Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Πνευματικές Νουθεσίες Περί Δακρύων

Να καλλιεργείς τα δάκρυα. Να καλλιεργείς τις εικόνες, τις σκέψεις που φέρνουν δάκρυα. Εγώ καλλιεργούσα την εικόνα του νεκρού σώματος του γέρο-Ιωσήφ. Όταν τον φίλησα και τον βάλαμε στο μνήμα, σκεπτόμουνα ότι κι εγώ σύντομα έτσι θα γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ο Θεός δεν με δεχθεί, δεν με συγχωρήσει κ.ο.κ.

Τα δάκρυα είναι μεταξύ εμπαθείας και απαθείας. Τα δάκρυα καθαρίζουν. Είναι τα αρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδή τα δάκρυα μετανοίας ήτοι σκέπτεσαι: εάν κολασθώ θα είμαι με τον Χριστό ή με τον διάβολον; Εάν θα είμαι αιώνια εις την κόλαση; Τότε τι θα κάνω;

Κατόπιν έρχονται τα δάκρυα της χάριτος. Τα δάκρυα αυτά είναι τόσο γλυκά, ώστε όταν μου ήρχοντο, έλεγα: Θεέ μου, εις τον παράδεισο τίποτε άλλο δεν θέλω, παρά να κλαίω έτσι. Αυτά τα δάκρυα έρχονται ύστερα.

Τα δάκρυα είναι η τροφή της ψυχής. Όπως όταν το σώμα τρέφεται με καλή τροφή ζωογονείται, έτσι και η ψυχή τρέφεται με τα δάκρυα και ζωογονείται.

Όταν προσεύχεσαι, να προσπαθείς να έχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, και κλαις εις την προσευχή σου. Όταν έχεις δάκρυα εις την προσευχή, ό,τιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Όταν σταματήσουν τα δάκρυα πας οπίσω.

Μαζί με την ευχούλα έρχονται τα δάκρυα. Τα οποία δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο, από εσένα εξαρτάται να τα αυξήσεις. Πιστεύσατέ με ότι τα δάκρυα δεν είναι τίποτες άλλο, συνήθεια είναι. Αν συνηθίσεις να κλαις, την άλλη μέρα θα κλαις, και την άλλη μέρα θα κλαις. Και θα φτάσεις σε ένα σημείο θα πεις: Γιατί κλαίω; Κι εγώ δεν ξέρω. Ναι, αλλά με τα δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμός γίνεται μέσα; Πώς πλένεις τη φανέλα σου, το μαντήλι σου με το σαπούνι, έτσι και τα δάκρυα στην προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι έρχεται κατόπιν σ';άλλα ανώτερα δάκρυα.

Τα δάκρυα, θα σας πονέσει ο εγκέφαλος μέσα, το μυαλό θα σας πονέσει, διότι είναι τα πρώτα δάκρυα, τα οποία λέγονται καθαρτικά δάκρυα, καθαρίζουν τα δάκρυα μέσα.

Όταν περάσει ο βαθμός των καθαρτικών, έρχονται άλλα δάκρυα χαροποιά. Τα οποία, και το πρόσωπο σου θα γίνει ωραίο, θα ομορφαίνει, και ο άλλος ο συνάνθρωπός σου, ο συνάδερφος σου, ο παραδελφός σου, θα τον βλέπεις σε άλλην ωραιότητα. πνευματικώς εννοώ.

Κατόπιν είναι άλλα δάκρυα, αλλά αυτά ο καθένας κατά τη βία του που έχει μέσα, κατά τον ζήλο, κατά τη θερμότητα, θα τα συναντήσει.





Re: Χαρισματούχος Αγιορείτης Ιερομόναχος Εφραίμ Κατουνακιώτης

Δημοσίευσηαπό ΕΜΜΕΛΕΙΑ την Κυρ Σεπ 06, 2009 2:19 pm

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Καθαρισμὸς τῆς καρδίας


Τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ ἀπασχόλησί μας μὲ τὸν πνευματικὸ νόμο. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ἀρνηθήκαμε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταλείψαμε τὸν οἰκογενειακὸ βίο, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι ἁμαρτωλός. Τὸν ἐγκαταλείψαμε, ἐπειδὴ θελήσαμε νὰ ἐκφράσωμε μὲ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεό, τηροῦντες ἔτσι μὲ ἀκρίβεια τὴν πρώτη ἐντολή. Κληθέντες ἀπὸ τὸν Θεό, ἀκολουθήσαμε τὴν φωνή Του γιὰ νὰ ἐφαρμόσωμε αὐτὴ τὴν ἐντολή. Καὶ γιὰ νὰ εὕρωμε τὸν κατάλληλο χρόνο, τὸν ἀπερίσπαστο μᾶλλον, ἐβγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν κοινωνία καὶ ἀρνηθήκαμε τοὺς οἰκογενεῖς μας, ἀσχολούμενοι λεπτομερῶς μὲ τὴν ἐσωστρέφεια, ἐλέγχοντες τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων. Καὶ αὐτὸ τὸν τρόπο, νὰ ἠμπορέσωμε νὰ νικήσωμε ὄχι μόνο τὴν πρακτικὴ μορφὴ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ τὴν ἀφανίσωμε ἀπὸ τὴν γέννησί της. Ὄχι μόνο νὰ μὴν ἁμαρτάνωμε πρακτικά, ἀλλὰ οὔτε κατὰ διάνοια νὰ ἔχωμε συνεργασία μὲ τὸ κακό. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο φθάναμε στὸν μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἀνέφερε ὅτι: «Τὰ ἔξωθεν εἰσερχόμενα οὐ κοινοῦσι τὸν ἄνθρωπο», δηλαδὴ δὲν τὸν μολύνουν.

Ἐκεῖνα ποὺ ἐξέρχονται ἀπὸ μέσα τὸν κάνουν ἀκάθαρτο. «Ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι». (Ματθ. 15,18). Αὐτὰ εἶναι τὰ περισσεύματα τῆς ἀκαθάρτου καρδίας τὰ ὁποῖα κινούμενα ἀπὸ μέσα πρὸς τὸ ἔξω, δημιουργοῦν τὸ σῶμα τῆς περιεκτικῆς κακοηθείας. Καὶ τότε καταρακώνεται ἡ ἐλευθερία τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἀπὸ εὐγενὴς καὶ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» πλασμένος ποὺ εἶναι, γίνεται πονηρὸς καὶ διεφθαρμένος. Ἐπειδὴ μετέχομε καὶ ἐμεῖς αὐτῆς τῆς ἀρρωστημένης καταστάσεως, ἐξήλθαμε ἀπὸ τὸν κόσμο ἀκριβῶς γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο. Κόσμο ὅταν λέμε δὲν ἐννοοῦμε τοὺς ἀνθρώπους. Κόσμος εἶναι τὸ σύστημα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ποὺ κατὰ τὸν Παῦλο εἶναι τὰ πάθη καὶ οἱ ἐπιθυμίες. Καὶ κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ἡ «ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου», ἡ ἀφροσύνη καὶ γενικὰ ἡ ματαιοφροσύνη. Εὑρισκόμενοι τώρα ἐδῶ, προσέχαμε ἀκριβῶς στὸ νὰ γίνωμε «καθαροὶ τῇ καρδίᾳ», γιατὶ μονὸ ἔτσι θὰ ἴδωμε τὸν Θεό, ὅσο ἐπιτρέπεται βέβαια στὴν ἀνθρώπινη φύσι νὰ ἔχῃ ἐμπειρία τῆς ὁράσεως τοῦ Θεοῦ. Τὸ θέμα τῆς παλιγγενεσίας δὲν εἶναι ἡ μεταφορὰ τῶν ἀνθρώπων εἰς ἕνα εὐδαιμονισμό. Αὐτὰ τὰ παραδέχονται οἱ ξένες ὁμολογίες: Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ Λόγου, δὲν μεταφέρεται εἰς ἕνα εὐδαιμονισμό, οὔτε ἐπανέρχεται ἀπὸ μία ἐξορία σὲ μιὰ καλύτερη ζωή. Αὐτὰ δὲν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας μας γεννήματα, ἀλλὰ πεπλανημένες ἰδέες.

Ἡ κένωσι τοῦ Θεοῦ Λόγου, μετέφερε στὴν ἀνθρώπινη φύσι τὴν θέωσι. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μεταφέρεται διὰ τῆς Χάριτος – ἐὰν ἀρχίσει ἀπὸ ἐδῶ νὰ πειθαρχῇ στὸ Θεῖο θέλημα- ὑποστατικὰ στὴν ἕνωσί του μὲ τὸν Θεό. Ὅπως μετέχει τὸ θετὸ παιδὶ στὴν περιουσία, στὸ ὄνομα καὶ στὴν προσωπικότητα τοῦ πατέρα του, ἐνῷ δὲν εἶναι φυσικὸ παιδί, ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Ἂν καὶ δὲν γεννηθήκαμε τρόπον τινά, ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ τὴν υἱοθεσία ὅμως ἀπεκτήσαμε τὴν ἴδια θέσι, ποὺ ἔχει ἕνα φυσικὸ παιδί. Αὐτὸ γιὰ μᾶς λέγεται θεανθρωπισμός.

Αὐτὸ μᾶς ἔφερε στὴ γῆ ὁ Θεὸς Λόγος. Ὅπως εἶπε ὁ ἴδιος: «Ἐγὼ πάτερ, ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί» καὶ «τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς», καὶ ἄλλου «Θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κακεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν», καὶ πάλι «ὑμεῖς φίλοι μου ἔστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους». Καὶ ὅταν τοῦ ἐζήτησαν νὰ τοὺς μάθη νὰ προσεύχονται, κατ᾿ εὐθεῖαν τοὺς εἶπε: «Πάτερ, ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Γιὰ νὰ ἐπιτευχθῆ ὅμως αὐτὸ καὶ νὰ εἰσέλθωμε στοὺς κόλπους τῆς υἱοθεσίας, πρέπει νὰ προσέξωμε, ὄχι μόνο νὰ μὴν ἁμαρτάνωμε, ἀλλὰ νὰ κτυπήσωμε τὴν ρίζα τῆς ἁμαρτωλότητος, ὥστε καὶ μέσα στὴν διάνοιά μας νὰ μὴν ἔχῃ θέσι. Ὅταν καθαρίση ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τῶν παθῶν, ποὺ εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ἔρχεται τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κατοικεῖ. Προσέξετε πῶς ὁ Ἰησοῦς μας τὸ ἀναφέρει. «Ἐὰν τὶς ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ Αὐτῷ ποιήσομεν». Κοιτάξετε τί λέει, «μονήν»· δὲν λέει ὅτι θὰ ἔλθωμε νὰ σᾶς ἐπισκεφθοῦμε, ὅπως κάνομε ἐμεῖς μιὰ ἐπίσκεψι, ἀλλὰ λέει ὅτι θὰ κάνωμε διαμονή. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεανθρωπισμός.

Ἡ ἀπαλλαγή μας ὅμως ἀπὸ τὴν ἁμαρτία δὲν γίνεται αὐτομάτως ἀλλὰ σταδιακά, ὅπως γίνεται ἡ σωματικὴ αὔξησι. Μὲ τὴν ἐμμονή μας, σιγὰ-σιγὰ ἐπιτελεῖται διὰ τῆς Χάριτος μυστηριωδῶς ἡ κάθαρσι τῆς καρδιᾶς. Καθαρίζῃ πρῶτα ὁ νοῦς καὶ φωτίζεται, καὶ ἔτσι συλλαμβάνει καλὰ τὰ νοήματα καὶ δὲν πλανᾶται. Μετὰ τὴν σωστὴ χρῆσι τῶν νοημάτων καὶ τὴν τήρησι τῆς ἀκριβείας τῶν ἐντολῶν, καθαρίζεται καὶ ἡ καρδιά. Τότε εἰσέρχεται ἡ Θεία Χάρις μόνιμα καὶ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀληθινὰ θεοφόρο. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐνῷ εἶναι ζωντανός, μεταφέρθη «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωή». Αὐτὸ εἶναι ὁ ἁγιασμός. Τότε εἰς αὐτὸν δὲν λειτουργοῦν οἱ φυσικοὶ νόμοι. Κοινωνεῖ μόνιμα μὲ τὴν θεία Χάρι καὶ εἰσέρχεται στὸ ὑπὲρ φύσι, οὕτως ὥστε νὰ ἔχῃ τὸ διορατικὸ ἢ τὸ προφητικὸ χάρισμα. Δὲν φοβᾶται τὶς ἀσθένειες, τοὺς κινδύνους, διότι μεταφερόμενος στὴ θέσι τῆς υἱοθεσίας τὸν σκεπάζει ἡ θεία Χάρις· καὶ ὅταν κάποτε θὰ φύγη ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, θὰ κερδίση τὶς ἄξιες τῶν ἐπαγγελιῶν, ποὺ μᾶς ὑπεσχέθη ὁ Χριστός μας.

Καὶ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἂν εἶστε λίγο προσεκτικοί, θὰ αἰσθανθῆτε περισσότερο τὴν ἐπίδρασι τῆς Χάριτος, διότι ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Γέροντάς μας, ὁ Χριστὸς χαρίζει πλουσιότερα τὰ δῶρα Του στὶς μεγάλες ἑορτές, σὰν μία ἰδιαίτερη εὐλογία. Ἀλλὰ ὑπάρχει λόγος στὸ νὰ μὴν εἴμεθα καὶ νὰ μὴν γίνωμε προσεκτικοί; Ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ στόχου μας! Πῶς νὰ μὴν γίνωμε εὐλαβεῖς, ζηλωταί, προσεκτικοί, πραγματικοὶ λάτρεις τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ὁποῖος πιστεύομε ὅτι μᾶς ἐκάλεσε ἀφοῦ μᾶς προώρισε καὶ μᾶς ἐδικαίωσε καὶ ἀπομένει μόνο ἡ ἐλεημοσύνη Του νὰ μᾶς δοξάση στὴν ἐσχάτη ἐκείνη ὥρα, ὅταν θὰ φύγωμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό;

Καὶ νὰ τώρα θὰ εἰσέλθωμε στὰ «ταμεῖα» μας, καὶ ἀποκλείομε τὴν θύρα μας καὶ προσευχόμεθα καὶ ἐξομολογούμεθα καὶ προσπίπτομε στὸν Χριστό μας καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδία καὶ διάνοια καὶ θέλησι καὶ πρόθεσι καὶ δρᾶσι ἀποδίδαμε τὰς εὐχάς μας ἐνώπιόν Του, ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ στοὺς ἁμαρτωλούς. Μὲ πραότητα, μὲ ταπείνωσι καὶ καλοσύνη νὰ προσπίπτετε μὲ τὸν τρόπο αὐτό. Εἶναι ὁ μυστικότερος τρόπος τῆς μεταβολῆς τοῦ χαρακτῆρος, ποὺ προκαλεῖ τὶς πνευματικὲς ἐξάρσεις καὶ ἀλλοιώσεις: «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου». Ἀλλοίωσι ποὺ μεταβάλλει τὸν πήλινο ἄνθρωπο, τὸν ἁμαρτωλό, τὸν περικείμενο τοὺς δερμάτινους χιτῶνας. Τὸν μεταβάλλει σὲ πνευματικὸ ὄν, ποὺ τὸ περιτριγυρίζουν καὶ ἐπιθυμοῦν οἱ Ἄγγελοι νὰ παρακύψουν. Βλέπουν τὶς καλὲς αὐτὲς διάνοιες, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ξεπεράσουν τὸν νόμο τῆς βαρύτητας καὶ νὰ μεταφερθοῦν στὸ ὑπερουράνιο θυσιαστήριο, ἐκεῖ ὅπου «πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Χριστός, εἰς τὰ Ἅγια αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος» (Ἑβρ. 9,12).

Ὅσα δὲν ἀφοροῦν τὸν οὐρανό, ξεχάστε τα. Ἐκεῖ εἶναι τὸ πολίτευμά μας. Ἐκεῖ μᾶς ἀναμένει ὁ Ἰησοῦς μας. «Ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν,ἵνα ὁποὺ εἰμὶ ἐγὼ καὶ ὑμεῖς ἦτε». Ποιὰ καρδιά, αἰσθανόμενη αὐτὰ τὰ ρήματα, δὲν θὰ ραγίση, ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι ἀπὸ γρανίτη κατασκευασμένη; Ἡ ἀνερμήνευτος παναγάπη Του δὲν ἐτελείωσε μὲ τὴν θεία Του κένωσι καὶ τὴν παραμονή Του μαζί μας στὴν γῆ αὐτή, ὅπου ἐνεδύθη τὴν ἰδική μας ταπείνωσι καὶ πτωχεία. Ἀλλὰ καὶ στοὺς πατρῴους κόλπους ἀναπαυόμενος «ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ Αὐτοῦ», πάλι μᾶς ἐνθυμεῖται καὶ «οὐκ ἐάσει ἡμᾶς ὀρφανοὺς πώποτε, ἀλλά, μεθ᾿ ἡμῶν ἐστὶ πάσας τὰς ἡμέρας».

Ὅλοι πρόθυμοι τώρα ξεκινεῖστε μὲ ἅμιλλα πνευματική, νὰ φιλοδοξῆτε νὰ πέραση ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀξιέπαινο. «Αὕτη ἡ γενεὰ ζητούντων τὸν Κύριον».

ΕΡΩΤΗΣΗ – ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Ἐρ.: Γέροντα, πρέπει νὰ προσευχώμαστε γιὰ ὅποιον μᾶς ζητᾶ ἢ γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς συνοδείας μας, ποὺ λείπουν ἔξω στὸν κόσμο;

Ἀπ.: Γιὰ τὰ μέλη τῆς συνοδείας μας ἔχομε χρέος νὰ προσευχόμαστε, διότι ἀνήκομε ὅλοι στὸ ἴδιο σῶμα. Ὅταν δὲ εὑρίσκεται κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸ περιβάλλο του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ τὴν ἴδια προσοχὴ καὶ αἴσθησι Χάριτος καὶ κατάστασι ποὺ ἔχει ὅταν εἶναι στὴν φωλιά του. Εἰς αὐτὲς τὶς περιστάσεις, ποὺ εὑρίσκεται κάποιος ἔξω ἀπὸ τὴν μάνδρα, δὲν ξέρομε τί ἠμπορεῖ ὁ διάβολος νὰ ἐπινόηση εἰς βάρος του, διότι εἴμεθα ἄνθρωποι καὶ ποιὸς ἔχει ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του; Μὲ μιὰ στροφὴ τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Χριστό μας, νὰ ἐπικαλῆσθε τὴν θεία βοήθεια, τὴν θεία Χάρι γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐξῆλθε ὁ ἀδελφός· καὶ μὲ μία μικρὴ προσευχή, νὰ γίνεται ἀφορμὴ νὰ σκεπάζεται ὁποιοσδήποτε ἀπουσιάζῃ ἀπὸ τὴ συνοδεία, διότι εὑρίσκεται σὲ ἀνοικτὸ μέτωπο καὶ δὲν γνωρίζομε ἀπὸ ποῦ θὰ δεχθῆ τὴν κροῦσι.

Γιὰ τοὺς ἄλλους τώρα σύμφωνα μὲ τὴν Πατερικὴ παράδοσι, οἱ νέοι, οἱ ἀρχάριοι, δὲν ὠφελοῦνται ὅταν εὔχονται γιὰ ἄλλα πρόσωπα, διότι εἶναι καὶ αὐτὴ μιὰ πρόφασι ἀπὸ τὰ δεξιὰ γιὰ νὰ δημιουργῇ σκορπισμό.

Φυσικὰ ὅπως καὶ ἄλλοτε σᾶς ἑρμήνευσα, δὲν φιλοδοξοῦμε νὰ εὐχόμεθᾳ γιὰ τὸν καθένα, ὄχι διότι μισοῦμε τὸν πλησίο μας, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ γνωρίζοντες ὅτι εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ δὲν ἔχομε παρρησία εἴμεθα λίγο συνεσταλμένοι καὶ ὁ Θεὸς βλέποντας τὸ ταπεινὸ φρόνημα, ὅτι δηλαδὴ ἀπέχομε γι᾿ αὐτὸ τὸν σκοπό, συμπληρώνει ἡ ἀγαθότης Του τὴν πρόθεσι τῆς καρδίας καὶ τὴν πρόθεσι τῆς ἀγάπης ποὺ αἰσθανόμεθα ἀπέναντι τοῦ καθενός.

ΠΗΓΗ : ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Η ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΕΛΕΞΕ ΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΘΕΛΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ.
ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ ΟΜΩΣ ΕΝΑΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΕΛΙΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ. ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΘΕΙ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ. ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ, ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥΣ, ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ, ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ.
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ΚΑΤΑΚΛΥΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΣΥΝΩΜΟΣΙΕΣ.

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΙ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ.
ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΠΟΥ ΕΦΕΡΑΝ ΤΑ ΟΜΟΛΟΓΑ.

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΙΜΗΣΕ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑΣ.
ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ, ΑΠΟ ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ.

Αμέθυστος

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Naqoyqatsi clip




Όλη η σύγχρονη τέχνη γεννάται από αυτές τις εικόνες. Από τις καμένες φιγούρες του Τζακομέτι , τις αλλοιωμένες σάρκες του Μπέικον, τους ωμούς "ανθρώπους" του Φρόιντ. Είναι άδικο που η τέχνη από-ιεροποίησε το σώμα. Η τέχνη μοιάζει πλέον να καταγγέλλει τον Θεό για την δημιουργία. Και ενώ από πάντα η τέχνη αυτήν την πλάση είχε για να γεννήσει την ωραία εικόνα, δηλαδή την εικόνα που αρμόζει στον άνθρωπο του Θεού. Η καταγγελία του πρωτοτύπου ως αίτιο του κακού (η απόλυτη διαστροφή) μας οδήγησε στην αυτοεξορία της κολάσεως. Δεν είναι ψέμα η εικόνα που δείχνει σήμερα η τέχνη για την κόλαση στην οποία "ζούμε", ψέμα είναι ότι παρουσιάζεται ως ο τόπος του ανθρώπου.

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ - ΠΑΥΛΟΥ ΦΛΩΡΕΝΣΚΥ(2)

(...) 50. Η Εικόνα, ως στερέωση και φανέρωση, ως χρωματικό άγγελμα του πνευματικού κόσμου, είναι από τη φύση της δουλειά εκείνου που βλέπει αυτό το κόσμο ως άγιο, και καταλαβαίνουμε συνακόλουθα ότι η τέχνη της Εικόνας (σύμφωνα με ότι στο βέβηλο λεξιλόγιο ονομάζεται τέχνη) είναι ο αποκλειστικός τομέας των Αγίων Πατέρων.
Η Εκκλησιαστική συνείδηση που εκφράστηκε με μεγάλη σαφήνεια στην Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο δεν έκρινε ορθό να καταστήσει τους εικονογράφους - με την καθαρή και υψηλή έννοια του όρου - μια ξεχωριστή κατηγορία. Την ενσωματώνει στην πλειονότητα των Αγίων Πατέρων, αλλά της αντιπαραβάλλει τους ζωγράφους Εικόνων με την ταπεινή έννοια: τους αντιγραφείς, συχνά ακόμη και απλούς χειροτέχνες – ζωγράφους που τους ονομάτιζαν ikonniki στη Ρωσία, και τους χαρακτήριζαν «μουτζουροτήδες» (bogomazy) επειδή παραμελούσαν το έργο τους. εννοείται πως μνημονεύοντας όλους αυτούς τους όρους ερμηνεύουμε την απόφαση της Συνόδου μέσα στη ρωσικά δεδομένα και δεν αντλούμε αυτό το λεξιλόγιο από τις Συνοδικές Πράξεις, οι οποίες λένε εξάλλου ρητά ότι η Εικόνα δεν είναι καρπός της ιδιοφυΐας του ζωγράφου, εφεύρεσις, μια επινόηση του καλλιτέχνη, αλλά ό, τι ζωγραφίζεται σύμφωνα με κανόνες και κατά την άψαυστη Παράδοση θεσμοθεσία και Παράδοσις της Οικουμενικής Εκκλησίας, ότι να συνθέτεις και να συντάσσεις δεν είναι έργο του ζωγράφου αλλά των Αγίων Πατέρων, κι ότι αυτοί εδώ κατέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα της σύνθεσης: διάταξις – οι ζωγράφοι μη έχοντας παρά αυτό της εκτέλεσης, την τεχνική: τέχνη.
         




          51. Από τους πρώτους χρόνους της Χριστιανοσύνης η Εικόνα θεωρήθηκε ως αντικείμενο μη επιδεχόμενο αυθαίρετες τροποποιήσεις. Αυτή η αντίληψη ισχυροποιήθηκε στη διάρκεια της Ιστορίας και εκφράστηκε ρωμαλέα στις Συνοδικές αποφάσεις της Ρωσικής Εκκλησίας τον 16ο και 17ο αιώνα. Επικυρώθηκε από πολυάριθμες συλλογές αντιγράφων (podlinniki), τόσο εικονογραφημένων όσο και σχολιασμένων, των οποίων και μόνη η ύπαρξη αρκεί να αποδείξει τη σταθερότητα αυτή της εικονογραφικής παράδοσης και που οι κύριες θέσεις και οι θεμελιακές μορφές της ανάγονται σε πανάρχαιους χρόνους: στους πρώτους αιώνες της Χριστιανοσύνης.
Η προέλευση ορισμένων στοιχείων χάνεται στο βάθος των αιώνων της πρωτοχριστιανικής ιστορίας. καταλαβαίνουμε τις πολυάριθμες προειδοποιήσεις που μέσα στις συλλογές απειλούν με τις αιώνιες βασάνους αυτούς που θα αγιογραφήσουν Εικόνες όχι σύμφωνα με την Παράδοση αλλά σύμφωνα με την προσωπική φαντασία.

            52. Οι λαϊκοί ιστορικοί και οι θετικιστές θεολόγοι βλέπουν εδώ ένα παράδειγμα του συντηρητισμού της εκκλησίας και μια γεροντίστικη προσκόλληση σε συνηθισμένες φόρμες και μεθόδους επειδή η δημιουργικότητα στέρεψε στην Εκκλησία, θεωρούν ότι αυτοί οι κανονισμοί εμποδίζουν την ανανέωση της ιερής τέχνης. Στην πραγματικότητα αυτή η ακατανοησία απέναντι στον συντηρητισμό της εκκλησίας είναι και ακατανοησία απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο κανόνας δεν την παρεμπόδισε ποτέ. Οι κανονιστικές απαιτήσεις υπήρξαν η λυδία λίθος όπου πάνω της συντρίφτηκαν οι μηδαμινότητες αλλά αναδείχθηκαν τα αληθινά ταλέντα. Υψώνοντας τον καλλιτέχνη στο πνευματικό επίπεδο που είχε ήδη αγγίξει η ανθρωπότητα, η κανονιστική διάταξη απελευθερώνει τη δημιουργική ενέργεια για καινούρια επιτεύγματα, για καλλιτεχνικές εξάρσεις, και την απαλλάσσει από την αναγκαιότητα να επαναλαμβάνει κάτι ξεπερασμένο. Η απαίτηση να παραμείνουμε στην κανονιστική διάταξη ή για την ακρίβεια το δώρο από την ανθρωπότητα μιας κανονιστικής διάταξης στον καλλιτέχνη συνιστά απελευθέρωση κι όχι καταναγκασμό. Ένας καλλιτέχνης που μέσα στην άγνοιά του θα νόμιζε ότι μπορεί να δημιουργήσει ένα μεγάλο έργο δίχως κανονιστική διάταξη, μοιάζει με τον διαβάτη που ταράζει την ξηρά και που πιστεύει ότι αν περπατούσε στον αέρα θα έφτανε πιο μακριά παρ’ ότι πάνω στην ξηρά. Όντως, ο καλλιτέχνης που απορρίπτει έτσι την τέλεια μορφή, προσηλώνεται ασυνείδητα σε απομεινάρια και κομμάτια άλλων τύπων μορφής, τυχαίων όμως και λειψών, και χαρακτηρίζει αυτές τις ασυνείδητες αναπολήσεις «δημιουργία». Ο γνήσιος όμως καλλιτέχνης δεν επιθυμεί απαραίτητα να δημιουργήσει ένα προσωπικό έργο, αναζητεί την ομορφιά, την αντικειμενική ομορφιά, δηλ. την καλλιτεχνική έκφραση της αλήθειας των πραγμάτων μακριά από κάθε δική του προτίμηση, και λίγο νοιάζεται αν είναι ο πρώτος ή ο εκατοστός που μιλάει γι’ αυτήν την αλήθεια. Αρκεί να υπάρχει αλήθεια, και η αξία του έργου θα λάμψει από μόνη της. Όπως κάθε ζωντανή ύπαρξη αναρωτιέται αν ζει σύμφωνα με την αλήθεια κι όχι αν η ζωή της μοιάζει μ’ αυτήν του γείτονα, ο γνήσιος καλλιτέχνης ζει για την αλήθεια και πιστεύει ότι μια ζωή πιστή στην αλήθεια είναι πάντοτε ατομική και θεμελιακά μοναδική, δεν γίνεται όμως να είναι αληθινή παρά μονάχα στο διάγραμμα σύνολης της ιστορίας των ανθρώπων και όχι ως εξ’ επί τούτου επινοημένη. Ο καλλιτέχνης που εδράζεται στους καλλιτεχνικούς κανόνες της ανθρωπότητας που διαθέτει, βρίσκει τη δύναμη να ενσαρκώνει μια πραγματικότητα αυθεντικής θεωρίας και ξέρει καλά ότι το έργο του, αν είναι αυθόρμητο, δεν αναπαράγει εκείνο ενός άλλου, εξ’ άλλου τον ανησυχεί μονάχα πόσο είναι αληθινό. Να υιοθετήσουμε έναν κανόνα σημαίνει να νοιώσουμε ένα δέσιμο με την ανθρωπότητα και να αναγνωρίσουμε ότι δεν έχει ζήσει μέσα στην ματαιότητα ή χωρίς την αλήθεια κι ότι η δική της προσέγγιση της αλήθειας επαληθευμένη και αποκαθαρμένη από το σύνολο των λαών και των γενεών, έχει κατασταλάξει στους κανόνες.

          53. Η πιο άμεση αποστολή είναι να καταλάβουμε το νόημα του κανόνα, να τον συλλάβουμε εσωτερικά σα μια σύνθεση του ανθρώπινου πνεύματος και αφού φτάσουμε με μεγάλη πνευματική ένταση αυτό το ανεβασμένο επίπεδο να αναρωτηθούμε: πώς μου φαίνεται λοιπόν εμένα, ατομικού καλλιτέχνη, η αλήθεια των πραγμάτων; Γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια να χύσουμε την ατομική μας νόηση σε κοινές ανθρώπινες φόρμες αποτελεί πηγή δημιουργικότητας. Απεναντίας, ο καλλιτέχνης που από αδυναμία και αλαζονεία αποφεύγει τις κοινές μορφές (έκφρασης) της ανθρωπότητας βρίσκεται σε ένα κατώτερο επίπεδο εκείνου που είχε ήδη επιτευχθεί, ένα επίπεδο όχι προσωπικό αλλά τυχαίο και ασύνειδο. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε πιο παραστατικό τρόπο, να βουτάς το δάχτυλό σου αντί για την πένα σου μέσα στο μελανοδοχείο δεν είναι σημάδι ούτε πρωτοτυπίας ούτε έμπνευσης, ακόμη κι αν η μέθοδος αυτή απέδωσε κάποια πονήματα. Όσο πιο δύσκολο και μακριά απ’ το καθημερινό είναι το αντικείμενο της τέχνης, τόσο μεγαλύτερη συγκέντρωση απαιτείται στον αντίστοιχο καλλιτεχνικό κανόνα, λόγω της ευθύνης που συνδέεται με μια τέτοια τέχνη, αλλά και του γεγονότος ότι η απαιτούμενη εμπειρία είναι ελάχιστα προσιτή.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

ΓΚΟΥΑΝΤΑΝΑΜΟ (2)












Η ποπ αρτ έδειξε αυτό τον νέο κόσμο "σχέσεων" , που μόνο ως ντεκόρ φαίνεται, ώστε αποκλείοντας κάθε βάθος να αποτελεί μία γυψοσανίδα απολύτου ταυτίσεως.
Το φως δεν λογίζεται η σάρκα στολισμένη με φετίχ κρεμιέται από χρυσά τσιγκέλια στα εμπορικά κέντρα, και ο ανόητος ψωνίζει αποδεχόμενος παθητικά το φρέσκο πλαστικό ανίκανος να αντιδράσει, αποχαυνωμένος με την "λάμψη" της αισθητικής . Tα σύγχρονα αυτά έργα είναι απολύτως ωμά και εν ψυχρό φτιαγμένα. Επί τούτου κατασκευασμένα για να διακοσμούν.  H διαφημισμένη τέχνη της Δύσεως υπηρετεί την εξουσία, πάντα αυτό έκανε , και μετά την αναγέννηση η ψευδαίσθηση έγινε το δόλωμα, ως χώρος που ο άνθρωπος μπορεί να βολτάρει δίχως ευθύνη πάνω σε κόκκινα χαλιά, το καρναβάλι στις Κάνες και στο Χόλιγουντ είναι η αποθέωση αυτής της χαύνωσις του ξεπουλήματος.
Ο "πολιτισμός" του κενού στον οποίο περιπαίσαμε, συνεργώντας όλοι αυτοί που θα έπρεπε να αντισταθούν, μοιάζει με το μάτι του τυφώνα που όλα γύρω καταστρέφονται αποδιαρθρώνονται αλλά εσύ αιωρείσαι σε κενό, ευτυχής.
Την δειλία που πωθήσαμε για να ευτυχήσουμε την πληρώνουμε, δίχως ψυχή πλέον


Πίσω από τη γυψοσανίδα του κόμικ βρίσκεται το απολίθωμα .Το κόμικ είναι το φοβικό προσωπάκι μιας θανατερής εξουσίας για να μην υποψιαζόμαστε, γιατί όμως οι καλλιτέχνες συνεργούν ?
Γιατί παραδόθηκαν προς χάριν της επιβιώσεως τους ως ταλέντα .η μεγάλη αρρώστια που μας άφησε άθελά του μοντέρνος κόσμος.
Το κόμικ πρόσωπο είναι το πρόσωπο του ανθρώπου στην κόλαση, είναι ο άνθρωπος που υποφέρει μούγκα


Η νέα αρχιτεκτονική βασίστηκε στην κλίμακα, δεινοσαύρων.
Η έρημος αποτελεί το νέο ιδανικό τοπίο υποβολής μιας αόρατης εξουσίας που απλώνεται σε ορίζοντα άπειρο και η παρουσία του ανθρώπου χάνεται όπως τα ίχνη στην άμμο.
Πρόκειται περί εμπνεύσεως από κόκαλα προϊστορικών θηρίων, μέσα σε αυτά τα κόκαλα εργάζονται ανθρωπάκια ως μικροοργανισμοί υπό τους νόμους μιας θανατερής "αρμονίας".





Η Τέχνη σήμερα υπηρετεί το πνεύμα του κενού. Ο λαγός από μπαλόνι είναι το σύγχρονο αρχέτυπο, της δειλής και άψυχης "ζωής" μας. Σαν δεινόσαυρος με πνευμόνια από μπαλόνι , η δύναμη του σίδερου και το φούσκωμα μαζί,




Η εξουσία του εγκεφάλου  πατάει στον "έξυπνο πίθηκο".
Ο "έξυπνος" με το ρομποτικό βλέμμα αποτελεί το νέο πετυχημένο μοντέλο ενός project μιας άφαντης επιστημονικής ομάδας που υπηρετεί κάποιο χοντρό βλάκα.
Η εικόνα πλέον στρατολογεί, έπαψε η "ευγένεια" της Μόνα Λίζα, επιβάλλεται πλέον ως μονόδρομος, απαιτεί πίστη στην κυριολεξία της εικόνας.
Η παγκοσμιοποίηση "ρουφάει" ως μαύρη τρύπα και υποβάλει μέσα από απίστευτο σκότος μία εικόνα προς λατρεία.







Το νέο πρόσωπο δεν πρέπει να δείχνει τον άνθρωπο, ουσιαστικά η ταυτότητα θα πιστοποιεί τη σύμπτωσή μας με το "ίδιο".
Κατά κάποιο τρόπο θα πρέπει να δείχνει απόλυτα παθητικό, ως πλαστική κούκλα όπως αυτές που πουλιούνται στα sex shops.








Το κυκλικό χάραγμα μιας νέας πλατείας υπόγειας που υπόσχεται ,το θανατερό πρόσωπο μιας νέας κοσμογονίας .
Ο κρατήρας του νέου κόσμου αποτελεί το δημιουργικό ηφαίστειο μιας τέχνης που έπεται, δηλαδή του αδημιούργητου δημιουργήματος που  θα καταλύσει κάθε δεσμό με τη παράδοση.
Τα συμπεράσματα του πειράματος αποτελούν και μόνο πρόσχημα, γιατί όλοι όσοι το φαντάστηκαν ζητούν το πρωτόγνωρο με κάθε τίμημα. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και μία τεράστια καταστροφή θα ήταν μια ενδιαφέρουσα πιθανότητα ενός χαοτικού έργου , απόδειξη μιας λυτρωτικής έκρηξης, από το νόημα.
Η συγκέντρωση τεράστιας ενέργειας μέσα σ΄ αυτό το τεράστιο φίδι οπού με φόρα συγκρούεται με την ουρά του αυτοκαταστρεφόμενο θα επιφέρει τη βία ως αρχή δημιουργίας.
Όλοι εν καιρό ως προς το υπόδειγμα θα συγκεντρωθούμε σε όλο και ασφυκτικότερα μέρη προς χάριν μιας αυτοκαταστροφικής αναδημιουργίας  για το καλό του πειράματος.

















Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ - ΠΑΥΛΟΥ ΦΛΩΡΕΝΣΚΥ

(.....) 47. Όμως θεμέλιο της Εικόνας είναι πάντα η πνευματική εμπειρία. Μπορούμε επομένως, ανάλογα με την πηγή τους να ταξινομήσουμε τις Εικόνες σε τέσσερις κατηγορίες: 1) τις βιβλικές , που αναφέρονται σε μια πραγματικότητα που μας παρέχει ο Λόγος του Θεού, 2) τις προσωπογραφίες τις βασισμένες στην προσωπική εμπειρία και τη μνήμη του ζωγράφου Εικόνων, σύγχρονου προσώπων και γεγονότων που αντίκρισε όχι μόνο ως γεγονότα, αλλά και φωτισμένα πνευματικά, 3) τις Εικόνες τις ζωγραφισμένες σύμφωνα με μια προφορική ή γραπτή παράδοση, κατά την πνευματική εμπειρία άλλων, και 4) τέλος, τις  "αποκαλυπτικές"  Εικόνες οφειλόμενες στην προσωπική πνευματική εμπειρία του καλλιτέχνη, υπό μορφή όρασης μυστηριακής ή ενυπνίου. Οι Εικόνες θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες, το είπαμε μόλις: θεωρητικά αυτή η ταξινόμηση φαντάζει σαφής, όμως μόνο η τελευταία κατηγορία μοιάζει εφαρμόσιμη, επειδή, εάν οορισμένες Εικόνες αναμφισβήτητα είναι αποκαλυπτικές, άλλες είναι κι αυτές εξίσου αναμφίβολα ακόμη και βιβλικές ως έναν κάποιο βαθμό: η ιστορικότητα ορισμένων γεγονότων και προσώπων δεν αποκλείει να παραμένουν στο διηνεκές, μην αποκλείοντας επομένως να μπορούμε να ατενίσουμε εν θεωρία εάν η συνείδηση υψωθεί πάνω από τον χρόνο. Ολες οι Εικόνες είναι αποκαλυπτικές. Ακόμη και οι Εικόνες - προσωπογραφίες, γιατί μια Εικόνα βασίζεται σε μια όραση, αυτήν του φωτός λόγου χάρη - έστω και μιας ζωντανής ύπαρξης , έτσι που δεν υπάρχει καμιά αντίφαση με τις αποκαλυπτικές Εικόνες. Για τις παραδοσιακές Εικόνες, μια αφηρημένη αναπαράσταση δεν αρκεί για να γίνει Εικόνα και γι΄αυτό ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει τη δική του όραση.







48. Αυτή η αντίληψη για τις Εικόνες ως ζωγραφισμένες μετά από όραση ήταν ουσιαστική στην Εκκλησία της Ανατολής την περίοδο της εσωτερικής συνοχής, βρίσκουμε όμως και στη Δύση , σε εποχές πολύ απομακρυσμένες από τη μυστική εμπειρία, την πίστη , κρυφά παρούσα, ότι μια Εικόνα είναι πάντα μια φανέρωση, ότι αυτός είναι ο κανόνας στη ζωγραφική των Εικόνων: ότι η προέλευση αυτού που ήταν και είναι αναγνωρισμένο άξιο λατρείας δεν είναι γήινη αλλά ουράνια. Ο Ραφαήλος προσφέρει ένα χτυπητό παράδειγμα. Σε γράμμα στον φίλο του τον κόμη Μπαλντασσάρε Καστιλιόνε άφησε μερικούς σιβυλλικούς όρους που το κλειδί τους βρίσκεται στα χειρόγραφα ενός άλλου φίλου του : του Ντονάτο ντ' Άντζελο Μπραμάντε.

49. " Οι αναπαραστάσεις της θηλυκής χάρης σπανίζουν τόσο, ώστε προσηλώθηκα σε μια μυστήρια μορφή που επισκέπτεται που και που την ψυχή μου". Τι σημαίνει αυτό το " επισκέπτεται την ψυχή μου" ? Να, το παράλληλο στον Μπραμάντε : "Για απομνημόνευση και για προσωπική μου ευχαρίστηση θέλω να καταθέσω εδώ ένα θαύμα που ο αγαπητός μου φίλος Ραφαήλος μου εμπιστεύθηκε ως σφραγισμένο μυστικό. Μια μέρα που του εξέφραζα, με την καρδιά να ξεχειλίζει ευγνωμοσύνη, τον θαυμασμό μου μπροστά στις ζωγραφιές του της Μαντόνας και της Αγίας Οικογένειας και τον πίεζα να μου πει που και σε ποιόν κόσμο είχε αντικρύσει τέτοια ασύγκριτη ομορφιά, συγκινημένος και με έκφραση μοναδικά παρόμοια με της Μαντόνας του ο Ραφαήλος, με ντροπαλοσύνη εφήβου και τη συνηθισμένη του ταπεινοφροσύνη, έμεινε για λίγο σιωπηλός κι ύστερα με δάκρυα στα μάτια έγειρε στο στήθος μου και μου αποκάλυψε το μυστικό του. Μου αφηγήθηκε ότι κιόλας από την πρώτη του νιότη ένιωθε μια όλως ξεχωριστή λατρεία για την Μητέρα του Θεού : μερικές φορές και μόνο το γεγονός ότι πρόφερε φωναχτά  το όνομα Της γέμιζε την ψυχή του θλίψη. Όταν ξύπνησε η κλίση του στη ζωγραφική, είχε την ασίγαστη επιθυμία να ζωγραφίσει την Παρθένο Μαρία στην ουράνια της τελειότητα, όμως δεν τόλμησε ποτέ να εμπιστευτεί τις δυνάμεις του. Νύχτα και μέρα ακούραστα το πνεύμα του δεν έπαυε να ζωγραφίζει την Παρθένο, αλλά δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος : το έργο του φαινόταν τυλιγμένο μέσα σε ομίχλη που το σκέπαζε από τα μάτια της φαντασίας του. Ωστόσο που και που μια ουράνια αχτίδα που λάβωνε την ψυχή : έβλεπε τότε την εικόνα την εικόνα στις φωτεινές γραμμές της, έτσι όπως θα ήθελε να την εικονίσει, αλλά αυτό κρατούσε μια φευγαλέα στιγμή κι ήταν ανήμπορος να στεριώσει το όνειρο μέσα του. Τον κατείχε μια μόνιμη ανησυχία : να μισοβλέπει τις γραμμές του ινδάλματος του και το σκοτεινό αίσθημα της ψυχής του να μην θέλει ποτέ να μεταμορφωθεί σε διαυγή όραση. Μια μέρα, μην αντέχοντας άλλο , βάλθηκε με τρεμάμενο χέρι να ζωγραφίζει τη Μαντόνα , και ένιωσε τότε την ψυχή του να φλέγεται. Μια νύχτα όπου μέσα στον ύπνο του προσευχόταν στην Παρθένο, πράγμα που του συνέβαινε συχνά, η συγκίνηση τον τράβηξε απότομα έξω από το ονειροπόλημα του. Στο μισοσκόταδο το βλέμμα του Ραφαήλου ελκύστηκε από μια φωτεινή μορφή στον τοίχο απέναντι από το κρεβάτι του : σήκωσε τα μάτια του και είδε τη μισοτελειωμένη ακόμη προσωπογραφία της Μαντόνας να τρεμολάμπει γλυκά : ήταν τέλεια και ολοζώντανη τόσο εξέφραζε τη Θεότητα ,  που ο καλλιτέχνης συγκλονισμένος ξέσπασε σε λυγμούς. Την ατένιζε κατασυγκινημένος με βουρκωμένα μάτια , και Κείνη πήγαινε να κουνηθεί , κουνιόταν. Μα το πιο αξιοθαύμαστο είναι ο Ραφαήλος βρήκε σ΄αυτό ότι γύρευε σ΄ολόκληρη τη  ζωή του , ότι προαισθανόταν ανέκαθεν. Πως ξανακοιμήθηκε ούτε που ήξερε , όμως το πρωί , ξυπνώντας , ξαναγεννιόταν. Η όραση είχε για πάντα χαραχτεί στην ψυχή του και στις αισθήσεις του , κι έτσι κατάφερε να ζωγραφίσει τη Θεομήτορα όπως την έφερε μέσα του , και έκτοτε κοιτούσε τη Μαντόνα του τρέμοντας , όλο ευσέβεια.. Να λοιπόν τι μου αφηγήθηκε ο φίλος μου ο Ραφαήλος , και το θαύμα μου φάνηκε τόσο σπουδαίο και εκπληκτικό που το κατέγραψα για δική μου ευχαρίστηση".

Ιδού πως εξηγούνται τα λόγια του Ραφαήλου για τη μυστήρια μορφή που επισκέπτονταν που και που την ψυχή του.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Η ΣΧΑΡΑ





Η όραση της Δύσεως γέμισε με φθόνο.
Η νέα εικόνα που απαιτήθηκε , έπρεπε να σκεπάσει πολεμικά, το άφθαρτο , το αποκεκαλυμένο του Βυζαντίου. Ο φθόνος που ικανοποιεί τον αφέντη αποτέλεσε πηγή εμπνεύσεως , και χρήματος. Αυτό δεν έπαψε μέχρι σήμερα, μπορεί να μεταλλάχθηκε αλλά δεν έπαψε. Το πάθος κρύφτηκε πίσω από την πίστη , η πίστη έγινε καλή πρόθεση , και η τέχνη υπηρέτησε ένα κενό δωμάτιο. Μόνο στην Δύση έχουμε το "γέμισμα" παρμένο αμέσως από την Πομπηία.
Ουσιαστικά η Δύση νικήθηκε από τους Οθωμανούς, ακριβώς γιατί είχαν προϊόν για να γεμίσουν αυτό, το "κενό" δωμάτιο. Δηλαδή η Πομπηία ζωντανή, όχι εικόνες. Και οι εικόνες ζωντανές όπως η Πομπηία.




Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΙΕΡΟ - ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΟΘΕΙ Η ΜΑΧΗ - PHILIP SHERRARD 4




Πράγματι, ίσως και να μην αποτελεί υπερβολή το να ισχυριστεί κανείς πως μια τέχνη που χρησιμοποιεί παραδοσιακές μορφές και μεθόδους σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία είναι πολύ πιθανό να αποτελεί απλό στερεότυπο και όχι μια τέχνη με τη δημιουργική σημασία που έχει η λέξη. Αλλά όπως και να έχει το πράγμα, η τέχνη μιας μη παραδοσιακής κοινωνίας που ζητά να μεταδώσει μια γνώση της πνευματικής πραγματικότητας, της θαυματουργικής παρουσίας του πνευματικού στο υλικό, πρέπει να το κάνει μέσω συμβόλων και εικόνων που μονάχα παρωνύμως συνδέονται με τα σύμβολα και τις εικόνες μιας παραδοσιακής κοινωνίας, ή και να μη συνδέονται καθόλου. Από την άποψη αυτή θα πρέπει να θυμηθούμε πως όπως το κάθε τι, όταν ιδωθεί σωστά, αντανακλά το αιώνιο, και όπως το κάθε τι, όταν πάλι ιδωθεί σωστά, είναι σύμβολο ενός υψηλότερου επιπέδου πραγματικότητας, ένα έργο τέχνης μπορεί να χρησιμοποιεί ένα συμβολισμό που πολύ λίγο να σχετίζεται με το συμβολισμό μιας παραδοσιακής λειτουργικής τέχνης, και όμως να εξακολουθεί να ενεργεί ως γέφυρα μεταξύ του υλικού και του πνευματικού, της γης και του ουρανού, και να διαθέτει επίσης μια ποιότητα και ένα λειτούργημα ιερότητας.

Αυτό βέβαια αφήνει ακόμη αναπάντητο το ερώτημα για το πως ένας καλλιτέχνης σε μια κοινωνία σαν την δική μας θα μπορέσει να γνωρίσει την πνευματική πραγματικότητα και να τη φανερώσει κατόπιν στο έργο του. Πρέπει να τεθεί ως αξίωμα πως κανένας καλλιτέχνης δεν είναι σε θέση να χαρίσει στη ζωή, ακόμη ακόμη δε λιγότερο στην τέχνη του μια ιερή ποιότητα - την ποιότητα εκείνη που υπερβαίνει την ψυχολογία- αν πρώτα δεν συναινέσει σ΄αυτή τη μεταφυσική θέαση των πραγμάτων, για την οποία μίλησα. Μόλις όμως συναινέσει, είναι σίγουρο πως συνδεόμενος με μια αυθεντική θρησκευτική παράδοση, κι αν ακόμη δεν είναι αυτή που κυριαρχεί στην κοινωνία στην οποία ζει, θα μπορέσει διεισδύοντας μέσα στα μυστήρια της, να πετύχει μια πνευματική γνώση που θα τη διαχύσει κατόπιν μέσα στις μορφές της τέχνης του.

Αλλά και δίχως παρόμοια σύνδεση, ένας καλλιτέχνης που συγκεντρώνει όλη τη πρόθεση και την προσοχή του στην ανακάλυψη και την έκφραση των πνευματικών αρχών μέσα και γύρω του (και αυτό επίσης πρέπει να προϋποθέτει την αποδοχή μιας μεταφυσικής θέασις του σύμπαντος) θα μπορούσε να έχει στιγμές αποκάλυψης και φωτισμού, υπαινιγμούς και προαισθήσεις της αιωνιότητας, που θα μεταμορφώσουν έτσι το υλικό της τέχνης του, χαρίζοντας του ομορφιά και ρυθμό, που είναι η σφραγίδα της ιερότητας. Το να παραδεχτούμε όμως, δεν σημαίνει κιόλας, με τον τρόπο που είναι της μόδας σήμερα, ο καλλιτέχνης να απολαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση που τον απαλλάσσει από τους κανόνες αυτούς που ισχύουν για τους "συνηθισμένους" ανθρώπους, και συνεπώς από την ανάγκη να μπει κάτω από μια πνευματική καθοδήγηση. Αν όμως το αρνηθούμε, είναι είναι σαν αρνιόμαστε όχι μόνο την ελευθερία του Πνεύματος να πνεύσει όπου Αυτό θέλει , αλλά και τη μαρτυρία όλων αυτών των έργων τέχνης που δημιουργήθηκαν τους τελευταίους αιώνες - όσο σχετικά λίγα κι αν είναι - που μεταδίδουν μια τέτοια ομορφιά και ρυθμό παρα το γεγονός πως οι δημιουργοί τους έζησαν έξω από το πλαίσιο μιας παραδοσιακής θρησκείας. Οποιαδήποτε όμως κι αν είναι η πορεία του, ο καλλιτέχνης για ένα πράγμα πρέπει να είναι βέβαιος: πως μόνο όταν η τέχνη διαθέτει την ιδιότητα της ιερότητας θα αποτελεί μια θετική πρόκληση στον τεχνολογικό μας κόσμο και στην υποβάθμιση της ανθρώπινης ζωής που είναι εγγενής σ΄αυτόν και πως ο ίδιος θα είναι παντελώς ανίκανος να φανερώσει μια τέτοια ποιότητα στην τέχνη του αν δεν την έχει πρώτα αυτός ο ίδιος εγκαταστήσει στο μυαλό και στην καρδιά του. Η μεγάλη μάχη δεν είναι πολιτιστική, αλλά πνευματική., και ο καλλιτέχνης πρέπει να τη δώσει πρώτα όχι μέσα στη διασπασμένη και αποξενωμένη κοινωνία μας, αλλά και στα βάθη της δικής του ύπαρξης, εκεί όπου μόνο θα αποφασιστεί η έκβασή της.

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (AUGENBLICKE IN GRIECHENLAND) (2)

HUGO VON HOFMANNSTHAL


Το ελληνικό τοπίο μπορεί να απογοητεύση, όπως είναι σήμερα, την πρώτη ματιά, αλλά μόνον την πρώτη. Η σημερινή Ελλάδα είναι μια αποδασωμένη χώρα, και γι’ αυτό υπάρχει μια ορισμένη σκληρότητα των περιμέτρων, που την περιπαίζει βέβαια το φως με τη δική του πνευματώδη, τρυφερή ζωή. Αναζητούμε όμως μάταια τους «ξεσηκωμένους λόφους», που γοήτευαν απ’ την ακροθαλασσιά προς το εσωτερικό της στεριάς τον Φαλμεράιερ, ή το πυκνό δάσος από ευγενείς καστανιές, πλατάνια και δρυς, με χιλιάδες θάμνους ανάμεσά τους, στο οποίο κατήλθε από μιαν επικίνδυνη πλαγιά. Αλλ’ οι ξεσηκωμένοι λόφοι βρίσκονταν στα περίχωρα της Τραπεζούντας· το πυκνό δάσος το κοίταζε απ’ τη ράχη του Άθωνα· μέχρι και σήμερα έχει η χερσόνησος του Βόλου, το προστατευμένο επιφύλαγμα της μητέρας του σουλτάνου επί αιώνες, τα περίφημά της δάση της καστανιάς· κι όλ’ αυτά βρίσκονται έξω απ’ την αληθινή Ελλάδα. Η Αττική είχε όμως πια ένα μοναδικό, μικρό δάσος, κι αυτό το πυρπόλησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, για να απομακρύνουν τον βασιλιά, του οποίου η έπαυλις βρίσκονταν στο μέσον· η κάποτε «πυκνόφυλλη Βοιωτία» είναι μια πετρώδης λεκάνη, μ’ ένα σιταροχώραφο, ένα άλσος ελαιών εδώ κι εκεί. Αλλ’ αυτό το σκληρό και ξηρό τοπίο φέρει στοιχεία ωραιότητας, που η ανάμνησή τους δεν σπαταλάται ποτέ.  


Δεν πάτησα το έδαφος της Σπάρτης και είδα μόνον από μακριά τις κορφές του Ταΰγετου ν’ αστράφτουν διαμέσου του αέρα, αλλά διάβασα περισσότερο από μια φορά σε απόσταση χρόνων τις σελίδες, που έγραψε πάνω σ’ αυτό ο Maurice Barrés και που είναι οι πιο ωραίες στο ωραίο βιβλίο, που το ονομάζει «Ταξίδι προς τη Σπάρτη». Είναι το τέλειο παράδειγμα μιας περιγραφής, που είναι ενθουσιώδης και ταυτόχρονα συγκρατημένη. Απεικονίζουν συγχρόνως μιαν οροσειρά και την ψυχή ενός μη συνηθισμένου ανθρώπου, που παρατηρεί αυτήν την οροσειρά· οι αιχμές και τα βάραθρα του Ταΰγετου μιλούσαν σ’ αυτόν τον πολιτικό, αυτόν τον εγκεφαλιστή και ονειροπόλο, μια γλώσσα, που η ψυχή του είναι οργανωμένη να την εννοήση απολύτως. Τίποτα δεν είναι λιγότερο ασαφές ή αισθηματικό απ’ την ώθηση, που δέχεται απ’ το πρώτο κοίταγμα αυτής της οροσειράς· ο Ταΰγετος τον αγγίζει, όπως η ξαφνική όψη του ξίφους και του δόρατος τον νεαρό Αχιλλέα, που ήταν κρυμμένος ανάμεσα στις γυναίκες της Σκύρου. Η περιγραφή του είναι, όπως κάθε έργο ενός αληθινού συγγραφέα, μοναδική και αμετάφραστη. Αισθάνομαι, πόσο την καταστρέφω, και δεν μπορώ ωστόσο να μην αποθέσω εδώ, προς χάριν του αντικειμένου, τη μιαν αποφασιστική παράγραφο.


«Η κοιλάδα της Λακεδαιμονίας, μέσα στην οποίαν εκτείνεται σε πολύ πλατειά κοίτη χαλικιών ως ένας ασήμαντος ποταμός ο Ευρώτας, κλείνεται προς την ανατολή απ’ την οροσειρά του Μενελάιου, προς τη δύση απ’ τον Ταΰγετο· μετρά στο πλάτος μερικά χιλιόμετρα· επιδίδεται σε συστροφές· ανάμεσα σε σκληρούς λόφους κατακλίνονται πλευρικά γελαστές κοιλάδες· αυτό το εύκαμπτο, που καλεί την ψυχή, αυτό που φεύγει πάλι προς τα πέρα, συνδέεται καλώς με το υπέρυθρο Μενελάιο, που ανέρχεται σε παθητικά άνδηρα (εξώστες)· αλλά όλος αυτός ο ρομαντισμός υποχωρεί μπροστά στη γαλήνια μεγαλοπρέπεια του Ταΰγετου.


Ο Ταΰγετος στρατοπεδεύει πάνω σ’ ένα πανίσχυρο βάθρο, που προσφέρει στο μάτι πτυχές αμυδρότητας· στην κατώτερή του ζώνη χαράσσονται βαθειά φαράγγια, γεμάτα με κυανούν σκότος και δάση – και τον οπλίζουν προεξέχοντες σκόπελοι και ισχυρές επάλξεις. Αυτά τα ισχυρά προτειχίσματα εμφανίζονται, όπως ακριβώς κατά την επίθεση, μπροστά στην πεδιάδα, και βλέπεις να πέφτουν πολεμικά σαν αποθνήσκοντες ήρωες στις πλαγιές μεμονωμένα χωριά. Πάνω από ένα τέτοιο θεμέλιο υψώνονται φοβεροί απόκρημνοι βράχοι, πάνω απ’ αυτούς δραπετεύει, ως μια τρίτη ζώνη, η περιοχή των παγετώνων και των χιονοστιβάδων, και πάνω ακόμα κι απ’ αυτήν διευθετείται, στα ύψη, η αλυσίδα των απότομων κορυφών, αξιοθαύμαστη στην πολλαπλότητα των μορφών… Οποία δύναμη και οποίο μεγαλείο στην άνοδο αυτού του βουνού, πόσο ήσυχα πιέζει το βάρος του πάνω στην πεδιάδα, που περιπλέκει ψιθυρίζοντας με ηδονή τα πόδια του, και πώς τινάζεται σε επτά χιονώδεις κορυφές προς τον ουρανό! Ποτέ δεν θα μπορέση να παραστήση επαρκώς η τόλμη ενός συγγραφέα αυτήν τη λάμψη κι αυτήν τη δύναμη σ’ αυτό που βαραίνει, ποτέ αυτά τα αποφασισμένα, έντονα, απορρίπτοντα κάθε ανάμεικτο τόνο χρώματα, ποτέ τις μεγαλοπρεπείς πραγματικές διαφορετικότητες, που διαβαθμίζονται με αταραξία απ’ την περιοχή που κατοικούν οι ανθισμένες πορτοκαλιές μέχρι τον σπινθηροβόλο παγετώνα η μια μετά την άλλη…»


Δεν θέλω να αναλάβω, να θέσω την απόπειρα μιας δεύτερης περιγραφής, που θα είχε το ηρωϊκό του ελληνικού τοπίου ως αντικείμενο, δίπλα σ’ αυτές τις γραμμές, που τα λένε όλα, όσα μπορεί να πη κανείς, χωρίς να παρεκκλίνη στο ρομαντικό, γι’ αυτό το τοπίο· και είναι βέβαια οι πλαγιές του Ταΰγετου, όπου τοποθετεί η φαντασία μας – κι αυτή του Γκαίτε – τον γάμο του Φάουστ με την Ελένη. Δοκίμασα όμως μια φορά, να περιγράψω ένα ηπιώτερο στοιχείο αυτού του τοπίου, και μάλιστα ένα, που επαναλαμβάνεται συχνότερα , έτσι ώστε να αισθάνεται, όποιος έχει ταξιδέψει στην Ελλάδα, την ανάμνηση αυτού ή εκείνου του τοπίου που επιθυμεί: εννοώ την εσπερινή προσέγγιση σ’ ένα μοναχικά τοποθετημένο ανδρικό μοναστήρι, και θέλω να ανακαλέσω σε μένα και σ’ αυτούς, που διαβάζουν αυτές τις γραμμές, εκείνην την κοντινή ακόμα στο τρυφερό βίωμα περιγραφή.





«…Είχαμε ιππεύσει αυτήν την ημέρα εννιά ή δέκα ώρες, και δεν είχαμε συναντήσει τίποτα στην επίπεδη πετρώδη λεκάνη του ανηφορίζοντος υψιπέδου παρά έναν βοσκό εδώ κι εκεί, με τα πρόβατά του, ή μια χελώνα ανάμεσα σε μικρούς ευωδιάζοντες θάμνους, που διέσχιζε τον δρόμο. Κατά το εσπέρας φάνηκε μακριά ένα χωριό, αλλά το προσπεράσαμε. Έφταναν τώρα κωδωνοκρουσίες κοπαδιών από μακριά και κοντά, τα μουλάρια προχωρούσαν ζωηρότερα και αναρροφούσαν την ευωσμία, που μας προϋπαντούσε απ’ τη στενεύουσα κοιλάδα: από ακακίες, από χαμοκέρασα και θυμάρι. Αισθανόσουν, πώς έκλειναν τα κυανά βουνά και πώς ήταν αυτή η κοιλάδα το τέλος όλου του δρόμου. Ιππεύαμε επί μακρόν ανάμεσα σε δυό φράχτες από αγριοτριανταφυλλιές, μετά ανάμεσα σε χαμηλά τείχη· από πίσω υπήρχαν καρποφόροι κήποι· ένας ηλικιωμένος άντρας υδροβατούσε, μ’ ένα κλαδευτήρι στο χέρι, μέχρι το στήθος μέσα σε ανθισμένους φράχτες τριανταφυλλιών. Το μοναστήρι έπρεπε να είναι εντελώς κοντά, και εκπλησσόσουν, να μην το βλέπης: τότε ανοίχτηκε στο τείχος στ’ αριστερά μια μικρή πόρτα, και στην πόρτα ακουμπούσε ένας μοναχός. Ήταν νέος, είχε μιαν ξανθή γενειάδα, με μιαν τομή, που θύμιζε βυζαντινές προσωπογραφίες, μια γρυπή μύτη, ανήσυχα γαλανά μάτια· μας χαιρέτησε, κλίνοντας κι απλώνοντας τα χέρια. Αφιππεύσαμε, κι αυτός προηγήθηκε. Περπατήσαμε σ’ έναν διάδρομο, σ’ ένα δωμάτιο, βγήκαμε στον εξώστη του δωματίου και είδαμε, πως βρισκόμασταν στο μέσον του μοναστηριού: το μοναστήρι ήταν χτισμένο μέσα στο βουνό, και το δωμάτιό μας, που ήταν ισόγειο εισερχόμενοι απ’ τον κήπο, βρίσκονταν εδώ δυό ορόφους ψηλά στην αυλή της μονής. Η παλιά εκκλησία, με τη λάμψη της εσπέρας στα χιλιόχρονα υπέρυθρα τείχη και τους τρούλλους της, έκλεινε τη μια πλευρά, κι οι άλλες τρεις σχηματίζονταν από κατοικήματα, όπως αυτό που στεκόμασταν, κι οι μικροί εξώστες ήταν ανοιχτοκύανοι ή κιτρινωποί ή χλωμοπράσινοι. Όλα ανέπνεαν ειρήνη και μια γλυκασμένη από ευωδία χαρά. Κάτω μουρμούριζε μια βρύση. Μοναχοί, με μαύρα μακριά ενδύματα, με το ψηλό μαύρο κάλυμμα της κεφαλής πάνω απ’ τα ωραία πρόσωπα, που τα περιέβαλε μια μαύρη σαν την έβενο γενειάδα, μετέβαιναν μέσα απ’ την αυλή, εξαφανίζονταν στην πόρτα της εκκλησίας, ακουμπούσαν στους εξώστες, κατέρχονταν μιαν ανοιχτή κλίμακα. Στην εκκλησία άρχισαν να άδουν ημίφωνες φωνές ψαλμούς, σύμφωνα με μιαν παμπάλαια μελωδική. Οι φωνές ανυψώνονταν και χαμήλωναν, ήταν κάτι το ατελεύτητο, εξίσου μακριά από θρήνο κι από απόλαυση, κάτι το πανηγυρικό, που επιθυμούσε να ηχήση έτσι απ’ την αιωνιότητα και πέρα μακριά στην αιωνιότητα· πάνω απ’ την αυλή, επανέψαλαν νεαρές φωνές τη μελωδία… Είμασταν στο μέσον του παρόντος· αυτό που μας περιέβαλε, ήταν τα ιερά έθιμα της ανατολικής χριστιανικής εκκλησίας. Αλλ’ οι χειρονομίες, το μεγαλείο, ο ήχος της φωνής, ο ρυθμός ακόμα της υπόκλισης: της προσκύνησης (der Proskynese) – αυτό είναι το Βυζάντιο κι είναι παλιότερο απ’ το Βυζάντιο. Οι γκιώνηδες καλούσαν έξω στον κήπο· τα τζιτζίκια μεγαλοφωνούσαν· εκεί που βρίσκονταν ο αποσπερίτης, εκεί έλαμπε αόρατος πίσω από σκοτεινά βουνά ο Παρνασσός, κι εκεί – στην πλευρά του βουνού – βρίσκονταν οι Δελφοί. Πουθενά δεν είμασταν πιο απομακρυσμένοι απ’ τη λάμψη εκείνου του βυθισμένου εθνικού κόσμου και ποτέ στην πραγματικότητα τόσο ψηλαφητά κοντά του· κι όταν εμφανίστηκε σ’ ένα παράθυρο το κεφάλι ενός αγοριού του μοναστηριού, ενός αληθινά ωραίου, χαριέντως αυτοσυνείδητου, του ίδιου, που είχε επαναψάλει πριν την ιερή μελωδία, τότε δεν υπήρχε τίποτα πλησιέστερο, απ’ το να ανταλλάξουμε αυτόν τον ιερομαθητή μ’ έναν άλλον, και να μετενδύσουμε μ’ αυτά εδώ τα έθιμα, που ήταν για μας μυστηριώδη κι ωστόσο αντιληπτά, μιαν άλλη μορφή, και ποτέ δεν ήταν τόσο κοντά να την αγγίξουμε μια χίμαιρα τουλάχιστον της υψηλής αρχαιότητας, όπως εκεί που πιστέψαμε σ’ αυτό το φωκαϊκό προαύλιο του ναού πως βλέπουμε το αγόρι τον Ίωνα του Σοφοκλή για μια στιγμή ενσαρκωμένο μπροστά μας και πως αναπνέουμε έναν μ’ αυτό αέρα».
(Μετάφραση του πρώτου μέρους του βιβλίου: Hugo von Hofmannstahl, Augenblicke in Griechenland, με τον τίτλο Griechenland – Ελλάδα,των εκδόσεων Insel, 2001)


Αμέθυστος

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (AUGENBLICKE IN GRIECHENLAND)

HUGO  VON  HOFMANNSTHAL

(Τον Μάιο του 1908 αναλαμβάνει ο Hugo von Hofmannsthal  μαζί με τους  Harry Graf Kessler και Aristide Maillot ένα ταξίδι μιας εβδομάδος στην Ελλάδα.  Για τον Hofmannsthal είναι η πρώτη συνάντηση με τη χώρα,  και είναι γι’ αυτόν οι «πιο αξιοσημείωτες, συμπυκνωμένες, ανόμοιες εντυπώσεις και εμπειρίες, που μπορεί μόνο να φανταστή κανείς· είχα για πρώτη φορά στην ζωή μου το αίσθημα, πως ταξιδεύω πραγματικά, πως είμαι πραγματικά σε μιαν ξένη χώρα». Με το ιδεώδες της αρχαίας Ελλάδας μπρος στα μάτια του, αντιπαρατίθεται ο Hofmannsthal  με την ζωντανή καθημερινότητα της χώρας. -  Στις  «Στιγμές στην Ελλάδα» κρατάει τις συναντήσεις και εντυπώσεις του ταξιδιού του σε πλήρεις αισθήματος εικόνες.)

       ΕΛΛΑΔΑ

       Το ταξίδι  προς την Ελλάδα είναι το πιο πνευματικό απ’ όλα τα ταξίδια που αναλαμβάνουμε.  Μας στέλνει προς τα ‘δώ  ελάχιστα μια ημι-φυσική περιέργεια, που είναι και υπήρξε πάντοτε το μυστικό υπέδαφος τόσο πολλών ταξιδιών, και σχεδόν ξαφνιαζόμαστε, όταν μας υποδέχεται η Ελλάδα, ήδη πριν τη συναντήσουμε, με κείνο, το οποίο θα είχαμε ελάχιστα σκεφτή εδώ: μια μαγευτική, εντελώς ανατολίτικη ευωσμία, ανάμεικτη από άνθη πορτοκαλιάς, ακακίες, δάφνες και θυμάρι. 

       Είναι ένα πνευματικό προσκύνημα, που έχουμε αναλάβει, κι είχαμε λησμονήσει, ότι αυτό το τοπίο θα μπορούσε να αποπνέη ένα άλλο άρωμα από κείνο των αναμνήσεων.  Ενάντια σ’ αυτό που θέλουμε να δούμε, υψώνεται πάρα πολύ μεγάλη πνευματική ανυπομονησία· φέρουμε πάρα πολλές ψυχές  εντός μας, που αναμειγνύουν τη φιλοδοξία τους γι’ αυτούς τους λόφους και τα ερείπια των ναών με κείνη των δικών μας. Φθάνουμε, χαμένοι σε μια δέσμη φανταστικών συντρόφων.  Αλλ’ ευθύς καθώς πατούμε το πόδι μας σ’ αυτήν την ακρογιαλιά, καθώς αισθανόμαστε το πραγματικό πέτρωμα κάτω απ’ το πέλμα μας, καθώς εισπνέουμε τον ηλιόλουστο και καθαρό αέρα, μας εγκαταλείπουν όλοι. Βρισκόμαστε στο προαύλιο της νοσταλγίας μας κι αισθανόμαστε, πως έχουμε χάσει τους οδηγούς μας.  Ακόμα πριν από λίγο, όταν το πλοίο διέπλεε τα σικελικά, «της μεγάλης Ελλάδας» νερά – ήταν ο Γκαίτε μαζί μας. Τώρα μένει πίσω, όπως μένει πίσω μας η ιταλική ακτή. Τον αισθανόμαστε μεμιάς ως Ρωμαίο. Η μεγάλη κεφαλή του Juno Ludovici στέκεται ανάμεσα σε μας και σ’ αυτόν. Θυμόμαστε, ότι δεν έχει δη ποτέ ένα πραγματικό αρχαίο έργο τέχνης, ποτέ ένα έργο γλυπτικής του πέμπτου αιώνα, κι η γαλήνη, στην οποία βύθισε με τον Winckelmann την αρχαιότητά του, είναι για μας η κατάσταση μιας ορισμένης στιγμής της γερμανικής ψυχής, τίποτε άλλο. 

       Αλλά κι οι μεγάλοι διανοούμενοι του τελευταίου αιώνα, που μας αποκάλυψαν μιαν πιο σκοτεινή και πιο άγρια αρχαιότητα – κι η δική τους διαίσθηση δεν έχει ξαφνικά πια την ίδια φωτιστική δύναμη.  O Burckhardt, ο συμπατριώτης του Bachofen, ο Rohde, ο Fustel de Coulanges – ασύγκριτοι ερμηνευτές του σκοτεινού υποστρώματος της ελληνικής ψυχής, ισχυροί πυρσοί, που επέτρεψαν να αναλάμψη ένας κόσμος τάφων , αλλά εδώ είναι κάτι άλλο. Δεν είναι εδώ ένα ταφικό κοίλωμα, υπάρχει εδώ τόσο πολύ φως: και δεν έχουν αναπνεύσει σ’ αυτό το φως.  Όλα τα οράματά τους παίρνουν σ’ αυτήν τη λάμψη ένα μολυβένιο χρώμα· τους αφήνουμε πίσω μας. Η πρώτη εντύπωση αυτού του τοπίου, απ’ όπου και να εισέρχεται κανείς, είναι αυστηρή.  Αρνείται όλες τις ονειροπολήσεις, και τις ιστορικές. Είναι ξηρό, φειδωλό, εκφραστικό και εκπληκτικό όπως ένα γόνιμα αδυνατισμένο πρόσωπο: υπάρχει όμως πάνω εκεί ένα φως, που παρόμοιό του δεν έχει δη ποτέ πριν το μάτι και στο οποίο καθίσταται ευτυχές, σαν να ξυπνάη σήμερα για πρώτη φορά στην αίσθηση της όρασης.  Αυτό το φως είναι ανείπωτα οξύ και ανείπωτα μαλακό ταυτόχρονα.  Προσάγει την πιο λεπτή λεπτομέρεια με μιαν ευκρίνεια, μιαν απαλή ευκρίνεια, που κάνει την καρδιά μας να χτυπά πιο δυνατά, και περικλείει το πλησίον –  μπορώ να το πω μόνον παράδοξα – με μια δοξαστική συγκάλυψη.  Δεν μπορεί να συγκριθή με τίποτα παρά με το πνεύμα.  Έτσι θά  ’πρεπε να βρίσκονται τα πράγματα σε μια θαυμαστή διάνοια, τόσο έξυπνα και τόσο κατευνασμένα, τόσο ξεχωριστά και τόσο συνδεδεμένα – μέσω τίνος συνδεδεμένα; όχι μέσω ψυχικής διάθεσης, τίποτα δεν είναι εδώ πιο μακρινό απ’ αυτό το επιπλέον, αισθητικο-ψυχικό στοιχείο του ονείρου – όχι:  μέσω του ίδιου του πνεύματος.  Αυτό το φως είναι τολμηρό κι είναι νέο .  Είναι το εισερχόμενο μέχρι τον πυρήνα της ψυχής σύμβολο της νεότητας.  Θεωρούσα μέχρι τώρα το νερό ως τη θαυμαστή έκφραση εκείνου, που δεν γηράσκει.  Αλλ’ αυτό το φως είναι κατά έναν διαπεραστικώτερο τρόπο νέο.

       Μου λένε: αυτό είναι το φως της Μικράς Ασίας, το φως της Παλαιστίνης, της Περσίας, της Αιγύπτου, και καταλαβαίνω την ενότητα της ιστορίας, που προσδιορίζει από αιώνες την εσωτερική μας μοίρα.  Η Τροία – οι Μύριοι υπό τον Ξενοφώντα – η Κλεοπάτρα – κι ακόμα η βυζαντινή Θεοδώρα – όλες αυτές οι περιπέτειες κατανοούνται και ενώνονται μέσα απ’ τους αιώνες όπως τα μέρη μιας μοναδικής μελωδίας.  Οι δόλοι του Οδυσσέα, η ειρωνεία του Πλάτωνα, η αναίδεια του Αριστοφάνη:  υπάρχει μια θαυμαστή ταυτότητα σ’ όλα αυτά, κι ο κανόνας μιας τέτοιας ταυτότητας είναι αυτό το φως.

        Αυτό που ζη σ’ αυτό το φως, αυτό ζη πραγματικά: χωρίς ελπίδα, χωρίς νοσταλγία, χωρίς μεγαλοπρέπεια:  ζη.  «Να ζης στο φως», αυτό είναι. Το να βγης απ’ αυτό το φως, να γίνης σκιά, αυτό ήταν το φοβερό, ενάντια σ’ αυτό δεν υπήρχε καμμιά παρηγοριά.  «Καλύτερα ένας υπηρέτης εκεί επάνω, παρά Αχιλλέας εδώ» - όποιος δεν έχει δη αυτό το φως, δεν καταλαβαίνει έναν τέτοιο λόγο…  Κοιτάζω από έναν λόφο οπουδήποτε σε μιαν πλαγιά μερικές κατσίκες.  Το σκαρφάλωμά τους, το σήκωμα του κεφαλιού τους, όλ’ αυτά είναι πραγματικά και ταυτόχρονα σαν σχεδιασμένα απ’ τον πιο ευφυή σχεδιαστή.  Κοντά στο ζωϊκόθεϊκό, απ’ τον αέρα: αυτό το φως είναι ο ακατάπαυστος γάμος του πνεύματος με τον κόσμο.  Μια απότομη κορφή, μερικές κουκουναριές – ένα μικρό χωράφι σταριού – ένα δέντρο, που οι αρχαίες του ρίζες περισφίγγουν το σχισμένο πέτρωμα – μια δεξαμενή, ένας αειθαλής θάμνος, ένα λουλούδι:  το μεμονωμένο δεν έχει καμμιά φιλοδοξία, να αναμειχθή με το σύνολο, ζη για τον εαυτό του, αλλά σ’ αυτό το φως το να είσαι-για-τον-εαυτό σου δεν σημαίνει το ίδιο με τη μοναξιά.  Εδώ ή πουθενά αλλού γεννήθηκε το άτομο:  αλλά προς ένα θεϊκό και κοινωνικό πεπρωμένο. Σ’ αυτόν τον αέρα είναι κανείς εξαίσια αποχωρισμένος – αλλά δεν είναι εγκατελειμμένος, τόσο λίγο όσο ήταν εγκατελειμμένος κι ένας απ’ τους θεούς, όταν αναδυόταν οπουδήποτε ή ταξίδευε μέσα απ’ τον άνεμο.  Κι εδώ είναι όλα τα πλάσματα θεοί. Αυτή η κουκουναριά, όμορφη όπως ένας κίονας του Φειδία, είναι μια θεά. Αυτά τα ανοιξιάτικα λουλούδια, που διασπείρουν εωσμία και λάμψη από μιαν πλαγιά λειμώνων – έχει ειπωθή κι έχει ειπωθή δίκαια: βρίσκονται εκεί όπως οι μικροί θεοί.

      Εδώ γεννήθηκε ο άνθρωπος, όπως τον εννοούμε:  γιατί εδώ γεννήθηκε το μέτρο. Οι αναλογίες ενός υπολείμματος ναού, τριών κιόνων μ’ ένα λείψανο του αετώματος, προς μια μοναχική δρυ, που ανυψώνει εκεί κοντά τη φυλλώδη της κορυφή προς τον ουρανό, αυτό είναι τόσο ωραίο, ώστε σχεδόν ανοίγει, όπως οι βαθύτατες αρμονίες της μουσικής, την ψυχή· ο ίδιος ο ουρανός, το ύψος του φαινομενικά σταθερού θόλου, συμπεριλαμβάνεται κατά κάποιον τρόπο στον εξαίσιο υπολογισμό· ένας χωρικός, που ψάχνει εκεί λίγη σκιά, για να καταναλώση απ’ τη γροθιά το φαγητό του, ή ένας βοσκός με τον σκύλο του, και γίνεται η μεγαλοπρέπεια τόσο πλήρης, ώστε να διευρύνεται το στήθος μας πάνω απ’ την καρδιά.  Τίποτα, απ’ όσα γνωρίζουμε για τις λατρευτικές τους πράξεις, δεν μιλά άμεσα στη δύναμη της φαντασίας μας· οι τελετές τους, όσο μας τις καθιστά προσιτές η αρχαιολογία, είναι για μας χωρίς τέρψη, όπως η θέα των χορευτών γι’ αυτόν, που δεν ακούει τη μουσική. Τίποτα απ’ τα μυστήριά τους δεν μας είναι αντιληπτό παρά αυτό το ένα: η σχέση του ανθρωπίνου σώματος προς το χτισμένο από πέτρα ιερό. 

       Το βλέμμα απ’ την Ακροκόρινθο περιλαμβάνει δυό θάλασσες με πολλά νησιά, τη χιονισμένη κορφή του Παρνασσού, τα βουνά της Αχαΐας: το φως δημιουργεί κάτι απ’ όλ’ αυτά, μιαν τάξη, που καθιστά ευτυχή την καρδιά· δεν έχουμε καμμιάν καλύτερη λέξη γι’ αυτό από μουσική: αλλ’ είναι περισσότερο από μουσική. – Ποιο μάθημα δίνει αυτό το φως στον στοχαστικό παρατηρητή! Καμμιά υπερβολή, καμμιά μίξη – δες το κάθε τι για τον εαυτό του, αλλά δες το στην αρχική του καθαρότητα. Μην ξεχωρίζης, μην πιέζης το ένα στο άλλο: είναι όλα ξεχωριστά, όλα συνδεδεμένα· μείνε ήσυχος· να αναπνέης, να απολαμβάνης και να υπάρχης.

        Δεν υπάρχει τίποτα δυσκολώτερο, απ’ το να μαντέψης σ’ αυτό το τοπίο, αν μια μορφή είναι κοντά ή μακριά. Το φως την κάνει σαφή και την εκπνευματώνει ταυτόχρονα, την καθιστά μιαν πνοή.  Όμως η δύναμη μιας χειρονομίας στα εκατόν πενήντα βήματα είναι μεγάλη· ένα νεύμα χεριού του αγωγιάτη καλεί απ’ τη μακρινή του σχισμή του βράχου τον βοσκό με το ασκί του για νερό. Θαυμαστό να σκέφτεσαι, πώς έδιναν σ’ αυτό το φως οι κυβερνήτες των πλοίων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας πάνω απ’ τις πολύχρωμές τους ξύλινες γέφυρες παραγγέλματος τις διαταγές, που δεν θα μπορούσε κανείς στον βρυχηθμό και τον κρότο της ναυμαχίας να τις παραλάβη από καμμιάν ανθρώπινη φωνή, και πώς αποφάσιζαν ελληνικά μάτια, αναζητώντας σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα  παλλόμενου ασημιού το τεντωμένο χέρι του Θεμιστοκλή, γύρο στο βράδυ την τύχη του κόσμου. 

       Οι ομηρικοί θεοί και θεές ξεπροβάλλουν συνεχώς απ’ τον φωτεινό αέρα· τίποτα δεν φαίνεται πιο φυσικό, μόλις γνωρίση κανείς αυτό το φως. Είμαστε απ’ τον βορρά, και το ημίφως του βορρά έχει πλάσει τη δύναμη της φαντασίας μας.  Διαισθανόμασταν το μυστήριο του χώρου, αλλά δεν θεωρούσαμε κανέναν άλλον τρόπο ως δυνατό, για να τα εξυμνήσουμε, απ’ αυτόν του Ρέμπραντ: από φως και σκοτάδι. Εδώ όμως αναγνωρίζουμε: υπάρχει ένα μυστήριο στο πλήρες φως. Αυτό το φως περιβάλλει τις μορφές μυστικά και  εμπιστευτικά ταυτόχρονα.  Είναι μόνο δέντρα και κίονες, που αγκαλιάζει η ματιά μας σ’ αυτό το φως: στην κορυφή τα βουβά σώματα των υποβασταζουσών στο Ερέχθειο, που είναι εν μέρει παρθένες, εν μέρει κίονες ακόμα, κι έχει ωστόσο η σωματική τους ωραιότητα μιαν υποτάσσουσα δύναμη σ’ αυτό το φως.  Όμως οι θεοί κι οι θεές ήταν αγάλματα από σάρκα και αίμα, απ’ τα μάτια τους κάτω απ’ το σοβαρό, σχεδόν σκληρό μέτωπο σπινθηροβολούσε η φωτιά του αίματος, και διαισθανόμαστε σ’ αυτόν τον αέρα, που θέτει γύρω από κάθε μορφή, έστω κι αν είναι αυτή ενός ανθισμένου κλαδιού, ένα πέπλο σεβασμού και επιθυμίας ταυτόχρονα, διαισθανόμαστε τη ματιά, με την οποία μετρούσε ο Πάρις, ο μοναχικός βοσκός, τις θεές, όταν τον πλησίασαν μέσα απ’ τον αστραφτερό αέρα, φαντασμένες από υπερηφάνεια και ζήλεια η μια για την άλλη και με την πρόθεση, να τα  προσφέρουν όλα, για να κερδίσουν το έπαθλο της νίκης.

       Οποία κατάσταση! – και δεν βαστάει, όπως ένα διαμάντι, που δεν το συνθλίβει κανένα επιβληθέν φορτίο, ολόκληρο το πελώριο, σκοτεινό γεγονός της Ιλιάδας; Ναι, αυτοί οι μύθοι είναι και κατά έναν άλλον τρόπο αληθινοί, απ’ ό,τι διαισθανόμασταν.  Τους αγαπούσαμε ως τα προϊόντα της πιο αρμονικής φανταστικής δύναμης:  αλλ’ υπάρχει περισσότερη, απ’ ό,τι ξεύραμε, μαγεία σ’ αυτούς, που εισβάλλει άμεσα απ’ το πραγματικό στους ανθρώπους.  Πριν να συναντήση τον Παρνασσό η πρώτη ακτίνα του ήλιου, πλαγιάζει πραγματικά ένα κάτι απ’ το χρώμα του ρόδου στην πιο ψηλή του κορφή – ακριβώς το χρώμα της ζωντανής σάρκας του ρόδου, δυό δάχτυλα απ’ το χέρι μιας γυναίκας, που ησυχάζουν στην άκρη ενός πλοίου, κι εξίσου ελαφρύ όπως η κίνηση ενός γυναικείου χεριού, και κοστίζει εδώ λιγότερη προσπάθεια της φαντασίας, για να δης την Ηώ να πετά μακριά με δάχτυλα από ρόδα πέρα προς τη δύση, γρήγορη όπως ένα περιστέρι – απ’ ό,τι να φανταστούμε στο ημίφως των δικών μας αιώνιων χειμερινών απογευμάτων έναν ανθισμένο φράχτη.

         Αλλά δεν είναι ένα ταξίδι προς το γραφικό, αυτό που έχουμε αναλάβει. Αναζητούμε εδώ μιαν ύψιστη στιγμή της ανθρωπότητας.  Θέλουμε να συνεορτάσουμε γιορτές, που ψηλαφούν στην αυστηρότητα και ομορφιά τους το υπέροχο.  Αυτό που περισσότερο  μαντέψαμε παρά γνωρίσαμε, όταν αποκρυπτογραφούσαμε τον Αισχύλο μας – θέλουμε να συμμετάσχουμε άμεσα, και μάλιστα σωματικά σ’ αυτό.  Κινείται ανυπομονησία εντός μας, ανημέρευτη, να αντιληφθούμε ένα πνευματικό ύψιστο στις μορφές· μια ανυπομονησία, και μέσα της συμπυκνωμένος ο πόθος τόσο πολλών γενεών – και δεν είναι η τολμηρή και μεγάλη ψυχή του Σίλλερ πρώτ΄απ’ όλα, που εγείρεται εντός μας; Τα οράματά του της αρχαιότητας, αυτή η πάντοτε επαναφερόμενη θυελλώδης απαίτηση, να βρη ενσωματωμένη οπουδήποτε πάνω στη γη την ιδέα του ωραίου, που ήταν τόσο ισχυρός να την αντιληφθή ο εσωτερικός του οφθαλμός – τίποτα δεν επιτρέπεται να συγχυσθή λιγότερο απ’ ό,τι αυτά τα πράγματα με το ανεύθυνο «γεγραμμένο» του μέσου λογοτέχνη: ο Σίλλερ πίστευε, αυτό που έγραφε, κι έριχνε ολόκληρο το Εγώ του όπως μια σημαία μπροστά του στην οχλαγωγία μιας αιώνιας πνευματικής μάχης, όπου μέλλον και παρελθόν αναμειγνύονται  και στην οποία βρισκόμαστε κι εμείς σε μιαν οιανδήποτε θέση.

       Να αναγνωρίσης ένα πνευματικό ύψιστο σε σωματικά ίχνη – εδώ στο ελληνικό έδαφος χάνει η απαίτηση το υπέρμετρό της, και σχεδόν αναιδές.  Γιατί κάτω απ’ αυτό το φως είναι πράγματι το πνευματικό πιο σωματικό και το σωματικό πιο πνευματικό απ’ οπουδήποτε αλλού στον κόσμο.  Μια ωδή του Πινδάρου, που εξυμνεί την πυγμαχία, όταν την ξεφυλλίζη κανείς κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό, τότε μετακινείται ο ίδιος ο αγώνας, η κραταιή πάλη και τα χτυπήματα σώμα προς σώμα σαν αφ’ εαυτά στο αληθινό κέντρο αυτής της αργυρής φωτιάς από ποίηση.  Μέσω του τόπου της ολυμπιακής γιορτής, όπου συναντούσαν η μια την άλλη, μετακινούνται η Αθήνα, για την οποία πιστεύουμε πως γνωρίζουμε τόσα πολλά, κι η Σπάρτη, για την οποία γνωρίζουμε τόσο λίγα, πιο κοντά ανάμεσά τους.  Διαισθανόμαστε, πως ήταν και οι δυό Έλληνες κι ότι ήταν στην ύψιστη έννοια ελληνική ζωή, πώς αλληλοπεριπλέκονταν και πολεμούσαν μέχρι τον αμοιβαίο θάνατο η μια ενάντια στην άλλη. – Το δικό μας ωχριωμένο όραμα του Βίνκελμαν, που έφερε το ωραίο υπερβολικά κοντά σ’ ένα χαρίεν, και σ’ ένα απονευρωμένο χαρίεν – πολύ κοντά στον Κανόβα! – και που καραδοκεί ακόμα πάντα οπουδήποτε σε μας, μας έκανε να ξεχάσουμε, πόσο στενά είναι συναδελφωμένη η ωραιότητα με τη δύναμη και η δύναμη με κάθε τι φοβερό και απειλητικό της ζωής – πώς θα μπορούσε να εξαναγκάση αλλιώς την ζωή να γονατίση!

       Θυμόμαστε όμως εδώ, μπροστά σ’ αυτά τα κραταιά απομεινάρια, ότι ο Κάστωρ κι ο Πολυδεύκης ήταν οι αδελφοί της Ελένης κι ότι ήταν ληστές των φιλοξενουμένων, κλέφτες γυναικών και κραταιοί πυγμάχοι. Αν σκεφτούμε εδώ την Αντιγόνη, τότε ορκιζόμαστε: ήταν μια αδελφή του Αχιλλέα, και το πείσμα, με το οποίο αντιπαρατάσσεται στον βασιλιά της, δεν έχει λιγότερη αρχέγονη δύναμη από κείνο, το οποίο επέτρεψε στον γυιό της Θέτιδας να παραμείνη στη σκηνή του, τρίζοντας τα δόντια στον αρχιστράτηγο και εκατό ηγεμόνες.  Αυτές οι έφηβοι χωρίς ονόματα, αυτές οι «αδελφές της δροσιάς» στην Ακρόπολη, αυτές οι Κόρες, νεαρές, ώριμες προς γάμο ιέρειες, ανασκαμμένες μέσα απ’ τα ερείπια της περσικής καταστροφής – είναι μεγαλοπρεπείς υπάρξεις, κραταιές πριν απ’ όλα.  Υπάρχει κάτι το πιο ανέφικτο σ’ αυτές, κάτι το πιο ακατάληπτο απ’ ό,τι στις ωραιότερες γοτθικές μορφές, αλλά και κάτι το πληρέστερο: μόλις και τις εννοούμε – αλλά ποτέ προηγουμένως δεν είχε συγκλονισθή έτσι με μια σωματική όψη το πνευματικό και σωματικό σε μας στην πιο βαθειά του ρίζα, εκεί όπου αυτά είναι ένα.  Αυτή η πληρότητα είναι ο τελευταίος λόγος του πολιτισμού, στον οποίον ριζώνουμε: εδώ δεν είναι ούτε η Δύση μόνη, ούτε η Ανατολή μόνη· κι ανήκουμε και στους δυό κόσμους.

       Ίσως αντιλαμβανόμαστε μιαν ολόκληρη μορφή, που εγείρεται μαρμάρινη μπροστά μας, ακόμα πάντα με μια ρομαντική ματιά.  Ίσως της δανείζουμε πάρα πολύ απ’ τη δική μας συνειδητότητα, απ’ τη δική μας «ψυχή».  Θέλουμε να προσέξουμε τον εαυτό μας, να μην αναμείξη τους ατελεύτητα διαφορετικούς κόσμους.  Αλλά και μια νηφάλια, εξαιρετικά προσεχτική ματιά, προσηλωμένη σ’ ένα απ’ αυτά τα συντρίμματα: έναν βραχίονα με το χέρι, έναν μισοαποκαλυμμένο ώμο, το ένα γόνατο μιας θεάς κάτω απ’ τη ρέουσα εσθήτα: ακόμα κι αυτή η νηφάλια, αρνούμενη κάθε αναπαλμό ματιά γεμίζει ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα με το αίσθημα αυτής της πληρότητας, στην οποία συμμετέχουν με την ίδια θαυμαστή εξίσωση πνεύμα και αίσθηση.  Αυτά τα χέρια, τόσο όμορφα όσο και ισχυρά, και τόσο χωρίς επίδειξη της ισχύος ή της ωραιότητας, πώς δικαιώνουν τον λόγο του Αναξαγόρα: ο άνθρωπος είναι το ευφυέστερο των ζώων γι’ αυτό: επειδή διαθέτει χέρια.  Πώς παίζει σ’ αυτά τα θαυμαστά όργανα του σώματος ο νους του Αναξαγόρα το ελεύθερο παιχνίδι του. Όργανα, εργαλεία, ναι, είναι, αλλ’ όχι πιο αμβλεία, όχι λιγότερο πνευματικά απ’ τις λέξεις.  Στη θέα αυτών των εύκαμπτων, κυοφορούντων την ισχύ, ευφυών ηγεμονικών μελών μάς αποκαλύπτεται, αναλάμποντας όπως μια σειρά από βουνοκορφές, ο φιλοσοφικός ιδεατός κόσμος των Ελλήνων.  Εδώ άγουν όντως τα πνευματικά και τα σωματικά ίχνη   έ ν α ν   δρόμο:  κι οδηγούν όλα στο σπήλαιο του λιονταριού.

(Συνεχίζεται)

Μετάφραση: Σταύρος Νικολαΐδης

Aμέθυστος