π.ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΛΑΝΑΣ,
Ο ΝΕΟΣ ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Μακαριστού Μητροπολίτη Πατρών κυρού Νικοδήμου
Εις την
πόλιν των Αθηνών, παρά τους παλαιούς στρατώνες και την πλατείαν
Μοναστηρακίου υπήρχε ιδιωτικό παρεκκλήσιο, έπ' ονόματι τού Προφήτου
Ελισαίου εις την οδόν Άρεως 14. Αργότερο κατηδαφίσθη.
Eις
το εκκλησάκι αυτό ελειτούργει ο απλούς τον τρόπο σεβάσμιος ιερέας
Νικόλαος Πλανάς, εκ της νήσου Νάξου καταγόμενος. Ακαταπόνητος, περίπου
επί πεντηκονταετία (18841932) ετελούσε καθημερινά την θ. Λειτουργία,
πλην Σαββάτων και Κυριακών και επισήμων εορτών, οπότε ιερούργει εις την
ενορία του, τού Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού αρχικά και ακολούθως εις
την τού Αγ. Ιωάννου τού Προδρόμου της οδού Βουλιαγμένης. Την δε Μ.
Τεσσαρακοστή ετελούσε καθ' εκάστην Προηγιασμένας λειτουργίας.
Την εποχή εκείνη που εχειροτονήθη (Διάκονος την 28ην Ιουλίου 1879 και Πρεσβύτερος, μετά πενταετία την 2α Μαρτίου 1884, άγων το 33ο
έτος της ηλικίας του) η πόλις των Αθηνών, κατά μαρτυρία τού ιδίου,
έφθανεν από την Ακρόπολη ως την Παναγία Βλασαρού (παρά τον Άγιο Φίλιππο
Μοναστηρακίου). Και αι ενορίαι απηρτίζοντο από ελαχίστες οικογενείας
(13 οικογενείας η τού Αγ. Παντελεήμονος και 8 οικογενείας η τού Αγ.
Ιωάννου, αμφότερες διαδοχικά της εφημερίας τού π. Νικολάου Πλανού!).
Απέριττος λειτουργός
Ο
απέριττος λειτουργός τού Θεού ήτο ησκημένος εις την λιτότητα. Ορφανός
πατρός από της ηλικίας των 14 ετών, ήλθε εις Αθήνας μετά της μητρός του
και της μόνης αδελφής του, αφού εμοιράσθηκε μετά της αδελφής την
πατρική περιουσία, αξιόλογο ίσως, άλλ' εδέησε να ενεχυριάση το μερίδιό
του, χάριν εμπεριστάτου συμπατριώτου του, χωρίς ποτέ να την ανακτήση.
Και διέμεινε πτωχός.
Κατ'
επιθυμία της μητρός του, δεκαεπταετής ενυμφεύθηκε την Ελένη το γένος
Προβελεγγίου, εκ Κυθήρων. Και απέκτησε υιόν εξ αυτής, τον Ιωάννην· άλλ'
η σύζυγος απέθανε κατά τον τοκετό. Ο ίδιος αφιέρωσε έκτοτε, νεαρώτατος,
τον εαυτόν του εις τον Θεόν και την Εκκλησία. Και γενόμενος ιερέας
ηρκείτο συνήθως εις τεμάχιο άρτου και ολίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε
μόνος του, ενίοτε δε και εις ολίγον γάλα που τού προσέφεραν ποιμένες
της περιοχής, ερημικής τότε, και σήμερο πολυανθρωποτάτης και αστικής,
εν μέσαις Αθήναις. Και τα ελάχιστα διδόμενα εις αυτόν χρήματα ή άλλο τι
διέθετεν εις αγαθοεργίας. Ό,τι τού εδίδετο το έδιδε ευθύς, εις ορφανά,
εις σπουδαστές, εις πτωχές οικογενείας, δια τον επιούσιο και τας
ανάγκας που ανεκάλυπτε και εκάλυπτεν αθορύβως, αφανά και με πάσαν
εχεμύθεια.
Πλούτος
και θησαυρός του, και κέντρο και άξων της ζωής και της υπάρξεώς του ήτο
η λειτουργική ζωή της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Ο ναός τού Θεού
και τα τελούμενα εν αυτώ.
Προφανώς
και κατ' αλήθεια εχαρακτηρίσθη ως ο λειτουργικώτερος ιερέας της εποχής
μας, άνθρωπος της προσευχής, τού οποίου η ζωή υπήρξε συνεχής διακονία
τού θυσιαστηρίου, αληθής μύστης της χάριτος, την οποία, δια των έργων
και τού παραδείγματός του, μετέδιδε εις τους πιστούς (Θ. Η.
Εγκυκλοπαίδεια, τ. 10, Ε. Ν. Τζιράκης). Κατά πλήρη εφαρμογή, θα
προσθέσουμε, τού αποστολικού παραγγέλματος· τον κόπτωντα γεωργό δει
πρώτον των καρπών μεταλαμβάνειν (Β' Τιμ. 2, 6).
Από
φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός διέτριβεν εις τον Ναόν, κατά το ψαλμικό ως
αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων· επιποθεί και εκλείπει η
ψυχή μου εις τας αυλάς τού Κυρίου (Ψαλ. 831).Ήρχιζε την ιερά Ακολουθία
το πρωί και ετελίωνε τας μεταμεσημβρινάς και πολλάκις τας απογευματινάς
ώρας! Κατά δε την ιερά Προσκομιδήν των Τιμίων Δώρων εμνημόνευεν σωρίαν
ονομάτων. Διετήρει όλα τα κοινά λεγόμενα ψυχοχάρτια πού τού έφερον έστω
και με μία δραχμήν ή μία δεκάραν συνοδευόμενα και τα εμνημόνευε συνεχώς
και αδιαλείπτως, επί ώρας καθ' εκάστην. Λέγεται δε ότι, φειδόμενοι τού
κόπου της αγάπης του, κάποτε εκ των υπηρετούντων αυτόν κατά την Θ.
Λειτουργία, αφαιρούσαν μέρος εξ αυτών, δια να τον ανακουφίσουν.
Ένθεος ζήλος
Άλλ'
όχι απλώς το μήκος και η διάρκεια της ιερουργίας ήτο ενδεικτική τού
ένθεου ζήλου του. Έτι μάλλον συνήρπαζε η κατάνυξη, η αίσθηση της
αγιότητας τού ιερουργούντος και η μεταδιδομένη γαλήνη και ο μετεωρισμός
τού εκκλησιάσματος προς τα άνω ου ο Χριστός έστιν εν δεξιά τού Θεού
καθήμενος (Κολ. 3, 1). Αναφέρονται μαρτυρίαι παιδιών ότι τον έβλεπο
μετάρσιο, μη πατούντα επί της γης εν ώρα θ. Λειτουργίας!
Ονομαστές
και αλησμόνηται είναι αι αγρυπνίαι, τας οποίας ετελούσε εις τον ναόν
τού Αγ. Ελισαίου. Ιερατικά συνέπραττε με αυτού ο ιερεύς της ενορίας μου
(αγ. Νικολάου Πευκακίων Αθηνών), π. Αντώνιος Νικηφόρος, εκ Θουρίας
Καλαμών (1937). Κατ' επανάληψη δε τον ηκολούθησα, κατά τα μαθητικά μου
χρόνια και μού εδόθη η ευκαιρία η ευλογία μάλλον να ιδώ ιερουργούντα
τον μακαριστόν π. Νικόλαο Πλανάν.
Ήτο
πολύ μικρός το δέμας. Και κυρτός πλέον σωματικά εκ της ηλικίας. Θα
αναφέρω όμως όποιο σεβασμό και ευλάβεια ενέπνεε το πρόσωπόν του και η
παρουσία του. Εις μία αγρυπνία μετέβημεν μαζί με την μητέρα μου.
Αναγνώστης εγώ τότε χειροθετημένος υπό τού προκατόχου μου μητροπολίτη
Πατρών και έπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Παναγιωτοπούλου (+
8.1.1962), τότε βοηθού επισκόπου Σταυρουπόλεως ανέγνωσα πολλάκις των ί.
αναγνωσμάτων. Ενώ δε, πέρα το μεσονύκτιο, ανεγίνωσκον την ακολουθία της
Θείας Μεταλήψης, εσημειώθηκε μικρά κίνηση τού εκκλησιάσματος
διανοίγοντος δίοδον και υποκλινομένου ευλαβώς. Η μητέρα μου ενόμισε δτι
εισήρχετο Αρχιερέας, ινα ιερουργήση και επί τη εισόδω του ο λαός έκυπτε
την κεφαλή, δια να λάβη την ευλογία του. Άντ' αυτού όμως βλέπει
μικρόσωμο ιερέα εισερχόμενο υπό την τόσον έκδηλο ευλάβεια των
υποδεχομένων αυτόν χριστιανών. Ήτο ο π. Νικόλαος Πλανάς. Το κεντρικό
πρόσωπο της ιερουργίας. Με ταπεινή όψη και φωνή. Και με
πανθομολογουμένη αγιότητα, ενώπιο της οποίας υπεκλίνοντο ευλαβώς οι
γινώσκοντες αυτόν. Ηξιώθημεν να αγιασθούμε δια της ευλογούσης χειρός
του· και να κοινωνήσουμε της χάριτος δια της ύπ' αυτού
τελεσιουργηθείσης θείας Ευχαριστίας.
Με τους δύο Αλεξάνδρους
Παλαιότερο
εις τας παννυχίδας αυτάς επλαισιώνετο από τούς γνωστούς
διηγηματογράφους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντην και Αλέξανδρο Μωραϊτίδην
(έπειτα μοναχό Ανδρόνικον) άδοντας και ψάλλοντας εν τη καρδία αυτών τω
Κυρίω, εις την εκκλησία τού Προφήτου Ελισαίου.[...]
Όταν
έφθασε εις ώριμο γήρας (ογδοηκοντούτης), εκάμφθη υπό το βάρος των
κοπώσεων. Και μετά εννεάμηνο παροπλισμό του (από Ιουνίου 1931 μέχρι και
Φεβρουαρίου 1932) εκτός ενεργού ιερατείας, λόγω εξαντλήσεως των
σωματικών του δυνάμεων, εκοιμήθη εν Κυρίω την 2α Μαρτίου 1932, επέτειο της εις πρεσβύτερο χειροτονίας του.
Το
τέλος αυτού γράφει ο μακαριστός Μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας Τίτος
Ματθαιάκης, διατελέσας πνευματικό τέκνο τού αοιδίμου γέροντος υπήρξε
τέλος όντως αγίου. Συνωμίλει μετά τού Σωτήρος Χριστού, ικετεύων αυτόν
όπως λάβη την ψυχή αυτού και αναπαύση το βεβαρημένο σώμα του. Έζησε ως
δίκαιος και εκοιμήθη ως άγιος τον ύπνο τού ανθρώπου τού Θεού ηρέμως...
Η
είδηση της κοιμήσεως αυτού διεδόθη αστραπιαίος εις την ενορία του και
καθ' άπασαν την πόλιν των Αθηνών. Το σεπτό σκήνωμα του, μετακομισθέν εις
τον ναόν τού Αγ. Ιωάννου (της οδού Βουλιαγμένης), ετέθη εις προσκύνημα
επί τριήμερο, τη επιμόνω αξιώσει των ενοριτών αυτού συνεχίζει ο πρ.
Παραμυθίας Τίτος χωρίς να προηγηθή ουδεμία ταρίχευση αυτού ουδέ να
υποστή αλλοίωσίν τινά.
Χιλιάδες λαού στην κηδεία του
Χιλιάδες λαού συνέρρευσαν, άνθρωποι πάσης ηλικίας και τάξεως, ίνα προσκυνήσουν το σεπτό αυτού σκήνωμα. Εκηδεύθηκε τη 5η
Μαρτίου εν μέσω χιλιάδων λαού. Της κηδείας αυτού προέστη ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (+1938), ο οποίος
εκφωνήσας επικήδειον λόγον, ανεφέρθηκε εις τας πολλάς και σπανίας αρετάς
τού κοιμηθέντος... εξάρας δεόντως τα πολλά αυτού χαρίσματα και την
εξαίρετο ιερατική αυτού δράσιν εν τω αμπελώνι τού Σωτήρος Χριστού. Ως
απόδειξη δε της μεγάλης τιμής ηξιώθηκε ούτος εν τη Εκκλησία επεκαλέσθη
το πλήθος των πιστών, όπερ παρηκολούθησε την κηδείαν αυτού. Κατόπιν
ανεφέρθηκε εις την φήμην την αγαθή, ην απέκτησε ως εξομολόγος και
παρωμοίασε αυτόν προς μεγάλον της Εκκλησίας ημών Πατέρα.
Η
κηδεία αυτού ενεθύμιζε ημέραν Μεγάλης Παρασκευής. Ως δ' εάν επρόκειτο
περί κηδείας Πατριάρχου ή Βασιλέως, ο λαός είχε κατακλύσει την πλατείαν
τού Ναού και τας παρόδους, η συγκοινωνία είχε διακοπή, επιμόνω δ'
αξιώσει αυτού δεν ετάφη ευθύς αμέσως μετά την ακολουθία της κηδείας.
Περαιωθείσης την 12ην μεσημβρινή ώραν, αλλά περί την 4ην
απογευματινή, αφού περιεφέρθηκε επί των ώμων των ευσεβών αυτού ενοριτών
το σκήνωμα αυτού εις τας κυριωτέρας οδούς της ενορίας ταύτης... Το τι
επηκολούθησε κατά τας τέσσαρας ταύτας ώρας μέχρι της ταφής αυτού δεν
περιγράφεται. Όλοι ωμίλουν περί γενομένης εις αυτούς εκ μέρους τού
κοιμηθέντος καλωσύνης, βοηθείας, παρηγορίας, σωτηρίας. Τούς πάντας είχε
ευεργετήσει καθ' όλη την μακρά ιερατική του υπηρεσία. Ετάφη εις
ανοιγέντα τάφο παρά τω ιερώ βήματι τού ναού τούτου (Περιοδ. Εκκλησία έ.
1966, σελ. 632).
Δημοσιεύματα εκκλησιαστικών εντύπων
Έγραψαν σχετικά περί αυτού τα τότε εκδιδόμενα φύλλα: Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ της 12ης
Μαρτίου 1932, μεταξύ άλλων: Κατά τα υπερπεντήκοντα έτη της υπηρεσίας
του ο αείμνηστος ιερεύς Νικόλαος δια της εξομολογήσεως εγνωρίσθη
ευρύτατα, χιλιάδες δε πιστών προσήρχοντο προς αύτόν. Ήσκει έπ' αυτών,
δια της ιεροπρεπείας του και των μεγάλων αρετών ύφ' ων περιεκοσμείτο
ευεργετικώτατη επίδρασιν.
Ο ΙΕΡΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ της 1ης
Απριλίου 1932 έγραφεν: Ο παπα-Νικόλαος των αγρυπνιών τού Αγίου
Ελισαίου απεδήμησε εις την αιώνιο χαρά... Λέγων προσευχές εφαινόταν
εμπνευσμένος. Ο πλούτος του ήτο η ευτέλεια της περιβολής του η δόξα
του, η καλωσύνη και η προθυμία του να εξυπηρετεί τούς ζητούντας την
φωτισμένη διάνοιάν του η εξωτερική του εμφάνισις, συγκριτικά προς τας
επιδεικτικές εμφανίσεις, ήτο ανυπαρξία αξίας τινός, αλλά δια μέσου αυτής
της ανυπαρξίας εφαινόταν το μεγαλείον της εσωτερικής αγιότητος... Ήτο
φοβερό φαινόμενο εξουθενητού της επιδεικνυομένης πορφύρας και βύσσου,
τού χρυσού και τού αργύρου... Δίκαιο είναι να κληθή ζωντανή εικών
μακαρίου πτωχού τω πνεύματι χριστιανού άξιου της βασιλείας των ουρανών,
καθώς ο Κύριος ρητώς εδίδαξε και εχαρακτήρισε.
Οι
ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ έγραψαν: ...Ο αείμνηστος ιερεύς ήτο τύπος σεμνού και
ευσεβεστάτου κληρικού, κεκοσμημένου όλων των αρετών, διο και απήλαυε τού
γενικού σεβασμού και της αγάπης εκ μέρους της κοινωνίας. Η εφημερίς
ΕΣΠΕΡΙΝΗ της 7ης Μαρτίου 1932, μεταξύ άλλων, γράφει: ...
Είναι άπειροι εκείνοι πού εσώθησαν από την ελεημοσύνη τού ιερέα αυτού...
Υπολογίζεται ότι από της προχθές παρήλασαν προ της σορού του και το
ησπάσθηκαν περισσότεροι των οκτώ χιλιάδων....
Η αυτή δε εφημερίς της 6ης Μαρτίου 1932 δημοσίευσε στην 1ην
σελίδα την φωτογραφία τού αγίου ανδρός υπό τους τίτλους «Τα σπάνια
ανθρώπινα φαινόμενα της εποχής μας. Ένας άγιος ιερέας που απέθανε
πάμπτωχος. Τον θρηνούν χιλιάδες πιστών. Ο Νικόλαος Πλανάς και το
χριστιανικώτατο έργον του. Υπήρξε ο μοναδικός προστάτης χιλιάδων πτωχών.
Παν ότι συνέλεγε το εμοίραζε αμέσως. Η αυτοθυσία του θα μείνη
αλησμόνητος. Τα οράματα που είδε προ τού θανάτου του. Ήλθε ένας άγγελος
και εκάθησε παρά το προσκέφαλό του».
Θαυμαστοί ιάσεις ασθενών
Τελευταίο πρέπει να μνημονεύσουμε ότι και θαύματα μαρτυρούνται τελεσθέντα δια των ευχών και της ενώπιο
τού Κυρίου παρρησίας του. Εις εκδοθέν περί αυτού βιβλίο, υπό τον τίτλο
‘Ο παπα-Νικόλαος Πλανάς: ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων» (Εκδ.
Οίκος Αστήρ Α.Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1965. Πρόλογος Φ. Κόντογλου,
Επίλογος Άρχιμ. Φιλοθέου Ζερβάκου) η συγγραφέας μοναχή Μάρθα, εκ τού
αμέσου περιβάλλοντος τού μακαριστού Γέροντος και τακτική συνοδός
αυτού, διηγείται τινά εκ των θαυμάτων των ύπ' αυτού συντελεσθέντων υπό
της Χάριτος τού Θεού. Περί ενός δ' εξ αυτών (μνημονευομένου εν σελ.
37-38) ο προδιαληφθείς Μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας Τίτος βεβαιεί ότι
έτυχε να είναι παρών ότε συνέβη τούτο, επαληθεύσαντος τού λόγου τού
Σωτήρος Χριστού· καν θανάσιμό τι πίωση, ου μη αυτούς βλάψη
(Μαρκ. 16, 18). Πρόκειται δε δια το φάρμακον με το οποίον ετέλεσε τη
θεία Λειτουργία, όπερ κατά λάθος παρέλαβε μεθ' εαυτού, αντί τού νάματος
(Περιοδ. Εκκλησία, ένθ. άνωτ., έτ. 1966, σ. 631).
Εν
δε τω περιοδικώ ‘Ενορία’ τού Ανδρέου Κεραμίδα, αρθρογραφών περί αυτού ο
ιερέας Ιωάννης Αδαμόπουλος εφημέριος τού Ι. Ναού Αγ. Κωνσταντίνου
Ομονοίας, Αθηνών γνωρίσας προσωπικά τον αείμνηστον τω 1930 και
συνδεθείς στενά με αυτού ως διάκονος, γράφει το και ανωτέρω μνημονευθέν,
ότι παιδάκια αθώα κατά τας μαρτυρίας πολλών τον έβλεπαν ιστάμενο
υψηλότερο τού εδάφους όταν ιερουργούσεν. Ιστορεί δε και τέσσερα εκ των
γνωσθέντων θαυμάτων αυτού, λία χαρακτηριστικά, δύο θαυμαστές ιάσεις
ασθενών, θαυμαστήν κάλυψη στρατιώτου εν πολέμω και ημέρωσιν
αποθηριωθέντος αμαξηλάτου μετά θεραπείας τού ημιθανούς ίππου του και
ανανήψης και μετανοίας τού βλασφήμου εκείνου, όστις εφεξής αφωσιώθηκε
εις τον γέροντα και τον πηγαινοέφερνε από το σπίτι του εις τον Προφήτην
Ελισαίον. (Περιοδ. Ενορία έ. 1949, σελ. 296 και 313-14). Ικανά ταύτα,
νομίζουμε, και ενδεικτικά της αγιότητας τού ανδρός.
Εν
όψει δε πάντων των ανωτέρω, εκ των οποίων διαπιστούται η γενική έξωλθε
μαρτυρία της αγιότητας τού ιερέα Νικολάου Πλανά ουδεμία ουδαμόλθε υπήρξε
διαμφισβήτηση αυτής. Νωπαί δε είναι εξ άλλου εις τας ακοάς ημών
μαρτυρίαι φθάσασαι μέχρις ημών δια στόματος πολλών επιζώντων μέχρι
πρότινος πνευματικών αυτού τέκνων και άλλων εκ τού κύκλου τού
περιβάλλοντος και της με αυτού ανάστροφης ειδότων την αυτού θεάρεστον
βιωτήν και πολιτείαν, ευλαβώς εισηγούμεθα την υπό της καθ' ημάς
αγιωτάτης Εκκλησίας ανομολόγησιν της αγιότητας αυτού και την ενέργεια
των δεόντων δια την υπό της Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας τού
Οικουμενικού Πατριαρχείου, επίσημο ανακήρυξη ταύτης και καθορισμό της
εορτίου μνήμης αυτού τη 2α Μαρτίου εκάστου έτους, επετείω της τε χειροτονίας αυτού ως πρεσβυτέρου και της μακαρίας κοιμήσεως αυτού εν Κυρίω.
Το
κείμενο αυτό αποτέλεσε εισήγηση προς τη διαρκή Ιερά Σύνοδο της
Εκκλησίας της Ελλάδος γύρω από της αναγνωρίσεως της αγιότητας τού οσίου
Νικολάου τού Πλανά.
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου