Ο Λόγος εν λόγω*
Πηγή: Αντίφωνο
Σωτήρης Γουνελάς
*Επεξεργασμένη Εισήγηση στην Συνάντηση που διοργανώθηκε από τον ΄Ομιλο ερασιμόλπων ‘Το κοινόν των ωραίων τεχνών’, που έγινε στην ελληνική Εταιρία (στην Πλάκα), την Παρασκευή 28 Νοεμβρίου, με συνομιλητές τον Άγγελο Καλογερόπουλο και τον Δημήτρη Κοσμόπουλο.
πηγή: Αντίφωνο
Σωτήρης Γουνελάς
Πόσο άραγε πλησιάζουμε στο νόημα και στη φωνή αυτών των δύο λέξεων, πόσο και πόσοι; Αρχίζοντας έτσι, κάπως αριθμητικά, θα προχωρήσω επιμένοντας στη σημασία και στη φωνή των λέξεων αυτών που αποτελούν το θέμα μας. Λέω νόημα, σημασία και φωνή γιατί το ‘εν αρχή ήν ο Λόγος’ βρίσκεται πιο κοντά στο Λόγο ως πνεύμα, που ‘όπου θέλει πνεί’, παρά στο λόγο-χάραγμα-αποτύπωση και γραφή, ο οποίος από τη στιγμή που θα περάσει στο χαρτί, κατά τη ρήση των Λατίνων, ‘μένει’. Μα και σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση της γραφής, ποιό κείμενο έχει νόημα, ποιό κείμενο σηκώνεται από το χαρτί, χωρίς να το αγγίξει ανθρώπινη φωνή ή ανθρώπινη παρουσία; Δεν μπορούμε λοιπόν, παρά να δεχτούμε πρωτογενή κατάσταση Λόγου και φωνής και δευερογενή λόγου και γραφής, ακόμη και αν πρόκειται για ποίηση, δηλαδή για λόγο που ενσωματώνει τη φωνή μέσα του και τη μουσική. Γιατί ο ποιητής εκφράζει μια συνομιλία. Δεν υπάρχει ποίηση που ποιείται και εκφέρεται για να επιστρέψει σε αυτόν που ποιεί. Ούτε υπάρχει ποίηση που δεν προϋποθέτει εσωτερική συνομιλία με πρόσωπα και πράγματα. Ο ποιητής είναι ηχείο σιωπής, είναι ένα πρόσωπο καλεσμένο να συνοψίσει τον κόσμο, να βρεί τις αλήθειες του, να ξύσει τις πληγές του, αλλά και να χύσει βάλσαμο, να μιλήσει τη φωνή των πραγμάτων, να ονομάσει και, στην έσχατη κατάσταση, να αγγίξει το ανείπωτο, να περάσει πίσω από τον τοίχο.
Η ζωή του ποιητή είναι μια διαρκής εναλλαγή σιωπής και λόγου. Για τον πρόσθετο λόγο ότι η ζωή είναι μυστήριο και ή ποίηση συμβαδίζει με το μυστήριο αυτό. Η ποίηση συγγενεύει πολύ περισσότερο με την Εκκλησία και τη θεολογία από όσο η επιστήμη και η εννοιολογική φιλοσοφία. Γιατί η ποίηση δεν ζητά ερμηνείες, δεν παρέχει εξηγήσεις, δεν ορθολογίζει, δεν μετράει, δεν διαιρεί, δεν ταξινομεί, δεν αναλύει. Η καλύτερη ποίηση είναι μονίμως συνθετική, αποφατική και ενορατική. Είναι αποκαλυπτική, όχι των φαινομένων αλλά των κρυφών ή κρυμμένων συναισθημάτων και αληθειών, σκιρτημάτων και επιθυμιών μιας άλλης τάξης, που βγάζει τον άνθρωπο από τη μιζέρια της φιλαυτίας και της καθημερινής φθοράς, από την φριχτή επανάληψη πράξεων και λόγων, από το αδιέξοδο μιας ψυχής που δεν αφουγκράστηκε τον Λόγο, Αυτόν που κατοικεί το δημιούργημα το ‘πλασμένο κατ’ εικόνα’. Η ποίηση υπηρετεί το λόγο πέρα από τις λέξεις, αλλιώς είναι γλωσσολογία, φιλολογία και εγκλεισμός μέσα στα όρια τούτου του κόσμου, χωρίς άνοιγμα στο απέραντο του Θεού, σε αυτό το απολύτως Άλλο που σε συγκεκριμένη στιγμή σαρκώθηκε σε ανθρώπινο πρόσωπο.
Είτε στραφούμε στην αρχαία ελληνική πραγματικότητα, είτε στην εβραϊκή, έχουμε μπροστά μας τον Λόγο ως κάτι μυστηριακό, κάτι υπερβατικό, κάτι που συνδέεται με την ίδια την Αλήθεια και συνάμα κάτι πανπεριεκτικό, καθώς ως λόγος-θεός αρμονίζει τα πάντα και τα ενοποιεί κατά Ηράκλειτον, αλλά ταυτόχρονα τα αποκρύβει ή απλώς τα σημαίνει, ενώ, στην άλλη πλευρά του κόσμου, ο Θεός παρουσιάζεται συχνά ως Φωνή, που οδηγεί και προσκαλεί σε άμεση προσωπική πράξη και άμεση προσωπική σχέση (αυτό δηλαδή που ονομάζουμε πίστη-εμπιστοσύνη) και σφραγίζει τη συμφωνία του με τους ανθρώπους πάνω σ’ ένα βουνό μέσα σε γνόφο. Με τη διπλή αυτή καταβολή και με άλλες, που δεν παύουν να είναι υπερβατικές ή μυστικές, η ανθρωπότητα βάδισε ως την Ενανθρώπηση, όπου ο Λόγος γίνεται Πρόσωπο.
Από εδώ και ύστερα αλλάζουν τα πράγματα για την θεολογία, την τέχνη, την ποίηση, τη γνώση. Εάν μέλημα του αρχαίου εικαστικού καλλιτέχνη ήταν να ποιήσει το άγαλμα, ως έργο έξω από αυτόν τον ίδιο, ή του ποιητή να αναπαραστήσει ή να περιγράψει, οι υπερβατικές και μεταφυσικές καταβολές του λόγου ένθεν και ένθεν απαιτούν στροφή στο έσω άγαλμα, στο μέσα δηλαδή της ανθρώπινης ψυχής, ώστε να γίνει αυτό που συνοψίζεται σε τούτη τη ρήση που παραλλάσσει ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης από τον Πλωτίνο : «ενεργώντας όπως όταν φτιάχνουν ένα αγαλμα από φυσικού του τέτοιο, αφαιρώντας όλα όσα εμποδίζουν να φαίνεται καθαρά η κρυφή του όψη και κάνοντας να φανεί με μόνη της την αφαίρεση το κρυμμένο του κάλλος» Περί μυστικής θεολογίας, Αρμός (σειρά ‘Γέφυρες’), 2002. Να βγάλουμε δηλαδή από τη μέση ή να περιορίσουμε τα φυσικά και τα ανθρώπινα, για να αφήσουμε το χώρο ελεύθερο στο Λόγο και στο Πρόσωπο του Λόγου: ριζική ανακαίνιση ή έσχατη ένωση με το θείο Πρόσωπο.
Είναι η περίπτωση των τριών Ιεραρχών που έβαλαν στόχο τους «δια δυνάμεως φωτιστικής» την ενατένιση του καλλους του Θεού του αοράτου, που δεν γίνεται αν δεν χωρίζεται ο άνθρωπος από τα πάθη, έτσι ωστε ο Παράκλητος σαν ήλιος να παραλάβει τους έσω οφθαλμούς κεκαθαρμένους, για να τους δείξει τον Λογο-Υιό και την αποκάλυψη της Τριάδος. Αυτός ο φωτισμός του Πνεύματος τον οποίο δοκίμασαν τους άνοιξε την οδό για την ‘ανάβασιν των καρδιών’ όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, θέτοντας έτσι την καρδία στη θέση του λόγου ή του νου, που είχε στον αρχαιοελληνικό κόσμο. Η φιλοσοφία των ελλήνων μεταμορφώνεται σε αγνισμό ψυχοσωματικό και ψυχοσωτήριο. Η Αγάπη προσωποποιημένη στο Χριστό με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος τους οδηγούσε να διεγείρουν τον κρυμένο μέσα τους σπινθήρα θείου πόθου, την ‘αγαπητικήν δύναμιν’, αναπτύσσοντας την στο έπακρο και στρέφοντάς την σε Αυτόν που την δημιούργησε. Παράλληλα όμως και σε στροφή προς τον πλησίον, αφού η φύση του ανθρώπου καλεί σε κοινωνία προσώπων και κύριο γνώρισμα της αγάπης είναι ‘το μη ζητείν τα εαυτού αλλά τα του αγαπωμένου προς το συμφέρον τη τε ψυχή και τω σώματι’( Κατ’ επιτομήν όροι). Στην περίπτωση αυτή ο αγαπώμενος είναι ο κάθε άνθρωπος- αυτό φανερώνει, αλλωστε, η παραβολή του καλού Σαμαρείτη-για να μη πούμε τίποτε για την αγάπη των εχθρών, την τόσο ανελέητα λησμονημένη από τον χριστιανικό κόσμο.
Όσο είμαστε ποιητές ή θεολόγοι και θέλουμε να έχουμε σχέση με τις καταβολές του Λόγου και με το Λόγο ως Πρόσωπο, καλούμαστε να υπηρετήσουμε την ενσάρκωση σε όλα τα επίπεδα. Αυτό που συμβαίνει στη θεία Ευχαριστία οφείλουμε να το κάνουμε ποίηση και θεολογία χωρίς να κλειστούμε σε ένα τυποποιημένο λόγο, σε μια τυποποίηση θεμάτων, σε μια στείρα αντιγραφή, απομίμηση ή επανάληψη. Η ποίηση και η θεολογία είναι σαν την αγιογραφία, είναι μεταμόρφωση δική μας και μεταμόρφωση της εικόνας του κόσμου. Χριστός σημαίνει ανακαίνιση των πάντων, επομένως σε ποιητική γλώσσα σημαίνει μεταμόρφωσή μου και μεταμόρφωση κάθε υλικού που θα μεταχειριστώ, αλλά και επιλογή υλικού. Κάθε λέξη ή πράγμα, που θα ενσωματώσω στην ποίηση, πρέπει να το μεταμορφώσω, γιατί στο βάθος της ψυχής φέγγει εκείνο το ‘έν ετέρα μορφή’. Αφού κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, κάθε ποιητής αλλά και κάθε θεολόγος έχει τον τρόπο του, αρκεί ο τρόπος να μην είναι παράδοση στην ατομικότητα και γιγαντισμός του εγώ. Γιατί κατά βάθος ο σταυρός είναι πνευματικός νόμος και μέσα στην ποίησή μας και τη θεολογία μας δεν πρόκειται να κατοικήσει αναστάσιμο χρώμα χωρίς μια κάθοδο στον Άδη, που σημαίνει χωρίς απέκδυση κάθε ψεύτικης φεγγοβολιάς, για να μείνει ο χώρος ελεύθερος στο θείο φως ή στο μυστικό ρίγος.
Ο ποιητής ακόμη κι αν δεν το ξέρει, όταν είναι αληθινός, υπακούει σε έναν αποφατισμό και πάνω σε αυτό τον αποφατισμό στερεώθηκε όλόκληρη η θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων. Οταν ο Βασίλειος λέει « ότι όχι μόνο η θεία ουσία αλλά ούτε οι δημιουργημένες ουσίες είναι δυνατό να εκφραστούν με έννοιες, γιατί όσο και αν αναλύσουμε τις ιδιότητες των αντικειμένων πάντα θα μένει ‘ένα εξωλογικό υπόλειμμα’ που δεν θα μπορεί να εκφραστεί μέσαθέ τους και που τελικά είναι αυτό που συνιστά την αληθινή απροσδιόριστη ουσία τους» (Λόσσκυ, Η μυστική θεολογία της Ανατολικής ΅Εκκλησίας, κεφ. ‘Ο θείος Γνόφος’ με αναφορές στο Κατά Ευνομίου και την Επιστ. Προς Αμφιλόχιον), χαράζει- αν μπορούμε να πούμε- τα όρια και την ουσία του αποφατισμού. Αυτόν τον αποφατισμό συμπληρώνει ο άλλος άγιος φίλος του, ο Γρηγόριος, όταν διορθώνοντας τη ρήση του Πλάτωνα λέει στο ίδιο πνεύμα: «Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον» (Λόγος 28 των Θεολογικών ΙΙ, P.G.36,29C).
Αυτός ο αποφατισμός όχι μόνο των Καππαδοκών, αλλά όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, σημαίνει στροφή στην εμπειρία της προσωπικής συνάντησης με τον σαρκωμένο Θεό και τον αποκαλυμένο Λόγο δια της Χάριτος, μέσα από την οποία κορυφώνεται η διαστολή του εαυτού, καθώς ο άνθρωπος εγκαταλείπει την προσκόλληση στον εαυτό του και τον ψυχισμό του –κατάσταση από την οποία πάσχει σήμερα ολόκληρη η ανθρωπότητα – εγκαταλείποντας ταυτόχρονα την αφηρημένη και διανοητική θεολογία, πράγματα, που δυστυχώς, πολύ λίγο έχει να υπερηφανεύεται γι’ αυτά ο σημερινός χριστιανικός και θεολογικός κόσμος.
Ο αποφατισμός των καππαδοκών Πατέρων συγγενεύει με τη σιωπή και την ησυχία. Μέσα εκεί συγκεντρώνει ο άνθρωπος την ψυχή του και την υψώνει στο Λόγο, αγκαλιάζοντας τα κτιστά όντα. Για να έλθουμε κοντά στον απολύτως Έτερον χρειάζεται να αποσυρθούμε από το ίδιον θέλημα, καταθέτοντας στο Πρόσωπο του Λόγου τη ζωή μας. Αυτό, στους καιρούς των Πατέρων, δεν σήμαινε αποκλειστικότητα μοναχών ή ασκητών, αλλά μέριμνα ανακαινιστικής πορείας που τέρμα της είχε τα έσχατα. Μένει να αναρωτηθούμε τί από αυτά έμεινε σήμερα.
Είτε στραφούμε στην αρχαία ελληνική πραγματικότητα, είτε στην εβραϊκή, έχουμε μπροστά μας τον Λόγο ως κάτι μυστηριακό, κάτι υπερβατικό, κάτι που συνδέεται με την ίδια την Αλήθεια και συνάμα κάτι πανπεριεκτικό, καθώς ως λόγος-θεός αρμονίζει τα πάντα και τα ενοποιεί κατά Ηράκλειτον, αλλά ταυτόχρονα τα αποκρύβει ή απλώς τα σημαίνει, ενώ, στην άλλη πλευρά του κόσμου, ο Θεός παρουσιάζεται συχνά ως Φωνή, που οδηγεί και προσκαλεί σε άμεση προσωπική πράξη και άμεση προσωπική σχέση (αυτό δηλαδή που ονομάζουμε πίστη-εμπιστοσύνη) και σφραγίζει τη συμφωνία του με τους ανθρώπους πάνω σ’ ένα βουνό μέσα σε γνόφο. Με τη διπλή αυτή καταβολή και με άλλες, που δεν παύουν να είναι υπερβατικές ή μυστικές, η ανθρωπότητα βάδισε ως την Ενανθρώπηση, όπου ο Λόγος γίνεται Πρόσωπο.
Από εδώ και ύστερα αλλάζουν τα πράγματα για την θεολογία, την τέχνη, την ποίηση, τη γνώση. Εάν μέλημα του αρχαίου εικαστικού καλλιτέχνη ήταν να ποιήσει το άγαλμα, ως έργο έξω από αυτόν τον ίδιο, ή του ποιητή να αναπαραστήσει ή να περιγράψει, οι υπερβατικές και μεταφυσικές καταβολές του λόγου ένθεν και ένθεν απαιτούν στροφή στο έσω άγαλμα, στο μέσα δηλαδή της ανθρώπινης ψυχής, ώστε να γίνει αυτό που συνοψίζεται σε τούτη τη ρήση που παραλλάσσει ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης από τον Πλωτίνο : «ενεργώντας όπως όταν φτιάχνουν ένα αγαλμα από φυσικού του τέτοιο, αφαιρώντας όλα όσα εμποδίζουν να φαίνεται καθαρά η κρυφή του όψη και κάνοντας να φανεί με μόνη της την αφαίρεση το κρυμμένο του κάλλος» Περί μυστικής θεολογίας, Αρμός (σειρά ‘Γέφυρες’), 2002. Να βγάλουμε δηλαδή από τη μέση ή να περιορίσουμε τα φυσικά και τα ανθρώπινα, για να αφήσουμε το χώρο ελεύθερο στο Λόγο και στο Πρόσωπο του Λόγου: ριζική ανακαίνιση ή έσχατη ένωση με το θείο Πρόσωπο.
Είναι η περίπτωση των τριών Ιεραρχών που έβαλαν στόχο τους «δια δυνάμεως φωτιστικής» την ενατένιση του καλλους του Θεού του αοράτου, που δεν γίνεται αν δεν χωρίζεται ο άνθρωπος από τα πάθη, έτσι ωστε ο Παράκλητος σαν ήλιος να παραλάβει τους έσω οφθαλμούς κεκαθαρμένους, για να τους δείξει τον Λογο-Υιό και την αποκάλυψη της Τριάδος. Αυτός ο φωτισμός του Πνεύματος τον οποίο δοκίμασαν τους άνοιξε την οδό για την ‘ανάβασιν των καρδιών’ όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, θέτοντας έτσι την καρδία στη θέση του λόγου ή του νου, που είχε στον αρχαιοελληνικό κόσμο. Η φιλοσοφία των ελλήνων μεταμορφώνεται σε αγνισμό ψυχοσωματικό και ψυχοσωτήριο. Η Αγάπη προσωποποιημένη στο Χριστό με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος τους οδηγούσε να διεγείρουν τον κρυμένο μέσα τους σπινθήρα θείου πόθου, την ‘αγαπητικήν δύναμιν’, αναπτύσσοντας την στο έπακρο και στρέφοντάς την σε Αυτόν που την δημιούργησε. Παράλληλα όμως και σε στροφή προς τον πλησίον, αφού η φύση του ανθρώπου καλεί σε κοινωνία προσώπων και κύριο γνώρισμα της αγάπης είναι ‘το μη ζητείν τα εαυτού αλλά τα του αγαπωμένου προς το συμφέρον τη τε ψυχή και τω σώματι’( Κατ’ επιτομήν όροι). Στην περίπτωση αυτή ο αγαπώμενος είναι ο κάθε άνθρωπος- αυτό φανερώνει, αλλωστε, η παραβολή του καλού Σαμαρείτη-για να μη πούμε τίποτε για την αγάπη των εχθρών, την τόσο ανελέητα λησμονημένη από τον χριστιανικό κόσμο.
Όσο είμαστε ποιητές ή θεολόγοι και θέλουμε να έχουμε σχέση με τις καταβολές του Λόγου και με το Λόγο ως Πρόσωπο, καλούμαστε να υπηρετήσουμε την ενσάρκωση σε όλα τα επίπεδα. Αυτό που συμβαίνει στη θεία Ευχαριστία οφείλουμε να το κάνουμε ποίηση και θεολογία χωρίς να κλειστούμε σε ένα τυποποιημένο λόγο, σε μια τυποποίηση θεμάτων, σε μια στείρα αντιγραφή, απομίμηση ή επανάληψη. Η ποίηση και η θεολογία είναι σαν την αγιογραφία, είναι μεταμόρφωση δική μας και μεταμόρφωση της εικόνας του κόσμου. Χριστός σημαίνει ανακαίνιση των πάντων, επομένως σε ποιητική γλώσσα σημαίνει μεταμόρφωσή μου και μεταμόρφωση κάθε υλικού που θα μεταχειριστώ, αλλά και επιλογή υλικού. Κάθε λέξη ή πράγμα, που θα ενσωματώσω στην ποίηση, πρέπει να το μεταμορφώσω, γιατί στο βάθος της ψυχής φέγγει εκείνο το ‘έν ετέρα μορφή’. Αφού κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, κάθε ποιητής αλλά και κάθε θεολόγος έχει τον τρόπο του, αρκεί ο τρόπος να μην είναι παράδοση στην ατομικότητα και γιγαντισμός του εγώ. Γιατί κατά βάθος ο σταυρός είναι πνευματικός νόμος και μέσα στην ποίησή μας και τη θεολογία μας δεν πρόκειται να κατοικήσει αναστάσιμο χρώμα χωρίς μια κάθοδο στον Άδη, που σημαίνει χωρίς απέκδυση κάθε ψεύτικης φεγγοβολιάς, για να μείνει ο χώρος ελεύθερος στο θείο φως ή στο μυστικό ρίγος.
Ο ποιητής ακόμη κι αν δεν το ξέρει, όταν είναι αληθινός, υπακούει σε έναν αποφατισμό και πάνω σε αυτό τον αποφατισμό στερεώθηκε όλόκληρη η θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων. Οταν ο Βασίλειος λέει « ότι όχι μόνο η θεία ουσία αλλά ούτε οι δημιουργημένες ουσίες είναι δυνατό να εκφραστούν με έννοιες, γιατί όσο και αν αναλύσουμε τις ιδιότητες των αντικειμένων πάντα θα μένει ‘ένα εξωλογικό υπόλειμμα’ που δεν θα μπορεί να εκφραστεί μέσαθέ τους και που τελικά είναι αυτό που συνιστά την αληθινή απροσδιόριστη ουσία τους» (Λόσσκυ, Η μυστική θεολογία της Ανατολικής ΅Εκκλησίας, κεφ. ‘Ο θείος Γνόφος’ με αναφορές στο Κατά Ευνομίου και την Επιστ. Προς Αμφιλόχιον), χαράζει- αν μπορούμε να πούμε- τα όρια και την ουσία του αποφατισμού. Αυτόν τον αποφατισμό συμπληρώνει ο άλλος άγιος φίλος του, ο Γρηγόριος, όταν διορθώνοντας τη ρήση του Πλάτωνα λέει στο ίδιο πνεύμα: «Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον» (Λόγος 28 των Θεολογικών ΙΙ, P.G.36,29C).
Αυτός ο αποφατισμός όχι μόνο των Καππαδοκών, αλλά όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, σημαίνει στροφή στην εμπειρία της προσωπικής συνάντησης με τον σαρκωμένο Θεό και τον αποκαλυμένο Λόγο δια της Χάριτος, μέσα από την οποία κορυφώνεται η διαστολή του εαυτού, καθώς ο άνθρωπος εγκαταλείπει την προσκόλληση στον εαυτό του και τον ψυχισμό του –κατάσταση από την οποία πάσχει σήμερα ολόκληρη η ανθρωπότητα – εγκαταλείποντας ταυτόχρονα την αφηρημένη και διανοητική θεολογία, πράγματα, που δυστυχώς, πολύ λίγο έχει να υπερηφανεύεται γι’ αυτά ο σημερινός χριστιανικός και θεολογικός κόσμος.
Ο αποφατισμός των καππαδοκών Πατέρων συγγενεύει με τη σιωπή και την ησυχία. Μέσα εκεί συγκεντρώνει ο άνθρωπος την ψυχή του και την υψώνει στο Λόγο, αγκαλιάζοντας τα κτιστά όντα. Για να έλθουμε κοντά στον απολύτως Έτερον χρειάζεται να αποσυρθούμε από το ίδιον θέλημα, καταθέτοντας στο Πρόσωπο του Λόγου τη ζωή μας. Αυτό, στους καιρούς των Πατέρων, δεν σήμαινε αποκλειστικότητα μοναχών ή ασκητών, αλλά μέριμνα ανακαινιστικής πορείας που τέρμα της είχε τα έσχατα. Μένει να αναρωτηθούμε τί από αυτά έμεινε σήμερα.
*Επεξεργασμένη Εισήγηση στην Συνάντηση που διοργανώθηκε από τον ΄Ομιλο ερασιμόλπων ‘Το κοινόν των ωραίων τεχνών’, που έγινε στην ελληνική Εταιρία (στην Πλάκα), την Παρασκευή 28 Νοεμβρίου, με συνομιλητές τον Άγγελο Καλογερόπουλο και τον Δημήτρη Κοσμόπουλο.
πηγή: Αντίφωνο
ΑΜΕΘΥΣΤΟΣ