ΤΟ ΟΛΟΝ
ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Όψεις τής θεολογίας τής ιστορίας
2. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΤΟ ΞΕΔΙΠΛΩΜΑ, ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.
1. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Μεταστροφή και δημιουργία.
Χρόνος της αμαρτίας και χρόνος της χάριτος.
ΣΤΟ ΘΡΑΥΣΜΑ, ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Όψεις τής θεολογίας τής ιστορίας
2. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΤΟ ΞΕΔΙΠΛΩΜΑ, ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.
1. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
Μεταστροφή και δημιουργία.
Χρόνος της αμαρτίας και χρόνος της χάριτος.
Η αυτοβιογραφία και ο τελικός στοχασμός των εξομολογήσεων, απέδειξαν πώς η εμπειρία του μηδενός είναι αρρήτως συνδεδεμένη με την ένοχη αποξένωση απο τον Θεό. Η μνήμη, η οποία χάνεται μέσα στην νύχτα του γίγνεσθαι (Ι,9-10) δέν μπορεί λοιπόν να θυμηθεί κανέναν χρόνο τόσο καταγωγικό ώστε να μήν είναι ήδη σημαδεμένος απ’αυτή την αποξένωση (Ι,11). Η αμαρτία την οποία «εγώ δέν θέλω να διαπράξω» (Ρωμ.1,15) είναι σαν μία ξένη πραγματικότης η οποία τίθεται ανάμεσα σε μένα και τον Θεό. Και είναι αυτή η υπερίσχυση αυτής της συναίσθησης που οδήγησε τον Αυγουστίνο στον Μανιχαϊσμο. Μία δυαλιστική Μεταφυσική όμως δέν λύνει το αίνιγμα: ο επίσκοπος της Ιππώνος επιστρέφει στο θέμα στο όγδοο βιβλίο: η διάσταση είναι πιό κοντινή και πιό εσωτερική, στο μύχιο της ίδιας της βουλήσεως «είναι μία ασθένεια του πνεύματος, η οποία διορθώνεται κάπως απο την αλήθεια αλλά δέν θεραπεύεται ποτέ διότι είναι μαλθακό (το πνεύμα) απο το μεγάλο βάρος της συνήθειας. Και υπάρχουν δύο θελήσεις, καθότι καμμία δέν είναι ολοκληρωμένη και αυτό που απουσιάζει απο την μία είναι παρον στην άλλη» (VIII 21). « Ήμουν εγώ ο ίδιος να θέλω, εγώ ο ίδιος να μήν θέλω, ήμουν εγώ και εγώ. Απο αυτή την ανολοκληρωτη θέληση και την ανολοκλήρωτη απουσία θελήσεως, γεννιόταν ή δική μου πάλη με τον εαυτό μου, το σκίσιμο εμού του ίδιου, ένα σκίσιμο που γινόταν ενάντια στη θέληση μου» (VIII 22). « Έτσι σε μένα, δύο θελήσεις, μία παλιά και μία άλλη νέα, η πρώτη σαρκική ή δεύτερη πνευματική, πολεμούσαν και η διαφωνία τους πλήγωνε την ψυχή μου» (VIII, 10).
Αυτές ακριβώς οι δύο έννοιες του «παλαιού»και του «νέου» θα είναι σημαντικές για την εμπειρία του χρόνου. Τα πράγματα υπάρχουν ήδη μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε το εγώ να είναι περισσότερο σ’αυτό που συμφωνεί και όμως δέν μπορεί να πράξει παρά μόνον αυτό που πράττει, αλλά δέν επικροτεί πλέον. Ήδη η κλήση του Θεού «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι» είναι τόσο δυνατή που η αναβολή, παρότι είναι τόσο γλυκειά, γεννά μία αίσθηση ανασφάλειας. Αυτό που συγκρατείται με δύναμη χάνεται ήδη, ξεπερνιέται, εκμηδενίζεται, τυλίγεται ολο και πιό βαθειά στο παρελθόν. Και αυτό που δέν έχει κατανοηθεί ακόμη είναι το μέλλον, τόσο κοντινό όμως που γίνεται ήδη παρόν.
Σ’αυτή την εμπειρία της αναπόφευκτης ελεύσεως της μεταστροφής, συμβαίνει μία νέα και πιό αληθινή εμπειρία του χρόνου : ολόκληρο το πρόσωπο, το αμαρτωλό όν που απεμακρύνθη απο τον Θεό και απευθύνθηκε στα κτίσματα, δοκιμάζει την εμπειρία της δικής του μηδαμινότητος και κενότητος, σαν κάτι τις το οποίο στην ολότητα του (μαζί με το μέλλον του και το παρόν του) ανήκει στο παρελθόν. Έτσι ώστε το παρόν που δωρίζεται απο την χάρη σ’εκείνον που μεταστρέφεται αντικαθιστά εκείνο το παρελθόν εμφανιζόμενο σαν το αυθεντικό παρόν. Αυτό το παρόν όμως δέν είναι πλέον εκείνο το φευγαλέο του φυσικού χρόνου : είναι με μιά σημασία εντελώς καινούργια, σαν μία «προκαταβολή» χαρισμένη απο τον Θεό, δηλ, αινωνιο παρόν.
Έτσι λοιπόν καθώς η χάρις μεταστρέφει τον αμαρτωλό μεταμορφώνει και τον χρόνο του, ώστε ο χρόνος της αμαρτίας να χάνεται στα βάθη του παρελθόντος : ενώ ο χρόνος της χάριτος που δωρίστηκε να τον αναδύει σ’ένα καινούργιο παρόν. Εδώ σ’αυτό το σημείο γίνεται αναφορά στην διάκριση του Παύλου (και του Αυγουστίνου επίσης) ανάμεσα στον «παλαιό» άνθρωπο και στον «καινούργιο», ανάμεσα στον «σαρκικό» και στον «πνευματικό» άνθρωπο, ανάμεσα στον «εξωτερικό» και στον «εσωτερικό»: «αλλ’ει και ο έξω άνθρωπος ήμών διαφθείρεται, αλλ’ό έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα» (Κορ.2.4,16) αυτή η ένδειξη του χρόνου—«ημέρα και ημέρα» —αναφέραται σε δύο πράγματα: το γέρασμα και η ανανέωση αποτελούν και τα δύο μέρος ενός δυναμισμού, ο οποίος παρότι εμμέσως, είναι δυνατόν να συναντηθεί στον χρόνο του κτιστού. Στην ομοιομορφία του χρόνου κάτι μεταμορφώνεται και κάτι γεννιέται : ¨νύν γάρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν , η νύξ προέκοψεν, ή δέ ημέρα ήγικεν» (Ρωμ 13,11-12).
Αυτό το φαινόμενο είναι η εισβολή του χρόνου που ο Θεός συνέστησε για τους ανθρώπους σ’εκείνον τον «χαμένο χρόνο» τον οποίον ο αμαρτωλός δημιούργησε μόνος του. Είναι η ξανασύσταση και ταυτόχονα το ξεπέρασμα της καθέτου καταγωγης του χρόνου, που παρ’όλα αυτά δέν αλλοιώνει την δομή του χρόνου της δημιουργίας που είναι σαν να ταλαντεύεται πάνω απο το μηδέν, ούτε και εξαφανίζει απλώς την δομή του χρόνου της αμαρτίας, αλλά μάλλον τον μεταμορφώνει. Διαφορετικά απο τον χρόνο της δημιουργίας, ο χρόνος της αμαρτίας φέρει εις εαυτόν μία δύναμη η οποία παρασύρει στον θάνατο. Στην «πολιτεία του Θεού» θα μιλήσει γ’αυτή την ενύπαρξη του θανάτου σε κάθε στιγμή του χαμένου χρόνου, με μία κίνηση σκέψεως ανάλογη με εκείνη που στις εξομολογήσεις μιλούσε για την αναπόφευκτη φευγαλέα κίνηση του παρόντος χρόνου. Πότε πεθαίνουμε; Όσο κινούμαστε προς τον Θάνατο, τίποτε στην πραγματικότητα δέν έχει πεθάνει ακόμη. Ο ίδιος ο πεθαμένος δέν πεθαίνει. Ο θάνατος είναι ένα άτμητο σημείο, όπως ακριβώς το σημείο του παρόντος ανάμεσα στο μέλλον και στο παρελθόν. Και έτσι «δέν μπορούμε να πούμε για κανέναν πώς πεθαίνει, διότι κανείς δέν μπορεί να πεθαίνει και να ζεί ταυτοχρόνως» Ή μήπως μπορεί; Στο μέτρο που ο θάνατος είναι παρών σε κάθε στιγμή της θνητής ζωής : «διότι αυτό που κυλά καθημερινά, ανάμεσα στις ώρες και τα λεπτά, που περνούν τόσο βιαστικά μέχρι να επέλθει ο θάνατος, σταματά ! και αρχίζει αμέσως ο χρόνος ο μετά θάνατον, ενώ ο χρόνος πρίν τον θάνατο, καθότι υπήρχε καθώς η ζωή ελλαττούτο, ήταν στην πραγματικότητα ένας χρόνος μέσα στον θάνατο; Ο άνθρωπος δέν ήταν μήπως ταυτοχρόνως και μέσα στην ζωή και μέσα στον θάνατο; (Πολ. Του Θεού XII, 10)
Είναι η ίδια εμπειρία του χρόνου που συναντούμε και στις «εμηνείες στους ψαμλούς» η οποία με τρόπο ανεπαίσθητο αλλά αναπόφευκτο περνά απο εμπειρία του χρόνου της δημιουργίας σε εμπειρία του χρόνου της αμαρτίας. Επι πλέον εδώ ο χρόνος κατανοείται πλατωνικώς σαν «εικόνα και ταυτοχρόνως και σαν σκιά της αιωνιότητος» (ψαλμ, 9,7)αλλά τονισμένος επίσης και σαν πτώση (62,6) σαν αυτό το οποίο δέν συγκεντρώνεται αλλά ελαττούνται (65, 12) που έρχεται σαν αποδυνάμωση και όχι σαν ανάπτυξη της υπάρξεως (89,6) που είναι κάτι σαν ρεύμα (65,11) σαν ένας χείμαρος (57,16), οι ποταμοί της Βαβυλώνος (136,1), ωκεανός (142,11). Η ύπαρξη στον θνητό χρόνο είναι στο σύνολό της ασθένεις και λιμός (102,6) παντού υπάρχει κούραση, προσπάθεια, διάλυση, έτσι που λέει ο ψαλμός «Εσένα λαχταρά η ψυχή μου, όπως και η σάρκα μου» (62,5-6). Και όλα όσα περιμένουμε απο το μέλλον πρέπει να τα εξασφαλίσουμε να τα πατήσουμε, διότι φτάνοντας το μέλλον καταργεί αυτό που είμαστε τώρα, ακριβώς όπως συμβαίνει και με τα μωρά τα οποία φτάνοντας στην ενηλικίωση, προκαλούν τους γονείς για να φύγουν (127,15)
Αυτή η άβυσσος, η ρουφήχτρα, του χρόνου (ψαλμ, 103, II 6) δέν κλείνει απο την χάρη. Ο άνθρωπος πεθαίνει και τώρα όπως πέθαινε και πρίν. Μόνον η σημασία του χρόνου και του θανάτου αλλάζουν.
Εδώ η προσωπική διάσταση του χρόνου υπερβαίνει τον εαυτό της και εξέρχεται στην κοινωνική και καθολική. Επειδή ακριβώς η χάρις δέν αλλάζει το νόημα του θανάτου (και του χρόνου) απο το εξωτερικό, αλλά αντιθέτως την αλλάζει γινόμενη σάρκα αλλά και κατερχόμενη στην άβυσσο του θανάτου. Μόνον έτσι, μέσω του Ιησού Χριστού, μπορεί να προσφερθεί στο άτομο που μεταστρέφεται μία σωτηρία που είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απο μία απλή «φυγή απο τον χρόνο»
Συνεχίζεται
Αμέθυστος