Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Ότι θέλω έτσι το ζητώ από Τον Αγίο Δαυιδ και μου το δίνει. .....

 


Μια φορά σαν μοναχός καθάριζα το Ιερό του Αγ Δαυίδ της Εύβοιας.
Μπαίνει ο Αγ Ιάκωβος Τσαλικης μέσα πάει μπροστά στην εικόνα του Αγίου Δαυίδ χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι είμαι μέσα εγώ στο Ιερό και αρχίζει να μιλάει στον Αγίο , να του διαβάζει ένα γράμμα και να του λέει να κάνει κάποιο ασθενή καλά!
Τα έλεγε γεμάτος συγκινηση και θαυμασμό λες και ήταν ο Άγιος Δαυίδ δίπλα του παρών!
Εμένα μου έπεσε το φαράσι μες στο Ιερό που Σκουπιζα και ρώτησε :
___ποιος είναι μέσα?
__ Γέροντα εγώ του λέω. .
____Ιλαριωνα μου ..Έχεις ώρα μέσα? Με άκουσες αυτά που έλεγα? Μην με παρεξηγείς, έχω πάρει κάτι χάπια για την καρδιά μου και βλέπω παραισθησεις, τα έχω χαμένα, έχω ζαλάδα, ( φυσικά για να κρύψει την αρετή της προσευχής που είχε και που μιλούσε συχνά με τον Αγίο )!
Μου λεει:
____ πάτερ μην λες τιποτα τι άκουσες και τι είδες μην μας κοροιδεψουν .
___ να ναι ευλογημένο Γέροντα!
Το απόγευμα με βλέπει στην κουζίνα που μαγειρευα γιατί είχα το διακονημα του μάγειρα και ήμουν βοηθός του Π. Κυριλλου και μου λέει διακριτικά :
_____ Ιλαριωνα μου .... Χίλια συγνώμη που σου είπα ψέμματα το πρωί στην εκκλησία! Δεν είχα ζαλάδα. .Ούτε χάπια είχα πάρει αλλά απλά ήθελα να κρύψω την αρετή της προσευχής και την επικοινωνία που έχω με τον Αγίο Δαυιδ , μήπως πέσω σε κενοδοξια και χαθώ! Ότι θέλω έτσι το ζητώ από Τον Αγίο Δαυιδ και μου το δίνει. .....

!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! 


#ΜαρτυριαΙακωβουΙερομοναχου

https://www.facebook.com/photo?fbid=2884659385080577&set=gm.2869873699914609

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

«Είχα πάει στον Καναδά και εκεί μίλησα στην Ελληνική ομογένεια, για τον διάβολο, για το πως μας ξεγελά και μας υποσκελίζει στην αμαρτία




 «Είχα πάει στον Καναδά και εκεί μίλησα στην Ελληνική ομογένεια, για τον διάβολο, για το πως μας ξεγελά και μας υποσκελίζει στην αμαρτία. Όταν τελείωσα την ομιλία και έφευγε ο κόσμος, άρχισε να γίνεται ένας μεγάλος σαματάς. Ήρθαν κάποιες κυρίες τότε και με ενημέρωσαν ότι κάποια μεγαλοκυρία είχε δαιμονιστεί. Φώναζε και ούρλιαζε η δαιμονισμένη λέγοντας λόγια για μένα:

«Με φανέρωσε αυτός ο άνθρωπος, με έβγαλε στη φόρα! Τί γυρεύει εδώ στον Καναδά; Ήρθε να πάρει τους δικούς μου, τους οποίους είχα καλά δεμένους. Θα τον κάνω κακό και θα τον εκδικηθώ!»
Την μετέφεραν σε ένα δωμάτιο. Και μόλις λίγο ηρέμησε, πήγα και την συνάντησα. Είχε κλειστά τα μάτια και έτρεμε σαν το ψάρι! Κατά το χρέος μου άνοιξα το Ευχολόγιο, φόρεσα το πετραχήλι μου και της διάβασα τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου και όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια, σταμάτησε να τρέμει και με λέει:
«Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ!»
Πράγματι την εξομολόγησα. Η κοπέλα αυτή είχε δαιμόνιο για πολλά χρόνια, αλλά δεν είχε εκδηλωθεί μέσα της. Κοινωνούσε, Εκκλησιαζόταν κανονικά, αλλά δεν γνώριζε, ότι ήταν δαιμονισμένη.
Με αφορμή όμως εκείνη την ομιλία που είχα κάνει, εκδηλώθηκε το δαιμόνιο που είχε. Πολλοί που ήταν παρόντες στο σκηνικό με την δαιμονισμένη, ωφελήθηκαν πολύ και άνθρωποι που δεν πίστευαν στα δαιμόνια και στον διάβολο, πίστεψαν στην ύπαρξη των πονηρών πνευμάτων.»

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας 

https://www.facebook.com/photo?fbid=10207748730111942&set=gm.685589438746675

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Ο Άγιος Νεκτάριος

 

Ο Άγιος Νεκτάριος όταν ήταν μικρός πήγε να προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους. Το πλοίο όμως με το οποίο ταξίδευε έπεσε σε θαλλασσοταραχή και κινδύνευε να βυθιστεί.
Έδωσε εντολή ο καπετάνιος να ετοιμαστούν οι επιβάτες, ώστε σε λίγο να εγκαταλείψουν το πλοίο. Τότε πήγε ο Άγιος Νεκτάριος και έπιασε το τιμόνι του καπετάνιου και σήκωσε το άλλο του χέρι στο Θεό και λέει:
- Δεν σου είπα Θεέ μου, ότι θέλω να Σε κηρύξω; Γιατί επιτρέπεις να πνιγούμε;
Είπε αυτό το λόγο 3 φορές. Στη τρίτη φορά έβγαλε από τη ζωστήρα του ένα σταυρό που ήταν δώρο από την γιαγιά του και δένει στην άκρη της λωρίδας του το σταυρό, πηγαίνει στην κουπαστή του πλοίου και τον ρίχνει στη θάλασσα και διατάσσει ως άλλος ''Κύριος'' τη θάλασσα:
- Σιώπα και φίμωσον!
Και αμέσως η θάλασσα γίνεται λάδι! Όταν είδε ο κόσμος αυτό το θαυμαστό γεγονός, έγινε αλαλαγμός! Τον πήραν στα χέρια, να τον φιλούνε να τον αγκαλιάζουν και να θέλουν να σηκώσουν τον σωτήρα τους στον αέρα. Όλοι ήταν χαρούμενοι, που σώθηκαν από βέβαιο πνιγμό. Ο μόνος που ήταν λυπημένος ήταν ο Άγιος Νεκτάριος, γιατί κόπηκε ο σταυρός και τον έχασε στη θάλασσα...
Λίγο πριν φτάσουν στο λιμάνι της Χάϊφα του Ισραήλ, άρχισε να ακούγεται από το πλοίο ένας δυνατός κρότος. Φτάσανε στο λιμάνι, ο κόσμος άρχισε να αποβιβάζεται, αποβιβάστηκε και ο Άγιος Νεκτάριος λυπημένος...
Ο καπετάνιος έστειλε κάποιους ναυτικούς να πάνε με τη βάρκα να δούνε στο σημείο του πλοίου από όπου ακουγόταν ο κρότος και βλέπουν έκπληκτοι το σταυρό του Αγίου κολλημένο στο πλοίο! Τον πήραν, τον πήγαν στον καπετάνιο και εκείνος φώναξε:
- Κεφαλά, Κεφαλά, Κεφαλά (έτσι λεγόταν το επίθετο του Αγίου Νεκταρίου) γύρισε πίσω!
Και έτσι ο Άγιος Νεκτάριος πήρε πίσω το σταυρό του, που τον είχε σουβενίρ από την αγαπημένη του γιαγιά...

Δημήτριος Παναγόπουλος

https://www.facebook.com/%CE%A4%CE%BF%CF%85%CE%91%CE%B3%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%A0%CE%B1%CF%8A%CF%83%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%91%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%B5%CE%AF%CF%84%CE%BF%CF%85--1566462536930889/?__cft__[0]=AZVfPdTCcE4AvCf8-7-0Q29Tm23Cyh7gPyUHs8lBv1Vtp7ydCOkuneVZNUlCtLpPXktYjAwqSQ4gQD6wbhyco5TaReqIZCO4lr_Tb3JNxhq_woeW4GJttLxalTFrswW1EECMFf-kBhOSIDkwHprF1jlCjj3geulKmOLPoimIESyaQU6dEHkSaFesoZhtcY8CpDA&__tn__=-UC%2CP-R

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

Οδυσσέας Ελύτης: ‘Ετσι έγραψα το «Άξιον Εστί»

 



Ο Οδυσσέας Ελύτης, εξηγεί σε μια συνέντευξη του, πως έγραψε το «Άξιον Εστί»:

«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει. Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαζα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.

«Συντριβή μπροστά στην αδικία»

Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Ελληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.

«Διαμαρτυρία για τ’ άδικο»

Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί». 

https://www.facebook.com/photo?fbid=334115974334247&set=gm.3297866843584160