Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Κυριακή Θ’ Λουκά: Για την πλεονεξία (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)


Διδαχή την ΚΣΤ’ Κυριακή
Κάποτε, στον καιρό της επίγειας παρουσίας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ένας άγνωστος άνθρωπος ζητούσε από τον αδελφό του να μοιράσουν την κληρονομιά τους, αλλά εκείνος δεν το δεχόταν. Τότε παρακάλεσε τον Κύριο: «Διδάσκαλε, πες στον αδελφό μου να μοιράσουμε την κληρονομιά μας». Εκείνος, όμως, με πραότητα και ταπείνωση αποκρίθηκε στον άνθρωπο που Του ζή­τησε να διευθετήσει γήινη υπόθεση: «Άνθρωπέ μου, ποιος με διόρισε δικαστή ή μοιραστή σας;». Η βασιλεία τού Κυρίου, βλέπετε, «δεν προέρχεται από τούτον εδώ τον κόσμο». Γι’ αυτό και τα εγκόσμια έργα δεν αποτελούν το αντικείμενο της αποστολής στη γη του ενανθρωπήσαντος Θεού Λόγου. Στη συνέχεια, γυρίζοντας στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γύρω Του, τους υπέ­δειξε την ορθή θεώρηση της επίγειας ζωής και των αγαθών της: «Να προσέχετε και να φυλάγεστε από κά­θε είδους πλεονεξία. Γιατί η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα περίσσια πλούτη του».
Είναι πολύ πονηρό το πάθος τής πλεονεξίας.
Ο Κύριος μας συμβουλεύει να είμαστε προσεκτικοί, για να μην εισχωρήσει στην ψυχή μας απαρατήρητο. Αυτό το πάθος, για να μας ξεγελάσει και να μας κυριέψει, συνή­θως μας βεβαιώνει ότι θα ζήσουμε πολλά χρόνια, ότι στα γεράματά μας θα υποφέρουμε από πολλές αρρώστιες, ότι θα έρθουμε αντιμέτωποι με ποικίλες δυσκολίες και περιστάσεις, για τις οποίες η μεγάλη περιουσία δείχνει να είναι η μοναδική και παντοδύναμη πηγή βοήθειας.
Ο Κύριος, για να χτυπήσει το πάθος τής πλεονεξίας στην αρχή του, στις σκέψεις όπου θεμελιώνεται και οικοδομείται, επισημαίνει ότι αυτές ακριβώς οι σκέψεις είναι εσφαλμένες, ψευδείς, καθώς η μακροχρόνια επίγεια ζωή, με τις όποιες δυσκολίες και περιστάσεις της, δεν εξασφαλίζεται με τη συσσώρευση πλούτου. Η ευημερία τού ανθρώπου στον κόσμο τούτο εξαρτάται αποκλειστικά από το έλεος του Θεού, από την ευλογία Του. Αν ο Θεός αποσύρει το έλεος και την ευλογία Του από τον άνθρωπο, τότε αυτός μέσα σ’ όλη την αφθονία των υλικών αγαθών του, μέσα σ’ όλη τη δύναμή του, πλήτ­τεται από δυστυχίες αξεπέραστες. Ψυχρά κοιτάζει ο πλούτος τον δήθεν κυρίαρχό του, όταν αυτός τιμωρείται από το χέρι τού Θεού, και με όψη αδιάφορη απαντά στις ικετευτικές ματιές του, όταν αυτός ακούσια χωρίζεται από τα εγκόσμια.
Το ψεύδος των σκέψεων και των ονείρων που πλα­νούν τον άνθρωπο, όταν αυτός προσκολλάται στον πλούτο και αποθέτει σ’ αυτόν τις ελπίδες του, το απεικόνισε ζωντανά ό Κύριος στην παραβολή το άφρονα πλουσίου. Την παραβολή αυτή την είπε αμέσως μετά τη συμβουλή που έδωσε στους ακροατές Του να φυλάγονται από την πλεονεξία.
«Κάποιου πλούσιου ανθρώπου τα χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά» —έτσι αρχίζει η παραβολή— «κι εκείνος άρχισε να συλλογίζεται». Η πρώτη συνέπεια της άφθο­νης σοδειάς ήταν η δημιουργία πολλών λογισμών. Αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντοτε σ’ εκείνους που ξαφνικά πλουτίζουν ή αυξάνουν σημαντικά τον πλούτο τους. Άρχισε, λοιπόν, ο πλούσιος της παραβολής να συλλο­γίζεται και να λέει: «Τι να κάνω;».
Σωστά παρατηρεί ο μακάριος Θεοφύλακτος ότι ο πο­λύς πλούτος είναι όμοιος με τη φτώχεια. Γιατί και ο πρώτος και η δεύτερη, όντας σε δύσκολη θέση, φωνά­ζουν: Τι να κάνω; Η αιτία της δύσκολης θέσεως της φτώχειας είναι η έλλειψη των αναγκαίων για τη ζωή, ενώ η αιτία τής δύσκολης θέσεως του πλούτου είναι ο πλεονασμός τους.
«Τι να κάνω;», αναρωτιέται ο πλούσιος. «Δεν έχω μέ­ρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου», δεν έχω που να βάλω τα τόσα πλούτη που απέκτησα. Τελικά σκέφτηκε τι να κάνει και, γεμάτος ενθουσιασμό για την ιδέα του, είπε με αποφασιστικότητα: «Να τι θα κάνω! Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα χτίσω μεγαλύτε­ρες, για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και όλα τα αγαθά μου. Μετά θα πω στον εαυτό μου: “Τώρα έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά· ξεκουρά­σου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε”».
Ο τυφλωμένος πνευματικά πλούσιος δεν σκεφτόταν τον Θεό, την αιωνιότητα, τους φτωχούς αδελφούς του. Σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του. Αλλά και για τον εαυ­τό του σκεφτόταν καταστροφικά, γιατί είχε ξεχάσει τον προορισμό τής ψυχής, θεωρώντας δεδομένη την υποδούλωσή της στο σώμα. Δεν σκεφτόταν τον Θεό, ο οποίος, με το να τον ευεργετεί, τον παρακινούσε στην ευεργετικότητα. Δεν σκεφτόταν την αιωνιότητα, στην οποία όφειλε να στείλει με την ελεημοσύνη μέρος της περιουσίας του, για να μην είναι εκεί φτωχός και ανάξιος των ανακτόρων τού παραδείσου. Με τι άτοπο ονειροπό­λημα εξαπατά τον εαυτό του ο πλούσιος! Λέει ότι τα αγαθά του αρκούν για πολλά χρόνια, υπονοώντας ότι και η ζωή του θα είναι πολύχρονη. Απ’ αυτή τη μάταιη και απατηλή πεποίθηση απορρέουν τα σχέδιά του για το μέλλον.
Η κατάσταση της αυταπάτης είναι κοινή σε όλους τους εραστές τού πλούτου και του κόσμου. Η επίγεια ζωή τούς παρουσιάζεται σαν αιώνια. Η σκέψη για τον θάνατο τους είναι εντελώς ξένη, σαν μια σκέψη για κά­τι που δεν τους αφορά καθόλου. Ποιαν επιδίωξη θέλει να εκπληρώσει ο τυφλωμένος πλούσιος με τα πλούτη του; Θέλει, όπως λένε στον κόσμο, να ζήσει καλά. Τι σημαίνει “νά ζήσει καλά”; Σημαίνει να τρώει και να πί­νει, να διασκεδάζει, να πορνεύει, να ζει μέσα στη χλιδή, να καυχιέται, να ικανοποιεί κάθε του θέλημα και ιδιοτροπία. Αν κοιτάξουμε μέσα μας και γύρω μας προσε­κτικά, θα διαπιστώσουμε πως η ευαγγελική παραβολή του άφρονα πλουσίου αποτελεί έναν καθρέφτη για όλους μας. Δεν είμαστε όλοι συνεχώς παραδομένοι στις σκέψεις εκείνου του πλουσίου, αλλά όλοι, άλλοι περισ­σότερο και άλλοι λιγότερο, κατά καιρούς παρασυρόμα­στε απ’ αυτές.
Ενώ, λοιπόν, ο πλούσιος με ικανοποίηση έκανε όνει­ρα για την αμαρτωλή ζωή των απολαύσεων, που, όπως νόμιζε, είχε μπροστά του, ήρθε ξαφνική και απροσδόκητη η θεία απόφαση για την αναχώρησή του από τον κόσμο. «Ανόητε!», του είπε ο Θεός. «Αυτή τη νύχτα (οι δαίμονες) απαιτούν να πάρουν την ψυχή σου. Αυτά, λοι­πόν, που ετοίμασες, σε ποιον θ’ ανήκουν;».
Ό,τι έγινε με τον πλούσιο, γίνεται με κάθε άνθρωπο που ξεχνά τον Θεό και παραδίνεται στην αμαρτία: Όταν φτάσει να ολοκληρώσει τις επιθυμίες του, όταν φτάσει να εξασφαλίσει την ευτυχία του με τον καλύτερο τρόπο, στέλνεται ο θάνατος ή παραχωρείται κάποια συμφορά από τον Θεό. Και τότε, ακόμα και η πιο στέρεη επίγεια ευημερία καταρρέει. Αυτό εκφράζουν και τα λόγια τού Κυρίου, με τα οποία τελειώνει η παραβολή: «Να τι πα­θαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς και δεν πλουτίζει με ό,τι θέλει ο Θεός». Αυτός είναι ο καρπός τής φιλαργυρίας, της πλεονεξίας και, γενικά, της επίμο­νης επιδιώξεως αποκτήσεως μεγάλης περιουσίας, που αποκλειστικό κίνητρό της έχει τη φιλαυτία.
Ο Κύριος αποκάλεσε τον πλούσιο «ανόητο», γιατί αυτός, τυφλωμένος πνευματικά καθώς ήταν από τη φι­λαυτία, νόμιζε ότι ενεργούσε για την ωφέλειά του, ενώ στην πραγματικότητα ενεργούσε αυτοκαταστροφικά. Στερούσε από τον εαυτό του την υψηλή αξία του ανθρώπου που δημιουργήθηκε για την αιωνιότητα, του ανθρώπου που οφείλει να προετοιμάζεται στη γη για τον ουρα­νό, του ανθρώπου που οφείλει να υποτάσσει το σώμα του στην ψυχή του.
Να «πλουτίζει κανείς με ό,τι θέλει ο Θεός» σημαίνει να ζει ζωή θεάρεστηΌταν η επίγεια διαγωγή κατευθύνεται από τις ευαγγελικές εντολές, φέρνει στην ψυχή πλούτο άφθαρτο: τη θεογνωσία, την αυτογνωσία, την πίστη, την ταπείνωση, την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Ο άνθρωπος που έχει τέτοια διαγωγή, διαχει­ρίζεται σωστά την επίγεια περιουσία του ως θείο δώρο.
Με τη σωστή διαχείριση μεταβάλλει τη φθαρτή αυτή πε­ριουσία σε άφθαρτη, γιατί τη μεταφέρει από τη γη στον ουρανό με την ελεημοσύνηΚαι μεταφέροντας με την ελεημοσύνη την περιουσία του στον ουρανό, μεταφέρει εκεί αόρατα και την καρδιά τουαφού ο ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε: «Όπου είναι τα πλούτη σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας». Ένας τέτοιος χριστιανός μένει στον ουρανό με τους λογισμούς και τα αισθήματά του, όπως ο απόστολος, ο οποίος ήδη από τον καιρό τής διαβιώσεώς του στη γη έλεγε για τον εαυτό του: «Εμείς είμα­στε πολίτες τού ουρανού». Αμήν.

(Πηγή: “Ασκητικές ομιλίες Β’” Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, επισκόπου Καυκάσου και Μαύρης Θάλασσας, Εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής)

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

"Αν ο τόπος της καρδιάς γίνει καθαρός και αμόλυντος τα θεία χαρίσματα του Κυρίου έρχονται μόνα τους".



Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

"Η  πλάνη έχει διάφορες μορφές και κάθε μορφή διάφορες βαθμίδες. Τις πιο πολλές φορές η πλάνη είναι καλυμμένη. Λίγες φορές είναι φανερή. Συχνά φέρνει τον άνθρωπο σε κατάσταση τέτοιας συγχύσεως που φτάνει να γίνεται γελοίος και αξιολύπητος. Όχι σπάνια τον οδηγεί στην .... τελειωτική ψυχική καταστροφή. 

Η πλάνη δυστυχώς γίνεται αντιληπτή από τους πολλούς πολύ όψιμα και μάλιστα από τις φανερές συνέπειές της. Πρέπει όμως να γίνεται αντιληπτή από το ξεκίνημά της από τον πλανεμένο δηλαδή συλλογισμό του νου. Ο πλανεμένος συλλογισμός του νου αποτελεί τη βάση όλων των παρεκτροπών και των ολέθριων ψυχικών καταστάσεων. Σ΄αυτόν υπάρχει ήδη όλο το οικοδόμημα της πλάνης όπως στον σπόρο υπάρχει το φυτό που θα βλαστήσει μετά τη σπορά του στη γη.

Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος λέει: "Έχει γραφεί πως η βασιλεία του Θεού δεν έρχεται φανερά, ΄οπως την περιμένουμε. Όσοι βρέθηκαν με τέτοιο φρόνημα κατάντησαν σε υπερηφάνεια και πτώση. 

Αλλά εμείς ας κάνουμε την καρδιά μας τόπο των έργων της μετάνοιας και της θεάρεστης διαγωγής. Τα χαρίσματα του Κυρίου έρχονται μόνα τους, αν ο τόπος της καρδιάς γίνει καθαρός και αμόλυντος.

Το να ζητάμε όμως τη φανερή απόκτηση των υψηλών θείων χαρισμάτων είναι απαράδεκτο για την Εκκλησία του Θεού. Όσοι το έκαναν απόκτησαν υπερηφάνεια και έπεσαν. Κι αυτό δεν είναι σημάδι αγάπης προς τον Θεόν αλλά αρρώστια της ψυχής. Πώς μπορούμε εμείς να ζητήσουμε τα υψηλά χαρίσματα του Θεού, όταν ο θείος Παύλος καυχιέται μέσα στις δοκιμασίες και θεωρεί ότι το πιο υψηλό χάρισμα του Θεού είναι η μετοχή στα παθήματα του Χριστού;". 

Την προσευχητική σου άσκηση στήριξέ την ολόκληρωτικά στον Θεό, διαφορετικά δεν θα μπορέσεις να κάνεις την παραμικρή πρόοδο. Σ΄αυτή την άσκηση κάθε βήμα προόδου είναι θείο δώρο.

Απαρνήσου λοιπόν τον εαυτό σου και παραδώσου στον Θεό. Άφησέ τον να κάνει σε σένα ό,τι θέλει. Και δεν θέλει ο Πανάγαθος παρά να σου χαρίσει όσα δεν έχει βάλει ο λογισμός σου, δεν θέλει παρά να σου δώσει αγαθά τέτοια που ονους και η καρδιά στην μεταπτωτική τους κατάσταση δεν τα γνωρίζουν.
Όποιος δεν απέκτησε ψυχική καθαρότητα δεν μπορεί να αποκτήσει την παραμικρή γνώση ή αντίληψη των πνευματικών χαρισμάτων με τη φαντασία του συγκρίνοντάς τα με τα γνωστά ευχάριστα ψυχικά αισθήματα. Γι΄αυτό ρίξε τη φροντίδα σου στον Κύριο με την απλότητα και τήν πίστη". 

--------------------------------------------------------
Από το βιβλίο: ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΜΟΣ Δ΄, σελ. 8-9

https://amethystosbooks.blogspot.com/

Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Εἰς τὴν Κυριακήν τοῦ Τυφλοῦ γιὰ τὴν ἔπαρση καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη (Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ)


Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ
«Εἰς κρίμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦτον ἦλθον, ἴνα οἱ μὴ βλέποντες βλέπωσι καὶ οἱ βλέποντες τυφλοὶ γένωνται» (Ἰω. 9:39) 
ΑΓΑΠΗΤΟΙ ἀδελφοί! Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, μετὰ τη θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, εἶπε: «Ἦρθα γιὰ νὰ φέρω σὲ κρίση τὸν κόσμο, ἔτσι ὥστε αὐτοὶ ποὺ δὲν βλέπουν νὰ βροῦν τὸ φῶς τους, κι ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν ν’ ἀποδειχθοῦν τυφλοὶ» (Ἰω. 9:39). Τέτοια λόγια δὲν μποροῦσαν ν’ ἀφήσουν ἀδιάφορούς τους ὑπερήφανους «σοφοὺς» καὶ «δικαίους» το κόσμου τούτου, ὅπως ἦταν οἱ Φαρισαῖοι. Ἐξαιτίας τῆς φιλαυτίας τους καὶ τῆς μεγάλης ἰδέας ποὺ εἶχαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, αἰσθάνθηκαν θιγμένοι ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ Κυρίου. Ἀντέδρασαν, λοιπόν, μὲ μίαν ἐρώτηση, ποὺ ἐκφράζει τὴν ἀγανάκτηση καὶ τὴν ἔπαρσή τους, ἀλλὰ συνάμα καὶ τὴ χλευαστική τους διάθεση καὶ τὸν φθόνο τους καὶ τὴν περιφρόνησή τους πρὸς τὸν Χριστό: «Μήπως εἴμαστε κι ἐμεῖς... τυφλοί;» (Ἰω. 9:40). 

Στὴν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου καθρεφτίζεται ἡ ψυχικὴ κατάσταση τῶν Φαρισαίων, ἡ ὁποία προκάλεσε τὴν ἐρώτησή τους: «Ἂν ἤσασταν τυφλοί, δὲν θὰ ἤσασταν ἔνοχοι· τώρα, ὅμως, λέτε μὲ βεβαιότητα ὅτι βλέπετε· ἡ ἐνοχή σας, λοιπόν, παραμένει» (Ἰω. 9:41). 

Πόσο φοβερὴ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς εἶναι ἠ έπαρση! Στὰ ἀνθρώπινα ἔργα, στερεῖ ἀπὸ τὸν ὑπερόπτη τὴ βοήθεια καὶ τὴ συμβουλὴ τοῦ πλησίον. Καὶ στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, στέρησε ἀπὸ τοὺς ἀλαζόνες Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου καὶ στερεῖ ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους κάθε ἐποχῆς τὸν πιὸ πολύτιμο θησαυρό, τὴ θεία δωρεὰ ποὺ ἔφερε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· τοὺς στέρησε και τους στερεῖ τὴ θεία ἀποκάλυψη καὶ τὴ μακάρια κοινωνία μὲ τὸν Θεό, κοινωνία ποὺ προϋποθέτει τὴν ἀποδοχὴ αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως. 

Οἱ Φαρισαῖοι θεωροῦσαν ὅτι ἀνῆκαν στοὺς ἀνθρώπους «ποὺ βλέπουν», ὅτι δηλαδὴ εἶχαν φτάσει στὴν ἀληθινὴ καὶ τέλεια θεογνωσία, δὲν χρειάζονταν περαιτέρω πρόοδο καί, ἑπομένως, δὲν εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ καμιὰ σπουδὴ ἢ διδαχή. Γι’ αὐτὸ ἀπέρριπταν τὴ διδασκαλία γιὰ τὸν Θεό, ποὺ τοὺς τὴν παρέδιδε ἄμεσα ὁ Ἴδιος. 

Ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως ἐναντιώνεται στὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, τὸ ὁποῖο ἐκδηλώνεται μὲ ξεχωριστὸ τρόπο στὸ πνεῦμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ὅπως ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι κατεξοχὴν ἀσθένεια τοῦ πνεύματος, ἔτσι καὶ ἡ ταπείνωση εἶναι κατεξοχὴν κατάσταση εὐρωστίας τοῦ πνεύματος, μία ἀγαθὴ καὶ μακάρια κατάσταση. Στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὰ ἔργα τῶν ἁγίων πατέρων ὀνομάζεται συχνὰ καὶ ταπεινοφροσύνη. Τι εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη; Είναι ἡ ὀρθὴ ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση καί, ἑπομένως, ἡ ὀρθὴ ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν ἑαυτό του. 

Το άμεσο ἀποτέλεσμα τῆς ταπεινώσεως ἢ ταπεινοφροσύνης ὡς ὀρθῆς ἀντιλήψεως γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ γιὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτὸ εἶναι ἠ ειρήνευση τῆς καρδιᾶς. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος εἶναι εἰρηνικὸς καὶ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπέναντι στὸν ἑαυτό του καὶ ἀπέναντι στὶς κάθε λογὴς περιστάσεις καὶ ἀπέναντι στὸν Θεό, εἶναι εἰρηνικὸς καὶ μὲ τὴ γῆ καὶ μὲ τὸν οὐρανό. Η ταπείνωση ἔχει πάρει τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὴν εἰρήνη ποὺ γεννᾶ στὴν καρδιά μας. Τὴν κατάσταση τῆς ἠρεμίας, τῆς χαρᾶς καὶ τῆς μακαριότητας, ποὺ προκαλεῖται μέσα μας ἀπὸ τὴν ἀρετή, τὴν ὀνομάζουμε ταπείνωση. Ὅταν θέλουμε μαζὶ μὲ τὴν κατάσταση νὰ δείξουμε καὶ τὴν πηγή της, τότε κάνουμε λόγο γιὰ ταπεινοφροσύνη. 

Μὴ σκεφθεῖτε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὅτι ὁ ὁρισμὸς ποὺ δώσαμε στὴν ταπεινοφροσύνη, περιγράφοντας τὴν ὡς την ορθῆ ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, γενικά, και για τὸν ἑαυτό του, εἰδικά, εἶναι αὐθαίρετος. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὴν ὅρισε ἔτσι, λέγοντας: «Θὰ γνωρίσετε τὴν ἀλήθεια, καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ σᾶς ἐλευθερώσει» (Ἰω. 8:32). Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἐλευθερία, ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία, ποῦ παρέχεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἂν ὄχι ἡ εὐλογημένη εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, ἂν ὄχι ἡ ἁγία ταπείνωση, ἂν ὄχι ἡ εὐαγγελικὴ ταπεινοφροσύνη; Η θεία ἀλήθεια εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός (Βλ. Ἰω. 14:6). Ἐκεῖνος διακήρυξε: «Μάθετε ἀπὸ μένα», ἀπὸ τὴ θεία Ἀλήθεια, «ὅτι εἶμαι πράος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά, καὶ θὰ βρεῖτε ἀνάπαυση στὶς ψυχὲς σᾶς» (Μάτθ. 11:29). Η ταπεινοφροσύνη εἶναι τρόπος σκέψεως τοῦ ἀνθρώπου ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὴ θεία Ἀλήθεια [“Τὸ στόμα τοῦ ταπεινόφρονα λέει τὴν ἀλήθεια”, σημειώνει ὁ ὅσιος Μάρκος ὁ Ἀσκητής, (Περὶ νόμου πνευματικοῦ Κεφάλαιο Σ’, θ’)]. Η ἔπαρση εἶναι θλιβερὴ καὶ ὀλέθρια αὐταπάτη, εἶναι θανάσιμη πλάνη, μὲ τὴν ὁποία ἡ τυφλωμένη ἀνθρώπινη φύση ξεγελᾶ τὸν ἑαυτό της καὶ ξεγελιέται ἀπὸ τοὺς δαίμονες. 

Λανθασμένες εἶναι οἱ κρίσεις καὶ οἱ ἐκτιμήσεις τοῦ ὑπερόπτη. Τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὸν θεωρεῖ αὐθύπαρκτο ὄν, ὄχι πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἐπίγεια ζωὴ τὴν αἰσθάνεται ἀτέλειωτη. Τὸν θάνατο δὲν τὸν συλλογίζεται. Στὴν αἰωνιότητα δὲν πιστεύει. Ἡ θεία πρόνοια γι’ αὐτὸν εἶναι ἀνύπαρκτη. Ὡς κυβερνήτη τοῦ κόσμου ἀναγνωρίζει τὴν ἀνθρώπινη λογική. Ὅλες οἱ σκέψεις του σέρνονται στὴ γῆ. Τὴ ζωὴ του τὴν ἔχει προσφέρει θυσία στὸν κόσμο τοῦτο, στὸν ὁποίο επιθυμει νὰ ἐγκαθιδρύσει τὴ διαρκῆ ἀπόλαυση μέσω τῆς ἁμαρτίας. Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἄλογη καὶ μάταιη ἐπιδίωξη τῶν τυφλωμένων Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων. 

Τον ταπεινόφρονα ανθρωπο, ἀπεναντίας, στὸν δρόμο τῆς ἐπίγειας ζωῆς τὸν συνοδεύει ἠ μνήμη τοῦ θανάτου, διδάσκοντας τον να ἐνεργεῖ σὲ κάθε περίσταση μὲ τὸ βλέμμα του στραμμένο στὴν αἰωνιότητα καὶ ἐπιδρώντας εὐεργετικὰ σ’ ὅλα του τὰ ἔργα. Ο ταπεινὸς ἐργάζεται γιὰ τὴν ἀρετή, ὄχι γιὰ τὴν ἱκανοποίηση παθῶν, καὶ γι’ αὐτὸ ὅ,τι κάνει εἶναι ὠφέλιμο γιὰ τοὺς συνανθρώπους του. Ὁ ταπεινὸς βλέπει τὸν ἑαυτό του σὰν ἕναν ἀσήμαντο κόκκο μέσα στὸ σύμπαν, μέσα στοὺς αἰῶνες, μέσα στὶς γενιὲς καὶ τὰ γεγονότα ποὺ πέρασαν καὶ ποὺ ἔρχονται. Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ταπεινοῦ δέχονται πρόθυμα τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια καὶ προοδεύουν σταθερὰ στὶς χριστιανικὲς ἀρετές. Ο νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ταπεινοῦ βλέπουν καὶ αἰσθάνονται τὴν πτώση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, γι’ αὐτὸ μποροῦν ν’ ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ δεχθοῦν τὸν Λυτρωτή. 

Ἡ ταπεινοφροσύνη δὲν ἀναγνωρίζει ἀξία στὴν πεσμένη ἀνθρώπινη φύση. Βλέπει τὸν ἄνθρωπο ὡς κορυφαῖο θεῖο δημιούργημα, ἀλλά βλεπει καὶ τηναμαρτία ποὺ ἔχει διαποτίσει καὶ δηλητηριάσει ὅλη τὴν ὕπαρξή του. Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀναγνωρίζει τὸ μεγαλεῖο το πλάσματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ συγχρόνως διαπιστώνει καὶ τὴν παραμόρφωσή του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὴ τὴ συμφορὰ θλίβεται συνέχεια. Βλέπει τὴ γῆ σὰν ἕναν τόπο ἐξορίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν βιάζει νὰ ἐπιστρέψει μὲ τὴ μετάνοια στὸν οὐρανό, ποὺ τὸν ἔχασε μὲ τὴν ἔπαρση. 

Η έπαρση, ἀπεναντίας, ποὺ προκάλεσε τὴν πτώση καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς ἀνθρωπότητας, δὲν βλέπει καὶ δὲν ἀναγνωρίζει πτώση καὶ παραμόρφωση στὴν ἀνθρώπινη φύση· βλέπει μόνο ἀξία, ὡραιότητα, τελειότητα. Ἀκόμα καὶ τὰ νοσήματα τῆς ψυχῆς, τὰ πάθη, τὰ θεωρεῖ προσόντα. Μια τέτοια θεώρηση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως κάνει τὸν Λυτρωτὴ τελείως περιττό. 

Ἡ ὅραση τῶν ὑπερηφάνων εἶναι τυφλότητα, ἐνῶ ἡ τυφλότητα τῶν ταπεινῶν εἶναι ἱκανότητα γιὰ θέαση τῆς ἀλήθειας. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Κυρίου: «Ἦρθα γιὰ νὰ φέρω σὲ κρίση τὸν κόσμο, ἔτσι ὥστε αὐτοὶ ποὺ δὲν βλέπουν νὰ βροῦν τὸ φῶς τους, κι ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν ν’ ἀποδειχθοῦν τυφλοί». Οἱ ταπεινοὶ δέχονταν τὸν Κύριο καὶ φωτίζονταν ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς Του. Οι ὑπερήφανοι, ἱκανοποιημένοι μὲ τὸν ἑαυτό τους, Τὸν ἀπέρριπταν καὶ βυθίζονταν ἀκόμα περισσότερο στὸ σκοτάδι μὲ τὴν ἄρνηση καὶ τὴ βλασφημία τοῦ Θεοῦ. 

Λάμπουν ζωηρὰ μέσα στὸν καθαρὸ οὐρανὸ τῆς νύχτας τ’ ἀναρίθμητα ἀστέρια, παραβγαίνοντας ποιὸ θὰ στείλει στὴ γῆ περισσότερο φῶς. Μόλις, ὅμως, ξεπροβάλει ὁ ἥλιος, ὅλα τ’ ἀστέρια γίνονται ἄφαντα σὰν ἀνύπαρκτα, ἂν καὶ στὴν πραγματικότητα παραμένουν στὶς θέσεις τους. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ μὲ τις ανθρώπινες ἀρετές: Ὅταν συγκρίνονται μεταξύ τους, ἔχουν κάποιο φῶς. Ἐξαφανίζονται, ὅμως, μπροστὰ στὴν ἀπόλυτη ἀρετή, μπροστὰ στὸ φῶς τῆς Θεότητας. 

Ὁ ἀπόστολος, μιλώντας γιὰ τὶς ἀρετὲς τοῦ δίκαιου Ἀβραάμ, λέει ὅτι ὁ πατριάρχης «μποροῦσε νὰ καυχηθεῖ, ὄχι ὅμως ἀπέναντι στὸν Θεό… Ὁ Ἀβραὰμ πίστεψε στὸν Θεό, καὶ γι’ αὐτὴ τοῦ τὴν πίστη ὁ Θεὸς τὸν ἀναγνώρισε δίκαιο» (Ρώμ. 4, 2-3). Ἔτσι ἔπρεπε νὰ κάνουν οἱ Φαρισαῖοι, ποὺ καμάρωναν γιὰ τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, ἀλλὰ εἶχαν ἀποξενωθεῖ πνευματικὰ ἀπ’ αὐτόν. Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἀβραάμ, θέλησαν νὰ διατηρήσουν τὶς νομιζόμενες ἀρετὲς τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου», κι ἔτσι ἔγιναν ἀνίκανοι ν’ ἀποκτήσουν αὐτογνωσία καὶ θεογνωσία. Ἄκουσαν, λοιπόν, τὴ φοβερὴ ἐτυμηγορία τοῦ Κυρίου: «Ἂν ἤσασταν τυφλοί», ἄν, δηλαδή, ἀναγνωρίζατε τὴν πνευματική σας τυφλότητα, «δὲν θὰ ἤσασταν ἔνοχοι· τώρα, ὅμως», ὄντας τυφλοί, «λέτε μὲ βεβαιότητα ὅτι βλέπετε· ἡ ἐνοχή σας, λοιπόν, παραμένει»· παραμένει, γιατί τὴν ἀποδεχθήκατε καὶ τὴ χαράξατε μέσα σας μὲ τὴν ἀμφιβολία σας. 

Μαθητὴς τῶν Φαρισαίων ἦταν στὰ νεανικά του χρόνια ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος. Ὅπως ὁ ἴδιος διηγεῖται, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει, ἦταν «Ἑβραῖος γέννημα θρέμμα» καὶ «ὡς πρὸς τὴν ἑρμηνεία τοῦ νόμου Φαρισαῖος». «Ἤμουν ἄμεμπτος», λέει, «σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν τήρηση τοῦ νόμου. Αυτά, ὅμως, ποὺ ἄλλοτε ἦταν γιὰ μένα πλεονεκτήματα, τώρα μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ τὰ βλέπω σὰν μειονεκτήματα. Πραγματικά, ὅλα ἐξακολουθῶ νὰ τὰ θεωρῶ μειονεκτήματα σὲ σχέση μὲ τὸ ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀγαθὸ ποὺ κέρδισα, γνωρίζοντας τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριό μου» (Φιλιπ.3, 5-8). 

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί! Ἂς μιμηθοῦμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους του Θεοῦ. Ἂς πλησιάσουμε τὸν Κύριο, ἔχοντας ἀπορρίψει τελείως τὴν καταστρεπτικὴ ἔπαρση καὶ ἔχοντας ἐγκολπωθεῖ τὴν ταπείνωση. Μέσω τῆς ταπεινώσεως ἂς προσκολληθοῦμε στὸν Πλάστη μας. Με τὴν ταπείνωση ἂς ἑλκύσουμε τὴν προσοχὴ καὶ τὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ μας, ποῦ εἶπε: «Σὲ ποιὸν θὰ ρίξω τὸ βλέμμα μου, παρὰ στὸν ταπεινό, στὸν ἥσυχο, σ’ ἐκεῖνον ποῦ τρέμει τὰ λόγιά μου;» (Ἤσ. 66:2). Βλέποντας καὶ ἀναγνωρίζοντας τὶς ἁμαρτίες μας, ἂς συμπεριλάβουμε τὸν ἑαυτό μας στοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς ἀγαπημένους τοῦ Θεοῦ. Ἀπορρίπτοντας τὴν ἔπαρση, ἂς διαχωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τοὺς ψευτοδικαίους, γιὰ νὰ μὴ μᾶς ἀποστραφεῖ ὁ Θεός, ποὺ εἶπε: «Δὲν ἦρθα νὰ καλέσω σὲ μετάνοια τοὺς δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς» (Μάτθ. 9:13). Μὲ τὴν ταπείνωση ἡ καρδιά μας ἂς γίνει πνευματικὸ θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ θύτης, ὁ νοῦς μας, ἂς προσφέρει σ’ Ἐκεῖνον θυσίες πνευματικές, ἂς προσφέρει τὴ θυσία τῆς κατανύξεως, τὴ θυσία τῆς μετάνοιας, τὴ θυσία τῆς Ἐξομολογήσεως, τὴ θυσία τῆς προσευχῆς, τὴ θυσία τῆς εὐσπλαχνίας, ἐμπλουτίζοντας καθεμιὰν ἀπ’ αὐτὲς τὶς θυσίες μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη· γιατί «ὁ Θεὸς δὲν θὰ περιφρονήσει μία καρδιὰ γεμάτη συντριβὴ καὶ ταπείνωση» (Ψάλμ. 50:19). Ἀμήν

(Πηγή: “Ἀσκητικὲς ὁμιλίες Α' Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, ἐπισκόπου Καυκάσου καὶ Μαύρης Θάλασσας, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς) 

https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2017

Ὁ προσευχόμενος νοῦς ζητᾶ ἕνωση μὲ τὴν καρδιὰ



Ἅγιος Ἰγνάτιος Brianchaninov 
 (Ἐπίσκοπος Καυκάσου καί Μαύρης Θάλασσας)

Κλείστηκαν οἱ θύρες τῶν αἰσθημάτων: Ἡ γλώσσα σωπαίνει, τὰ μάτια εἶναι σφαλισμένα, τ’ αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε τίποτε ἀπ’ ὅσα συμβαίνουν γύρω μου. Ὁ νοῦς, ἀποτινάζοντας τὸν ζυγὸ τῶν γήινων λογισμῶν, ντύνεται τὴν προσευχὴ καὶ κατεβαίνει στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς. Ἡ θύρα, ὅμως, τοῦ θαλάμου εἶναι κλειστή. Παντοῦ σκοτάδι, σκοτάδι ἀπροσπέλαστο. Καὶ ὁ νοῦς, καθὼς βρίσκεται σὲ ἀπορία, ἀρχίζει νὰ χτυπᾶ μὲ τὴν προσευχὴ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς. Στέκεται ὑπομονετικὰ μπροστά της καὶ τὴ χτυπᾶ· περιμένει· πάλι χτυπᾶ· πάλι περιμένει· πάλι προσεύχεται... Καμιὰ ἀπάντηση, καμιὰ φωνὴ δὲν ἀκούγεται! Νεκρικὴ ἡσυχία, ταφικὴ σιωπὴ καὶ ζοφερὸ σκοτάδι. Ὁ νοῦς φεύγει ἀπὸ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς λυπημένος, θρηνώντας πικρὰ καὶ ζητώντας παρηγοριά. Δὲν τοῦ ἐπιτράπηκε νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν Βασιλέα τῶν βασιλέων μέσα στὸ ἁγιαστήριο τοῦ ἐσωτερικοῦ θαλάμου τῆς καρδιᾶς.
— Γιατί; Γιατί ἀπορρίφθηκες:
— Ἐπειδὴ ἔχω πάνω μου τὴ σφραγίδα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ συνήθεια νὰ σκέφτομαι τὰ γήινα μοῦ ἀποσπᾶ τὴν προσοχή. Δὲν ἔχω μέσα μου δυνάμεις, γιατί δὲν ἔρχεται νὰ μὲ βοηθήσει τὸ Πνεῦμα, τὸ πανάγιο καὶ πανάγαθο Πνεῦμα. Αὐτὸ ἀποκαθιστᾶ τὴν ἑνότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ διασπάστηκε μὲ τὴ φοβερὴ πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Μάταιες εἶναι οἱ προσωπικές μου προσπάθειες μόνες τους, χωρὶς τὴν παντοδύναμη, δημιουργικὴ βοήθεια τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνο, βέβαια, εἶναι ἀπέραντα φιλάνθρωπο καὶ πολυέλεο, ἀλλὰ ἡ δική μου ψυχικὴ ἀκαθαρσία δὲν Τὸ ἀφήνει νὰ μὲ πλησιάσει. Θὰ λουστῶ, λοιπόν, στὰ δάκρυα, θὰ καθαριστῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου μὲ τὴν Ἐξομολόγηση, δὲν θὰ προσφέρω στὸ σῶμα μου τροφὴ καὶ ὕπνο, ποὺ ἡ πλησμονὴ τους γεννᾶ στὴν ψυχὴ τὸ σαρκικὸ φρόνημα. Ντυμένος ὅλος μὲ τὸν θρῆνο τῆς μετάνοιας θὰ πλησιάσω τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μου. Ἐκεῖ θὰ σταθῶ ἤ θὰ καθήσω σὰν τὸν τυφλό τοῦ Εὐαγγελίου καί, ὑπομένοντας τὸ βάρος καὶ τὴ θλίψη ποὺ προξενεῖ τὸ σκοτάδι, θὰ φωνάζω δυνατὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει: «Ἐλέησέ με!» (1).
Κατεβαίνει, λοιπόν, ὁ νοῦς στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς, στέκεται ἐκεῖ μπροστὰ καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζει δυνατὰ μὲ δάκρυα. Μοιάζει μ’ ἕναν τυφλό, ποὺ δὲν βλέπει τὸ ἀληθινὸ καὶ ἀνέσπερο φῶς, καὶ μ’ ἕναν κωφάλαλο, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε λαλιὰ οὔτε ἀκοὴ πνευματικὴ (2). Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι πραγματικὰ τυφλὸς καὶ κωφάλαλος, ὅτι στέκεται μπροστὰ στὴν πύλη τῆς Ἱεριχώ —τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὴν κατοικοῦν οἱ ἁμαρτίες— καὶ ὅτι περιμένει τὴ θεραπεία του ἀπὸ τὸν Σωτήρα, ποὺ δὲν Τὸν βλέπει, ποὺ δὲν Τὸν ἀκούει καὶ ποὺ ἐντούτοις Τὸν φωνάζει, καθὼς βρίσκεται στὴν τραγικὴ αὐτὴ κατάσταση. Τὸ ὄνομά Του δὲν τὸ γνωρίζει- «Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ» (3) Τὸν ὀνομάζει: Ἡ σάρκα καὶ τὸ αἷμα δὲν μποροῦν νὰ τιμήσουν τὸν Θεὸ ὡς Θεὸ (4).
— Δεῖξτε μου τὸν δρόμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ περάσει ὁ Σωτήρας!
— Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι ἡ προσευχή, ὅπως λέει σὲ κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη: «Ἐμένα μὲ δοξάζει ἡ προσφορὰ ὑμνωδίας, καὶ σ’ ὅποιον βαδίζει αὐτὸν τὸν δρόμο θὰ δείξω τὴ σωτηρία μου» (5).
— Πέστε μου, πότε θὰ περάσει ὁ Σωτήρας; Τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι ἤ τὸ βράδυ;
— «Νὰ εἶστε ἄγρυπνοι, γιατί δὲν ξέρετε ποιὰ μέρα θὰ ἔρθει ὁ Κύριος σας» (6).
Ὁ δρόμος εἶναι γνωστός, μὰ ἡ ὥρα ἄγνωστη! Θὰ μείνω ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, ὄρθιος ἤ καθισμένος στὴν πύλη τῆς πόλης, ἔχοντας στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ ἐξαγνίσει τὸν λαό Του μὲ τὸ ἴδιο Του τὸ αἷμα, θανατώθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη. Ἂς πᾶμε. λοιπόν, κι ἐμεῖς κοντά Του, ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδο (δηλαδὴ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας), καὶ ἂς ὑποστοῦμε τὸν ἴδιο μ’ Αὐτὸν ἐξευτελισμὸ» (7).
Ὁ κόσμος παρέρχεται (8), τίποτα δὲν εἶναι μόνιμο σ’ αὐτὸν οὔτε κἄν μὲ πόλη δὲν πρέπει νὰ τὸν παρομοιάζουμε, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ χωριό. Θ’ ἀφήσω, λοιπόν, τὴν περιουσία μου, στὴν ὁποία ἔχω προσκολληθεῖ καὶ τὴν ὁποία ὅλοι ἐγκαταλείπουν ὅταν πεθαίνουν, συχνὰ καὶ πρὶν πεθάνουν. Θ’ ἀφήσω τὶς τιμὲς καὶ τὴ δόξα, ποὺ χάνονται. Θ’ ἀφήσω τὶς ἡδονὲς τῶν αἰσθήσεων, ποὺ ἀφαιροῦν κάθε ἱκανότητα γιὰ πνευματικὲς ἀσκήσεις καὶ ἐνασχολήσεις. «Γιατί δὲν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία, ἀλλὰ λαχταροῦμε τὴ μελλοντικὴ» (9), ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τώρα στὴν καρδιά μου μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μου.
Ὅποιος δὲν ἀνέβει πνευματικὰ στὴ μυστικὴ Ἱερουσαλὴμ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ ἐπιτραπεῖ στὴν ψυχή του, μετὰ τὴν ἔξοδό της ἀπὸ τὸ σῶμα, νὰ μπεῖ στὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Τὸ πρῶτο εἶναι προϋπόθεση τοῦ δευτέρου (10).

1. Λουκ. 18:38, 39.

2. Πρβλ. Μάρκ. 7:32.

3. Λουκ. 18:39.

4. Πρβλ. Α΄ Κορ. 15:50.

5. Ψαλμ. 49:23. 

6  Ματθ. 24:42.

7. Ἑβρ. 13:12-13.

8. Α' Ἰω. 2:17.

9. Ἑβρ. 13:14.

10. Πρβλ. Ὁσίου Ἡσυχίου τοῦ Πρεσβυτέρου. Πρὸς Θεόδουλον λόγος ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης, δ', ριζ'.
πηγή
TΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ
https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2017

Λόγος γιά τά πνεύματα-Λόγος γιά τόν θάνατο-Συγγραφέας : Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ.


Στο βιβλίο του Ιώβ ό διάβολος εμφανίζεται να περιπλανιέται ήδη κάτω από τόν ουρανό καί να διατρέχει τόν αέρα μέ μεγάλη ταχύτητα, ικανοποιώντας σε κάθε ευκαιρία την αχόρταγη κακία του προς τό ανθρώπινο γένος.



Σ’ αυτή την κατάσταση βρισκόμαστε σάν σε φυλακή καί δεσμά.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, πάντως, δεν συνειδητοποιούν πώς είναι αιχμάλωτοι καί φυλακισμένοι. Νομίζουν πώς είναι ελεύθεροι. Ή συναίσθηση της καταστάσεως της πνευματικής αιχμαλωσίας καί φυλακίσεως είναι δώρο του Θεού. Τό Άγιο Πνεύμα αποκάλυψε αυτή την
κατάσταση στον προφήτη Δαβίδ, κι εκείνος, εκπροσωπώντας κάθε άνθρωπο καί την ανθρωπότητα συνολικά, προσευχήθηκε στον Θεό: «Βγάλε από τή φυλακή την ψυχή μου, γιά να δοξολογήσω τό όνομά Σου».
Ό απόστολος Πέτρος ονομάζει τή σαρκική καί ψυχική κατάσταση τών ανθρώπων, έστω καί ευσεβών, «σκοτεινό τόπο». Ό τόπος μπορεί να είναι όχι μόνο υλικός, άλλά καί νοερός καί πνευματικός. «Ειρήνη επικράτησε στον τόπο (της καρδιάς) του», λέει ή Γραφή.

Οι κλεισμένοι στον σκοτεινό τόπο, αν θέλουν να σωθούν, πρέπει να φωτίζονται, σάν από λυχνάρι, από την Αγία Γραφή, ώσπου να τούς επισκεφτεί τό Άγιο Πνεύμα, τό όποιο θα γίνει γι` αυτούς ζωντανό βιβλίο της
θείας διδασκαλίας, βιβλίο πάντοτε ανοιχτό καί πάντοτε
ασίγητο. «Κι έτσι», λέει ό απόστολος, «είμαστε περισσότερο βέβαιοι γιά την αλήθεια τού κηρύγματος τών προφητών, πού καλά κάνετε καί τό προσέχετε σάν φώς πού φέγγει σε σκοτεινό τόπο, ώσπου να γλυκοχαράξει
τό πρωί καί ν’ ανατείλει στις καρδιές σας ό αυγερινός».

Όλοι εμείς, οι κλεισμένοι στη φυλακή της γήινης σοφίας, ας ακούσουμε εκείνους πού απέκτησαν μέ τή χάρη τού Κυρίου την πνευματική Ελευθερία καί φωτίστηκαν από τή σοφία του Αγίου Πνεύματος. Όλοι εμείς, οι εκ γενετής τυφλοί, ας ακούσουμε εκείνους πού βρήκαν την όρασή τους, όταν τούς άγγιξε τό δάχτυλο του Θεού, εκείνους πού είδαν τό φως της αλήθειας, εκείνους πού αναγνώρισαν αυτό τό φώς, τό αόρατο στα σαρκικά μάτια καί ασύλληπτο από τόν σαρκικό νου. Ό άγιοπνευματικός λόγος του Θεού, μέ τά χείλη καί τή γραφίδα τών εκλεκτών σκευών Του, μάς αποκαλύπτει πώς ό χώρος ανάμεσα στον ουρανό καί τή γή, όλη ή ορατή σ’ εμάς γαλάζια άβυσσος, ό ύπουράνιος αέρας, είναι ή κατοικία τών άγγέλων πού έπεσαν από τόν ουρανό.

Ό άγιος Ιωάννης ό Θεολόγος, ό μεγάλος θεωρός τών θείων μυστηρίων, γράφει στήν Αποκάλυψη: «Έγινε τότε πόλεμος στον ουρανό από τή μια ό Μιχαήλ μέ τούς άγγέλους του κι από την άλλη ό δράκοντας. Ό δράκοντας μέ τούς άγγέλους του πολέμησε, άλλά δεν επικράτησε, κι έτσι δεν του επιτράπηκε να μείνει άλλο στον ουρανό». Αυτή ή πτώση του διαβόλου καί τών πνευμάτων πού παρέσυρε εκείνος, σύμφωνα μέ την ερμηνεία του άγιου ’Ανδρέα Καισαρείας, άκολούθησε τό πρώτο αμάρτημα τους της αλαζονείας καί του φθόνου. Τότε οι άγιες αγγελικές δυνάμεις τούς απομάκρυναν από την αγγελική τάξη, όπως αναφέρει αλληγορικά καί ό προφήτης Ιεζεκιήλ.

Στο βιβλίο του Ιώβ ό διάβολος εμφανίζεται να περιπλανιέται ήδη κάτω από τόν ουρανό καί να διατρέχει τόν αέρα μέ μεγάλη ταχύτητα, ικανοποιώντας σε κάθε ευκαιρία την αχόρταγη κακία του προς τό ανθρώπινο γένος.
Ό απόστολος Παύλος ονομάζει τούς πεσμένους άγγέλους «πονηρά πνεύματα πού βρίσκονται ανάμεσα στη γη καί στον ουρανό» καί τόν επικεφαλής τους «άρχοντα των πονηρών δυνάμεων του αέρα».
0ι πεσμένοι άγγελοι είναι σκορπισμένοι σ’ όλη τή διάφανη άβυσσο, πού βλέπουμε από πάνω μας, καί δεν παύουν να προξενούν ταραχές σ’ όλες τίς ανθρώπινες κοινωνίες καί σε κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Δεν υπάρχει κακή πράξη, δεν υπάρχει ανομία στην οποία να μην είναι πρωταίτιοι ή συνεργοί. 

Μέ ποικίλα μέσα παρασύρουν τόν άνθρωπο στην αμαρτία καί τού τή διδάσκουν. «Ό αντίπαλος μας διάβολος περιφέρεται σάν λιοντάρι πού βρυχάται, ζητώντας κάποιον να καταβροχθίσει», τόσο στη διάρκεια της επίγειας ζωής μας όσο καί την ώρα τού χωρισμού της ψυχής μας από τό σώμα. Όταν ή ψυχή τού χριστιανού, αφήνοντας τόν χωμάτινο ναό της, παίρνει μέσω τού αέρα τόν δρόμο προς την ουράνια πατρίδα της, οι δαίμονες τή σταματούν. Προσπαθούν να βρουν κάτι τό κοινό ανάμεσα σ’ εκείνην καί σ’ αυτούς —ως προς την άμαρτωλότητά τους, την παράβαση καί την πτώση τους— καί να τή ρίξουν στον άδη, «πού έχει ετοιμαστεί γιά τόν διάβολο καί τούς δικούς του».
Ενεργούν έτσι σύμφωνα μέ τό δικαίωμα πού απέκτησαν μέ τή θέληση τού ίδιου τού ανθρώπου.

Όταν ό Θεός έπλασε τόν Αδάμ καί την Εύα, τούς έκανε κυρίαρχους στη γη. Τούς ευλόγησε, λέει ή Γραφή, καί τούς είπε: «Να πολλαπλασιαστείτε καί να πληθύνετε, να γεμίσετε τή γή καί να κυριαρχήσετε σ’ αυτήν. Να εξουσιάσετε στα ψάρια της θάλασσας, στα πτηνά τού ουρανού, σ’ όλα τά ζώα, σ’ όλη τή γή καί σ’ όλα τά ερπετά πού σέρνονται στήν επικράτεια της». Στούς πρώτους ανθρώπους δόθηκε όχι μόνο ή γή αλλά καί ό ίδιος ό παράδεισος, του οποίου ή περιποίηση καί ή φύλαξη τούς ανατέθηκε. Μοναδικός Κύριός τους ήταν ό Θεός. Αλλά εκείνοι τί έκαναν, όντας μέσα στον παράδεισο;...
Αλίμονο, τί ολέθρια τύφλωση! Αλίμονο, τί ασύλληπτος παραλογισμός! Πείστηκαν οι προπάτορές μας στη δολερή καί θανάσιμη συμβουλή τού πεσμένου αγγέλου, πέταξαν από πάνω τους τόν ευλογημένο καί ελαφρύ ζυγό της υποταγής στον Θεό κι έβαλαν στη θέση του τόν σιδερένιο ζυγό της υποταγής στον διάβολο. 

Αλίμονο! Οι προπάτορές μας καταπάτησαν την εντολή τού Θεού καί άκουσαν τή συμβουλή τού κάκιστου εχθρού μας, τού σκοτεινού καί βλάσφημου πνεύματος, τού κόλακα καί απατεώνα διαβόλου. Κατά φυσική συνέπεια, διέλυσαν την κοινωνία τους μέ τόν Κύριο καί ήρθαν σε κοινωνία μέ τόν σατανά, υποτάσσοντας εκούσια σ’ εκείνον τόσο τόν εαυτό τους όσο καί τό μέρος της υλικής κτίσεως πού είχε δημιουργηθεί γι` αυτούς καί πού μέ θεία απόφαση τό εξουσίαζαν.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.

https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Το χαμερπές βδέλυγμα της (υποκριτικής) "ταπεινολογίας"...(όταν το "η ελαχιστότητά μου" δηλώνεται μεν εύκολα, πλην όμως ο ήχος του είναι αυτός του κενού - τίτλος σχόλιο Γ.Α.)


Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ: Είναι δυνατόν ή χρήση ταπεινών λόγων ή ταπεινολογία, όπως την ονομάζουμε, να βλάπτει την ψυχή;


(σχόλιο λεζάντα Γ.Α: Pedro Berruguete, 1493, Ιερά Εξέταση με "πρόεδρο" τον... "άγιο" (;;;) Δομήνικο - το ιστορικό αποκορύφωμα της "ελεεινής (μετά ατελείωτων φόνων) ταπεινολογίας" 

ΥΠ.: Είναι δυνατόν ή χρήση ταπεινών λόγων, ή ταπεινολογία, όπως την ονομάζουμε, να βλάπτει την ψυχή; Είναι, νομίζω, πολύ ταιριαστή στον μοναχό. Αλλά και οι κοσμικοί, ακούγοντας την ταπεινολογία του μοναχού, ωφελούνται και έρχονται σε κατάνυξη.

ΓΕΡ.: Ό Κύριος είπε: «Τί ωφελείται ό άνθρωπος, αν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο, χάσει όμως την ψυχή του;». Το κακό ποτέ δεν μπορεί να γίνει αιτία καλού. Ή υποκρισία και ή άνθρωπαρέσκεια ποτέ δεν μπορούν να γίνουν αιτίες ωφέλειας. Ίσως να αρέσουν στον κόσμο, πάντοτε του άρεσαν. Ίσως να προκαλέσουν τον έπαινο του κόσμου- πάντοτε τον προκαλούσαν. 


Ίσως να ελκύσουν την αγάπη και την εμπιστοσύνη του κόσμου πάντοτε τις έλκυαν. Ό κόσμος αγαπά το δικό του και επαινεί εκείνους πού μιλούν με το πνεύμα του. Ή ταπεινολογία, και μόνο για το ότι ενθαρρύνεται από τον κόσμο, είναι κατακριτέα.

Ό Κύριος έδωσε εντολή να εργαζόμαστε τις αρετές κρυφά. Ή ταπεινολογία, όμως, είναι επιδεικτική φανέρωση της «ταπεινοφροσύνης» μας στους ανθρώπους. 


Είναι προσποίηση, είναι εξαπάτηση πρώτα του εαυτού μας και μετά των άλλων. Γιατί ή απόκρυψη των αρετών αποτελεί μία από τις ιδιότητες της ταπεινοφροσύνης με την ταπεινολογία και την ταπεινοσχημία, όμως, αυτή ή απόκρυψη καταργείται. 

«Όταν βρίσκεσαι μαζί με άλλους αδελφούς», λέει ό όσιος Ιωάννης ό Σιναΐτης, «μη βιάζεσαι να φανείς σε κανένα πράγμα καλύτερος απ' αυτούς. Γιατί έτσι κάνεις δύο κακά: 

Εκείνους τούς προσβάλλεις με τον ψεύτικο κι επιφανειακό ζήλο σου, και στον εαυτό σου προξενείς οπωσδήποτε υψηλοφροσύνη.

Να εργάζεσαι με ζήλο στο εσωτερικό της ψυχής σου, χωρίς να το δείχνεις καθόλου εξωτερικά, ούτε με το ύφος σου ούτε με τα λόγια σου ούτε με τις ενέργειες σου». 

Όσο ωφέλιμο είναι το να κατηγορείς και να κατακρίνεις τον εαυτό σου για την αμαρτωλότητα του μπροστά στον Θεό αλλά κρυφά από τούς ανθρώπους, στον μυστικό θάλαμο της ψυχής σου, τόσο επιζήμιο είναι να το κάνεις αυτό μπροστά στους ανθρώπους. 

Διαφορετικά, θα σχηματίσεις μέσα σου την εντύπωση ότι είσαι ταπεινός, εντύπωση πού θα μεταδώσεις έπειτα και στους τυφλωμένους κοσμικούς.

Κάποιος μοναχός μου είπε ότι στο ξεκίνημα του προσπαθούσε να ασκηθεί στην ταπεινολογία, θεωρώντας την από άγνοια πολύ σημαντική. 

Μια φορά, όμως, ή ταπεινολογία του είχε τόση επιτυχία, πού οι ακροατές, αντί να θεωρήσουν τα λόγια του ψεύτικα και τον ίδιο ταπεινό —αυτός είναι πάντοτε ό σκοπός της ταπεινολογίας—, συμφώνησαν μαζί του, θεωρώντας ότι έλεγε την αλήθεια και τότε εκείνος πικράθηκε, φτάνοντας ως την αγανάκτηση.

Μπροστά στους ανθρώπους πρέπει να φερόμαστε με προσοχή και ευγένεια, αλλά στους επαίνους ας απαντούμε απλώς με σιωπή. 


Με τον ίδιο τρόπο ας αντιμετωπίζουμε και τις κατηγορίες τους, έκτος μόνο από τις περιπτώσεις εκείνες πού οι κατήγοροι μας μάς παρακαλούν να τούς συγχωρήσουμε, οπότε πρέπει με μια μετρημένη εξήγηση να τούς καθησυχάσουμε.
Όσοι προοδεύουν στη μοναχική ζωή, αποκτούν ιδιαίτερη ελευθερία και απλότητα καρδιάς, αρετές τις όποιες αποκαλύπτουν φυσικά και ανεπιτήδευτα κατά την επικοινωνία τους με τούς άλλους. 

Αυτοί οι μοναχοί, όμως, δεν αρέσουν στον κόσμο, πού τούς περνά για κοινούς ανθρώπους, τούς προσπερνά με καταφρόνηση και τούς θεωρεί τιποτένιους, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ό όσιος Συμεών ό Νέος Θεολόγος. 

Ό κόσμος ζητάει το ψέμα και σ' αυτό βλέπει την ειλικρίνεια! Την ειλικρίνεια δεν τη χρειάζεται, γιατί σ' αυτή συναντά τον έλεγχο, πού τον μισεί.

Όταν βρισκόμασταν κάποτε σε μια μεγάλη πόλη, ήρθε εκεί για υποθέσεις της μονής του ένας γέροντας πολύ προχωρημένος στην πνευματική ζωή με τον αρχάριο υποτακτικό του.

Μερικοί ευσεβείς κοσμικοί θέλησαν να γνωρίσουν τον γέροντα δεν τούς άρεσε. Απεναντίας, τούς άρεσε πολύ ό υποτακτικός του, ό όποιος, μπαίνοντας στα ονομαστά πλουσιόσπιτα, έμενε κατάπληκτος από την υλική μεγαλοπρέπεια κι έβαζε βαθιές μετάνοιες σε όλους. 


"Πόσο ταπεινός είναι!", έλεγαν μεταξύ τους οι κοσμικοί, Ικανοποιημένοι από τις μετάνοιες του. Ό γέροντας, από το άλλο μέρος, προκάλεσε τη δυσαρέσκεια τους, όπως είπα. 

Κι ας περνούσε τη ζωή του με πένθος για τις αμαρτίες του. Κι ας θεωρούσε ότι μέγιστη ευτυχία του άνθρωπου είναι ή συνειδητοποίηση της άμαρτωλότητάς του. 

Κι ας συμπονούσε όλους τούς ανθρώπους, τόσο εκείνους πού ζούσαν στα παλάτια όσο κι εκείνους πού ζούσαν στις καλύβες, από ειλικρινή αγάπη, με απλότητα καρδιάς και με εξαιρετική διορατικότητα, πού του παρείχε ή καθαρότητα τού νου. 

Κι ας επιθυμούσε να μοιραστεί τούς θησαυρούς της πνευματικής ζωής με όλους όσοι τον ρωτούσαν για τη σωτηρία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ B ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ



https://amethystosbooks.blogspot.gr/

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ – Η Προσευχή του Ιησού


Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ – 
Η Προσευχή του Ιησού (από το βιβλίο «Υιέ μου δος μοι σην καρδίαν»
Αρχίζοντας να μιλώ για την προσευχή του Ιησού, επικαλούμαι τη βοήθεια του πανάγαθου και παντοδύναμου Ιησού ενάντια στη ραθυμία μου και αναθυμούμαι τα λόγια του δίκαιου Συμεών για τον Κύριο: « Ιδού ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ και εις σημείον αντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34). Ακριβώς όπως ο Κύριος ήταν και είναι σημείον αληθείας, ένα σημείον αντιλεγόμενο, αντικείμενο αμφισβήτησης και ασυμφωνίας μεταξύ εκείνων πού Τον γνωρίζουν και εκείνων πού δεν Τον γνωρίζουν, έτσι και η προσευχή στο πανάγιο όνομα Του, πού είναι, με την πλήρη σημασία της λέξεως, μέγα και θαυμαστό σημείο, έχει καταστεί θέμα αμφισβήτησης και διχογνωμίας μεταξύ των όσων ασκούνται σ’ αυτήν και όσων δεν την εφαρμόζουν. Κάποιος από τους Πατέρες δίκαια παρατηρεί ότι αυτός ο τρόπος προσευχής απορρίπτεται μόνον από εκείνους πού δεν τον ξέρουν και τον απορρίπτουν αυτοί από προκατάληψη και σφαλερές αντιλήψεις πού σχημάτισαν γι’ αυτόν.

Μη δίνοντας προσοχή στην κατακραυγή πού απορρέει από προκατάληψη και άγνοια, εμπιστευόμενοι στο έλεος και τη βοήθεια του Θεού, προσφέρουμε στους αγαπητούς πατέρες και αδελφούς την ταπεινή μας μελέτη για την προσευχή του Ιησού με βάση την Αγία Γραφή, την Εκκλησιαστική παράδοση και τα γραπτά κείμενα των Πατέρων, στα όποια εκτίθεται η διδασκαλία για την πανάγια και παντοδύναμη αύτη προσευχή. 
«Άλαλα γενηθήτω τα χείλη τα δόλια τα λαλούντα ανομίαν», ενάντια στο «δίκαιο» και μεγαλοπρεπές όνομα Του «εν υπερηφάνεια» μέσα στη βαθιά τους άγνοια και με περιφρόνηση για τα θαυμάσια του θεού.
Αναλογιζόμενοι το μεγαλείο του ονόματος του Ιησού και τη σώζουσα δύναμη της προσευχής πού γίνεται στο όνομα Του, αναφωνούμε με πνευματική ευφροσύνη και θαυμασμό: «Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητας σου, Κύριε, ης έκρυψας τοις φοβουμένοις σε, εξειργάσω τοις ελπίζουσιν επί σε εναντίον των υιών των ανθρώπων»(Ψαλμ. 30,19-20).
Η προσευχή του Ιησού λέγεται μ’ αυτά τα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Αρχικά λεγόταν χωρίς την προσθήκη των λέξεων «τον αμαρτωλόν». Οι λέξεις αυτές προστέθηκαν στα άλλα λόγια της προσευχής μεταγενέστερα. 
Οι τελευταίες αυτές λέξεις, παρατηρεί ο άγιος Νείλος Σόρσκυ, πού υποδηλώνουν συνείδηση και ομολογία της πτώσης, είναι ταιριαστές για μας και ευάρεστες στο Θεό, πού μας έδωσε εντολή να προσευχόμαστε για να αναγνωρίζουμε και να εξομολογούμαστε την αμαρτωλότητά μας (Άγιος Νείλος Σόρσκυ, Κεφ. 2.).

 Οι Πατέρες επιτρέπουν στους αρχάριους, από σεβασμό προς την αδυναμία τους, να χωρίζουν την προσευχή σε δύο μέρη και να λέγουν κάποτε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν» και κάποτε «Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». 
Αυτό, όμως, είναι απλώς μια παραχώρηση η επιείκεια, και καθόλου μια εντολή η κανόνας πού απαιτεί ανελλιπή συμμόρφωση. Είναι πολύ καλύτερο να λέγεται αδιάλειπτα η ίδια προσευχή ολόκληρη, χωρίς ο νους να περισπάται ή να σκοτίζεται με αλλαγές ή με έγνοια για αλλαγές. Ακόμα κι εκείνος πού βρίσκει αναγκαία κάποια αλλαγή εξ αιτίας της αδυναμίας του, δεν πρέπει να επιτρέπει κάτι τέτοιο στον εαυτό του συχνά. Για παράδειγμα, το πρώτο μισό της προσευχής είναι δυνατό να λέγεται ως το άλλο μισό ύστερα από το γεύμα. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης απαγορεύει τις συχνές αλλαγές, λέγοντας: «Ου ριζούνται τα φυτά συνεχώς μεταφυτευόμενα».

Αυτός ο τρόπος προσευχής, το να προσεύχεται δηλαδή κανείς λέγοντας την προσευχή του Ιησού, είναι θείος θεσμός, πού θεσπίστηκε όχι μέσω Αποστόλου ή Αγγέλου, αλλά από τον Υιόν του Θεού, πού είναι Θεός ο ίδιος. 
Μετά τον Μυστικό Δείπνο, ανάμεσα σ’ άλλες υψηλές, ύστατες εντολές και οδηγίες, ο Κύριος Ιησούς Χριστός θέσπισε την προσευχή στο όνομα Του. Έδωσε αυτό τον τρόπο προσευχής σαν μια νέα, εξαίρετη και ανεκτίμητη δωρεά. Οι Απόστολοι γνώριζαν ήδη μερικώς τη δύναμη του ονόματος του Ιησού, μ’ αυτό θεράπευσαν ανίατες αρρώστιες και υπέταξαν δαίμονες, και μ’ αυτό τους κατανίκησαν, τους έδεσαν και τους εξέβαλαν. Αυτό το πανίσχυρο και θαυμαστό όνομα ό Κύριος μας αφήνει εντολή να το χρησιμοποιούμε στην προσευχή. Υποσχέθηκε ότι τέτοια προσευχή θα είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική. «Ό,τι αν αιτήσητε τον πατέρα», είπε στους αγίους Αποστόλους, «εν τω ονόματι μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο πατήρ εν τω υίω. Εάν τι αιτήσητε εν τω ονόματι μου, εγώ ποιήσω» (Ίωάν. 14,13). « Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα αν αιτήσετε τον πατέρα εν τω ονόματι μου, δώσει υμίν. Έως άρτι ουκ ητήσατε ουδέν εν τω ονόματί μου αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη» ( Ίωάν. 16,23-24).
Πόσο υπέροχη δωρεά! Είναι εγγύηση ατέλειωτων κι απέραντων ευλογιών! Δωρεά πού βγήκε από τα χείλη του άπειρου Θεού, ντυμένου την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση και καλουμένου με το ανθρώπινο όνομα του Σωτήρα (Σωτήρας – στα εβραϊκά «Ιησούς» (Ματθ. 1,21). 


Το όνομα υπό την εξωτερική του μορφή είναι περιορισμένο, άλλα αντιπροσωπεύει κάτι το άπειρο, τον Θεό, από τον Οποίο αντλεί απέραντη, θεία αξία, τη δύναμη και τις ιδιότητες του Θεού.
Ω, εσύ Χορηγέ ανεκτίμητης, αδιάφθορης δωρεάς! Πώς μπορούμε εμείς οι αμαρτωλοί θνητοί να δεχτούμε τη δωρεά; Ούτε τα χέρια μας, ούτε ο νους μας, μα ούτε η καρδιά μας μπορούν να τη λάβουν. Δίδαξε μας για να γνωρίσουμε, όσο μπορούμε, το μεγαλείο της δωρεάς, τη σημασία της και τους τρόπους να τη λαβαίνουμε και να τη χρησιμοποιούμε έτσι πού να μη την πλησιάζουμε με τρόπο αμαρτωλό, για να μη τιμωρηθούμε για αδιακρισία και θρασύτητα, άλλα έτσι πού, για να την καταλαβαίνουμε και να τη χρησιμοποιούμε ορθά, να λάβουμε από Σένα άλλες δωρεές πού Σύ μας υποσχέθηκες και Σύ μοναχά γνωρίζεις.

Στα Ευαγγέλια, στις Πράξεις και τις Επιστολές των Αποστόλων βλέπουμε την απέραντη πίστη των αγίων Αποστόλων στο όνομα του Κυρίου Ιησού, όπως και τον απέραντο σεβασμό τους γι’ αυτό. 
Στο όνομα του Κυρίου Ιησού έκαναν τα πιο εκπληκτικά θαύματα. Δεν υπάρχει περίπτωση, από την οποία να μπορούμε να μάθουμε πώς προσεύχονταν στο όνομα του Κυρίου. Όμως, σίγουρα, έτσι προσεύχονταν. Πώς μπορούσαν να πράξουν αλλιώς, όταν η προσευχή εκείνη τους δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο κι έτσι τους παρήγγειλε να προσεύχονται και όταν η εντολή γι’ αυτό επιβεβαιώθηκε με το να επαναληφθεί δυο φορές; 
Αν η Γραφή σιωπά πάνω σ’ αυτό το σημείο, είναι μόνο και μόνο γιατί η προσευχή αυτή ήταν σε κοινή χρήση και ήταν τόσο καλά γνωστή πού δε χρειαζόταν ειδική μνεία σ’ αυτή. Ακόμη και στα γραπτά κείμενα των πρώτων αιώνων του Χριστιανισμού, πού έχουν φτάσει μέχρι την εποχή μας, η προσευχή του Κυρίου δεν αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής πραγματείας, άλλα μνημονεύεται μοναχά σε συνάρτηση με άλλα θέματα.

Στο βίο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, επισκόπου Αντιοχείας, πού στεφανώθηκε με το φωτοστέφανο του μαρτυρικού θανάτου στη Ρώμη, στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού, διαβάζουμε αυτά τα λόγια: 
«Όταν τον έπαιρναν για να τον καταβροχθίσουν τα άγρια θηρία και εκείνος είχεν ασταμάτητα το όνομα του Ιησού στα χείλη του, οι ειδωλολάτρες τον ρώτησαν γιατί θυμόταν το όνομα εκείνο αδιάλειπτα. Ο Άγιος απάντησε ότι είχε το όνομα του Ιησού Χριστού γραμμένο μέσα στην καρδιά του κι ότι ομολογούσε με τα χείλη Εκείνον πού πάντα έφερε μέσα στην καρδιά του. Όταν τα άγρια θηρία είχαν καταβροχθίσει τον Άγιο, η καρδιά του, με το θέλημα του Θεού, διατηρήθηκε ανέπαφη ανάμεσα στα κόκαλα του. Οι άπιστοι τη βρήκαν και τότε θυμήθηκαν όσα είχε πει ο Άγιος. Έτσι, έκοψαν την καρδιά εκείνη στα δύο, θέλοντας να μάθουν αν ήταν αληθινό ο,τι τους είχε λεχθεί. Στο εσωτερικό των δυο κομματιών της καρδίας βρήκαν μιαν επιγραφή γραμμένη με χρυσά γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Έτσι ο άγιος Ιγνάτιος ήταν θεοφόρος και στο όνομα και στην πράξη, έχοντας πάντα και φέροντας μέσα στην καρδιά του το Θεό μας Χριστό, με το όνομά Του γραμμένο με το λογισμό του νου σαν με κάλαμο».
Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν μαθητής του αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου και είχε το προνόμιο, οντάς παιδί, να δει τον Κύριο Ιησού Χριστό προσωπικά. Ήταν το ευλογημένο εκείνο παιδί, για το όποιο λέγεται στο Ευαγγέλιο ότι ο Κύριος το έβαλε στο μέσο των Αποστόλων, πού συζητούσαν για πρωτεία, το πήρε στην αγκαλιά του και είπε: «Αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτος εστίν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 18,3-4. Πρβλ. Μάρκ. 9,36 και Μηναίο, 20 Δεκεμβρίου).
Σίγουρα ο άγιος Ιγνάτιος διδάχτηκε την προσευχή του Ιησού από τον άγιο Ευαγγελιστή και την εφάρμοζε κατά την περίοδο εκείνη της ακμής του Χριστιανισμού, όπως όλοι οι άλλοι Χριστιανοί. Την εποχή εκείνη όλοι οι Χριστιανοί μάθαιναν την προσευχή του Ιησού, πρώτα για τη μεγάλη σημασία της ίδιας της προσευχής, όπως και για το ότι σπάνιζαν τότε και ήταν πανάκριβα τα χειρόγραφα ιερά βιβλία, γιατί λίγοι ήταν οι γραμματισμένοι (οι πιο πολλοί από τους Αποστόλους ήταν αγράμματοι και γιατί η προσευχή του Ιησού ήταν εύκολη, πρόσφερε ικανοποίηση και επενεργούσε με μια πολύ ειδική ενέργεια και δύναμη.

Στην εκκλησιαστική ιστορία διαβάζουμε το πιο κάτω επεισόδιο: Κάποιος στρατιώτης, γέννημα της Καρχηδόνας, πού ονομαζόταν Νεωκόρος, υπηρετούσε στη φρουρά της Ιερουσαλήμ στα χρόνια πού ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός υπέστη θεληματικά τα πάθη και θανατώθηκε για ν’ απολυτρώσει το ανθρώπινο γένος. Σαν είδε ο Νεωκόρος τα θαύματα πού τελέσθηκαν στο θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου, πίστεψε σ’ Αυτόν και βαφτίστηκε από τους Αποστόλους. Όταν τέλειωσε τη θητεία του, ο Νεωκόρος πήγε πίσω στην Καρχηδόνα και μοιράστηκε το θησαυρό της πίστης με ολόκληρη την οικογένεια του. Ανάμεσα σ’ εκείνους πού δέχτηκαν το Χριστιανισμό ήταν και ο Καλλίστρατος, ο εγγονός του Νεωκόρου. Σαν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία ο Καλλίστρατος πήγε στο στρατό. Το στρατιωτικό απόσπασμα στο όποιο τοποθετήθηκε το αποτελούσαν ειδωλολάτρες. Παρακολούθησαν τον Καλλίστρατο και πρόσεξαν πώς αυτός δε λάτρευε τα είδωλα, αλλά αφιέρωνε πολλήν ώρα στην προσευχή τη νύκτα μέσα σε μοναξιά. Κάποτε κρυφάκουσαν, ενώ εκείνος προσευχόταν, και τον άκουσαν να επαναλαμβάνει αδιάκοπα το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό τον κατήγγειλαν στο διοικητή τους. Ο άγιος Καλλίστρατος, πού ομολογούσε το Χριστό οντάς μόνος στο σκοτάδι της νύχτας, Τον ομολόγησε δημοσίως στο φως της ημέρας και επισφράγισε την ομολογία του με το αίμα του» (Μηναίο, 27 Σεπτεμβρίου).
Διδαχή για την προσευχή του Ιησού εμφανίζεται στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του τέταρτου αιώνα, όπως είναι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο αββάς Ησαΐας ο Ασκητής.
 Κάποιος συγγραφέας του πέμπτου αιώνα, ο άγιος Ησύχιος ο Ιεροσολύμων, παραπονιέται από τότε κιόλας ότι η άσκηση σ’ αυτή την προσευχή έχει πολύ παρακμάσει ανάμεσα στους μοναχούς. Με το πέρασμα του χρόνου η παρακμή αυτή όλο και μεγάλωνε. Γι’ αυτό και οι άγιοι Πατέρες προσπάθησαν με τα γραφτά τους να ενθαρρύνουν την άσκηση στην προσευχή αύτη.
 Ο τελευταίος συγγραφέας, πού έγραψε γι’ αυτή την προσευχή, ήταν ο μακάριος γέροντας ιερομόναχος Σεραφείμ του Σαρώφ (Ο Μπριαντσιανίνωφ έγραψε τα πιο πάνω μισόν αιώνα πριν την ανακήρυξη του αγίου Σεραφείμ σε Άγιο). Δεν έγραψε τις οδηγίες ο γέροντας ο ίδιος με το όνομα, του, αυτές καταγράφτηκαν από τα λόγια του από έναν από τους μοναχούς πού καθοδηγούσε είναι, όμως, γραμμένες με αξιοσημείωτα κατανυκτικό ύφος. Τώρα η άσκηση στην προσευχή του Ιησού έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί από τους μοναχούς και τις μοναχές. Ο άγιος Ησύχιος αποδίδει την αμέλεια αυτή στην ακηδία. Πρέπει να παραδεχτεί κανείς πώς η κρίση αυτή είναι δίκαιη.
Η αγαθοεργός δύναμη της προσευχής του Ιησού εμπεριέχεται στο ίδιο το θείο όνομα του Θεανθρώπου, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Μολονότι στην Αγία Γραφή υπάρχει πλούσια μαρτυρία, πού αποδείχνει το μεγαλείο του ονόματος του Θεού, εν τούτοις η σπουδαιότητα του ονόματος αυτού εξηγήθηκε με ιδιαίτερη ακρίβεια από τον άγιο Απόστολο Πέτρο μπροστά στο εβραϊκό συνέδριο, όταν ερωτήθηκε «εν ποία δυνάμει ή εν ποίω ονόματι» είχε θεραπεύσει κάποιον άνθρωπο χωλό εκ γενετής. 
«Τότε Πέτρος, πλησθείς Πνεύματος Αγίου, είπε προς αυτούς, άρχοντες του λαού και πρεσβύτεροι του Ισραήλ, ει ημείς σήμερον ανακρινόμεθα επί ευεργεσία ανθρώπου ασθενούς, εν τίνι ούτος σέσωσται, γνωστόν έστω πάσιν υμίν και παντί τω λαώ Ισραήλ ότι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, ον υμείς εσταυρώσατε, ον ο Θεός ήγειρεν εκ νεκρών, εν τούτω ούτος παρέστηκεν ενώπιον υμών υγιής. Ούτος εστίν ο λίθος ο εξουθενηθείς υφ’ υμών των οικοδομούντων, ο γενόμενος εις κεφαλήν γωνίας. Και ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πράξ. 4,8-12). Η μαρτυρία αυτή είναι του Αγίου Πνεύματος. Του Αποστόλου το στόμα, η γλώσσα και η φωνή ήταν απλώς του Πνεύματος τα όργανα.
Ένα άλλο σκεύος του Αγίου Πνεύματος, ο Απόστολος των εθνών, δίνει μια παρόμοια μαρτυρία. «Πάς γαρ», λέγει, «ος αν επικαλέσηται το όνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρωμ. 10,13). «Χριστός Ιησούς… έταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Διό και ό Θεός αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ πάν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού, πάν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθόνιων» (Φιλ. 2,5-10).
Βλέποντας μακριά στο μέλλον, ο Δαυίδ, ένας πρόγονος του Ιησού κατά σάρκα, έψαλλε τη μεγαλωσύνη του ονόματος του Ιησού και ζωηρά περιέγραψε την επενέργεια και το αποτέλεσμα αυτού του ονόματος, τον αγώνα πού γίνεται με το όνομα αυτό σαν μέσο ενάντια στις πηγές της αμαρτίας, τη δύναμη του να σώζει εκείνους πού προσεύχονται με αυτό το όνομα από την αιχμαλωσία στα πάθη και τους δαίμονες και το θρίαμβο εκείνων πού κερδίζουν πνευματική νίκη με το όνομα του Ιησού. Ας ακούσουμε τί λέει ο θεόπνευστος Δαυίδ: «Κύριε ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη! Ότι επήρθη η μεγαλοπρέπεια σου υπεράνω των ουρανών. Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον ένεκα των έχθρων σου του καταλυσαι εχθρόν και εκδικητήν» (Ψαλμ. 8,2-3).
Ακριβώς! Η μεγαλοπρέπεια του ονόματος του Ιησού ξεπερνά την αντίληψη των λογικών πλασμάτων της γης και του ουρανού. Τη μεγαλοπρέπεια του τη συλλαμβάνει μ’ ένα τρόπο ακατανόητο η παιδιάστικη απλότητα και πίστη. Μ’ αυτό το ανιδιοτελές πνεύμα πρέπει να προσεγγίσουμε την προσευχή στο όνομα του Ιησού και μ’ αύτη να συνεχίσουμε. 
Η έμμονη μας και η προσοχή μας στην προσευχή πρέπει να μοιάζει με την αδιάκοπη προσπάθεια του παιδιούόταν αναζήτα τα στήθη της μάνας του. Τότε η προσευχή στο όνομα του Ιησού θα στεφθεί με πλήρη επιτυχία, οι αόρατοι εχθροί θα νικηθούν και «ο εχθρός και εκδικητής» τελικά θα συντριβεί. Ο «εχθρός» ονομάζεται «εκδικητής», γιατί προσπαθεί από εκείνους πού προσεύχονται (ιδιαίτερα απ’ όσους προσεύχονται κάπου-κάπου κι όχι αδιάλειπτα) να τους πάρει, ύστερα από την προσευχή, ό,τι απόχτησαν στη διάρκεια της προσευχής. Για να κερδηθεί μια αποφασιστική νίκη, είναι απαραίτητη η αδιάλειπτη προσευχή και η συνεχής εγρήγορση.
http://amethystosbooks.blogspot.gr/