάβει
ΠΗΓΗ: ΑΜΕΘΥΣΤΟΣ