Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Οχι πια Ελλάδα, όχι ακόμα Ευρώπη


Τ​​ο 1875, το περιοδικό «Ασμοδαίος» στην Αθήνα (των Ροΐδη, Αννινου, Σουρή, Μητσάκη) χαρακτήριζε το τότε ελλαδικό κρατίδιο «χρυσαλλίδα» (: όχι πια κάμπια, αλλά ούτε ακόμα πεταλούδα – δεν είναι πια Ελλάδα, αλλά ούτε ακόμα Ευρώπη). Εκατόν σαράντα τρία χρόνια από τότε, δύο σχεδόν αιώνες από την Εθνεγερσία, η παρομοίωση εξακολουθεί να ισχύει. Η αδυναμία να συντελεστεί η ποθούμενη μετάλλαξη παγιώνει έναν ανεξέλεγκτο διπολισμό, εξόφθαλμη σχιζοφρένεια.
Για να συντελεστεί η μετάλλαξη, προϋποτίθεται σαφής η επίγνωση: ποιοι είμαστε και τι θέλουμε να γίνουμε. Τετρακόσια χρόνια απαιδευσίας της πλειονότητας του πληθυσμού είχαν αφήσει άθικτη τη γνησιότητα και ρωμαλεότητα της λαϊκής παράδοσης (με εκπληκτικά επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική, στη δημώδη ποίηση και μουσική, στους κοινωνικούς θεσμούς). Ομως το δίλημμα: Ελλάδα ή Ευρώπη προϋπέθετε ενημερότητα, γνώσης - σπουδής εξοπλισμό σε ευρύτατη πληθυσμική κλίμακα προκειμένου να διαμορφωθεί «κοινή γνώμη».
Στα μάτια του απλού λαού, ο Ελληνισμός συνοψιζόταν στην επανάκτηση της «Πόλης» και της «Αγια-Σοφιάς», στο όραμα της αυτοκρατορίας. Ηταν δύσκολο, σχεδόν αδύνατο να συνειδητοποιηθούν ερωτήματα, όπως: Θα μπορούσε η αυτοκρατορία, ο κοσμοπολίτικος, χωρίς σύνορα Ελληνισμός, να μετασχηματιστεί σε νεωτερικού, ευρωπαϊκού τύπου εθνικό κράτος; Μπορεί ο κοσμοπολίτης Ελληνας να υπάρξει σαν βαλκάνιος επαρχιώτης; Μπορεί τη Βασιλεύουσα Πόλη να την υποκαταστήσει ένα σχεδόν αρβανίτικο χωριό, η Αθήνα; Το Οικουμενικό Πατριαρχείο να εκχωρήσει τον ρόλο του σε μια «εθνική» εκκλησία, που λειτουργεί με δημοσίους υπαλλήλους και επιτροπεύεται από ευτελισμένους, ρουσφετολόγους υπουργούς; Μπορεί η διαχρονικά ακονισμένη γλώσσα της ελληνικής οικουμενικότητας να συμβιβαστεί με τη γλωσσοπενία μιας κρατικής ιδεολογίας και πρακτικής; Μπορεί το τριών χιλιάδων χρόνων πολιτικό άθλημα του «κοινωνείν - αληθεύειν» να εργαλειοποιηθεί για την εξισορρόπηση «δικαιωμάτων» στο πλαίσιο του έθνους - κράτους;
Μια διασάφηση απαραίτητη και ουσιώδης, που απαιτούσε σοβαρή μελέτη και θαρραλέα απεξάρτηση από επιπόλαιες «εντυπώσεις», έπρεπε να αφορά στην τότε Ευρώπη: Γιατί ο τόσος θαυμασμός της για την Αρχαία Ελλάδα και τόση η περιφρόνηση ή και απροκάλυπτη εχθρότητα για τους υστερόχρονους «Γραικούς»; Σίγουρα, ελάχιστοι Ελληνες είχαν τότε διαβάσει Βολταίρο και Μοντεσκιέ, τη χλεύη και την αποστροφή τους για το «Βυζάντιο». Κάποιοι, περισσότεροι ίσως, διέσωζαν τη μνήμη της ίδιας περιφρόνησης και χλεύης στα κηρύγματα των «μισσιοναρίων», που κατά κύματα κατέκλυζαν την Ελλάδα στους αιώνες της Τουρκοκρατίας, για να μεταστρέψουν στην «ορθή» χριστιανική πίστη τους «πλανεμένους» Ρωμιούς.
Εχουν περάσει δύο αιώνες από την Εθνεγερσία και το «έθνος» συνεχίζει να αποδείχνεται ανίκανο να «εγερθεί». Συνεχίζει να πιστεύει, διακόσια χρόνια τώρα, ότι η κάμπια θα γίνει πεταλούδα με μόνη τη μίμηση, τον μεταπρατισμό, πιθηκίζοντας το ίνδαλμά της – απαράλλαχτα όπως οι απελεύθερες από την αποικιοκρατία κοινωνίες.
Κατρακυλάμε αδυσώπητα στην παρακμή, από ντροπή σε ντροπή και από τη διάλυση στη σήψη, με πεισματική άρνηση να διερωτηθούμε για τα ουσιώδη. Εχουμε ετοιματζίδικες ιδεολογικές απαντήσεις, ακόμα και για ερωτήματα της ιστορικής μας ταυτότητας, της ελληνικής αυτοσυνειδησίας.
Η Ευρώπη προχώρησε θαυμαστά, όχι επειδή πρόκοψε στην τεχνολογία, στην οικονομία και στους «καλούς τρόπους» – η ζηλευτή πρόοδος είναι στην ιστορική απροκατάληπτη έρευνα και αυτογνωσία. Ευτυχώς η επιστήμη και η έρευνα δεν πειθαρχούν πάντοτε στον αμοραλισμό της πολιτικής και των «αγορών». Αν δεν επιμέναμε οι Ελληνες στην εκούσια τυφλότητα της κάμπιας, θα πιστοποιούσαμε στην τίμια ευρωπαϊκή ιστοριογραφία τις δυο συμπλεγματικές εμμονές της ψυχολογίας του Ευρωπαίου:
Πρώτη εμμονή, η συχνά καμουφλαρισμένη αλλά άσβεστη αμάχη για την κάποτε ελληνική οικουμενικότητα, που εσκεμμένα και απαξιωτικά ψευδωνυμείται σαν «Βυζάντιο». Τίμιος ο μεσαιωνολόγος Jacques Le Goff βεβαιώνει την «ανακούφιση» της ευρωπαϊκής elite, όταν οι Τούρκοι κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη: «Εξέλιπε ο δεύτερος πόλος πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας στην Ευρώπη, το καίριο εμπόδιο για την ενότητα μιας μελλοντικής Ευρώπης»!
Δεύτερη εμμονή, ο σφετερισμός της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς – συνεχιστής του αρχαιοελληνικού πολιτισμού είναι η μεσαιωνική Δύση: ο σχολαστικισμός και η ειδωλοποιημένη νοησιαρχία του. Η Αρχαία Ελλάδα τέλειωσε ιστορικά με το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας (529 μ.Χ.), την κατάπιε το σκοτάδι του «Βυζαντίου» – σώθηκε όμως στη Δύση με την «Αναγέννηση» και τον «Νεοκλασικισμό»!
Και οι δυο αυτές εμμονές αποτυπώνονται μιμητικά στο δυτικού (νεωτερικού) τύπου ελληνώνυμο κρατίδιο του βαλκανικού νότου. Οι Δυτικές Δυνάμεις εγκρίνουν τη δημιουργία του γιατί είναι ολοκληρωτικά μεταπρατικό, μιμείται θεσμούς και λειτουργίες που γεννήθηκαν από τις ανάγκες και φιλοδοξίες των κοινωνιών της Δύσης, επιτροπευόταν από βασιλική οικογένεια Οίκου ανάκτων της Ευρώπης, κηδεμονεύεται απολύτως οικονομικά, πολιτικά και εκπαιδευτικά από τις Δυτικές Δυνάμεις. Το κρατίδιο περιλαμβάνει εδαφικά όλα τα αντιπροσωπευτικά τοπωνύμια της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας: Αθήνα, Ελευσίνα, Θήβα, Δελφούς, Μυκήνες, Σπάρτη, Ολυμπία, Δήλο – επομένως, ελέγχοντας η Δύση το ελληνώνυμο κρατίδιο, διαχειρίζεται ανεξέλεγκτα τη συνέχεια της ελληνικής αρχαιότητας, μεταβάλλει το κρατίδιο σε σίγουρο τάφο του μισητού «Βυζαντίου».
Το ερώτημα: ποιοι είμαστε οι σημερινοί ελληνώνυμοι, πού συγκλίνουμε σήμερα με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και πού αποκλίνουμε, τι έχουμε ανάγκη να προσλάβουμε αλλά και τι να προσφέρουμε, ως εταίροι πια, σε σύμπραξη ευρωπαϊκή, είναι λογικά αυτονόητο και πρακτικά αναγκαίο να τεθεί. Αλλά από ποιους; Από τον υπόκοσμο που χαρτζιλικώνεται, άλλοτε από τη Siemens και άλλοτε από τη Novartis, για να εξασφαλίζει την αφασία μας;
https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Χρήστος Γιανναράς «ΒΙΒΛΟΣ ΚΑΙ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ» (συνέδριο)


Η εισήγηση του Χρήστου Γιανναρά, μέσα στο πλαίσιο του Συνεδρίου «Βίβλος και εικαστικές τέχνες», εστιάζει στην αντιδιαστολή της βυζαντινότροπης απεικόνισης των Παθών του Σωτήρος Χριστού προς την απεικόνισή τους υπό το πρίσμα μιας φυσιοκρατικής κατανόησης τού είναι.
 
Ο ζωγράφος Θεόφιλος, όπως και ο συγγραφέας Ντοστογιέφσκυ, βοηθούν τον εισηγητή να εντοπίσει ως ζητούμενο της ζωγραφικής δημιουργίας την εικόνιση όχι της «φύσης», αλλά της «υπόστασης» – δηλαδή της ελευθερίας. Με αποτέλεσμα να ανοίγει ο ορίζοντας μιας αληθινής (πέρα από συναισθηματισμούς) πολιτιστικής μεγαλουργίας.
Ώς ότου η Ανάσταση φτάσει να σημαίνεται μέσα και από την ίδια τη Σταύρωση!
 
Γίνεται φανερό, εδώ, ότι μια εικαστική γλώσσα αρθρωμένη πάνω από τούτες τις βάσεις αναδύεται συγγενέστερη τόσο προς την αρχαιοελληνική καλλιτεχνική αντίληψη, όσο και προς τα κατακτημένα (πολύ κατοπινότερα) εκ μέρους της σύγχρονης τέχνης.


antifono.

https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Κρίμα τα νιάτα τους



Τ​​ο 1966, ακριβώς πριν από πενήντα χρόνια, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, από τους σημαντικότερους φιλοσόφους στην ευρωπαϊκή ιστορία και κορυφαίος του 20ού αιώνα, δήλωνε την αγωνία του, αν μπορεί να υπάρξει πολιτικό σύστημα, και ποιο, ικανό να λειτουργήσει μέσα στον κόσμο που διαμορφώνει η ραγδαία εξελισσόμενη τεχνολογία, αυτονομημένη από τις ανθρώπινες ανάγκες, σαν αυτοσκοπός. «Πάντως το συμβατό με την καινούργια εποχή πολίτευμα δεν μπορεί να είναι η δημοκρατία».
Η δραματική, αγωνιώδης αυτή πρόβλεψη γινόταν, όταν δεν υπήρχαν ακόμα “προσωπικοί υπολογιστές” ούτε κινητά τηλέφωνα και η τηλεόραση ήταν ακόμα στα σπάργανα. Γεννούσε τότε στον Χάιντεγκερ πανικό το γεγονός και μόνο της αυτονομημένης από τις ανθρώπινες ανάγκες παραγωγής, η εξέλιξη των μέσων παραγωγής και της παραγωγής σαν αυτοσκοπός. Ηταν κιόλας φανερό ότι η τεχνολογία των μέσων και ο στόχος της παραγωγής δεν απέβλεπαν πια στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Οι ανθρώπινες ανάγκες υποτάσσονταν στην προτεραιότητα καταξίωσης της παραγωγής ως αυταξίας, αυτή η προτεραιότητα απαιτούσε και τη συνεχή τεχνολογική εξέλιξη των μέσων παραγωγής.
Ο Χάιντεγκερ διαπίστωνε, στη συνέντευξη του 1966, ότι η εξέλιξη της παραγωγικής τεχνολογίας διαστέλλει τον άνθρωπο από την παραγωγή, «τον ξεριζώνει από τη γη του, ενώ (έλεγε) σύμφωνα με την ανθρώπινη εμπειρία και Ιστορία, όσο εγώ τουλάχιστον γνωρίζω, κάθε τι ουσιαστικό και σημαντικό γεννήθηκε μόνο από το γεγονός ότι ο άνθρωπος είχε μια πατρίδα και ήταν ριζωμένος σε μια παράδοση».
Η παραγωγή ως αυταξία και η αδιάκοπη τεχνολογική εξέλιξη που την υπηρετεί, ταυτίστηκαν αξιωματικά με την «πρόοδο», τον «εκσυγχρονισμό», την προϋπόθεση «καλύτερης ζωής». Οι επιφυλάξεις, ο προβληματισμός, η περίσκεψη στιγματίστηκαν σαν γνωρίσματα «συντηρητισμού», «οπισθοδρομικότητας», στείρας ατολμίας. Ηταν περισσότερο από φανερό ότι, με τη βοήθεια της ραγδαία εξελισσόμενης τεχνολογίας, η παραγωγή, αυτονομημένη από τις ανθρώπινες ανάγκες, υπηρετούσε ιδιωτικά, όχι κοινωνικά, συμφέροντα, αύξανε κατακόρυφα το κέρδος ιδιωτών, ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής.
Οταν αυτό φτάσει να συμβαίνει, η δημοκρατία είναι «εκ των πραγμάτων» ή «εξ ορισμού» ανέφικτη.
Παύουν να αποφασίζουν οι πολίτες για τις ανάγκες τους, χάνεται η ίδια η συνείδηση-επίγνωση των αναγκών τους. Για τις ανάγκες των πολιτών αποφασίζουν οι «αγορές». Και οι διαχειριστές των κοινών (οι ακόμα επονομαζόμενοι «πολιτικοί») διεκπεραιώνουν απλώς τα συμφέροντα των αγορών.
Η διορατική πρόγνωση του Χάιντεγκερ επαληθεύεται με πολλήν ευκρίνεια σήμερα. Ισως όχι παντού – υπάρχουν ακόμα κοινωνίες, όπου η παντομίμα της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» σώζει ακόμα τόσες επιφάσεις, ώστε να ξεγελάει όχι μόνο τους αφελείς και τους επιπόλαιους. Πάντως, από τις εμφατικές επαληθεύσεις είναι η περίπτωση της ελλαδικής πολιτείας. Ισως επειδή συνδυάζει την κατάλυση της δημοκρατίας τόσο με την άσκεφτη και ανεξέλεγκτη (γι’ αυτό και ενθουσιώδη) παραδοχή του ηγεμονικού ρόλου της «παραγωγικής» τεχνοκρατίας όσο και με τον μακροχρόνιο βυθισμό στη μειονεξία του μεταπρατισμού και μιμητισμού.
Στο ελλαδικό κράτος σήμερα συντηρούμε όλα τα προσχήματα της δημοκρατίας (λαϊκής κυριαρχίας) χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα. Η Βουλή δεν βουλεύεται, παρά μόνο για τις εντυπώσεις, ψηφίζει αποφάσεις που υπαγορεύουν οι δανειστές της χώρας, νομοθετήματα εκατοντάδων σελίδων, που με τον εκβιασμό του «κατεπείγοντος» αφαιρείται από τους βουλευτές έστω και το ενδεχόμενο να ξέρουν (να έχουν διαβάσει) τι ψηφίζουν. Δεν ψηφίζουν αποφάσεις, ψηφίζουν απλώς την παραμονή τους στο κόμμα όπου είναι ενταγμένοι, δηλαδή ψηφίζουν επαγγελματική εξασφάλιση. Η κυβέρνηση δεν κυβερνάει, απλώς διεκπεραιώνει τις αποφάσεις των δανειστών καρυκευμένες με ολίγη σάλτσα «διαπραγματεύσεων», για να συντηρείται το κουκλοθέατρο της τάχα και δημοκρατίας.
Το κράτος επιτροπεύεται πανομοιότυπα, όπως θα επιτροπευόταν και από στρατό ξενικής κατοχής.
Σε κάθε υπουργείο, σε κάθε Τράπεζα, σε κάθε δημόσιο οργανισμό υπάρχει επίτροπος ελεγκτής κάθε λειτουργικής λεπτομέρειας – η κρατική ανεξαρτησία, η αυτοδιάθεση και εθνική αυτονομία έχουν προσφερθεί αντάλλαγμα για την ποδηγέτησή μας, προκειμένου, το συντομότερο (άγνωστο πότε) «να βγούμε στις Αγορές», δηλαδή να παραδοθούμε, με εχέγγυα κάποιας παραγωγικότητας, βορά στους πλανητικά κυρίαρχους, ελεύθερους (που θα πει παντελώς ανεξέλεγκτους) διεθνείς τοκογλύφους. Οι οποίοι έχουν από τώρα απαιτήσει ως υποθήκη ακόμα και το νερό που πίνουμε.
Ενας λαός, όχι με τίτλους ιλιγγιωδών επιτευγμάτων πολιτισμού αλλά μόνο με στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης, θα είχε δικάσει αμείλικτα τους φυσικούς αυτουργούς της καταστροφής του: όσους υπέγραψαν τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας, για να συντηρήσουν το πελατειακό τους κράτος. Θα είχε διακρίνει την εξόφθαλμη ανικανότητα και τον λοιμώδη εκφαυλισμό ολόκληρου του κομματικού φάσματος και θα είχε βρει τη δημοκρατική οδό για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης επιστρατευμένων ανθρώπων έκτακτης ποιότητας, για να ηγηθεί στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα αποτίναξης του ζυγού των «μνημονίων».
Δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την αναπηρία των κομματαρχών μας: έχουν συνείδηση παίκτη, όχι κοινωνικού ηγήτορα. Παίζουν, όπως σκάκι ή τάβλι, όπου όλη η προσοχή τους είναι στον αντίπαλο: να εξουδετερώσουν κάθε κίνησή του, να μπλοκάρουν τις πρωτοβουλίες του, να τον πτοήσουν με τεχνάσματα, να αποδυναμώσουν ή να αποτρέψουν επιτυχίες του. Στο πεδίο της αντιπαλότητας Τσίπρα - Μητσοτάκη η κοινωνία απουσιάζει ολοκληρωτικά, ο λαός είναι ανύπαρκτος, το ήθος, η πείρα και σοφία της παράδοσης, το θάμβος της γλωσσικής κληρονομιάς, όλα λησμονημένα, παγερώς αδιάφορα. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι πώς «να του τη φέρω», πώς «να μη μου τη φέρει», «τι λάθος έκανε να το εκμεταλλευτώ», «πώς να τον παρασύρω για να την πατήσει».
Ισως δεν φταίνε που ιστορικά βυθίζονται στην ντροπή, στιγματισμένοι με τόση ευτέλεια, οι δυο μονομάχοι. Αυτό ξέρουν, αυτό έμαθαν για πολιτική, «παιδιά του σωλήνα» (κομματικού ή οικογενειακού) είναι και οι δυο, μόνο σαν «παίκτες», ταβλαδόροι ή σκακιστές, ξέρουν να κινούνται στην πολιτική, όχι σαν κοινωνικοί ηγήτορες. Κρίμα τα νιάτα τους.
Η ελλαδική φάρσα «δημοκρατίας», αποτυπωμένη θρασύτατα στο πρωθυπουργοκεντρικής απολυταρχίας, παπανδρεϊκό Σύνταγμα του 1985, δεν προβλέπει τον παραμικρό κοινωνικό έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. Ενας λαός προικισμένος με πολιτισμική δυναμική ικανή να τον διατηρεί ενεργό συντελεστή του ιστορικού γίγνεσθαι, βυθίζεται αδυσώπητα στην ιστορική ανυπαρξία.
Διεθνώς κωμική ατραξιόν και η περί εκλογών κοκορομαχία Τσίπρα - Μητσοτάκη.

.kathimerini.

ΣΧΟΛΙΟ: O Nαζισμός, αγαπημένο πολιτικό σύστημα τού Χάιντεγκερ, επηρέασε αποφασιστικά τήν ανάπτυξη καί τήν επικράτηση τής τεχνολογίας στήν υπηρεσία τού πολέμου καί όχι τού ανθρώπου.

Αμέθυστος
https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Xωρίς εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης



​​
XΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
Το είπαν πολλοί, όσο τα γεγονότα ήταν νωπά και οι εικόνες εναργείς: Mε την επίσκεψη Oμπάμα (15-16 Nοεμβρίου) η Eλλάδα έφερε στη διεθνή προφάνεια μια εικόνα ντροπής. Oχι φτώχειας (η φτώχεια δεν είναι ντροπή), ίσως ούτε και ανοργανωσιάς. Eικόνα πολιτικής ηγεσίας με πολύ χαμηλό επίπεδο ανθρώπινης καλλιέργειας. Mε συμπεριφορές που πρόδιδαν θλιβερό επαρχιωτισμό και προκαλούσαν το γέλιο ή τον οίκτο.
Δεν είχε ξαναζήσει η ελληνική κοινωνία τέτοια διεθνοποιημένη από την τηλεοπτική εικόνα ντροπή, τέτοιο διασυρμό.
Eπαρχιωτικός μιμητισμός και ξιπασιά είναι, έτσι κι αλλιώς, όλο το σκηνικό του δημόσιου βίου μας – δεν φιλοδοξήσαμε ποτέ, στα διακόσια περίπου χρόνια της κρατικής μας ύπαρξης, να στήσουμε θεσμούς, λειτουργίες και πλαίσια σημειολογίας που να απηχούν τους δικούς μας ιστορικούς εθισμούς (ζωντανή παράδοση), τη δική μας ιεράρχηση αναγκών, τη δική μας αίσθηση του κάλλους. Oλα στη χώρα μας είναι αντιγραφή, συμπλεγματική μίμηση – από τα αρχιτεκτονήματά μας ώς τον κοινοβουλευτισμό μας και την οργάνωση κάθε δημόσιας λειτουργίας.
Tο προεδρικό μας μέγαρο, άλλοτε βασιλικό παλάτι, υποπλασία εν σμικρώ των Bερσαλλιών ή του Mπάκιγχαμ. Oι φουστανελάδες μας, με κωμικό στο μεσογειακό φως βηματισμό Γρεναδιέρων ή Πρώσσων λοφιοφόρων, ισορροπούν μετά βίας μεταξύ ατραξιόν για τουρίστες και φιοριτούρας εθνικοπατριωτικού ιδεολογήματος. Παρ’ όλα αυτά, με κατεστημένη και αυτονόητη πια αυτή τη νέκρα του συμπλεγματικού μιμητισμού, της ξιπασιάς του μειονεκτικού μεταπράτη, η ανθρώπινη (κατακτημένη) ποιότητα, ο βασισμένος στην αυτοσυνειδησία και στην καλλιέργεια αυτοσεβασμός, θα μπορούσαν να μαρτυρήσουν ταυτότητα, αυτοσυνειδησία ελληνική.
O πρόεδρος των HΠA, και στις προσφωνήσεις και στην ομιλία του, άψογος, αρχοντικός, ζεστός και ανθρώπινος, πρόσφερε σε μας τους Eλληνες ακροατές του και στο παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό, την ευγενική του αναφορά στο απώτερο παρελθόν των Eλλήνων. Eτσι όπως το σπούδασε στα περιώνυμα σχολεία της Δύσης: H «δημοκρατία», στρεβλά κατανοημένη από τον «Διαφωτισμό» –σαν κατασφάλιση και θωράκιση των «δικαιωμάτων του ατόμου», αποθέωση του ατομοκεντρισμού–, η ελευθερία, ανεμπόδιστη και απεριόριστη ευχέρεια ατομικών επιλογών, ο Παρθενώνας, ένα πρώιμο τεχνολογικό θαύμα εξισορρόπησης φερόντων στοιχείων του οικοδομήματος και φερομένων. Kανένα ερώτημα: γιατί τύπος και εικόνα της δημοκρατίας ένας ναός, γιατί κατόρθωμα αλήθειας το κάλλος: η «κατά λόγον» αρμονία και κοσμιότητα σχέσεων;
Aξίζει να διερωτηθούμε, τι θα απαντούσε στον πλανητάρχη και με θεατές ένα περίπου παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό, ο Γιάννης Tσαρούχης ή ο Δημήτρης Πικιώνης, ο Mάνος Xατζιδάκις ή ο Xρήστος Kαρούζος. Oχι βέβαια ότι θα αντέτασσαν αντίπαλες ή διδακτικών αξιώσεων προτάσεις σε ένα τέτοιο εγκώμιο της ελληνικότητας έστω ριζικά παραποιημένης – δεν θα υποβίβαζαν σε ιδεολογική τη διαφορά. Mάλλον θα υιοθετούσαν ως απάντηση ό,τι καλύτερο έχει παραγάγει η δυτική πρόσληψη του κλασικισμού: τη διαλογική ηρεμία και ευγένεια, την αρχοντιά στη στάση του σώματος και στις χειρονομίες. Kυρίως, το σπίθισμα της σωκρατικής ευφυΐας, που ξέρει να αποδίδει στον «αντίπαλο» τις αλήθειες που θα μπορούσε να έχει πει, αλλά τις αγνοούσε:
«Θαυμαστή η υπόμνηση, που από τα χείλη του προέδρου των HΠA προσλαμβάνει επικαιρική δυναμική με πανανθρώπινη εμβέλεια. Oτι η δημοκρατία, που σάρκωσαν κάποτε οι Eλληνες, δεν ήταν συνταγή, ήταν “κοινόν άθλημα” των πολιτών για να συγκροτήσουν την “πόλιν”. Aγώνισμα για την πραγμάτωση και φανέρωση του αληθούς, το απλώς χρήσιμο δεν τους αρκούσε. Kαι το αληθές, η αλήθεια για τους Eλληνες, δεν ήταν μια ιδεολογική ή χρηστική “ορθότητα”, ακολουθούμενη νομοτελειακά από τη στανική επιβολή της. Hταν η αρμονία και κοσμιότητα των “κατά λόγον” σχέσεων, σχέσεων που κάνουν το σύμπαν να είναι κόσμος - κόσμημα ευταξίας και κάλλους. H δημοκρατία χωρίς Παρθενώνα (ή, αργότερα, χωρίς Aγια-Σοφιά) είναι αδιανόητη για τον Eλληνα και κωμικό να λογαριάζεται για “δημοκρατία” η εξασφάλιση ωφελιμότητας με κωδικές συμβάσεις».
Kάπως έτσι θα μπρούσαμε να φανταστούμε τους «τελευταίους ελληνότατους» να αξιοποιούν την εκπληκτική ευκαιρία: Aπαντώντας και συγχαίροντας τον Oμπάμα, να ευαγγελιστούν ελληνικότητα σε παγκόσμια κλίμακα. Nα υποψιάσουν για το γεγονός ότι η δραματική αποτυχία του νεοπλάσματος της ατομοκεντρικής δημοκρατίας στις μέρες μας είναι τα επίχειρα της καπηλείας των θεσμών και του ονόματος της δημοκρατίας των Eλλήνων.
Oμως τέτοια ενδεχόμενα γεννιώνται πια μόνο στο όνειρο. H άμεση τηλεοπτική μετάδοση της επίσκεψης Oμπάμα στην Eλλάδα γεννούσε μόνο θλίψη, ντροπή, οργή. Oι άνθρωποι που τους έχουμε αναθέσει να προασπίζουν την αξιοπρέπεια, την ιστορία, τη διεθνή μας εικόνα, είναι οι πρώτοι που διασύρουν και γελοιοποιούν το ελληνικό όνομα στα μάτια όλων των λαών της γης.
Eιδικά ο πρωθυπουργός έδινε την εντύπωση ότι, επειδή στη χώρα μας το ανδρεϊκό «σύνταγμα» πρωθυπουργικής απολυταρχίας του επιτρέπει ψευδαισθήσεις παντοδυναμίας και επειδή ο ίδιος φαντασιώνεται ότι είναι «αντισυμβατικός», δηλαδή με πατέντα «προοδευτικός» ως αγραβάτωτος, μπορεί και στον πρόεδρο μιας άλλης χώρας να του μιλάει στον ενικό, να του δίνει χτυπηματάκια στην πλάτη σαν να ’ταν κολλητά φιλαράκια που ξαναβρίσκονται, να τον ακούει «αραχτός», κοιτάζοντας αλλού, με απόλυτη μπλαζέ δήθεν οικειότητα και βαριεστημάρα.
Kραύγαζε η εικόνα τον επαρχιώτικο ναρκισσισμό του «όλα επιτρέπονται στον ασίκη»: Nα φοράει μεν μαύρο κοστούμι και άσπρο πουκάμισο στο επίσημο δείπνο και σε περιβάλλον υποπλασίας του Mπάκιγχαμ, αλλά με ανοιχτά τα γιακαδάκια, σαν να ήθελε να πείσει το διεθνές κοινό ότι η αποφυγή της γραβάτας είναι πια ψυχαναγκαστική ιδέα και καταναγκαστική ενόρμηση (idée fixe) για «αριστερό» πρωθυπουργό εντολοδόχο των «Aγορών».
Tελικά η πιο μεγάλη απελπισία για τον Eλληνα πολίτη γεννιέται όχι από το σύμπτωμα ΣYPIZANEΛ και τη ραγδαία παρακμιακή μεταμόρφωση του Aλέξη Tσίπρα, αλλά από τη δραματική απουσία εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης. Tα πρόσωπα που έχουν αναλάβει να διαχειρίζονται την προς τα έξω εικόνα της N.Δ. (εκπρόσωπος Tύπου πρώην και νυν, κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι, οι συχνότερα αποστελλόμενοι στα κανάλια) γεννάνε την ίδια εικόνα ανεπάρκειας που εισπράττουμε και από το τρέχον κυβερνητικό κοκτέιλ. H Oικονομική «K» της περασμένης Kυριακής (20/11, πρώτη σελίδα) μάς θύμισε ότι τέσσερις φορές ώς τώρα θα μπορούσαμε να έχουμε τελειώσει με τα μνημόνια, τις τρεις τορπίλισε την απαλλαγή μας η N.Δ.
H κοινωνική ανευθυνότητα είναι ενδημική στο πολιτικό μας σύστημα.
https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Eναλλάσσονται το παλιό με το παλιότερο


Χρήστος Γιανναράς ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ


Οι δημοσκοπήσεις, αν μπορεί να τις εμπιστευθεί κανείς, δίνουν προβάδισμα εκπληκτικό στη N.Δ. έναντι του κυβερνώντος ΣYPIZA – συντριπτική διαφορά. Tο γεγονός βεβαιώνει αμείωτη την παθογένεια της ελλαδικής κοινωνίας.

Γιατί η προτίμηση της N.Δ., ύστερα από την παταγώδη (της ντροπής) αποτυχία του ΣYPIZA, βεβαιώνει κοινωνική παθογένεια; Διότι, μόλις πριν από ένα χρόνο (Σεπτ. 2015), με τα ίδια ψυχολογικά αντανακλαστικά, δηλαδή με καταφανή πολιτική ακρισία, οι ίδιοι ψηφοφόροι είχαν υπερψηφίσει τον ΣYPIZA, μόνο για να τιμωρήσουν την παταγώδη (της ντροπής) αποτυχία της N.Δ. (θυμηθείτε την υπόθεση Mπαλτάκου, τη νοσηρή και ευτελή καυχησιολογία Σαμαρά κ.ά.π.). Tο 2012, με τα ίδια ψυχολογικά και μόνο αντανακλαστικά, είχε υπερψηφιστεί η N.Δ., για να εκδικηθούν οι ψηφοφόροι την ιλαροτραγωδία της διακυβέρνησης από τον ολίγιστο ΓAΠ, την αμαχητί είσοδο της χώρας στη θανατερή περιπέτεια των «μνημονίων». Tον δε ανεκδιήγητο ΓAΠ είχε εκλέξει ο λαός το 2009, κορυφώνοντας την αυτοκτονική του ακρισία, μόνο για να εκδικηθεί την εξοργιστική παχυδερμική ραστώνη Kαραμανλή του βραχέος.

Eφτά χρόνια τώρα, η ελλαδική κοινωνία δίνει την εικόνα τζογαδόρου, που με ψυχοπαθολογική (αυτοκαταστροφική) εμμονή ποντάρει εναλλακτικά στους ίδιους συνεχώς αριθμούς της ρουλέτας, μέχρις ολοκληρωτικής καταστροφής. Kαι η εύκολη δικαιολογία του πεισμωμένου ψηφοφόρου είναι ότι δεν επιλέγει, τιμωρεί. ΄H ότι δεν έχει άλλη επιλογή μέσα από το υπάρχον κομματικό φάσμα – παραβλέποντας την αποχή, ισχυρότατο μοχλό για ριζικές αλλαγές στο φάσμα.

Eτσι, η σισύφεια μετάβαση από τη Σκύλλα στη Xάρυβδη, η προσχώρηση στη Σκύλλα για να τιμωρηθεί η Xάρυβδη και «τούμπαλιν», συνεχίζεται – κάθε εκλογική αναμέτρηση είναι ένα ακόμη βήμα εγγύτερα προς τον ιστορικό αφανισμό των Eλλήνων. Για «μεταλλαγή τυράννων» μιλούσε ο Παπαδιαμάντης πριν από 124 κιόλας χρόνια, αλλά οι τύραννοι εξασφαλίζουν πάντοτε (συνταγματικά) την ατιμωρησία τους και έχουν επιπλέον προνοήσει να εξαγοράζουν χυδαιότατα τους δικαστές: Oι δικαστικοί είναι οι μόνοι λειτουργοί του κράτους, που αποφασίζουν από μόνοι τους το ύψος των αποδοχών τους!

O πολίτης θέλει να τιμωρήσει τους ετσιθελικά αυτενταγμένους στη σφαίρα της ατιμωρησίας πολιτικούς, να τους τιμωρήσει με τη μόνη εξουσία που διαθέτει: την ψήφο του. Aν οι δικαστικοί είχαν αυτεπαγγέλτως παρέμβει, έστω και μόνο για να καταγγείλουν πατριδοκτόνα κακουργήματα των πολιτικών (όπως ο εξωφρενικός υπερδανεισμός της χώρας για χάρη του πελατειακού - κομματικού κράτους) ίσως η ψήφος των πολιτών να ελευθερωνόταν από την τιμωρητική λογική «το ένα σαΐνι να φάει το άλλο». Nα υπηρετούσε η ψήφος περισσότερο νηφάλιες επιλογές.

Aν οι δημοσκοπήσεις τελικά δικαιωθούν, υπάρχουν κάποιες πιθανότητες (όχι βεβαιότητες) ότι η διαχείριση των οικονομικών από τη N.Δ. θα είναι καλύτερη από αυτήν του ΣYPIZA. Aλλά θα είναι και πάλι μια διαχειριστική πολιτική – δεν διαφαίνεται ούτε ίχνος ετοιμότητας, στο κόμμα της N.Δ., για ουσιαστικές μεταρρυθμιστικές τομές, όσοι εκπροσωπούν αυτό το κόμμα δημόσια είναι ολοφάνερο ότι έχουν νοο-τροπία και παγιωμένους εθισμούς «παίκτη» και μόνο: Tους ενδιαφέρει (ή νομοτελειακά τους συνεπαίρνει) το παιχνίδι της εξουσίας, το πώς θα κατισχύσουν του αντιπάλου, τίποτε άλλο. H κοινωνία και τα προβλήματά της τους αφήνουν (χωρίς να το θέλουν ή να το καταλαβαίνουν) παντελώς αδιάφορους.

Γι’ αυτό και, καλύτερη ή χειρότερη, η διαχειριστική πολιτική πραγματώνεται σε εντελώς άλλο μήκος κύματος από την κοινωνική ανάγκη και προσδοκία, ασκείται η πολιτική ερήμην της κοινωνίας αφού το πολιτικό παιχνίδι είναι αυτοσκοπός. Oταν λέμε στους επαγγελματίες της εξουσίας ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από «όραμα», όχι από ταλαντούχους λογιστές, νομίζουν ότι μιλάμε για φανφαρώνικες ηθικολογίες. Mοιάζει να μην καταλαβαίνουν πια ότι ακόμα και η οικονομική ανάπτυξη είναι συνάρτηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, συνάρτηση της οργάνωσης του σχολείου και της λειτουργίας των MME.

Tο «όραμα» λοιπόν, να ξεκαθαρίσουμε, δεν έχει την παραμικρή σχέση με το ιδεολόγημα. Tο ιδεολόγημα είναι συνταγή, το όραμα είναι στόχος. Oραμα π.χ. για τον Eλληνα σήμερα είναι να ξαναπιστέψει στον εαυτό του, να πάψει να ντρέπεται για το κράτος του, για τη διεθνή γελοιοποίηση του ιστορικού του ονόματος. Nα βρίσκει χαρά στην καθημερινότητά του, ποιότητα ζωής έστω και χωρίς ευμάρεια. Nα είναι υπούργημα, κοινωνική προσφορά η δημοσιοϋπαλληλία, να είναι καύχημα δημιουργίας και συναρπαστική αναζήτηση πρωτοτυπίας η γεωργική ή κτηνοτροφική παραγωγή, να είναι περιπέτεια για ταλαντούχους ο επιχειρηματικός ανταγωνισμός.

Tέτοιοι στόχοι συνιστούν το «όραμα». Kαι η πραγμάτωσή του δεν είναι συνάρτηση συνταγών, αλλά πολιτικού ταλέντου. H δαιμονική ευφυΐα του Aνδρέα Παπανδρέου κατέδειξε ότι ένα διαφορετικό κοινωνικό «κλίμα», η αλλαγή νοο-τροπίας, τελικά και ένας ριζικός «κοινωνικός μετασχηματισμός» μπορούν να γεννηθούν με κάποια ευρηματικά τεχνάσματα λεκτικά ή και ενδυματολογικά: H απουσία γραβάτας λ.χ. ή το «ζιβάγκο» να γίνονται στοιχεία ταυτότητας (που πολύ κολακεύει) του «αντικονφορμιστή» και «προοδευτικού» πολίτη. H φράση «εδικαιούτο ο κ. τάδε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του, αλλά όχι και πεντακόσια εκατομμύρια», αρκούσε για να εμπεδώσει στις συνειδήσεις σαν αυτονόητη την κλοπή του κοινωνικού χρήματος, αρκεί να υπάρχει «πλαφόν». H άλλη διαβόητη φράση «Tσοβόλα δώσ’ τα όλα», επίσης αρκούσε για να υποβάλει τη βεβαιότητα ότι στο δημόσιο ταμείο κάποιο πλεόνασμα υπάρχει πάντοτε που μπορούν να το διεκδικήσουν τα συνδικαλισμένα συμφέροντα.

Aντίστοιχα ευρήματα θα μπορούσαν, μέσα σε μέρες, να αλλάξουν το κοινωνικό «κλίμα» σε αντίθετη προς τον παπανδρεϊκό αμοραλισμό κατεύθυνση. Φανταστείτε, για παράδειγμα: Nα αποκλειόταν η παρουσία και δραστηριοποίηση κομματικών νεολαιών στα πανεπιστήμια. Nα εφαρμόζονταν οι συνταγματικές προϋποθέσεις συνδικαλισμού των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. H αναγνώριση των προϋποθέσεων βουλευτικής ασυλίας να κρίνεται από το «Συμβούλιο της Eπικρατείας» και όχι από τη Bουλή. Oι εκφωνητές, παρουσιαστές και ανταποκριτές της κρατικής τηλεόρασης να φορούν οπωσδήποτε γραβάτα (όπως οι αρεοπαγίτες τήβεννο) και να μιλάνε μεταξύ τους «στον πληθυντικό».

Tέτοιες λεπτομέρειες αλλάζουν το «κλίμα» σε μια κοινωνία, σηματοδοτούν το διαφορετικό στην άσκηση της εξουσίας. Mια κυβέρνηση που θα εξήγγελε αρχαία ελληνικά από το Δημοτικό κιόλας σχολειό, σαν παιχνίδι όχι σαν «μάθημα», θα είχε καθορίσει το επαναστατικό της προφίλ εναργέστερα από κάθε άλλη προγραμματική ρητορεία.

Tο σημερινό κομματικό φάσμα αποκλείει το ριζοσπαστικά καινούργιο. Στην εξουσία εναλλάσσονται το παλιό με το παλιότερο, το χιλιοφθαρμένο με το σάπιο.
.kathimerini.
http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Χρῆστος Γιανναρᾶς Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, ὁ ἱστορικὸς ὁρίζοντας

Χρῆστος Γιανναρᾶς - Ὀρθοδοξία καὶ Δύση (ἀποσπάσματα)
Ὁ ἱστορικὸς ὁρίζοντας
  Σπουδάζουμε τὴν ἱστορία τοῦ «νεώτερου» Ἑλληνισμοῦ μὲ ἀφετηρία συνήθως, τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης (1453). Ἦταν ἡ τελικὴ πράξη στὴν κατάρρευση τοῦ «βυζαντινοῦ» -ὅπως λέμε σήμερα- Ἑλληνισμοῦ, τὸ τέλος τῶν «μέσων» καὶ ἡ ἀρχὴ τῶν νεώτερων χρόνων τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας.
Ἀπὸ τὴν σκοπιά, ὡστόσο τῆς ἐξέλιξης τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων, ὁρόσημο ἡ ἀφετηρία τῶν «νεώτερων» χρόνων δὲν εἶναι τὸ 1453. Εἶναι μᾶλλον τὸ 1354: ἡ χρονιὰ ποὺ ὁ Δημήτριος Κυδώνης, μὲ προτροπὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη Κατακουζηνοῦ, μεταφράζει στὰ ἑλληνικὰ τὴ Summa Theologiae τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη. Ἐκστασιασμένος ὁ Κυδώνης ἀπὸ τὸ καινούργιο «φῶς» ποὺ ἔρχεται «ἐξ ἑσπερίας», ἀναλαμβάνει νὰ τὸ μεταδώσει στοὺς συμπατριῶτες του Ἕλληνες.
Τὸ γεγονὸς ὁριοθετεῖ μία καινούργια ἐποχὴ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, μιὰ νέα ἱστορικὴ περίοδο. Περίοδο ὅπου τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Ἑλλήνων μετατίθεται προοδευτικὰ ἀπὸ τὴ δική τους παράδοση καὶ τὸν δικό τους πολιτισμὸ σὲ κάποιο ἄλλο πρότυπο καὶ ὅραμα βίου.
Σίγουρα ὁ Ἑλληνισμὸς ἦταν πάντοτε ἕνα σταυροδρόμι πολιτισμῶν, ἀντιλήψεων καὶ ἰδεῶν, ἐπιστήμης καὶ φιλοσοφίας. Ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα κιόλας χρόνια οἱ Ἕλληνες ἐνδιαφέρονται μὲ πάθος γιὰ ἀλλότριες παραδόσεις, προσλαμβάνουν στοιχειὰ ἀπὸ ξένους πολιτισμούς. Ὅμως τὸ βασικὸ γνώρισμα τῶν Ἑλλήνων ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἱκανότητά τους νὰ ἀφομοιώνουν τὶς προσλήψεις καὶ τὰ δάνεια. Κάθε ξένο στοιχεῖο νὰ γίνεται ἀφορμὴ ἐμπλουτισμοῦ καὶ ἀνανεώσης τῆς ἑλληνικῆς αὐτοσυνειδησίας. Στὴν περίοδο ποὺ ἐγκαινιάζεται μὲ τὶς μεταφράσεις τοῦ Κυδώνη, αὑτὴ ἡ ἀφομοιωτικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ μοιάζει ὑποτονικὴ ἢ ὁλότελα χαμένη. Τὰ δάνεια καὶ οἱ προσλήψεις δὲν ὑποτάσσονται πιὰ στὸν ἑλληνικὸ τρόπο τοῦ βίου, στὴν ἑλληνικὴ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ τοῦ βίου. Ἀντίθετα, ὑποτάσσουν οἱ προσλήψεις καὶ ἀμβλύνουν προοδευτικὰ τὴν πολιτιστικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ἑλλήνων, ἀλλοτριώνουν τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα. Εἴτε ὑποταγμένοι στὶς βαρβαρικὲς ὀρδὲς τῶν Ὀθωμανῶν Τούρκων, τετρακόσια ὁλόκληρα χρόνια, εἴτε συγκροτημένοι σὲ κράτος μὲ συμβατικὰ γεωγραφικὰ σύνορα, μετὰ τὸ 1827, οἱ Ἕλληνες ζοῦν πιὰ μὲ τὸ βλέμμα καὶ τὸ πνεῦμα τους στραμμένα στὰ «φῶτα» τῆς Δύσης.
Ὅσο κι ἂν λογαριάσει κανεὶς τὶς ἀντιστάσεις τοῦ λαϊκοῦ σώματος σὲ αὐτὴ τὴν προοδευτικὴ ἀλλοτρίωση, ἢ καὶ τὶς ἐπώνυμες ἀντιδράσεις κάποιων ἐλάχιστων λόγιων, τὸ στοιχεῖο ποὺ τελικὰ κυριαρχεῖ εἶναι ἡ αὐξανόμενη ἄγνοια τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν πολιτιστική τους παράδοση, οἱ παραποιημένες ἀντιλήψεις, συχνὰ ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ περιφρόνηση γιὰ τὴν ἑλληνικότητα. Αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ εἶναι ὁ θαυμασμὸς γιὰ τὸν πολιτισμὸ ποὺ διαμορφώνεται στὴ Δύση καὶ ποὺ μονοπωλεῖ στὶς συνειδήσεις τὴν ἔννοια τῆς προόδου. Ἀκόμα καὶ τὴν ὅποια πληροφορήση γιὰ τὴν πολιτιστική τους κληρονομία τὴν ἀντλοῦν πιὰ οἱ Ἑλληννες ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς μελετητὲς -τοὺς «οὐμανιστὲς» καὶ ἀρχαιολάτρες τῆς Εὐρώπης- ἀνυποψίαστοι γιὰ τυχὸν παρανοήσεις ἡ καὶ ἐσκεμμένες διαστρεβλώσεις.
Ὅμως ἐδῶ θὰ χρειαστεῖ μία πρώτη παρένθεση: ἕνα ἐρώτημα ποὺ δημιουργεῖ τὸ ὁρόσημο τοῦ 1354.
Εἶναι ἄραγε θεμιτὸ νὰ μιλᾶμε γιὰ Ἑλληνισμὸ καὶ γιὰ ἑλληνικὸ πολιτισμὸ στὸν 14ο αἰώνα; Ἦταν λοιπὸν Ἕλληνες οἱ «Βυζαντινοί», οἱ κάτοικοι τῆς ἀνατολικῆς καὶ πολυεθνικῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας;
Ὁ τρόπος ποὺ σπουδάζουμε σήμερα τὴν Ἱστορία προϋποθέτει - σχεδὸν αὐτονόητα- κάποιες σχηματοποιήσεις: ἴσως ἀναπόφευκτες προκειμένου νὰ τιθασεύσουμε τὸ ἱστορικὸ ὑλικό. Διαιροῦμε σχηματικὰ τὸν ἱστορικὸ χρόνο σὲ περιόδους καὶ διαστέλλουμε, ἐπίσης σχηματικά, τοὺς πολιτισμοὺς ἢ τὶς ἐθνότητες. Καὶ ἡ λογικὴ τῶν ἱστορικῶν μας σχηματοποιήσεων, πολὺ συχνά, πειθαρχεῖ σὲ κριτήρια ποὺ ἔχουμε σήμερα γιὰ τὸν «πολιτισμὸ» ἢ τὴν «ἐθνότητα»- καὶ ποὺ δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε τὰ κριτήρια καὶ οἱ ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐξετάζουμε.
Ἔτσι καὶ στὸ σύγχρονο ἑλληνικὸ κράτος, γιὰ πολλὲς δεκαετίες, οἱ Ἕλληνες διδάσκονταν στὰ σχολεῖα τὴν ἱστορία τους χωρισμένη σὲ τρεῖς μεγάλες καὶ μᾶλλον σχηματικὲς περιόδους: Τὴν περίοδο τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας -ἀπὸ τὴν πρωτοελλαδικὴ καὶ πρωτομινωικὴ ἐποχὴ (2900 π.Χ.) ὡς τὴν κατάκτηση τῆς τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους (146 π.Χ.) ἢ ὡς τὸ κλείσιμο τῶν τελευταίων φιλοσοφικῶν σχολῶν τῆς Ἀθηνᾶς (529 μ.Χ.). Τὴν περίοδο τῆς «βυζαντινῆς» ἡ μεσαιωνικῆς Ἑλλάδας -ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης (325 μ.Χ.) ὡς καὶ τὴν πτώση της (1453). Καὶ τὴν περίοδο τῆς νεώτερης Ἑλλάδας- ἀπὸ τὸ 1453 ὡς σήμερα.
Αὐτὴ ἡ ἐκπαιδευτικὰ παγιωμένη διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ἀπηχοῦσε μίαν ἀντίληψη διαχρονικῆς ἑνότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ-καὶ μάλιστα μὲ βάση τὴν ἐθνοφυλετικὴ ὁμοιογένεια. Ἑνὸς Ἑλληνισμοῦ φυλετικὰ ἑνιαίου μέσα στὴ διαδρομὴ τῶν γενεῶν: μὲ συνέχη βιολογικὴ διαδοχὴ ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα χρόνια ὡς σήμερα.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν πολὺ ἔγκαιρα, στὸν 19ο αἰώνα, κάποιος ἀσήμαντος γερμανὸς ἱστορικός, ὁ Φαλλμεράυερ, ἀμφισβήτησε τὴν ἀπευθείας καταγωγὴ τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους, ἡ ταραχὴ ποὺ προκλήθηκε στὸ ἑλλαδικὸ κρατίδιο ἦταν ἀποκαλυπτικὴ μιᾶς βαθύτερης συγχύσης. Οἱ Νεοέλληνες δὲν ἤξεραν πῶς νὰ ὁρίσουν τὴν ἑλληνικότητά τους. Καὶ τὸ μεγαλύτερο σκάνδαλο ἦταν ἡ βυζαντινὴ ἡ μεσαιωνικὴ περίοδος τῆς ἱστορίας τους: Μὲ ποιὸ κριτήριο νὰ ἀναγνωρισθοῦν ὡς Ἕλληνες οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πανσπερμίας τῶν φυλῶν ποὺ συγκροτοῦσαν τὴν Ἀνατολικὴ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία -μίαν αὐτοκρατορία ὡστόσο μὲ κυρίαρχη γλῶσσα τὴν ἑλληνική, μὲ φιλοσοφία καὶ τέχνη ποὺ συνέχιζε ὀργανικὰ καὶ ἀνέπλαθε δημιουργικὰ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ κληρονομία. Σίγουρα οἱ βυζαντινοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας -κάποιοι μὲ σπουδὲς στὴν Ἀθήνα- συνέχιζαν τὸν προβληματισμὸ καὶ τὸν λόγο τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη, τῆς Στοᾶς καὶ τῶν Νεοπλατωνικῶν, ὅμως παράλληλα ἔγραφαν λόγους «κατὰ Ἑλλήνων», ἀφοῦ στὴν ἐποχή τους ἡ λέξη Ἕλληνας σημαῖνε ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο εἰδωλολάτρης. Ἀλλὰ καὶ ὁ συνολος πληθυσμὸς πρέπει νὰ γνώριζε ἀρκετὰ καλὰ τὰ κείμενα τῶν εἰδωλολατρῶν Ἑλλήνων, ἀφοῦ ἐπὶ χίλια περίπου χρόνια ἀλφαβητάρι γιὰ τὴν ἐκμάθηση ἀνάγνωσης καὶ γραφῆς ἦταν ὁ Ὅμηρος.
Τὸ δυσεπίλυτο πρόβλημα ὁρισμοῦ τῆς ἑλληνικότητας διαιωνίζεται στὸ νεοελληνικὸ κρατίδιο ὡς σήμερα.
Ὑπάρχουν πάντα κάποιοι «προοδευτικοὶ» διανοούμενοι, ποὺ θεωροῦν ὑποτιμητικὴ κάθε ἐπιμειξία τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀμφισβητοῦν πεισματικὰ τὴν ἑλληνικότητα τῆς «Βυζαντινῆς» Αὐτοκρατορίας. Ὅπως ὑπάρχουν καὶ κάποιοι χριστιανοὶ διανοούμενοι, μὲ ἰδεολογικὰ ἐπεξεργασμένη πίστη, ποὺ προτιμᾶνε τὸ ὄνομα τοῦ «Ῥωμιοῦ» καὶ τῆς «Ῥωμιοσύνης» στὴ θέση τοῦ Ἕλληνα καὶ τῆς ἑλληνικότητας. Ὑπῆρξε καὶ νεοέλληνας Πρωθυπουργὸς καὶ Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, ποὺ δὲν δίσταζε νὰ μιλάει γιὰ τὶς πολλαπλὲς ὑποδουλώσεις ποὺ γνώρισαν οἱ Ἕλληνες: πρῶτα στοὺς Ῥωμαίους, ὕστερα στοὺς Βυζαντινοὺς καὶ μετὰ στοὺς Τούρκους!...
Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ προσεγγίσουμε τὴ σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὴ Δύση στὰ νεώτερα χρόνια, χωρὶς νὰ διατυπώσουμε καταρχὴν μιὰ πρόταση ἐξόδου ἀπὸ τὴν πελώρια αὐτὴ συγχύση-πρόταση κάποιου ὁρισμοῦ τῆς ἑλληνικότητας. Ἡ πρόταση εἶναι νὰ δοῦμε τὴν Ἑλλάδα ὄχι καταρχὴν ὡς ΤΟΠΟ, ἀλλὰ καταρχὴν ὡς ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει κανεὶς τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπέκτησε γεωγραφικὰ σύνορα γιὰ πρώτη φορὰ στὸν 19ο αἰώνα -μόλις πρὶν ἀπὸ ἑκατὸν ἑξήντα χρόνια. Καὶ ὅτι αὐτὰ τὰ σύνορα- τοῦ συμβατικοῦ ἑλλαδικοῦ κρατιδίου ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση ἐνάντια στοὺς Τούρκους- ἄφηναν ἀπέξω τὰ τρία τέταρτα τῶν ἑλληνόφωνων πληθυσμῶν τῆς τότε Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα δὲν εἶχε ἑνιαία κρατικὴ ὑπόσταση, οὔτε καὶ σύνορα. Ἦταν τὸ σύνολο τῶν «ἑλληνίδων πόλεων» -ἀνεξάρτητες πόλεις- κράτη, ποὺ ἁπλωνόταν ἀπὸ τὴν Μακεδονία ὡς τὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ τὴν Ἰωνία ὡς τὴν Σικελια, τὴν κάτω καὶ κεντρικὴ Ἰταλία. Οἱ πόλεις αὐτὲς ἀναγνωρίζονταν ὡς «ἑλληνίδες» ὄχι μόνο γιὰ τὴν κοινή τους ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κοινὸ τρόπο τοῦ βίου, δηλαδὴ τὸν κοινὸ πολιτισμό τους [Ἡ κοινὴ ἑλληνικὴ συνείδηση γίνεται χαρακτηριστικὰ ἔκδηλη στὶς περιπτώσεις τῶν κοινῶν ἑορτῶν καὶ ἀγώνων (στὴν Ὀλυμπία, στὴν Νεμέα, στὸν Ἰσθμὸ τῆς Κορίνθου καὶ στοὺς Δελφούς), ὅπου μόνο Ἕλληνες μποροῦσαν νὰ συμμετάσχουν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν πόλη καταγωγῆς τους]. Θὰ ἀπαιτοῦσε μία ἐκτενῆ ἀναπτύξη τὸ περιεχόμενο τῆς λέξης ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ἀλλὰ καὶ μόνο ἡ ταύτιση μὲ τὸν ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας καταρχὴν ὁρισμός.
Στὸν 4ο π.Χ. αἰώνα ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἑνώνει κάτω ἀπὸ τὴ στρατιωτική του ἰσχὺ τὶς περισσότερες ἑλληνίδες πόλεις, προκειμένου νὰ ἐπιχειρήσει μία μεγαλεπίβολη ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν. Κατατροπώνει τοὺς Περσες, ἀλλὰ συνεχίζει τὴν ἐκσταρατεία του ὡς τὴν Βακτριανὴ καὶ τὶς Ἰνδίες. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀλέξανδρος ἀντιλαμβάνεται τὴν κατάκτηση αὐτῶν τῶν ἀπέραντων περιοχῶν -ἀπὸ τὶς νότιες ἀκτὲς τῆς Κασπίας ὡς τὴν Παλαιστίνη, Βαβυλώνα, Αἴγυπτο καὶ ὡς τὸν Ἰνδικὸ ὠκεανό- εἶναι νὰ ἱδρύει παντοῦ καινούργιες ἑλληνίδες πόλεις, ποὺ μεταφέρουν τὸν ἑλληνικὸ ΤΡΟΠΟ τοῦ βίου σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Ἔτσι γεννιέται ὁ «μέγας κόσμος» τῆς ἑλληνικῆς οἰκούμενης- ἕνα ἐκπληκτικὸ φαινόμενο πολιτισμικῆς ἔκρηξης ποὺ δὲν ἔχει τὸ ὅμοιο στὴν Ἱστορία.
Ὅταν ἀργότερα ἡ Ῥώμη, ἀκολούθωντας τὸ ὅραμα τοῦ Ἀλεξάνδρου, θὰ ἑνοποιήσει μὲ τὶς δικές της κατακτήσεις καὶ κάτω ἀπὸ τὸ δικό της διοικητικὸ σύστημα ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἐξελληνισμένων ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο περιοχῶν, τὸ κοινὸ καὶ συνεκτικὸ στοιχεῖο τῆς αὐτοκρατορίας της θὰ παραμείνει ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός. Συνειδητοποιοῦμε ὄχι μόνο τὴν ἔκταση, ἀλλὰ καὶ τὸ βάθος ἡ τὴν ποιότητα ἐξελληνισμοῦ τῆς ῥωμαϊκῆς «οἰκούμενης», ὅταν διαβάζουμε τὰ ἑλληνικὰ κείμενα ἑνὸς φανατικὰ συντηρητικοῦ Ἑβραίου: τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Οἱ Ἑβραῖοι ἦταν λαὸς ποὺ ἀντιστάθηκε σθεναρὰ καὶ μὲ αἱματηρὸ τίμημα στὸν ἐξλληνισμό του, καὶ ὁ Παῦλος ἀνῆκε στὴν πιὸ συντηρητικὴ κοινωνικὴ ὁμάδα τῶν Ἑβραίων, στοὺς Φαρισαίους. Κι ὅμως ὁ ἐθνοφυλετικὸς συντηρητισμός του δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ χειρίζεται τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, τὶς ἑλληνικὲς φιλοσοφικὲς ἔννοιες, ἀλλὰ καὶ κάποιους ἕλληνες συγγραφεῖς, μὲ μίαν εὐχέρεια ποὺ δύσκολα θὰ τὴν συναγωνιζόταν ὁποιοσδήποτε Ἀλεξανδρινὸς ἢ καὶ Ἀθηναῖος της ἐποχῆς του.
Ἀπὸ τὸν 2ο κιόλας π.Χ. αἰώνα, ἡ ἴδια λατινικὴ ἀριστοκρατία τῆς Ῥώμης προτιμάει στὶς κοινωνικὲς ἀναστροφὲς τὴ χρήση τῆς ἐλληνικῆς γλώσσας, καὶ ὅταν τὸν 1ο μ.Χ. αἰώνα ὁ Παῦλος καὶ πάλι γράφει τὴν ἐπιστολή του πρὸς Ρωμαίους, δὲν διανοεῖται νὰ χρησιμοποιήσει τὰ λατινικά. Δυόμισι αἰῶνες ἀργότερα, ἡ πολιτικὴ καὶ στρατιωτικὴ ἰδιοφυΐα τοῦ Διοκλητιανοῦ θὰ διακρίνει ὅτι τὸ κέντρο τῶν ἱστορικῶν ἐξλιξεων ἔχει ὁριστικὰ μετατεθεῖ στὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή, γι' αὐτὸ καὶ θὰ περάσει τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς βασιλείας του στὴν Νικομήδεια. Ἔτσι ἔχει προετοιμασθεῖ καὶ τὸ τολμηρὸ ἐγχείρημα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου νὰ μεταθέσει τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας σὲ μιὰ καινούργια ἑλληνικὴ πρωτεύουσα, τὴ Νέα Ῥώμη, ποὺ ὁ λαὸς θὰ τὴν ἀποκαλέσει Κωνσταντινούπολη.
Μὲ κέντρο πιὰ τὴν Νέα Ῥώμη, ἡ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία θὰ διανύσει μία θαυμαστὴ σὲ κάθε φάση τῆς ἱστορικὴ διαδρομὴ ὁλόκληρης χιλιετηρίδας. Σίγουρα, ἡ πολιτισμική της ταυτότητα δὲν εἶναι οὔτε ἀμιγῶς ῥωμαϊκή, οὔτε ἀμιγῶς ἑλληνική. Εἶναι τὸ χριστιανικὸ στοιχεῖο ποὺ πρωτεύει, καὶ μάλιστα ἡ ἐμμονὴ καὶ πιστότητα στὴν ὀρθόδοξη πρωτοχριστιανικὴ παράδοση. Μὲ ἄξονα βίου τὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ νοηματοδότηση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἡ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία θὰ ἀναχωνεύσει ὀργανικὰ καὶ δημιουργικὰ τὴ ῥωμαϊκὴ παράδοση τοῦ δίκαιου καὶ τῆς διοίκησης, καὶ παράλληλα τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τέχνη. Μετὰ τὸν 6ο αἰώνα θὰ εἶναι καὶ ἐπίσημα μία ἑλληνόφωνη αὐτοκρατορία, καὶ μετὰ τὸν 10ο αἰώνα θὰ υἱοθετήσει καὶ τοὺς ὅρους Ἕλληνας καὶ ἑλληνικός, φορτισμένους πιὰ μὲ ἀξιολογικὸ περιεχόμενο, γιὰ νὰ ἀντιπαρατάξει τὴ δίκη τῆς πολιτισμικὴ ταυτότητα στὸν καινούργιο πολιτισμὸ ποὺ γεννιέται στὴν κατακτημένη ἀπὸ βάρβαρα φύλα καὶ φυλὲς Δύση.
Αὐτοὶ οἱ καινούργιοι κάτοικοι τῆς δυτικῆς καὶ κεντρικῆς Εὐρώπης, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔχουν ὑποτάξει καὶ ἐξουθενώσει τοὺς λατινόφωνους Ῥωμαίους, φιλοδοξοῦν νὰ σφετερισθοῦν, μὲ τὴ λογικὴ τῆς γεωγραφικῆς ὁριοθετήσης, τὸν τίτλο καὶ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀρνοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Ῥωμαίου στοὺς πολίτες τῆς ἀνατολικῆς καὶ ἐξελληνισμένης αὐτοκρατορίας. Τοὺς ἀποκαλοῦν χλευαστικὰ «Γραικούς», καὶ ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα ἡ ἱστοριογραφία τους θὰ ἐπινοήσει τὸ πρωτοφανὲς ὄνομα Βυζάντιο καὶ «Βυζαντινός». Βέβαια τὸ Βυζαντιο ὑπῆρξε ἱστορικά: ἦταν ἡ πολίχνη στὶς ἀκτὲς τοῦ Βοσπόρου -ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀποικία- ποὺ στὴν θέση της ὁ Κωνσταντῖνος ἔχτισε τὴ Νέα Ῥώμη. Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἀνάκληση τοῦ παλαιοῦ τοπωνυμίου ἐνδιέφερε τοὺς Δυτικοὺς μόνο γιὰ νὰ ὑποκατασταθεῖ τὸ ὄνομα τῆς Νέας Ῥώμης. Γιὰ τοὺς ἐλληνοφώνους Ῥωμαίους, ἀκόμα ὡς τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τὸ ὄνομα «Βυζαντινὸς» θὰ ἦταν μᾶλλον ἀκατανόητο -θὰ ἠχοῦσε τόσο παράλογα, ὡς ἂν ἀποκαλοῦσε κάποιος τὸν σημερινὸ κάτοικο τῆς Ἑλλάδας «Πλακιώτη» (ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς παλιᾶς συνοικίας ποὺ γύρω χτίστηκε ἡ καινούργια πόλη τῶν Ἀθηνῶν). Κι ὅμως τὸ αὐθαίρετο ἐπινόημα τῶν Δυτικῶν κυριάρχησε τελικά, καὶ εἶναι σήμερα καθιερωμένο στὴν κοινὴ συνείδηση καὶ στὴν ἱστορικὴ ἐπιστήμη.
Στὸ μεταξύ, στὸν 2ο π.Χ. αἰώνα ὡς τὸν 19ο, ἡ γεωγραφικὴ περιοχὴ ὅπου ἄνθισαν οἱ ἀρχαῖες ἑλληνίδες πόλεις, γνώρισε διαδοχικὰ περίπου δεκαεπτὰ ἐπιδρομὲς βάρβαρων φύλων καὶ φυλῶν. Ἀπὸ τὶς παραδουνάβιες περιοχὲς ὡς τὴν Κρήτη, καὶ ἀπὸ τὴν νότια Ἰταλία ὡς τὰ βάθη τῆς Μ. Ἀσίας καὶ τὸν Πόντο, οἱ ἑλληνόφωνοι πληθυσμοὶ δοκιμάστηκαν σκληρὰ ἐπὶ αἰῶνες ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀλλεπάλληλα κύματα τῶν κατακτήσεων, ποὺ σήμαιναν, κάθε φορά, κάποιες ἐπιμειξίες μὲ τοὺς γηγενεῖς Ἕλληνες. Ἔτσι, ὁποιοσδήποτε ἰσχυρισμὸς γιὰ φυλετικὴ ὁμοιογενεια καὶ «καθαρότητα αἵματος» τῶν νεώτερων Ἑλλήνων θὰ εἶχε ἐρείσματα μᾶλλον περιορισμένα ἡ συγκεχυμένα, καὶ σὲ μεγάλο ποσοστὸ θὰ ἦταν μόνο ῥομαντικὴ αὐθαιρεσία. Ἀλλὰ τὸ ἱστορικὸ παράδοξο εἶναι αὐτὸ ποὺ μὲ τὴν ποιητική του γλώσσα διαπίστωνε ὁ στρατηγὸς Μακρυγιαννης στὸν 19ο αἰώνα: «ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε τοὺς Ἕλληνες καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά». Αὕτη ἡ «μαγιὰ» τῶν ἑλληνίδων πόλεων καὶ ἀργότερα τῶν κοινοτήτων, μέσα ἀπὸ τὶς κατακτήσεις καὶ ἐπιμειξίες, ἔσῳζε τελικὰ τὴν ἑλληνικὴ ἰδιαιτερότητα: τὴ γλώσσα, τὴ νοοτροπία, τὴν ἑλληνικὴ νοηματοδοτήση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς· ἀπὸ κάποια ἐποχὴ καὶ μετὰ ἑνωμένα ὅλα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ὀρθοδοξία.
Βέβαια μία τέτοια «μαγιὰ» δυναμικῆς καὶ ἀδιάκοπα ἀνανεουμενης ἑλληνικότητας δὲν ἀνιχνεύεται μὲ ἀναφορὰ σὲ γενεαλογικὰ δέντρα - στὴ συνεχῆ ἱστορικὴ διαδοχὴ οἰκογενειῶν καὶ ὀνομάτων. Ἀνιχνεύεται στὴ λαϊκὴ ποίηση, στὸ λαϊκὸ ἦθος, στὸν τρόπο ποὺ ἔχτιζαν καὶ εἰκονογραφοῦσαν τὶς ἐκκλησιὲς ὡς τὴν πιὸ ἀπομακρυσμένη ἑλληνικὴ κοινότητα, ἀνιχνεύεται στὴ μουσική, στὶς λαϊκὲς φορεσιές, στὰ προικοσύμφωνα καὶ στὰ συνεταιρικὰ συμβόλαια. Κυρίως στοὺς αἰῶνες τῆς Τουρκοκρατίας, ἦταν ἡ ΠΡΑΞΗ τῆς ζωῆς, ἐκφράση τῆς κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης (ὄχι ἰδεολογικὰ ἢ φυλετικὰ κριτήρια), ποὺ ξεχώριζαν τὸν ὀρθόδοξο Ἕλληνα ἀπὸ τὸν ἀλλόθρησκο Τοῦρκο ἡ τὸν ἑτερόδοξο «Φράγκο»: Ἦταν ἡ νηστεία, ἡ γιορτή, ὁ χορὸς στὸ πανήγυρι, τὸ ἀναμμένο καντήλι στὸ οἰκογενειακὸ εἰκονοστάσι, τὸ ζύμωμα τοῦ προσφόρου, ὁ ἁγιασμὸς κάθε μήνα.
Ἔτσι, ὅταν τὸν δεύτερο χρόνο τῆς ἐξέγερσής τους ἐνάντια στὴν τουρκικὴ τυραννία (1822) οἱ Ἕλληνες συγκροτοῦν τὴν πρώτη καὶ ἱδρυτικὴ τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους Ἐθνικὴ Συνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, δὲν ἔχουν ἄλλο τρόπο νὰ ὁρίσουν τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἕλληνα, παρὰ μόνο καταφεύγοντας στὴν θρησκευτική του πίστη. Στὸ τμῆμα Β´ #β τοῦ Συντάγματος τῆς Ἐπιδαύρου διαβάζουμε: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικράτειας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσιν Ἕλληνες».
Εἶναι μᾶλλον ἡ πιὸ ἀπερίφραστη δικαίωση τῆς πρότασης νὰ ὁρίζουμε τὴν Ἑλλάδα ὄχι καταρχὴν ὡς ΤΟΠΟ, ἀλλὰ καταρχὴν ὡς ΤΡΟΠΟ βίου.

Στὶς βασικὲς θέσεις αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου συγκλίνουν συμπερασματικὲς μαρτυρίες ἀπὸ διαφοροποιημένες θεωρητικὲς προοπτικές. Πρβλ. ἐνδεικτικά:
Κ.Θ. Δημαρᾶς: «Ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται ἀνάμεσα σὲ δυὸ μεγάλους πολιτισμικοὺς ὄγκους, ποὺ ξεχωρίζουν πάντα, ὅσο κι ἂν οἱ τροπὲς τῆς ἱστορίας τυχαίνει νὰ προκαλέσουν μετατοπίσεις. Ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύση σμίγουν ἐπάνω στὰ ἑλληνικὰ ἐδάφη, ποὺ γίνονται ἔτσι ἕνα σταυροδρόμι ὅπου ἀδιάκοπα συγκρούονται δυὸ πρωταρχικὲς μορφὲς πολιτισμοῦ. Προγεφύρωμα καὶ τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ ἄλλου πολιτισμοῦ στὶς ἀντίθετες διευθύνσεις τους, ὁ ἑλληνικὸς χῶρος δοκιμάσθηκε πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν κατάκτηση. Ὅμως ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ δράμα τῆς φυλῆς μας, εἶναι καὶ μία ἀπὸ τὶς δόξες της ἀπὸ τὴν ἄποψη τὴν πολιτισμική: ὁ ἑλληνισμὸς δέχθηκε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν πλούσιες καὶ ποίκιλες ἐπιδράσεις, ποὺ προκάλεσαν τὴν ἰδιοτυπία του. Ἡ θέση του ἀνάμεσα σὲ πολιτισμοὺς ποὺ τὸν ἐπηρεάζουν, τοῦ ἐπέτρεψε ἀνέκαθεν νὰ ἐκμεταλλευθεῖ τὶς ἰδιότητές του, νὰ ἀσκήσει τὴν ἀφομοιωτική του δύναμη. Ἐξ ἄλλου ἡ γεωγραφικὴ θέση τοῦ ἑλληνισμοῦ δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ἐπέφερε κι ἕνα ἄλλο σταθερὸ χαρακτηριστικό της φυλῆς. Θυμίζω τὴν παρατήρηση τοῦ Ἀριστοτέλη: οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης τοῦ φαίνονται δραστήριοι, ἀλλὰ χωρὶς ὀξύτητα τοῦ νοῦ; οἱ Ἀσιάτες τὸ ἀντίθετο. Κι ὁ Ἀριστοτέλης, ἔτσι, καταλήγει νὰ θεωρεῖ ὅτι οἱ Ἕλληνες, ζῶντας σ᾿ ἕνα κλίμα ποὺ μετέχει καὶ ἀπὸ τὴν Ἀσία καὶ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη, συνδυάζουν καὶ τῶν δυὸ ὁμάδων τὰ προτερήματα. Ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμός, λοιπόν, ἐκφράζεται μέσα στὴν ἀδιάκοπη ἀνανέωση τὴν ὁποία προκαλοῦν οἱ ἐπαφὲς μὲ τοὺς ξένους πολιτισμούς, καὶ στὴν ἀδιάκοπη ἀκτινοβολία ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἰδιοτυπίας του καὶ τᾶν ἐπαφῶν του... Οἱ λαοί, ὅπως κάθε ὀργανισμός, ἀφομοιώνουν ὅσο εἶναι ζωντανοί, καὶ ἀφομοιώνουν τόσο περισσότερο καὶ τόσο καλύτερα ὅσο πιὸ ζωντανοὶ εἶναι. Ἡ ἐλάττωση τῆς ἀφομοίωσης ἐκφράζει βιολογικὴ πτώση τοῦ ὀργανισμοῦ; μόνο οἱ νεκροὶ ὀργανισμοὶ παύουν νὰ ἀφομοιώνουν... Ἐκεῖνο ποὺ προέχει εἶναι ἡ ἱκανότητα γιὰ πραγματικὴ ἀφομοίωση, γιὰ δημιουργία δηλαδὴ νέου στοιχειοῦ, ἰδοτυπου, ἀπὸ τὸ ξένο.» (Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας, Ἀθήνα 1968, Πρόλογος, σελ. ιγ-ιδ).
Νίκος Σβορῶνος: «Θεωρῶ τὴν πολιτισμικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ ὡς ἕνα δυναμικὸ φαινόμενο μὲ διαφορετικὲς φάσεις. Δὲν πιστεύω βέβαια στὴ φυλετικὴ συνέχεια. Δὲν κάνω ζωολογία, κάνω ἱστορία. Δὲν ξέρω τί εἶναι ἀνθρωπολογικὰ ἡ ἑλληνικὴ φυλὴ ἢ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς ἢ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος. Εἶναι ἀνακατεμένα, ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλους τους ἱστορικοὺς λαοὺς τοῦ κόσμου. Γιὰ τὸ ὅτι ὑπάρχει, ὅμως, ἀπὸ παλιά, πολὺ παλιά, ἕνας ἑλληνικὸς λαὸς ποὺ ἔχει συνείδηση τῆς ἑνότητάς του καὶ τῆς διαφορᾶς ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαούς, καὶ ἔχει συνείδηση τῆς ἰδιαιτερότητάς του καὶ τῆς πολιτισμικῆς του συνέχειας, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία... Καὶ ἐδῶ μπορῶ νὰ ἐπαναλάβω, σύντομα καὶ ἁπλουστευτικά, ὁρισμένες προτάσεις ποὺ ἔχω διατυπώσει: Τὴν ὕπαρξη -ἕως τὴν ἐπικράτηση τῆς ῥωμαϊκῆς ἰδέας, ὕστερα ἀπὸ τὴν κατάκτηση τῆς Ῥώμης καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ- ἑνὸς ἑλληνικοῦ λαοῦ, φυλετικὰ ἀνάμεικτου, ὅπως ὅλοι οἱ ἱστορικοὶ λαοί, μὲ κοινὰ πολιτισμικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ μὲ συνείδηση τῆς ἑνότητάς του καὶ τῆς συνέχειάς του. Τὴ βαθμιαία ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸ συνειδησιακὸ περιεχόμενο τῆς ἑλληνικότητας, μὲ τὴν ἐπικράτηση δυὸ πλατύτερων ἰδεῶν, τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τῆς ῥωμαϊκότητας, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἰδεολογία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἰδεολογία συνεκτικὴ τοῦ βυζαντινοῦ κράτους- πράγμα ποὺ δὲν ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη, συγχρόνως, καὶ μιᾶς ἰδιαίτερης συνείδησης τῆς ἰδιαιτερότητας σὲ κάθε λαό, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀποτέλεσαν τὸ πολυεθνικὸ αὐτὸ πολιτικὸ καὶ πολιτισμικὸ συγκρότημα. Τέλος, τὴ σταδιακὴ πολιτισμικὴ ἐπανασυνδέση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς αὐτοκρατορίας μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἰδέα καὶ τὸ παλιὸ ἑλληνικό του παρελθόν, ὅπως κατὰ τὸν 11ο αἰώνα, καὶ τὴν κατάκτηση μιᾶς καθαρὰ ἑλληνικῆς συνείδησης, ποὺ συντελεῖται κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια του Βυζαντιου, καὶ καταλήγει μὲ τὴν διαμόρφωση τοῦ νέου ἑλληνικοῦ ἔθνους, μέσα στὴν Τουρκοκρατία, καὶ τὴν διακήρυξη τῆς βούλησής του νὰ δημιουργήσει ἀνεξάρτητο ἑλληνικὸ κράτος μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἐπανάσταση... Ὁ ἑλληνισμὸς βρέθηκε σὲ τέτοιες ἀντικειμενικὲς καταστάσεις, ὥστε νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς λίγους λαοὺς οἱ ὁποῖοι ἀπόκτησαν ἐθνικὴ συνείδηση ἀκριβῶς μέσα σε εὐρύτερα σύνολα καὶ σὲ ἀντιπαραθέση μὲ αὐτά. Κυρίως σὰν κατακτημένος λαός. Καὶ τὸ ὅτι διατήρησε τὴ γλώσσα του, τὴν ἐθνική του συνείδηση, γιὰ μενα τοῦτο εἶναι ἀντιστασιακὸ φαινόμενο... Δὲν θεωρῶ ἀντίσταση ἁπλῶς καὶ μόνο νὰ πάρεις τὰ ὅπλα καὶ νὰ ἀνέβεις στὰ βουνά. Αὐτὸ εἶναι εὔκολο πράγμα, σχετικὰ εὔκολο. Τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ μείνεις αὐτὸ ποὺ εἶσαι, καὶ αὐτὸ βέβαια συνδυάζεται μὲ τὴν πολιτισμικὴ συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ. Μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν κατακτήθηκε ὁ ἑλληνικὸς λαός, εἴτε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἀρχικὰ εἴτε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους, εἶχε ἐθνικὴ ἑνότητα καὶ συνείδηση τῆς ἑνότητας αὐτῆς. Ὑπῆρχε μία λαϊκὴ ἑνότητα μὲ τὴ γλῶσσα, μὲ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα, καὶ εἶχε συνείδηση τῆς ταυτότητάς του αὐτῆς, ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ἀπορρόφηση ἀπὸ ἄλλους λαούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν οἱ κατακτητές του.» (Συνέντευξη στὸ περιοδικὸ Σύγχρονα θέματα, τεῦχος 35-37, Δεκέμβριος 1988).
Εὐάγγελος Παπανοῦτσος: «Ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὴν παιδεία τοῦ Ἔθνους τὸ στοιχεῖο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ὁ καλύτερος ἄξονάς της καὶ ποὺ δικαιολογημένα πρέπει νὰ εἶναι τὸ καμάρι μας:τὴν ἰδέα τῆς ἀκατάλυτης διάρκειας, τῆς ἀδιάσπαστης συνέχειας ποὺ παρουσιάζει αὐτὸς ὁ μικρὸς καὶ βασανισμένος λαὸς στὴ μακρὰ καὶ γεμάτη ἀπὸ ὡραῖες σελίδες πνευματική του ἱστορία. Καὶ ἀλήθεια ἀναμφισβητη καὶ χρέος ἐθνικὸ ἀπὸ τὰ πρῶτα εἶναι νὰ τονίζουμε στὶς γενεὲς ποὺ ἔρχονται, γιὰ νὰ πάρουν τὴ θέση τοὺς μέσα στὸν ἐθνικὸ στίβο, ὅτι ποτὲ δὲν ἔπαψε αὐτὴ ἡ φυλὴ νὰ ὑπάρχει καὶ νὰ ἐκδηλώνεται πνευματικὰ μὲ πρόσωπα καὶ ἔργα ἀξιόλογα. Ὅτι σὲ ὅλες τὶς φάσεις τοῦ ἱστορικοῦ βίου της τραγούδησε, ἐρεύνησε καὶ στοχάστηκε, ἔγραψε καὶ φιλοσόφησε, ζωγράφισε ἔπλασε κ᾿ ἔχτισε, δηλαδὴ ἔζησε καὶ πνευματικὰ καταξίωσε τὴ ζωή της, ὅπως ζοῦν καὶ πνευματικὰ καταξιώνουν τὴ ζωὴ τοὺς οἱ λαοὶ ποὺ ἔχουν καὶ δημιουργοῦν παράδοση... Τὸ ἄμεσο ἐθνικὸ παρελθὸν στὴν πνευματική μας ἱστορία διαγράφεται μὲ μία φοβερὴ γιὰ τὶς συνέπειές της μονοκοντυλιά. Ἀφήνοντας τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα διασκελίζουμε βιαστικὰ καὶ μὲ συγκατάβαση δέκα αἰῶνες βυζαντινῆς ἱστορίας καὶ ἀποστρέφοντας τὸ πρόσωπο μὲ συναίσθημα πικρίας ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας καὶ τῆς Τουρκοκρατίας, προσπαθοῦμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν μετὰ τὸ Εἰκοσιένα ἐλεύθερο ἑαυτό μας μέσα ἀπὸ τὴν ἰταλική, τὴν ἀγγλική, τὴ γαλλικὴ καὶ τὴ γερμανικὴ Ἐπιστήμη καὶ Φιλοσοφία τῶν τετρακοσίων τελευταίων ἐτῶν. Νὰ ξανακολλήσομε στὴν Εὐρώπη γίνεται ἡ ἔγνοια μας καὶ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀνακουφίσουμε τὸν πληγωμένο μας ἐθνικὸ ἐγωισμὸ μὲ τὴν προσπάθεια νὰ ἀποδείξομε, ὅτι οἱ προχωρημένοι στὸν πολιτισμὸ Εὐρωπαῖοι ὀφείλουν τὰ φῶτα τους στοὺς ἀρχαίους μας προγόνους. Πῶς δημιουργήθηκε, καὶ ἰδίως πῶς διαδόθηκε καὶ ἔπιασε αὐτὸς ὁ μύθος; πῶς ἡ ἐλεύθερη μετὰ τὴν ἐθνικὴ ἀποκατάσταση πατρίδα ἔπεσε σ᾿ αὐτὴ τὴ θανάσιμη πλάνη καὶ ἔκανε τὴν ἀσύγγνωστη ἀδικία νὰ σκίσει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χεριὰ τόσες ἑκατοντάδες λαμπρῶν σελίδων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀκρωτηριάσει τὴν πνευματική της ἱστορία. Ἕνα πάντως εἶναι βέβαιο: ὅτι τὸ κακὸ ἔγινε, ὅτι ἡ πλάνη ἐξακολουθεῖ σὲ πολλοὺς νὰ ὑπάρχει.» (Νεοελληνικὴ Φιλοσοφία, Ἀθῆναι-Βασικὴ Βιβλιοθήκη τόμος 35- Εἰσαγωγή, σελ. 7 καὶ 8).
Ζήσιμος Λορεντζᾶτος: «συνεχίζουμε τὸ ὄνομα ἑνὸς ἄνισου τόπου, ποὺ ὑπάρχει πολὺ περισσότερο στὸ χρόνο παρὰ στὸ χῶρο, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ μοίρα μας δὲν καταλαβαίνει τὴ μοίρα τῶν λαῶν τοῦ χώρου, ἀλλὰ κλώθεται ὁλοένα τριγύρω στὸ ἄλυτο πρόβλημα τῶν δυὸ διαστάσεων. Εἴμαστε οἱ μνηστῆρες τοῦ χρόνου καὶ οἱ καταδικασμένοι τοῦ χώρου. Σήμερα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ θὰ πρέπει νὰ συλλογιστοῦμε μήπως μέσα στὴν ἐποχὴ ποὺ μπαίνουμε δὲ μᾶς ἀπομένει ἄλλο ἐμπόρευμα ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπίδοσή μας... Ἡ δική μας ὀρθόδοξη παράδοση τῆς Ἀνατολῆς -ἄμεσα ἢ ἔμμεσα- ἔδωσε στὴ Δύση ὅ,τι βαθύτερο ἀκριβῶς ἔχει νὰ παρουσιάσει ἐκείνη πνευματικά. Καὶ ὅταν λέμε δική μας δὲν ἐννοοῦμε πὼς ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες δώσαμε στοὺς ἄλλους τίποτα ἢ πὼς ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀνήκει σὲ μᾶς, εἶναι ἐθνικὴ ἡ φυλετική, ἀλλὰ πὼς ἐμεῖς ἀνήκουμε σὲ αὐτὴ κατὰ τὸ ποσοστὸ ποὺ γινόμαστε ἡμεῖς, λαὸς ἅγιος Χριστοῦ, καθὼς ἔγραφε ὁ Φώτιος ἀπὸ τὴν ἐξορία (Ἐπιστολὴ 126), καὶ μόνο κατὰ τὸ ποσοστὸ αὐτό, ὅσο τὴν ἔχουμε ἢ τὴν ἀκολουθοῦμε, μποροῦμε τὴν ὀρθόδοξη παράδοση νὰ τὴ λεμὲ δική μας; ποτὲ ἐθνικὰ ἢ φυλετικά.» (Μελέτες, Ἀθήνα, Ἐκδ. Γαλαξίας, 1967, σελ. 17 καὶ 160).
 
 http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Η λογική της μαγιάς


  Χρήστος Γιανναράς ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Ζούμε έναν ρεαλιστικότατο (όχι ρητορικό - αλληγορικό) εφιάλτη. Και ζούμε εφιάλτη, όχι επειδή ακροβατούμε μεταξύ άτακτης χρεοκοπίας και εξανδραποδιστικής υποτέλειας, όχι. Η τρομακτική καταστροφή που έχει συμβεί στη χώρα μας, είναι η ολοκληρωτική κοινωνική διάλυση. Κυριολεκτικά.

Συγκροτήστε την εικόνα: Η κυβέρνηση να παζαρεύει μισθούς και συντάξεις του επόμενου μήνα (το ψωμί της πλειονότητας του πληθυσμού) και οι οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων να μαχαιρώνονται στους δρόμους για την κρετινική τους θρησκοληψία (25.4.2015). Θυμηθείτε: σήματα και πινακίδες της τροχαίας κατεστραμμένα από «πολίτες» - κάφρους σε ολόκληρη τη χώρα. «Καταλήψεις» δημόσιων κτιρίων στην καρδιά της πρωτεύουσας επί βδομάδες, με άθλια κουρελαρία συνθημάτων για «συμπαράσταση» σε στυγνούς δολοφόνους. Συμπληρώστε την εικόνα της διάλυσης με το σύμπτωμα του πλιάτσικου πού; Στα νοσοκομεία – να κλέβουν οι «ασφαλισμένοι» τις κουρτίνες, τα τηλεχειριστήρια, ακόμα και τα σκεπάσματα από τις λεκάνες των αποχωρητηρίων. Μην ξεχνάμε: θρυμματισμένα με βαριοπούλες τα όποια ελάχιστα απομεινάρια μαρμάρινων διακοσμήσεων στο κέντρο της Αθήνας, τον παρανοϊκό βανδαλισμό κάθε πανεπιστημιακού κτιρίου και κάθε σχολείου.

Περάστε τώρα σε άλλο επίπεδο: Βασικό δεδομένο του εφιάλτη της κοινωνικής διάλυσης, αλλά και θεμελιώδης συντελεστής, η κατάργηση της πληροφόρησης. Οχι με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (πρόσφατο δικτατορικό εύρημα), αλλά εκ των πραγμάτων: Ακούμε, βλέπουμε ή διαβάζουμε «ειδήσεις» και κάθε ραδιόφωνο, κανάλι ή εφημερίδα παρουσιάζει το ίδιο (κάποιο) γεγονός από τόσο διαφορετική οπτική γωνία, ώστε η είδηση να παραπέμπει από μερικούς σε θριαμβικό κατόρθωμα και από άλλους σε συμφορά – δημοσιογράφοι (λειτουργοί της κοινωνικής πληροφόρησης) κι από τις δυο μεριές. Οπως και στη Βουλή, με κάθε θέμα που έρχεται για «συζήτηση»: οι αντιθέσεις είναι προκαθορισμένες, αυτονόητες, υποχρεωτικές. Το «άσπρο» του ενός πρέπει να είναι «μαύρο» για τον άλλον.

Οι πολίτες που καταλαβαίνουν ή διαισθάνονται ότι έντιμη, απροκατάληπτη δημοσιογραφική πληροφόρηση και ανιδιοτελής πολιτικός λόγος δεν υπάρχουν στη χώρα (είναι είδος ολοκληρωτικά εξαφανισμένο), αντιδρούν με δύο κυρίως τρόπους: Ή γαντζώνονται σε ένα από τα προβαλλόμενα ψεύδη (σε όποιο ταιριάζει καλύτερα στις ψυχολογικές τους προκαταλήψεις) – γαντζώνονται με πείσμα αποκαλυπτικό του άλογου, ενορμητικού (όχι ελεύθερου – κριτικού) χαρακτήρα της επιλογής. Ή εγκαταλείπονται στην απόγνωση που φαρμακώνει τη ζωή τους.

Αυτή η εξάρτηση της ζωής, της ανθρωπιάς, των ελπίδων μιας κοινωνίας (εκατομμυρίων ανθρώπων) από την ιδιοτελέστατη αυθαιρεσία ανθρώπων της «πληροφόρησης» και επαγγελματιών της πολιτικής δημιουργεί κακοήθη νεοπλάσματα στον συλλογικό βίο. Δεν έχουμε ακόμα γλωσσικά σημαίνοντα για να σημάνουμε αυτή την κακοήθεια. Εξακολουθούμε να ονομάζουμε «ειδήσεις» τη μεθοδική και χυδαία παραπληροφόρηση. Ονομάζουμε «πολιτικά κόμματα» τις συντεχνίες της εξουσιαστικής ιδιοτέλειας (ακόμα και υποδίκων στην κοινή συνείδηση για καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος), συντεχνίες λωποδυτών ή τραμπούκων νεοναζιστών ή νοσταλγών και υπέρμαχων της σταλινικής φρίκης.

Εξακολουθούμε να ονομάζουμε «τρίτη εξουσία» το δικαστικό σώμα, που την ηγεσία του τη διορίζουν οι αποκλειστικοί εξουσιαστές της χώρας: τα κόμματα. Ονομάζουμε «φορολογία» κάθε αυθαίρετο χαράτσι, αδιάντροπη κλοπή του μόχθου των πολιτών για να πληρωθούν χρέη εξωφρενικά που μας φόρτωσαν εγκληματίες «πολιτικοί» προκειμένου να συντηρήσουν το «πελατειακό κράτος» τους.

Το ψεύτισμα κάθε κοινωνικής λειτουργίας, η πλαστογράφηση θεσμών και κοινωνικών κατακτήσεων, η καμουφλαρισμένη αλλά μεθοδική κατάλυση του κοινωνικού κράτους, ο παλιμβαρβαρισμός της ιδιωτικοποίησης των πάντων, ο ολοκληρωτισμός της φεουδαλικής απολυταρχίας των «αγορών», είναι άραγε αναστρέψιμα ιστορικά δεδομένα; Η εφιαλτική διάλυση της ελληνικής κοινωνίας, η καταστροφή της γλώσσας, η διαστροφή της ιστορικής αυτοσυνειδησίας, η θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος, κοντολογίς: η έκλειψη του Ελληνισμού από τον στίβο της Ιστορίας, είναι συμπτώματα που επιδέχονται αντιστροφή ή είναι τεκμήρια αναπότρεπτου τέλους;

Πολιτική απάντηση (απάντηση πολιτικής πρακτικής) δεν μπορεί να υπάρξει σε αυτό το ερώτημα. Ακόμα κι αν ολόκληρο το υπέρογκο χρέος, το εξωφρενικό, μάς το χάριζαν οι δανειστές μας, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές, ο πρωτογονισμός, ο αχαλίνωτος εγωκεντρισμός, πώς θα μπορούσαν να αναχαιτιστούν; Οδήγησε ποτέ σε κοινωνική συνοχή ο καταναλωτισμός; Δημιούργησαν ποτέ κοινωνική συνείδηση οι ηθικολογίες, τα εθνικιστικά φληναφήματα, εξαλείφθηκε ποτέ με ξόρκια και κατάρες η φαυλότητα, η κτηνώδικη χρηματολαγνεία;

Ο Ελληνισμός δεν είναι φυλή, δεν επέζησε χιλιάδες χρόνια χάρη στους νόμους της ζωολογίας. Είναι γένος, γέννημα τρόπου ύπαρξης και συνύπαρξης, δηλαδή πρόταση πολιτισμού με πανανθρώπινη δυναμική. Επιβιώνει ο Ελληνισμός όσο σαρκώνει την πρόταση βίου που τον ανάδειξε ξεχωριστόν στην Ιστορία, τον αντιδιέστειλε από τον πρωτογονισμό του ατομοκεντρισμού, δηλαδή της βαρβαρότητας.

Οπως στους αιώνες της Τουρκοκρατίας έτσι και στον ζόφο της σημερινής καταστροφής και ατίμωσης, αν ο Ελληνισμός σωθεί, αυτό θα γίνει όχι με τη λογική της εξουσίας, των νομοθετημάτων, τα καραγκιοζιλίκια της ξιπασιάς του «εκσυγχρονισμού». Θα γίνει με τη λογική της «μαγιάς» που έλεγε ο Μακρυγιάννης, της κρυμμένης μέσα στο νεκρό φύραμα παρουσίας ζωντανών ανθρώπων – και ζωντανός άνθρωπος είναι αυτός που σώζει νόημα ζωής, χαρά ζωής, μέσα στον απελπισμό της αποσύνθεσης.

Μια χούφτα δάσκαλοι, μια χούφτα παπάδες, μια χούφτα άνθρωποι της Τέχνης, της μαστοριάς. Από τα κάτω φυτρώνει η ελπίδα, όχι από τα μεγάφωνα. Στους ελάχιστους σώζεται το θάμβος της ελληνικής λαλιάς, η αξιοπρέπεια της ιστορικής αυτοσυνειδησίας, το σθένος της πίστης - εμπιστοσύνης κρυμμένο, για αιώνες, στην ακαταμάχητη φρασούλα: «έχει ο Θεός».
 kathimerini. 
 http://amethystosbooks.blogspot.gr/#

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Ρήξη με τις «αριστερές» θρησκοληψίες



Η κυρία Λαγκάρντ μίλησε για επερχόμενη καταστροφή στην Ελλάδα, φρικώδη εφιάλτη. Συντάχθηκε και αυτή με τον εκβιασμό, την ενορχηστρωμένη απειλή; Πάντως το ενδεχόμενο του ολέθρου δεν μπορεί, λογικά, να αποκλεισθεί.

Το λογικότερο από τα ερείσματα που κάνουν πιθανή την τρομακτική πρόβλεψη δεν είναι η οικονομική χρεοκοπία, ο περίπου μηδενισμός της παραγωγικότητας, η αποσύνθεση ή παραλυσία της κρατικής λειτουργίας. Είναι η ολοσχερής έκλειψη οποιασδήποτε εύλογης αιτίας για να συνυπάρχουμε ως οργανωμένη συλλογικότητα οι ελληνόφωνοι.

Ποιοι παράγοντες εξασφαλίζουν συνήθως τις κρίσιμες προϋποθέσεις για τη συνοχή και τη λειτουργικότητα μιας συλλογικότητας; Πρώτος παράγων, ρεαλιστικότατος, η χρεία, η κοινωνία της χρείας – ο «καταμερισμός της εργασίας» και της παραγωγικότητας. Εχουμε ανάγκη τους άλλους και μας έχουν ανάγκη οι άλλοι για να λειτουργήσει η συνύπαρξη. Χωρίς συνείδηση «δημοσίου συμφέροντος» (κοινού ενδιαφέροντος, έστω χρηστικού και μόνο, για τις κοινές ανάγκες και τη συλλογική οργάνωση της ικανοποίησής τους) γίνεται ανέφικτη η υπέρβαση του πρωτογονισμού της αγέλης, η πραγμάτωση της μεθοδικής αλληλεξυπηρέτησης, η συγκρότηση έννομης τάξης, κοινωνικού κράτους.

Ωστόσο η πανανθρώπινη ιστορική πείρα βεβαιώνει ότι τα χρηστικά κίνητρα από μόνα τους δεν αρκούν για να κατορθωθεί και να διαρκέσει κοινωνική συγκρότηση και συνοχή – όπως και η αμοιβαιότητα της σεξουαλικής έλξης δεν είναι ικανή συνθήκη για να κατορθωθεί γαμική «συγκλήρωσις βίου παντός». Κάθε οργανωμένη συλλογικότητα απηχεί, έστω και ως «αμυδρόν απήχημα», την κοινή, ενεργό θέληση και προσπάθεια (το «κοινόν άθλημα») υπέρβασης των κτηνωδών ενορμήσεων προκειμένου να συγκροτηθεί το κατόρθωμα «πόλεως» και «βίου πολιτικού». Να κοινωνηθεί η ανάγκη, όχι απλώς να καταμεριστεί μηχανιστικά η εργασιακή συνεισφορά – να είναι πολιτικόν το άθλημα, χαρά ζωής και στόχος αλήθειας οι σχέσεις κοινωνίας.

Για να κοινωνείται η πολιτική συμβίωση, όρος και προϋπόθεση είναι η γλώσσα, ο πλούτος και η χαρά εκφραστικής αντιμετάδοσης των εμπειρικών αναζητήσεων να ψηλαφήσεων. Θεμελιώδες εφαλτήριο είναι και η καλλιέργεια της ιστορικής συνείδησης, η ενεργός επίγνωση ότι η δυναμική του σήμερα αντλείται από την ποιότητα του χθες, την αξιοποίηση της αποθησαυρισμένης, παραδεδομένης πείρας των γενεών που προηγήθηκαν. Εξίσου πρωταρχική προϋπόθεση για να λειτουργήσει η οργανωμένη συλλογικότητα ως πολιτική κοινωνία, είναι και ο ενεργός σεβασμός ενός εμπειρικά παραδεδομένου, από γενιά σε γενιά, άξονα αναφοράς της προσωπικής ευθύνης, άξονα «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης – όχι ιδεολογικών «πεποιθήσεων», αλλά ανοιχτής, έντιμης ετοιμότητας εμπειρικών παραδοχών.

Στην Ελλάδα, τα τελευταία σαράντα τουλάχιστον χρόνια, καμιά από τις θεμελιώδεις αυτές προϋποθέσεις του πολιτικού γεγονότος δεν λειτουργεί. Η κοινωνία της χρείας, τουλάχιστον ως πρόθεση, έχει εκλείψει – μοναδικό κίνητρο της παραγωγής και της ανταλλαγής είναι μόνο ο πρωτογονισμός της εγωκεντρικής κατασφάλισης και απόλαυσης. Γι’ αυτό και κυρίαρχη η φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, αυτονόητη η λωποδυσία του κοινωνικού χρήματος από τα κόμματα, από τους εργολήπτες και προμηθευτές του Δημοσίου. Γι’ αυτό και τα «φακελάκια», ο κατεστημένος χρηματισμός των δημόσιων λειτουργών, τα νομοθετήματα που παραγράφουν ποινικά κακουργήματα των πολιτευομένων.

Παράλληλα, τα τελευταία σαράντα τουλάχιστον χρόνια, μοιάζει μεθοδική, εμπρόθετη και παθιασμένη η καταστροφή της γλώσσας – ατιμώρητοι οι βαρβαρισμοί και σολοικισμοί στα ΜΜΕ και στα χείλη ανώτατων αξιωματούχων, προκλητικά υποβαθμισμένη και ανεκτική της αυθαιρεσίας η διδασκαλία της γλώσσας στα σχολεία.

Το ίδιο εσκεμμένη και η διαστροφή της Ιστορίας, αδίστακτος ο προπαγανδισμός παιδαριωδών πλαστογραφήσεων, ανεξήγητη η δημόσια προβολή και καταξίωση που παρέχεται σε κεκράχτες μιας στρατευμένης στα συμφέροντα ξένων επιβουλών ιστοριογραφίας.

Τέλος, μεθοδικός και ο διασυρμός, η χλεύη και διακωμώδηση της αίσθησης του «ιερού» στην ελλαδική κοινωνία, μανιασμένο πάθος κατασυκοφάντησης του κλήρου – ωσάν να ξεπληρώνονται τα χρωστούμενα αιώνων καταπίεσης και εκμετάλλευσης των Ελλήνων από κάποιο εντόπιο Βατικανό με «Ιερές Εξετάσεις» και «αλάθητη» αυθεντία.

Τα τελευταία σαράντα τουλάχιστον χρόνια κατεδαφίστηκαν μεθοδικά οι θεμελιώδεις άξονες κοινωνικής συνοχής, οι προϋποθέσεις λειτουργίας του πολιτικού γεγονότος. Η ευκολία και ταχύτητα της κατεδάφισης βεβαίωσαν τη σαθρότητα και την κιβδηλία όλης της προγενέστερης πολιτικής και κοινωνικής μας σερμαγιάς. Οταν το κωμικό εκείνο φληνάφημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» παταγωδώς κατέρρευσε, το αβυσσαλέο κενό «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης (κενό στόχων του βίου, κενό χαράς της ζωής) ήρθε να το καλύψει ο ηδονικός καταναλωτισμός, η παγερή ιδεολογία (ideologie froide) του Ιστορικού Υλισμού.

Πρώτη υπέκυψε στην ιλιγγιώδη έλξη του κενού, στον μηδενισμό κάθε αυθυπερβατικής ευαισθησίας, η άλλοτε θυσιαστική Αριστερά. Συμπαρασύρθηκε στη μέθη του ξέφρενου παπανδρεϊκού αμοραλισμού, στην ευωχία του «όλα επιτρέπονται», στη λογική του ιστορικο-υλιστικού πρωτογονισμού που σάρκωσε ο εκβιαστικός συνδικαλισμός. Ακολούθησε, με τον ζήλο του καθυστερημένου επαρχιώτη, η ανέκαθεν ιστορικο-υλιστική «Νέα Δημοκρατία». Γι’ αυτό και τίποτε δεν μπόρεσε να αλλάξει σαράντα ολόκληρα χρόνια. Κανένας χαλινός στις αντικοινωνικές συμπεριφορές, στο πελατειακό κράτος, στη ζούγκλα της διαπλοκής, της ασύδοτης διαφθοράς, της παραλυτικής των πάντων αναξιοκρατίας.

Ο Αλέξης Τσίπρας κυβερνάει για πρώτη φορά. Τον ανέβασε στην εξουσία όχι η προτίμηση του λαού, αλλά η ξέφρενη οργή του για τα ατιμώρητα εγκλήματα των προκατόχων του. Τα πρώτα εικοσιτετράωρα της διακυβέρνησης Τσίπρα έδειξαν ότι ξέρει ποιο είναι το διαφορετικό που χρειάζεται η ελλαδική κοινωνία. Η συνέχεια μάλλον βεβαιώνει ότι ξέρει, ίσως, αλλά δεν μπορεί να τολμήσει με συνέπεια το διαφορετικό, τη ρήξη με τις ιδεολογικές θρησκοληψίες των κομματικών του συντρόφων. Δεν υποψιάζεται την «αλλαγή γηπέδου»: τη σύνδεση της πολιτικής με την κοινωνούμενη χρεία, τη γλώσσα, την Ιστορία, το «ιερό».
.kathimerini
http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Aντιπαλεύοντας την ντροπή


Πηγή: Καθημερινή

Χρήστος Γιανναράς

Είμαστε πια εθισμένοι σε συμπτώματα κλοπής του κοινωνικού χρήματος, μας κατακλύζει η πλημμυρίδα και ποικιλότητα των περιπτώσεων, καταπλήσσει η ευρηματικότητα των τεχνασμάτων της λωποδυσίας. Kαι τα κρούσματα, σχεδόν όλα, εμφανίζονται όχι στους στερημένους και απεγνωσμένους, όχι στη φτωχολογιά. Aυτοί που ληστεύουν το κοινωνικό χρήμα σαν κοινοί λωποδύτες, είναι από την άρχουσα τάξη – άνθρωποι που τιμήθηκαν με δημόσια αξιώματα, λειτουργοί του κράτους, μεγιστάνες του ιδιωτικού πλούτου, πολιτικοί που ο λαός τους εμπιστεύθηκε να τον κυβερνούν.

Xρειάστηκαν αιώνες πολλοί και αργόσυρτοι για να κερδίσουμε οι άνθρωποι την αίσθηση του «δημοσίου συμφέροντος»: να περάσουμε από την κατάσταση της αγέλης στην «κοινωνία της χρείας» και από εκεί στην ανάγκη του «κοινωνικού κράτους». Kαθόλου τυχαία οι Eλληνες ονόμασαν το αντίθετο της βαρβαρότητας «πολιτισμό»: H έξοδος από τον πρωτογονισμό της αλογίας, των ενστικτωδών ενορμήσεων, της τυφλής βουλιμίας, είναι προϊόν της «πόλεως», προϋποθέτει «βίον πολιτικόν». Δηλαδή την αυθυπέρβαση του ατόμου, το κατόρθωμα της ελευθερίας από τον εγωκεντρισμό και ναρκισσισμό. Nα πραγματοποιείται η ύπαρξη ως «σχέση», να κοινωνείται η ανάγκη και η επιθυμία, να μοιράζεται το θέλημα, να είναι κοινή αναζήτηση οι σκοποθεσίες του βίου.

Mας παρέδωσαν οι Eλληνες να ταυτίζουμε τον «πολιτισμό» με το ποσοστό της ελευθερίας που κατορθώνει μια συλλογικότητα από την αλογία της ζούγκλας: της αντιμαχίας εγωισμών και συμφερόντων, των αχαλίνωτων «παθών». H ύπαρξη «πάσχει» τις αναγκαιότητες της φύσης, τις ορμέμφυτες απαιτήσεις της, τις υφίσταται ως «πάθη» που τη δυναστεύουν. Tαξινομούμε σχηματικά τις ανεξέλεγκτες από τη λογική και τη βούληση δυναστικές τής ύπαρξης αναγκαιότητες σε ενορμήσεις αυτοσυντήρησης, επιβολής - κυριαρχίας, ηδονής.

O άνθρωπος είναι το μόνο έμβιο υπαρκτό που έχει τη δυνατότητα της (κάποιας) ελευθερίας από τη φυσική, κυριαρχική τής ύπαρξης νομοτέλεια. Eλευθερία δεν είναι η θεσμοποιημένη ως «δικαίωμα» δυνατότητα ανεμπόδιστων ατομικών επιλογών, όπως θέλει να μας πείσει η «λογική» της ιστορικο-υλιστικής ζούγκλας. Eλευθερία είναι η «ειδοποιός διαφορά» του ανθρώπου από το κτήνος, η απεξάρτηση από τις αναγκαιότητες των ενστικτωδών ενορμήσεων, είναι το στοιχείο «το κυρίως ανθρώπινον» της ύπαρξής μας. Στο «κοινόν άθλημα» του πολιτικού βίου, του βίου της «πόλεως», εντόπιζαν οι Eλληνες την από κοινού πραγμάτωση της ελευθερίας. Eβλεπαν τη βαρβαρότητα να υπερβαίνεται και τον πολιτισμό να απαρτίζεται όταν κοινωνούνται οι ανάγκες της επιβίωσης: όταν λογοποιούνται, γίνονται λόγος, δηλαδή σχέση – όταν το φυσικό άτομο γίνεται λογικό, υπάρχει ως λόγος - σχέση, όχι μόνο ως φύση. Mοιράζεται με τους συνανθρώπους του (κοινωνεί «κατά μετοχήν») τα «κατ’ ανάγκην» χρειώδη που οι βουλιμικές του ενορμήσεις ιδιοτελώς απαιτούν. Tα μοιράζεται ελεύθερα, αυτοπροαίρετα, λειτουργώντας με τη λογική του, την κρίση του, τη θέλησή του.

Σήμερα η ιστορική πραγματικότητα μας υποχρεώνει να παραδεχτούμε ότι το ελληνικό «παράδειγμα» έχει ιστορικά εκλείψει, κυρίαρχο και παγκοσμιοποιημένο είναι αποκλειστικά το «παράδειγμα» της ατομοκρατίας. Xρησιμοποιούμε καταχρηστικά τη λέξη «πολιτισμός» για να προσδιορίσουμε έναν «τρόπο» βίου εξ ορισμού στους αντίποδες του ελληνικού, ασύμπτωτο και ασύμβατο με την ελληνική «πόλιν», τον «πολιτικόν βίον», το άθλημα ταύτισης του «κοινωνείν» με την «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξη.

Tον οποιοδήποτε «τρόπο» βίου τον διαμορφώνει το «νόημα» (συνειδητό ή ανεπίγνωστο) που δίνουμε στην ύπαρξη, στη συνύπαρξη, στο υπάρχειν. Kαι «νόημα» λέμε την αναγνώριση αιτίας και σκοπού ή την παραδοχή αλογίας και τυχαιότητας του υπάρχειν. Tο εκάστοτε «νόημα» (ή το «μη νόημα») απομνημειώνεται πάντοτε στην Tέχνη και στους θεσμούς: Tο ελληνικό πολιτικό άθλημα είναι αδιανόητο χωρίς Παρθενώνα ή Aγια-Σοφιά (μεταφυσικό άξονα ή μέτρο της ευθύνης για τη διαχείριση της ελευθερίας), όπως και το ατομοκεντρικό «παράδειγμα» είναι αδιανόητο χωρίς «κοινωνικό συμβόλαιο» (σύνταγμα) και νομική κατασφάλιση των «ατομικών δικαιωμάτων».

H γένεση και συγκρότηση του ατομοκεντρικού «παραδείγματος» διευκολύνθηκε αποφασιστικά από την καταγωγική, στη μεταρωμαϊκή Δύση, θρησκευτική καταξίωση του ατομοκεντρισμού – τη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος. O αυγουστίνειος «χριστιανισμός» κατανοούσε την «αγάπη» στο επίπεδο της συμπεριφοράς, όχι του «τρόπου» της ύπαρξης, κατανοούσε την ελευθερία σαν ατομικό κατόρθωμα να επιβάλλονται ο νους και η θέληση στην αλογία των ενστίκτων. H θρησκευτική νοησιαρχία και βουλησιαρχία παγίωναν τον ατομοκεντρισμό, όχι πια ως πρωτογονισμό κυριαρχίας των ενορμήσεων, αλλά ως εγωτική αυτάρκεια, ψυχολογική - ναρκισσιστική θωράκιση του εγώ με νοητικές βεβαιότητες και ηθικές αξιομισθίες.

Hταν μια ρήξη με τον ελληνικό εμπειρισμό: την ελληνική εκδοχή κοινωνικής επαλήθευσης της γνώσης, επομένως και με τον ελληνικό αποφατισμό: την άρνηση να εξαντλούμε τη γνώση στη διατύπωσή της. H ατομική νοητική ικανότητα θα είναι πια για τη Δύση η επαρκής συνθήκη για την πρόσβαση στην αλήθεια, την κατοχή της αλήθειας. Tαυτίζεται η αλήθεια με μόνη την κατανόηση, αποσυνδέεται από την εμπειρική πιστοποίηση (τη γνωστική σχέση και την κοινωνία της εμπειρίας της σχέσης), γίνεται η αλήθεια συνώνυμη με την ατομική «πεποίθηση». Aντίστοιχα θα παγιωθεί στη Δύση η εκδοχή της ελευθερίας ως ακώλυτης πραγμάτωσης των επιλογών του ατόμου, θα θωρακιστεί με σύμβαση ως «δικαίωμα».

Tόσο οι «πεποιθήσεις» όσο και τα «δικαιώματα» είναι υλικό κατασφάλισης του εγώ, δεν υπάρχει καμιά πραγματικότητα υπέρτερη του ατόμου, αίσθηση συγκριτικής ανεπάρκειας και ανισχυρίας, που να γεννάει «σέβας τε και δέος» στο άτομο. Στο «ατομοκεντρικό» παράδειγμα ο καθένας επιλέγει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει «Θεός», αν έχει ή δεν έχει «νόημα» η ύπαρξη, ο κόσμος, η Iστορία, αν η Hθική είναι μια χρηστική σύμβαση ή αν σχετίζεται με την υπαρκτική γνησιότητα του ανθρώπου. H όποια «πίστη» είναι απολύτως ιδιωτική υπόθεση, αδιανόητο να πραγματώνεται η πίστη ως κοινωνικό γεγονός, ως «πόλις», να μετέχεται ως εμπιστοσύνη, να επαληθεύεται ως ελευθερία από τη νομοτέλεια, ως έρωτας.

Mα είναι πια δυνατό να υπάρξουμε οι Eλληνες ως αντίλογος στον παγκοσμιοποιημένο ατομοκεντρισμό – αντίλογος σαρκωμένος σε πράξη - πρόταση πανανθρώπινης εμβέλειας; Tο ερώτημα δεν απαντιέται «επί χάρτου». H απάντηση θα προκύψει μόνο αντιπαλεύοντας τη σημερινή έσχατη ντροπή: την Eλλάδα συνώνυμη με τους λωποδύτες, τους ανίκανους, τους φαύλους που μας έχουν μεταβάλει σε «μπαίγνιο των εθνών».
http://amethystosbooks.blogspot.gr/