Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ (19)
Συνέχεια από Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

H ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τόν C.G.Jung.
Τής Barbara Hannah
Κεφάλαιο 7ο
ANNA MARJULA : Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΠΊΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΕΥΡΩΣΗΣ
{ S.O. S. Tό κεφάλαιο πού ακολουθεί περιέχει ένα από τά πιό καλά κρυμένα μυστικά τής γυναικείας ψυχής καί ταυτόχρονα καί τή μεγαλύτερη ασθένειά της.}

Εισαγωγή

Πριν από δέκα χρόνια περίπου, ένα κείμενο που είχε τον τίτλο «Η θεραπευτική επίδραση της ενεργητικής φαντασίας σε μιαν ειδική περίπτωση νεύρωσης» με συγγραφέα την Anna Marjula τυπώθηκε ιδιωτικά (στην Ζυρίχη: …& Co., 1967) και είχα από τότε πολλές παρακλήσεις να το κάνω ευρύτερα προσιτό. Ο Jung είχε δει αυτό το παράδειγμα ενεργητικής φαντασίας, και είχε πολύ καλή γνώμη γι’ αυτό. Είχε υποσχεθή μάλιστα στη συγγραφέα, ότι θα περιελάμβανε αυτό το κομμάτι σ’ έναν τόμο που επρόκειτο να εκδώση, μαζί με άλλα παρόμοια κείμενα. Ο Jung πέθανε όμως πριν μπορέση να πραγματοποιήση αυτό το σχέδιο. Η Anna φυσικά απογοητεύθηκε, αλλά εγώ δεν μπορούσα να δημοσιεύσω το χειρόγραφό της εκείνον τον καιρό, επειδή ο Jung μού είχε πει, ότι δεν έπρεπε σε καμμιάν περίπτωση να δημοσιευθή μ ό ν ο τ ο υ.

Έκανα έπειτα έναν συμβιβασμό, και με τη βοήθεια των Ιδρυμάτων και Ινστιτούτων Jung, το κείμενο τυπώθηκε και κυκλοφόρησε ιδιωτικά, με τους ίδιους ακριβώς όρους που κυκλοφορούσαν τα σεμινάρια του Jung. Αντίγραφά του πωλούνται μόνο σε ανθρώπους που είχαν προηγουμένως κάποια γνώση γιουγκιανής ψυχολογίας. Αισθάνομαι τώρα πάντως, ότι ο Jung δεν θα είχε αντίρρηση για τη δημοσίευσή του σ’ αυτό το βιβλίο, μια και θα συνοδεύεται από μερικά ακόμη παραδείγματα ενεργητικής φαντασίας. Είναι οπωσδήποτε ένα ασυνήθιστα καλό παράδειγμα, και νομίζω ότι θα ήταν πραγματικά κρίμα εάν εξαφανιζόταν.

Παρουσιάζω το πρώτο μέρος του αυθεντικού βιβλίου, που αποτελείται κυρίως από συζητήσεις με τη Μεγάλη Μητέρα. Το δεύτερο μέρος τού βιβλίου αποτελείται από σχέδια, που η Anne Marjula είχε δημιουργήσει στην αρχή της ανάλυσής της με τον Toni Wolf. Τα σχέδια τα ίδια ήταν επομένως ένας πρόδρομος της ενεργητικής φαντασίας, αλλά θα ήταν εντελώς ακατανόητα μόνα τους. Οι ερμηνείες που υπάρχουν στον τόμο έγιναν από την Anna λίγον χρόνο μετά τη συζήτησή της με τη Μεγάλη Μητέρα, και επειδή είναι σ υ ν ε ι δ η τ έ ς ερμηνείες, δεν έχουν άμεση σχέση με την ενεργητική φαντασία. Ούτε έχει γίνει κάποια προσπάθεια να ενοποιηθούν τα δύο μέρη του βιβλίου. Φαίνεται καλύτερο επομένως, να παραλείψω αυτό το τμήμα του έργου, και να το αντικαταστήσω με μιαν περίληψη μερικών συζητήσεων με το Μεγάλο Πνεύμα, που η Anna είχε κάνει αφού το βιβλίο της είχε τυπωθή. Αυτές φαίνεται πως ταιριάζουν στο υλικό μας καλύτερα· επιπλέον δεν έχουν ποτέ ξανατυπωθή, ούτε και ιδιωτικά. Συντόμευσα επίσης την Εισαγωγή μου στο έργο της, επειδή ολόκληρο το πρώτο μέρος ανήκε στο γενικό θέμα της ενεργητικής φαντασίας, με το οποίο ασχολήθηκα ήδη στη γενική εισαγωγή αυτού του βιβλίου.

Οι τρόποι της άσκησης της ενεργητικής φαντασίας είναι εξαιρετικά ποικίλοι και ατομικοί για τον κάθε έναν (Jung: «Η υπερβατική λειτουργία». Άπαντα, τόμος 8, παρ. 166. Σύγκρινε επίσης: Barbara Hannah: «Το πρόβλημα της επαφής με τον animus», Σύνδεσμος Ποιμαντικής Ψυχολογίας, διάλεξη 70, σ.σ. 20-22), αλλά η οπτική και η ακουστική μέθοδος είναι οι δύο πιο συνηθισμένοι. Η Anna Marjula χρησιμοποίησε και τους δύο. Στην οπτική μέθοδο, που χρησιμοποίησε πρώτη, κρατούσε σταθερά αυτό που έβλεπε σε εικόνες, λίγες από τις οποίες εμφανίζονται στο δεύτερο μέρος του χειρογράφου της. Φυσικά όλο το υλικό έχει συμπυκνωθή και συντομευθή πολύ, αλλά η φαντασία της σχοινοβασίας είναι ένα καλό παράδειγμα της οπτικής μεθόδου σε κίνηση, ας πούμε. Εντούτοις, η ακουστική μέθοδος που αναφέρεται στη συζήτηση ήταν αυτή που τη βοήθησε περισσότερο. Πέτυχε επιπλέον ένα ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο ενεργητικής φαντασίας σ’ αυτές τις συζητήσεις. Ένα επίπεδο που απαιτεί ασυνήθιστα μέτρα δουλειάς, συγκέντρωσης, ειλικρίνειας, θάρρους και αυτοκριτικής για να επιτευχθή.

Η Anna δεν έρρεπε ποτέ προς τη φαντασία· είχε μεγάλη, αντίθετα, δυσκολία στο να ξεπεράση τις αντιστάσεις της και να κάνει ενεργητική φαντασία, ανεχόμενη τα πολύ παράξενα περιεχόμενα που της παρουσίαζε το ασυνείδητο. Μπορεί να δη κανείς ότι μερικά από αυτά τα περιεχόμενα δεν είναι με κανέναν τρόπο αθώα· μ’ αυτήν την έννοια, καταλαβαίνει κανείς γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι φοβούνται την ενεργητική φαντασία. Αλλά τα περιεχόμενα σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν παρόντα απ’ την αρχή – τα πιο επικίνδυνα εμφανίσθηκαν (χωρίς να αναγνωρισθούν, είναι αλήθεια, από την ίδιαν εκείνην την εποχή) στις πρώτες της εικόνες – και όσο λιγότερο γίνονταν, φυσικά, ορατά, τόσο πιο επικίνδυνα ήταν στην πραγματικότητα. Ήξερε κανείς ότι υπήρχαν τρομακτικές, για παράδειγμα, μεγαλομανείς ιδέες σε λειτουργία, αλλά εξαφανίζονταν σαν καπνός μόλις γινόταν οποιαδήποτε προσπάθεια να γίνουν συνειδητές: άρχιζε αμέσως μια εναντιοδρομία, και επικίνδυνα αισθήματα κατωτερότητας έπαιρναν τη θέση τους.

Οι ψυχίατροι θα αναγνωρίσουν σίγουρα θέματα και ιδέες που έχουν οδηγήσει πολλές περιπτώσεις στο νοσοκομείο, αλλ’ αυτό φαίνεται πως αυξάνει την αξία του υλικού. Ο τρόπος που η Μεγάλη Μητέρα μεταχειρίζεται μερικές φορές αυτό το εκρηκτικό υλικό, μας δείχνει ότι το συνειδητό έχει και το αντίδοτο στο ίδιο του το δηλητήριο. Όπως παραδέχεται η Anna με ειλικρίνεια, φοβήθηκε πολλές φορές την τρέλλα, και η αυτοκτονία της αδελφής της έδειξε την πιθανότητα μιας κληρονομικής αδυναμίας στο σημείο αυτό. Για πολλά, επιπλέον, χρόνια – όπως περιγράφει η ίδια – ο animus της κατέστρεφε συστηματικά οποιαδήποτε πρόοδο επιτυγχανόταν , και έκανε ό,τι μπορούσε για να υποστηρίξη την τάση της να πανικοβάλλεται. Αν και ποτέ δεν σκέφθηκα ότι υπήρχε πιθανότητα να τρελλαθή πραγματικά, κυρίως χάρη στη δημιουργική της δουλειά επάνω στη μουσική και σ’ ένα είδος καθησυχαστικού, έμφυτου θάρρους που είχε, παραδέχομαι ότι αμφέβαλλα για πολύν καιρό για το αν θα ήταν δυνατόν ή όχι να σωθή από τα νύχια του animus της. (Το σπουδαιότερο σημείο στο οποίο φάνηκε το θάρρος που ανέφερα ήταν η προθυμία της να αντιμετωπίση τη σκιά της. Αυτό ήταν φανερό απ’ την αρχή, αν και για πολλά χρόνια ο animus μπορούσε ακόμη να παγιδεύση τέτοιου είδους συνειδητοποιήσεις και να τις διατηρήση μακριά της, με σκοπό να κρατήση τη σκιά για τον εαυτό του .Αλλά σιγά-σιγά, κυρίως μετά τη φαντασία με τη σχοινοβασία, η Anna αντιλήφθηκε την αξία της αφομοίωσης της σκιάς της, η οποία αφομοίωση είναι απαραίτητος όρος για οποιαδήποτε περεταίρω ανάπτυξη). Η αντιμετώπιση του animus θα μπορούσε να γίνη στην περίπτωση της Anna μόνο με τη διαδικασία της εξατομίκευσης. Έγινε σύντομα φανερό, ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο της.

Χάρη στην ειλικρίνεια της Anna και στην απαρέγκλιτη προσωπική της τιμιότητα, μπορώ να είμαι εξ ίσου τίμια και να παραδεχθώ ελεύθερα ότι, αν και ήταν φανερό απ’ την αρχή, ότι ήταν ένα πολύ αξιόλογο πρόσωπο, και θα μπορούσε να είναι ακόμη περισσότερο αξιόλογη, ήταν μια πολύ κουραστική και – για πολλά χρόνια – μια απογοητευτική περίπτωση. Το αρνητικό της πατρικό σύμπλεγμα, που ενισχυόταν από τις αντιστάσεις του Φροϋδιανού αναλυτή της, έκανε ανεφάρμοστο γι’ αυτήν το να εργασθή με έναν άνδρα. (Η Anna παραδέχεται με ειλικρίνεια τις δυσκολίες της με τους άνδρες, και ο αναγνώστης μπορεί να δη σε μερικά σημεία ότι ακόμη είχε δουλειά να κάνη, όταν έγραφε το κείμενο, στις σχέσεις της με τους άνδρες και τη γνώση της γι’ αυτούς). Από την αρχή ο Jung έδειξε απεριόριστο σεβασμό για τα χαρίσματά της, και παρακολουθούσε προσεκτικά την ψυχανάλυσή της· επέμενε όμως να κάνη την κύρια εργασία η ίδια η γυναίκα. Η Anna δεν είναι Ελβετίδα, και έτσι περνούσε τον περισσότερο καιρό της στη χώρα της, η διάρκεια της ψυχανάλυσης επεκτάθηκε επομένως για μερικά χρόνια.

Στα πρώτα χρόνια η μουσική ήταν το μεγάλο στήριγμα της Anna, και φυσικά έκανα ό,τι μπορούσα για να την ενθαρρύνω στο επάγγελμά της. Αλλά από την αρχή ο animus είχε μιαν αμφίβολη στάση απέναντι σ’ αυτό (δες την περιγραφή του «μεγάλου της οράματος» από την ίδιαν την Anna)· σταδιακά προσπάθησε να το υπονομεύση, πείθοντάς την μάλιστα μερικές φορές ότι έπρεπε να απορρίψη τελείως αυτήν την ασχολία της. Αλλά η πρώτη ενθαρρυντική ένδειξη ότι υπήρχε μια δύναμη σε λειτουργία μέσα στην ψυχή της Αnna που ήταν πιο δυνατή από τον animus, ήρθε σε συνδυασμό με μιαν από τις χειρότερες απ’ αυτές τις επιθέσεις του animus. Η Anna βρισκόταν σε μιαν από τις διαθέσεις που περιγράφει στο βιβλίο της, ήταν απελπισμένη ότι ποτέ δεν θα «θεραπευθή», στράφηκε ενάντια σ’ εμένα, που ήμουν ψυχαναλύτριά της, καθώς και ενάντια στον Jung, και αποφάσισε να εγκαταλείψη το επάγγελμά της, που ήταν ακόμη ένας απαραίτητος όρος εκείνην την εποχή για τη συνέχιση της ζωής της. Κανείς δεν μπορούσε να την κάνη να αλλάξη απόφαση, και έφυγε για τη χώρα της κυριευμένη από τον animus περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αυτή ήταν η μόνη στιγμή που πραγματικά απελπίσθηκα για την περίπτωσή της· όταν έφυγε φοβήθηκα ότι η μάχη είχε χαθή.

Λίγες εβδομάδες αργότερα έλαβα όμως ένα γράμμα της, το οποίο έλεγε ότι συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Όλο το ταχυδρομείο της είχε προωθηθή προς την Ζυρίχη, αλλά όταν επέστρεψε στο σπίτι της στη χώρα της, βρήκε μόνον έ ν α γράμμα στο γραμματοκιβώτιο, που είχε ριχθή εκεί με ανεξήγητο τρόπο λίγες εβδομάδες πριν. Αυτό το γράμμα περιείχε μιαν τόσο δελεαστική επαγγελματική προσφορά, που ένοιωσε πως δεν μπορούσε να την αρνηθή. «Αλλά θα την είχα αρνηθή, αν ελάμβανα το γράμμα στην Ζυρίχη», έγραφε, «επειδή ήμουν πολύ αποφασισμένη τότε».

Αυτό το περιστατικό άλλαξε τη στάση μου απέναντι στην περίπτωσή της. Είδα ότι απλώς εξαντλούσα τον εαυτό μου ανώφελα προσπαθώντας να βοηθήσω την Anna να σωθή με άμεσο τρόπο από τον τυραννικό της animus. Αλλά, αναρωτήθηκα, τί ήταν αυτό που έσωσε την κατάσταση την τελευταία στιγμή μέσω ενός λάθους του ταχυδρόμου; Δεν μπορούσα φυσικά να βρω λογική απάντηση στην ερώτησή μου, αλλά αποφάσισα να διακινδυνεύσω την υπόθεση ότι υπήρχε κάτι ισχυρότερο από τον animus σε λειτουργία μέσα στην ψυχή της Anna, κι ότι αυτό το «κάτι» δεν είχε σκοπό να επιτρέψη τη ματαίωση της διαδικασίας εξατομίκευσής της. Στην περίπτωση της Anna, αυτό δεν ήταν ένα μεμονωμένο συγχρονικό γεγονός. Ένα ακόμη πιο χτυπητό παράδειγμα συνέβη κατά τη διάρκεια άλλης μιας αρνητικής φάσης, όταν η Anna, θυμωμένη πάλι για τη μη «θεραπεία» της, τα έβαλε με ό,τι είχε σχέση με τη γιουγκιανή ψυχολογία. Της συνέβη τότε ένα παράξενο ατύχημα. Ενώ έκανε περίπατο στην ακροθαλασσιά, τη χτύπησε στο κεφάλι μια μπάλλα, πράγμα που έκανε απαραίτητη μια μακρά παραμονή στο νοσοκομείο. Κατά τη διάρκεια αυτής της νοσηλείας, αντιλήφθηκε τελικά ότι ήταν ανώφελο γι’ αυτήν να προσπαθήση να ξεφύγη από την προσπάθεια για την ολοκλήρωσή της, επειδή σ’ αυτήν την περίπτωση, το «στρογγυλό αντικείμενο» (κατ’ εξοχήν σύμβολο της ολότητας) απλώς θα την καταδίωκε. (Με τον ίδιον τρόπο, όπως και στο έργο του Francis Thomson «Το λαγωνικό του ουρανού», Βοστώνη, Branden Press).

Ο Jung μού έλεγε συχνά ότι οι άνθρωποι σπάνια αφομοιώνουν αυτά που τους λέει κάποιος άλλος, έστω και ένας ψυχαναλυτής, στον οποίον μπορεί να έχουν μιαν ισχυρή μεταβίβαση. «Τα πράγματα που τους δίνονται από το ίδιο τους το ασυνείδητο είναι αυτά που δημιουργούν μια μόνιμη εντύπωση», έλεγε ο Jung. Η Anna Marjula μού έμαθε την αλήθεια αυτής της δήλωσης πιο ζωντανά από οποιονδήποτε ή ο,τιδήποτε άλλο. Τα πρώτα χρόνια της ανάλυσής της τίποτε δεν είχε κάνει σ’ αυτήν κάποια διαρκή εντύπωση. Αν και είχε γίνει φανερή πρόοδος μέσα σ’ ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε ο animus να την καταστρέψη, όπως περιγράφει πολύ καθαρά η ίδια. Και η μεταβίβαση ήταν ένας πολύ αβάσιμος παράγοντας – όπως λέει επίσης η ίδια – επειδή, όσο θερμά και να αισθανόταν η Anna απέναντι στην αναλύτριά της, ο animus είχε το τελευταίο χαρτί για πολλά χρόνια, και το έπαιζε σε κάθε κρίσιμη στιγμή, μετατρέποντας την εμπιστοσύνη σε δυσπιστία και την αγάπη σε μίσος.

Με την Toni Wolff, την πρώτη γιουγκιανή της αναλύτρια, η Anna Marjula ζωγράφισε τις παράξενες εικόνες που υπάρχουν στο δεύτερο μέρος του βιβλίου της. Αυτές ήταν ήδη ένας πρόδρομος στην ενεργητική της φαντασία, κατά την οποία τα περιεχόμενα που ξεπηδούσαν από το ασυνείδητο καταγράφονταν πιστά με λέξεις. Ο Jung πάντα μας δίδασκε να είμαστε πολύ φειδωλοί στις ερμηνείες μας προκειμένου για την ενεργητική φαντασία, επειδή είναι πολύ εύκολο να σταματήσουμε τη ροή ή να επηρεάσουμε στοιχεία, που θα έπρεπε να πάρουν τη δική τους πορεία. Αυτή η σειρά από εικόνες δείχνει τη σοφία αυτής της στάσης πολύ καθαρά. Όπως βλέπει τώρα η ίδια η Anna, η ερμηνεία δεν θα βοηθούσε καθόλου εκείνην την εποχή· εάν λάβουμε, επιπλέον, υπ’ όψη μας το εκρηκτικό υλικό που η ίδια η Anna βρήκε αργότερα στις εικόνες, μια ερμηνεία θα μπορούσε θαυμάσια να πυροδοτήση μια καταστροφή. Η προσπάθεια εξάλλου να κατανοηθούν οι εικόνες – που η Anna άρχισε σχεδόν δεκαπέντε χρόνια αργότερα – θα ήταν απελπιστικά προκατειλημμένη με οποιαδήποτε εξωτερική ερμηνεία. Παρόμοιες ιδέες θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές μόνον εάν προέρχονταν από το ίδιο της το ασυνείδητο.

Όταν έφυγε από την Toni Wolff, η Anna ήρθε λίγους μήνες αργότερα σε μένα και εργαζόταν μαζί μου – με μεγάλα διαλείμματα, όταν ήταν στη χώρα της ή όταν ήταν άρρωστη – μέχρι το 1952, που εγώ πήγα στην Αμερική για μερικούς μήνες. Αυτό ήταν μια πολύ ευτυχής σύμπτωση για την Anna, επειδή πήγε τότε στην Emma Jung, στην οποίαν ανήκει ολοκληρωτικά ο έπαινος για τη θετική στροφή που πήρε η υπόθεση αυτή. Βλέποντας τα πράγματα με φρέσκο μάτι, η Emma Jung κατάλαβε ότι ο animus κυβερνούσε την Anna μέσω του «μεγάλου οράματός» της, και αχρήστεψε τα όπλα του περιφρονώντας το όραμα σαν «απλώς μιαν εντυπωσιακή γνώμη του animus”. Προτού βρη ο animus καιρό να ανασυνταχθή, η Emma Jung έκανε άλλον έναν ελιγμό, με την πρότασή της στην Anna να σταματήση οποιεσδήποτε άμεσες συζητήσεις με τον animus (που η Anna είχε προσπαθήσει να κάνη μαζί μου) προς το παρόν, και να εφαρμόση ενεργητική φαντασία άμεσα με κάποιο θετικό γυναικείο αρχέτυπο, όπως η Μεγάλη Μητέρα, αντί γι’ αυτές. Ήταν απίθανο εγώ να σκεφθώ αυτήν την προσέγγιση, επειδή, παρόλο που οι θηλυκές αρχετυπικές μορφές είχαν βοηθήσει πολύ στην ενεργητική μου φαντασία, μέχρις εκείνην την εποχή το είχαν κάνει σιωπηλά· μόνον οι αρσενικές μορφές ή η προσωπική σκιά ήταν πρόθυμες να μιλήσουν. Το αναφέρω αυτό επειδή δείχνει ότι δεν μπορεί κανείς να οδηγήση έναν αναλυόμενο στην ενεργητική φαντασία πιο μακριά από όπου έχει φθάσει ο ίδιος.

Είναι μάλλον ασυνήθιστο, κατά τη δική μου πείρα, που μια τέτοια ανώτερη θηλυκή μορφή όπως η Μεγάλη Μητέρα στο υλικό της Anna Marjula, ήταν πρόθυμη να κάνη τέτοιες μακριές συζητήσεις. (Έχω συναντήσει μόνο μιαν ακόμη περίπτωση, όπου υπήρχε επίσης ένας ασυνήθιστα ισχυρός animus). Μου φαίνεται σαν να κουράσθηκε η Μεγάλη Μητέρα, μια όψη καθαρά του Ταυτού, από τις τυφλές μας προσπάθειες και αποφάσισε να πάρη το θέμα στα χέρια της. Όπως και να έχη το πράγμα, όταν η Anna επέστρεψε σε μένα μετά τον θάνατο της Emma Jung, η ανάλυσή της ήταν οριστικά στα χέρια της Μεγάλης Μητέρας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ένας άνθρωπος-ψυχαναλυτής είχε γίνει περιττός. Η Anna φοβόταν ακόμη αρκετά αυτές τις συζητήσεις· έβρισκε τη Μεγάλη Μητέρα τόσο πολύ απροσδόκητη και ανησυχητική μερικές φορές, που για μερικά ακόμη χρόνια έκανε αυτές τις συζητήσεις μόνον όταν ήταν στην Ελβετία, και μπορούσε να με συναντήση όταν αυτές ολοκληρώνονταν. Αυτό ήταν πολύ σοφό εκ μέρους της, γιατί – αν και νομίζω ότι οι συζητήσεις θα πείσουν τον αναγνώστη ότι κανένα ανθρώπινο πλάσμα δεν θα μπορούσε να είναι τόσο σοφό και διορατικό όσο αποδείχθηκε πως ήταν η Μεγάλη Μητέρα – αυτή ανήκει, οπωσδήποτε, σε μιαν άλλην πραγματικότητα, και δεν γνωρίζει τις ανθρώπινες συνθήκες και περιορισμούς. Μια ανθρώπινη επομένως συντροφιά είναι απόλυτα απαραίτητη σε τέτοιες βαθειές βουτιές όπως αυτές της Anna μέσα στο ασυνείδητο. Όπως είπε κάποτε ο Jung, χρειαζόμαστε την ζεστασιά της ανθρώπινης αγέλης όταν αντιμετωπίζουμε τα παράξενα πράγματα που γεννάει το ασυνείδητο.

Θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν είχα καμμιάν επίδραση στο κείμενο της Anna. Είπα μια μέρα ότι νόμιζα πως έπρεπε να φροντίση οι συζητήσεις της με τη Μεγάλη Μητέρα να διατηρηθούν. Αυτή απάντησε ότι θα φρόντιζε, σε περίπτωση θανάτου της, να μην καταστραφούν, αλλά να σταλούν σε εμένα. Άκουσα πολύ λίγα σχετικά μ’ αυτό το θέμα για μερικά χρόνια, ώσπου μου έφερε αυτό το χειρόγραφο στο οποίο δεν είχε γίνει, εκτός από κάποιες συντομεύσεις, σχεδόν καμμιά αλλαγή. Παραδέχομαι ότι θα προτιμούσα μιαν περισσότερο επιστημονική μορφή, με υποσημειώσεις, παραπομπές, ερμηνείες και τα λοιπά, αλλά οποιαδήποτε παρόμοια πρόταση μόνον ενοχλούσε και μπέρδευε την Anna. Αποφάσισα έτσι να το αφήσω – εκτός από μερικές ασήμαντες διορθώσεις – άθικτο, για να σταθή ή να πέση σαν μια ανθρώπινη μαρτυρία. Κατά μια σημαντική έννοια, ε ί ν α ι επιστημονικό: είναι τίμιο, χωρίς καμμιάν παρέκκλιση, και μπορώ να βεβαιώσω ότι τίποτε σ’ αυτό δεν έχει διαστρεβλωθή, μεταβληθή ή «βελτιωθή».

Διαβάζοντας τις ερμηνείες της ίδιας της Αnna, ο αναγνώστης θα πρέπη να γνωρίζη ότι η Anna είναι συναισθηματικός τύπος. Η σκέψη είναι η κατώτερη λειτουργία της, αλλά χρησιμοποιείται αναγκαστικά στις ερμηνείες της. Έχουν επομένως αυτές τον ιδιότυπα αποδεικτικό και άκαμπτο χαρακτήρα που είναι χαρακτηριστικός για ανθρώπους αυτού του τύπου.

Η Anna έγραψε την αφήγησή της παίρνοντας τη μορφή ενός φανταστικού ομιλητή, για να δώση στον εαυτό της περισσότερη απόσταση από το υλικό της. Οι ερμηνείες της έχουν επομένως ένα υποκειμενικό χρώμα: είναι οι ερμηνείες που τη βοήθησαν, και που ταίριαζαν ειδικά στην περίπτωσή της. Αλλά δεν θα έπρεπε να βγουν γενικά συμπεράσματα όσον αφορά σε άλλες περιπτώσεις απ’ αυτές, επειδή η αξία τους είναι αποκλειστικά ατομική. Επαληθεύουν την πεποίθηση του Jung ,ότι οι άνθρωποι παίρνουν μόνον ό,τι είναι ο υ σ ι α σ τ ι κ ό από το ασυνείδητό τους. Το ασυνείδητο της Anna τη δίδασκε έ τ σ ι, αλλά το δικό σας ή το δικό μου θα μας δίδασκε α λ λ ο ι ώ ς, με τρόπο που να ταιριάζη στο ατομικό μας πρότυπο· δεν θέλω να γενικεύσω επομένως αυτό το ατομικό χρώμα με οποιαδήποτε καθολική ερμηνεία.

Ο αναγνώστης θα πρέπη να θυμάται την ατομική οπτική γωνία, ιδιαίτερα όταν η Anna μιλάει για τον Θεό: εννοεί πάντα την εικόνα του Θεού μέσα της. Όταν αναφέρεται στον Θεό, αναφέρεται στην υποκειμενική εικόνα αυτής της μορφής. Το εξηγεί η ίδια αυτό το σημείο, αλλά εάν γίνη κάποια παρανόηση εδώ, φαντάζομαι ότι ο αναγνώστης δικαιολογημένα θα νοιώση σοκ για μερικά από τα πράγματα που λέει η Anna για τον Θεό, τον Χριστό και τον Σατανά.

Για να κάνω τον αναγνώστη να καταλάβη καλύτερα το προσωπικό και ψυχολογικό τραύμα που βάραινε την Anna στον αγώνα της να αποκτήση περισσότερη συνειδητότητα και να ξεπεράση τη νεύρωσή της, αναφέρω στη συνέχεια μια περίληψη του ιστορικού της, που καλύπτεται με περισσότερες λεπτομέρειες από την παρουσίαση της περίπτωσής της από την ίδια.

Στα πρώτα παιδικά της χρόνια και στην εφηβεία της υπέφερε η Anna, ένα προικισμένο και έξυπνο παιδί, βιασμούς της θηλυκότητάς της από τον ολοκληρωτικά ασυνείδητο και νευρωτικό πατέρα της. Έζησε επίσης τον πρόωρο, αφύσικο θάνατο όλων των μελών της οικογένειάς της: πρώτα της μητέρας της, έπειτα του μικρότερου αδελφού της, της αδελφής της, και τελευταία του πατέρα της.

Οι εμπειρίες της με τον πατέρα της την έκαναν ντροπαλή, ανασφαλή και ανίκανη να έχη ομαλές σχέσεις με νέους άνδρες όταν ωρίμασε. Αυτό ακολουθήθηκε δυστυχώς από μιαν αγάπη με δυσάρεστη ανταπόκριση για τον φροϋδιανό ψυχαναλυτή της. Έζησε μ’ αυτό το πρόβλημα μέχρι τα μέσα της ζωής της, όταν άρχισε γιουγκιανή ψυχανάλυση στην Ελβετία.

Συμπερασματικά νομίζω ότι οφείλουμε στην Anna ένα χρέος ευγνωμοσύνης, επειδή μας επέτρεψε τη δημοσίευση αυτού του υλικού – πράξη γενναιοδωρίας που είναι συνηθισμένη στο επάγγελμά της, επειδή οι δημιουργικοί άνθρωποι σε όλες τις τέχνες εκπαιδεύονται να εκθέτουν συνεχώς τις πιο εσωτερικές τους αντιδράσεις στο κριτικό μάτι τού κοινού.
(συνεχίζεται)
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου