Συνέχεια από Παρασκευή 12 Απριλίου 2013
Αντανακλάσεις της ψυχής
Marie–Louise von Franz
Γ. Επαναπρόσληψη των προβολών. (Η περισυλλογή).
Η δυνατότητα της α φ ο μ ο ί ω σ η ς περιεχομένων σε προβολή αντί για την αποτρεπτική απόρριψή τους στον εξωψυχικό χώρο δεν έρχεται μέχρις ότου αρχίζουν να εμφανίζoνται τα σύμβολα του Ταυτού. Από αυτό το κέντρο ξεκινούν τάσεις που ωθούν προς την ενατένιση και την στοχαστική περισυλλογή της προσωπικότητας. Τα περιεχόμενα που διακρίνονται τώρα ότι έχουν προβληθή, αναγνωρίζονται συγχρόνως σαν κομμάτια της ψυχικής ολότητας του ίδιου του ατόμου. Κατά συνέπεια, η ψυχική ενέργεια που αφήνει αυτά τα περιεχόμενα ρέει τώρα προς το εσωτερικό κέντρο αυτού του ατόμου, ενισχύοντάς το και αυξάνοντας την έντασή του.
Μια άλλη απεικόνιση της ίδιας διαδικασίας που εμφανίζεται αυθόρμητα ανάμεσα στα περιεχόμενα του ασυνειδήτου είναι η εικόνα, ή το μυθολογικό θέμα, της «περισυλλογής» διασκορπισμένων μονάδων ή σπινθήρων φωτός σε μια ταξινομημένη, ομόκεντρη ενότητα. Αυτό απαιτεί από την συνειδητή πλευρά ης προσωπικότητας μια προσπάθεια να σχηματίση μια όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική εικόνα της φύσης του ίδιου του προσώπου. «Είναι μια πράξη αυτo-περισυλλογής, ένα μάζεμα αυτών που είναι σκορπισμένα, όλων των πραγμάτων μέσα μας που δεν έχουν ποτέ σχετισθή κατάλληλα… με σκοπό την επίτευξη πλήρους συνειδητότητας». Το αίτημα να ενεργήσουμε έτσι προέρχεται από το Ταυτό. Τα αποσχισμένα προηγουμένως περιεχόμενα της ψυχής κάποιου συνειδητοποιούνται έτσι και αφομοιώνονται. «Η αυτό-περισυλλογή», γράφει ο Jung,, «είναι μια συγκέντρωση του εαυτού μας». Η φράση «όλα τα πράγματα μέσα μας που δεν έχουν σχετισθή κατάλληλα» αναφέρεται στο φαινόμενο της ονομαζόμενης τμηματικής ψυχολογίας, δηλαδή στο γεγονός ότι σε πολλούς ανθρώπους διάφορες πλευρές της ψυχής τους είναι χωρισμένες. Για παράδειγμα, έχουν ένα είδος ηθικής για τις Κυριακές και ένα άλλο για την δουλειά τους· πιστεύουν στην εντολή «αγαπήσεις τον πλησίον σου», όχι όμως αν ο πλησίον σου τυχαίνει να είναι μαύρος· κάνουν κάθε προσπάθεια να είναι τίμιοι και ειλικρινείς, αλλά όχι και στον τομέα της πολιτικής, και ούτω καθεξής. Αυτές οι διαφορετικές περιοχές δεν «αποχωρίσθηκαν», σε μια ορισμένη στιγμή· ο χωρισμός τους αντιπροσωπεύει ένα αρχικό επίπεδο εγωικής συνείδησης· είναι μια χαλαρή δομή αρχικά χωριστών, απομονωμένων νησιών συνειδητότητας που έχουν σταδιακά συνενωθή. Οι ραφές, επομένως, είναι ακόμη ορατές σε πολλούς ανθρώπους.
Εάν προσπαθήσουμε να κάνουμε αναδρομή στην παιδική μας ηλικία, βλέπουμε πώς στην αρχή θυμόμαστε μόνο απομονωμένες φωτεινές στιγμές συνειδητότητας, που έχουν δημιουργηθή από κάποια βαθειά εντύπωση. Μόνο γύρω στον όγδοο ή δέκατο χρόνο τους οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να έχουν μια περισσότερο συνεχή ανάμνηση της ζωής τους. Από ψυχογενετική πλευρά, επίσης, η ανθρώπινη συνείδηση φαίνεται πως έχει προέλθει από τέτοιες ξαφνικές λάμψεις συνειδητότητας. Αυτό το ψυχολογικό γεγονός εικονίζεται στο μυθολογικό μοτίβο εκείνου του ψυχικού πυρήνα, ή ψυχικού μορίου, που ήδη αναφέραμε.
Στην Στωική φιλοσοφία υπάρχει η θεωρία ότι οι ατομικές ανθρώπινες ψυχές είναι σπινθήρες του κοσμικού πύρινου αιθέρα, δηλαδή της παγκόσμιας ψυχής, και ακόμη ότι και ηθικές τάσεις, κρίσεις και ιδέες ανάβουν μέσα στις ψυχές σαν μικρές σπίθες (σ π ι ν θ ή ρ ε ς, i g ni c u l i = μικρές φλόγες). Αυτά είναι τα έμφυτα πνευματικά περιεχόμενα (n o t i o n e s + έννοιες) που είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους και συνιστούν το ανώτερο, πιο πνευματικό μέρος της ψυχής τους. Όταν ένας άνθρωπος προσπαθεί πραγματικά να ζήση μια πνευματική ζωή, αυτοί οι «σπινθήρες» σταδιακά ενώνονται σε έ ν α εσωτερικό λογικό φως.
Αυτή η ιδέα των σπινθήρων της ψυχής ή των φωτεινών πυρήνων της, βρίσκεται επίσης στα συστήματα διαφόρων Γνωστικών, αν και εκεί διαμορφώνεται με περισσότερο μυθολογικό – εικονογραφικό τρόπο. Οι Οφίτες, για παράδειγμα, δίδασκαν ότι όταν το θηλυκό πνεύμα του Θεού περιφερόταν πάνω από τα νερά, δεν μπορούσε να υποφέρη την λαμπρότητα του φωτός του Θεού και έπεσε στο χάος, με σπινθήρες από το φως του Πατέρα ακόμη κολλημένους πάνω της. Με την βοήθεια αυτών των τελευταίων σπινθήρων προσπάθησε πάλι να ανυψωθή. Όταν όλοι οι σπινθήρες περισυλλεγούν και μπουν στον αιώνιο αθάνατο αιώνα, τότε η δημιουργία θα έχει φθάσει στο πλήρωμά της. Οι Βαρβηλογνωστικοί δίδασκαν ότι αντί για σπινθήρες φωτός ήταν ο σπόρος της θεότητας που είχε εξαπλωθή σε όλη την ύλη. Όταν ένας άνδρας συγκρατεί τις γεννητικές του δυνάμεις, βοηθάει την θεότητα να ξανακερδίση το σπέρμα της. Σε ένα από τα συγγράματά τους η Προφήτισσα βλέπει έναν επιβλητικό άνδρα (το Θεό) και τον ακούει να λέη: «Εγώ είμαι εσύ, και εσύ είσαι εγώ, και όπου είσαι εσύ, εκεί είμαι εγώ, και ε ί μ α ι σ κ ο ρ π ι σ μ έ ν ο ς σ ε ό λ α τ α π ρ ά γ μ α τ α, και από όπου θέλεις μπορείς να με μαζέψης, αλλά μαζεύοντάς με μαζεύεις τον εαυτό σου».
Η πρώτη πραγματεία του C o r p u s H e r m e ti c u m περιγράφει αυτό το κομμάτιασμα του αρχικού ανθρώπου με παρόμοιο τρόπο. Ο αθάνατος Άνθρωπος, εικόνα της Θεότητας, έσκυψε από τα κατοικητήρια των Ουράνιων σφαιρών και έδειξε την όμορφη θεϊκή του μορφή στον κόσμο της κατώτερης φύσης. Η φύση είδε την εικόνα του να αντανακλάται στο νερό, την σκιά του πάνω από την γη. Αυτός, όμως, καθώς είδε την εικόνα του, που τόσο του έμοιαζε, την ερωτεύθηκε και ήθελε να μείνη εκεί για πάντα. Έπειτα κατέβηκε παίρνοντας άλογη μορφή (το σώμα). Αλλά η Φύση πήρε τον αγαπημένο της μέσα της, τυλίχτηκε γύρω του και ενώθηκαν, γιατί η αγάπη τους ήταν φλογερή. Από τότε κάθε ανθρώπινο πλάσμα έχει μέσα του έναν θνητό φυσικό άνθρωπο και μια αθάνατη ανθρώπινη ουσία, που είναι μέρος του κοσμικού Ανθρώπου. Μέσω της αυτογνωσίας αυτό το κομμάτι μπορεί πάλι να κερδίση το φως και την αιώνια ζωή.
Ο αλχημιστής και Γνωστικός Ζώσιμος ο Πανοπολίτης (τρίτος αιώνας μ.Χ.) υποστήριξε μια παρόμοια θεωρία. Σύμφωνα με αυτήν, ο «μεγάλος φωτεινός άνθρωπος» (ο Άνθρωπος – Αδάμ) κατοικούσε στον Παράδεισο. Εκεί πείσθηκε από τις κακές ουράνιες δυνάμεις να ντυθή με το σχήμα του γήινου Αδάμ και να πάρη μια μορφή ικανή να υποφέρη, για να φωτίση και να σώση τους φωτεινούς ανθρώπους που του έμοιαζαν· έπειτα επιστρέφει στο βασίλειο του φωτός. Το αλχημιστικό έργο του Ζώσιμου ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά στην επίτευξη της απελευθέρωσης του εσωτερικού φωτεινού ανθρώπου.
Η διδασκαλία των Μανιχαίων (Σ. τ. Μ.: οπαδοί του Μάνεντος ή Μανιχαίου (214 -278 μ.Χ.), Πέρση μάγου που προσπάθησε να συνδυάση τον Χριστιανισμό με τον δυισμό της αρχαίας θρησκείας του Ζαρατούστρα (Ζωροαστρισμό). Κατά τον Μάνεντα δύο αιώνια βασίλεια αντιμάχονται το ένα το άλλο: το βασίλειο του Θεού (του αγαθού, του φωτός) και το βασίλειο του Σατανά (του κακού ή του σκότους). Ο κόσμος έγινε από την ανάμειξη των καλών και των κακών στοιχείων. Μέσα στον άνθρωπο υπάρχει η διαμάχη της αγαθής και της κακής ψυχής. Η απολύτρωση βρίσκεται στον χωρισμό αυτών των δύο βασιλείων με την γ ν ώ σ η, που είναι ανώτερη από την π ί σ τ η.
Οι Μανιχαίοι ήταν οργανωμένοι με επικεφαλής 12 «αποστόλους» και 72 «επισκόπους». Διακρίνονταν σε ακροατές ή νεοφώτιστους και τέλειους. Πληροφορίες για τον τρόπο ζωής και τις πεποιθήσεις τους αντλούμε από το έργο του αγίου Αυγουστίνου, ο οποίος είχε αποδεχθή για ένα διάστημα την διδασκαλία τους.
Ο Μανιχαϊσμός διαδόθηκε στην Β. Αφρική, την Ρώμη, την Περσία, την Ινδία, το Θιβέτ, ο Τουρκεστάν κλπ. Φαίνεται πως έσβησε τον 11ο αιώνα, δίνοντας όμως υλικό για νεώτερες αιρέσεις, όπως των Παυλικιανών και των Βογομήλων. Επηρεασμένη από τους Γνωστικούς, υποστηρίζει επίσης ότι ο άνθρωπος που προσπαθεί να αποκτήση την αθανασία και την τελειότητα πρέπει να απελευθερώση και να διασώση τα σπέρματα φωτός που είναι σκορπισμένα σε όλη την δημιουργία, ακόμη και στις πέτρες και τα φυτά, καθώς αυτά είναι μόρια της πάσχουσα ψυχής του Λυτρωτή. Με όμοιο τρόπο, σύμφωνα με τους Γνωστικούς Σηθιανούς, ένας μικρός σπινθήρας από το αρχικό φως του Θεού έπεσε στην ύλη, και είναι έργο του θνητού ανθρώπου να αφιερώση τον εαυτό του στο να βοηθήση το ανώτερο φως να ενώση τον σπινθήρα πάλι με τον εαυτό του.
Αυτά τα Στωικά και Γνωστικά κείμενα αποκαλύπτουν δύο δρόμους σκέψης στον προσεκτικό αναγνώστη. Σύμφωνα με τον πρώτο, ο κάθε άνθρωπος περιέχει μέσα του διάφορα είδη σπινθήρων, τους σπινθήρες των συλλογικών παραστάσεων, και πρέπει να τους μαζέψη σε μια ενότητα (σε μερικές παραλλαγές πρέπει να συγκεντρώση σπινθήρες φωτός ακόμη και από τον εξωτερικό κόσμο). Σύμφωνα με τον δεύτερο, οι πνευματικές ψυχές των ανθρώπων ή ορισμένων εκλεκτών ανθρώπων είναι οι ίδιες σπινθήρες που συγκεντρώνονται από έναν θεό-άνθρωπο και λυτρωτή, και οδηγούνται πάλι σε ενότητα με τον Θεό ή με τον θεϊκό κόσμο. Μεταφρασμένη σε ψυχολογική γλώσσα, η πρώτη διαδικασία εικονίζει το πώς ένα ανθρώπινο ον «μαζεύει» ή «περισυλλέγει», τον εαυτό του μέσω του διαλογισμού, και, για παράδειγμα, με την βοήθεια των ονείρων του συνειδητοποιεί τα συμπλέγματα και τις προβολές του, και με αυτόν τον τρόπο εξελίσσεται σε μια πνευματικά και ηθικά πιο ολοκληρωμένη και πιο πλήρη προσωπικότητα. Όπως είναι γνωστό, ο Jungονόμασε αυτόν τον δρόμο πορεία της εξατομίκευσης. Το Ταυτό βρίσκεται, λέει ο Jung, σε μια δημιουργική σχέση με το εγώ, και συγχρόνως το ατομικό ανθρώπινο ον είναι η μορφή με την οποία το Ταυτό εκδηλώνεται. Η περισυλλογή ή το μάζεμα της θεϊκής φωτεινής ουσίας στην Γνώση και τον Μανιχαϊσμό αντιστοιχεί ψυχολογικά στην αφομοίωση του Ταυτού μέσω της μεταφοράς αποσχισμένων περιεχομένων μέσα στην συνείδηση.
Τα μυθολογικά θέματα, όμως, που αναφέραμε πιο πάνω, επίσης παρουσιάζουν μια διαδικασία περισυλλογής που έχει την αρχή της στον θεάνθρωπο ή άνθρωπο του φωτός ή κάποια άλλη παρόμοια μορφή Ανθρώπου-Λυτρωτή, και η οποία ενώνει τις πολλές ξεχωριστές ανθρώπινες ψυχές σε μια ενότητα, δηλαδή σε μια πραγματική κοινότητα. Επομένως, όχι μόνο το άτομο ολοκληρώνεται καθεαυτό, αλλά έρχεται στο φως μια κοινότητα που επίσης παριστάνει ένα σύνολο. Στην αρχαιότητα αυτό το σύνολο ονομαζόταν Άνθρωπος. Ψυχολογικά αυτό σημαίνει ότι μια οργανικά ενωμένη κοινότητα γίνεται ορατή. Μια παρόμοια ομάδα ανθρώπων δεν οργανώνεται με νόμους ή με όργανα δύναμης· στον βαθμό που κάθε άτομο σχετίζεται με το Ταυτό μέσα του, θα πάρη πολύ φυσικά την θέση που δικαιούται σε μια κοινωνική τάξη ψυχολογικού χαρακτήρα. Στον Μεσαίωνα αυτή η ιδέα εκφραζόταν με την πίστη ότι η e c c l e s Ia s p i r i t u a l i s (πνευματική εκκλησία) είναι το σώμα του Χριστού, του Ανθρώπου. Γι’ αυτό ο Jung γράφει: «Κάνοντας έκκληση στα αιώνια δίκαια του ανθρώπου, η πίστη δένεται αδιάσπαστα με μια ανώτερη τάξη, όχι μόνο εξ αιτίας του ιστορικού γεγονότος ότι ο Χριστός αποδείχθηκε ένας ρυθμιστικός παράγοντας για πολλές εκατοντάδες χρόνια, αλλά επίσης επειδή ο εαυτός αντισταθμίζει αποτελεσματικά τις χαώδεις συνθήκες, ανεξάρτητα με πιο όνομα είναι γνωστός: γιατί ο εαυτός είναι ο Άνθρωπος πάνω και πέρα απ’ αυτόν τον κόσμο, και μέσα του περιέχεται η ελευθερία και η αξιοπρέπεια του ατομικού ανθρώπου». Η ενοποίηση ή ολοκλήρωση του ατόμου και η αφομοίωσή του στην υψηλότερη ενότητα των πολλών εμφανίζεται έτσι να είναι μια τ α υ τ ό χ ρ ο ν η δ ι α δ ι κ α σ ί α, όπως τόσο όμορφα εκφράζεται στο «Ευαγγέλιο της Εύας», όταν ο μεγάλος θεάνθρωπος λέει στην Προφήτισσα: «Και από όπου και εάν θέλης μπορείς να με μαζέψης, αλλά μαζεύοντάς με μαζεύεις τον εαυτό σου».
Αυτό το διπλό μοτίβο της διαδικασίας της συλλογής συναντάται επίσης στην χριστιανική εποχή. Και εδώ ο Ωριγένης είναι αυτός που μίλησε με ιδιαίτερη σαφήνεια γι’ αυτό. Στο σχόλιό του για το πρώτο βιβλίο του Σαμουήλ (Σ. τ. Μ.: πρόκειται μάλλον για την αρχή του βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης Βασιλειών Α΄: «Άνθρωπος ήν εξ Αρμαθαίμ…), στην τέταρτη ομιλία του λέει: «Η τ α ν κ α π ο τ ε έ ν α ς ά ν θ ρ ω π ο ς. Εμείς, που είμαστε ακόμη αμαρτωλοί, δεν μπορούμε ακόμη να αποκτήσουμε αυτόν τον τίτλο τιμής, γιατί κάθε ένας μας δεν είναι ένας αλλά πολλοί… Δες πώς αυτός που νομίζει τον εαυτό του ένα δεν είναι ένας, αλλά φαίνεται πως έχει τόσες προσωπικότητες όσες έχει διαθέσεις, όπως πάλι η Γραφή λέει: «Ένας ανόητος αλλάζει σαν το φεγγάρι». Και σχετικά με το χωρίο του Ιεζεκιήλ 9, 1 ο Ωριγένης τονίζει με περισσότερη σαφήνεια: «όπου υπάρχουν αμαρτίες, υπάρχει πλήθος… αλλά όπου βρίσκεται η αρετή, υπάρχει μοναδικότητα, υπάρχει ένωση». Στον λόγο του πάνω στο χωρίο Λευιτικό, 5,2, λέει: «Κατανόησε ότι έχει μέσα σου αγέλες βοδιών… κοπάδια προβάτων και κατσικιών.. κατάλαβε ότι τα πετεινά του αέρα είναι επίσης μέσα σου… κατανόησε ότι εσύ ο ίδιος είσαι ένας άλλος κόσμος σε μικρογραφία και έχεις μέσα σου τον ήλιο και την σελήνη, καθώς και τα αστέρια». Το ατομικό ανθρώπινο ον πρέπει, μέσα από ηθική προσπάθεια, να συνενώση αυτήν την πολλαπλότητα σε μια προσωπικότητα. Όσον αφορά τις πολλές ατομικές ψυχές όλης της ανθρωπότητας, η κάθε μια με την σειρά της θα ενταχθή σε μια ενότητα μέσα στον Χριστό, με το να ενωθή με το μ υ σ τ ι κ ό σ ώ μ α του, την Εκκλησία.
Το πρώτο στάδιο δείχνει την διαδικασίας της εσωτερικής ενοποίησης της προσωπικότητας με την πορεία της εξατομίκευσης. Το δεύτερο στάδιο, όμως, αναφέρεται σε μια ιδιαίτερη διαδικασία που πάντα συνοδεύει την εξατομίκευση στο κάθε ξεχωριστό πρόσωπο: δηλαδή την ανάπτυξη σχέσης με ορισμένους συνανθρώπους και με το σύνολο της ανθρωπότητας, μια σχέση που πηγάζει όχι από το εγώ, αλλά από ένα υπερβατικό εσωτερικό κέντρο, το Ταυτό.
Δ. Εξατομίκευση και σχέση.
Συμβαίνει πολλές φορές στην ψυχολογική πράξη, όταν ένα πρόσωπο έχει καταληφθή από προβολές που το τυφλώνουν σε σχέση με το ανθρώπινο περιβάλλον του και μετά αυτές αποσύρονται, σε πολλές περιπτώσεις αυτό με κανένα τρόπο να μην εκμηδενίζη ούτε να παραμερίζη την σ χ έ σ η. Αντίθετα, μια γνήσια, «βαθύτερη» σχέση αναδύεται, που δεν στηρίζεται πια σε εγωιστικές διαθέσεις, αγώνες ή ψευδαισθήσεις, αλλά μάλλον στο αίσθημα της σύνδεσης του ενός προς τον άλλον, μέσω μιας απόλυτης, αντικειμενικής αρχής. Αυτό εκφράζεται ωραία στην Brihadaranyaka –Upanishad: «Πραγματικά ένας σύζυγος δεν είναι τόσο αγαπητός ώστε να αγαπάς τον σύζυγο, αλλά ώστε να αγαπάς το Ταυτό, έτσι ένας σύζυγος είναι αγαπητός. Πραγματικά μια σύζυγος δεν είναι τόσο αγαπητή ώστε να αγαπάς την σύζυγο, αλλά ώστε να αγαπάς το Ταυτό, έτσι μια σύζυγος είναι αγαπητή… Αληθινά το Ταυτό πρέπει να ιδωθή, να ασκουσθή, να αναγνωρισθή, να προσεχθή… Όπου γίνεται ορατό το Ταυτό… εκεί όλα γίνονται γνωστά».
Το ακόλουθο όνειρο μπορεί να παραστήση τον τρόπο με τον οποίο μια σχέση που καθοδηγείτο από το «Υπερπέραν», δηλαδή από το Ταυτό, παρουσιάσθηκε στα όνειρα ενός άνδρα που βρισκόταν στην πορεία προς την εξατομίκευση. Ο ονειρευόμενος, που ήταν παντρεμένος, είχε ερωτευθή βαθειά μια άλλη γυναίκα, επίσης παντρεμένη, και μετά από μακρά και έντονη αντίσταση είχε αρχίσει μια σεξουαλική σχέση μαζί της. Την στιγμή του ονείρου και οι δύο σκέφτονταν να πάρουν διαζύγιο από τους τωρινούς συντρόφους τους, για να μπορέσουν να παντρευτούν. Ονειρεύθηκε το εξής:
«Ήμουν με τον δάσκαλό μου, ο ποίος ήταν μια αόρατη παρουσία, στην άκρη μιας σφαίρας που την ονόμαζε «η υπέρτατη πραγματικότητα», κάτι χωρίς χρόνο και χώρο, απερίγραπτο· μόνο αυτοί που το είχαν δει μπορούν να περιγράψουν αυτήν την εμπειρία, μια κατάσταση «όλα και τίποτε», «παντού και πουθενά», «όλοι και κανένας», σαν «την λέξη που δεν έχει ακόμη ειπωθή». Με κάποιο τρόπο ο δάσκαλος με βοήθησε να βγάλω δύο όντα ή «πράγματα» έξω από αυτήν την υπέρτατη πραγματικότητα. Δεν τα είδα αλλά ήξερα γι’ αυτά. Για να τα κάνω ορατά, ο δάσκαλος με βοήθησε να τραβήξω ένα ασημένιο-γκρι ύφασμα, που έμοιαζε σαν σύννεφο, από τον χώρο όπου βρισκόμασταν μετέωροι. Ντύσαμε τα δύο όντα με αυτό, και ένα τρίτο «κάτι» που χώρισε τα δύο. Μόλις τα είδα ντυμένα, βαθειά έκπληξη με κατέλαβε. «Αυτά είναι άγγελοι», φώναξα. «Ναι», απάντησε ο δάσκαλος, «αυτό ακριβώς είστε». Είδα το γκρίζο παραπέτασμα που χώριζε τους δύο αγγέλους, και ο δάσκαλος εξήγησε: «Αυτό είναι το πέπλο της ψευδαίσθησης». Είχε πολλές τρύπες. Συγκινήθηκα βαθειά και φώναξα: «Φεύγει, φεύγει», και αισθανόμουν ότι χιλιάδες χρόνια που είχα ζήσει με την μισο-συνειδητή ελπίδα ότι θα διαπερνιόταν το πέπλο τώρα εκπληρώνονταν. Πήγα στον άγγελο που ήταν «εγώ», και είδα ένα ασημένιο κορδόνι να τον συνδέη με ένα μικροσκοπικό πλάσμα, που ήταν επίσης «εγώ» στον κόσμο της ψευδαίσθησης. Ένα άλλο κορδόνι έφθανε σε μια γυναίκα, κάτω χαμηλά· ήταν η Alberta [γυναίκα που αγαπούσε]. Οι δύο άγγελοι φαίνονταν εντελώς όμοιοι· ήταν χωρίς φύλο και μπορούσαν να «σκεφθούν μαζί» σε ένα είδος ταυτότητας. (Αυτό έχει συμβεί μερικές φορές στην Alberta και σ’ εμένα στην πραγματικότητα «κάτω χαμηλά»). Και σκεφθήκαμε: Ένα τόσο μικρό κομμάτι της συνείδησής μας ζη μέσα σε αυτά τα μικρά πλάσματα, και ανησυχούν τόσο πολύ για τέτοια ασήμαντα πράγματα. Καημένα πλάσματα». Είδαμε ότι η ένωσή τους μπορούσε να πραγματοποιηθή με αληθινά σωστό τρόπο μόνο εάν τα δύο μικρά πλάσματα εκπλήρωναν τις υποχρεώσεις τους στις οικογένειές τους και τους συγγενείς τους και δεν ακολουθούσαν της εγωιστικές τους επιθυμίες. Και αμέσως καταλάβαμε καθαρά ότι θα ήταν αμάρτημα απέναντι σε αυτήν την «υπέρτατη πραγματικότητα» (αμάρτημα κατά του Αγίου Πνεύματος;) εάν δεν προχωρούσαμε στην διαδικασία της αμοιβαίας συνειδητοποίησης».
Η μορφή του δασκάλου στο όνειρο είναι μια προσωποποίηση της ώθησης για εξατομίκευση εκ μέρους της προσωπικότητας του ονειρευόμενου στην πορεία της προς την ολότητα, και έτσι «γνωρίζει» περισσότερα από το εγώ του. Οι δύο αγγελικές μορφές που αναδύονται από το σκοτάδι και την αοριστία του ασυνειδήτου είναι όψεις των ίδιων των δύο εραστών, όπως εμφανίζονται στο ασυνείδητο, με την πραγματικότητα της υπερ-συνειδητής μορφής τους. Όπως εξηγεί ο Jung στην «Ψυχολογία της Μεταβίβασης» και όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τ έ σ ε ρ ε ι ς μορφές παίρνουν μέρος σε κάθε βαθύτερη συνάντηση άνδρα και γυναίκας, τα δύο συνειδητά εγώ και ο animus και η anima, οι αντιθέτου φύλου προσωποποιήσεις του ασυνειδήτου στα δύο ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Σε αυτό το όνειρο είναι όντα χωρίς φύλο – μια αντιστάθμιση στο γεγονός ότι η σεξουαλικότητα βρισκόταν πολύ στο προσκήνιο της συνείδησης και στου δύο συντρόφους εκείνη την στιγμή. Οι άγγελοι είναι «αγγελιοφόροι του Θεού», απεσταλμένοι από το βαθύτερο επίπεδο του συνειδητού, εκεί όπου όλες οι διαφορές διαλύονται σε ένα άγνωστο. Αλλά ακριβώς από αυτό το βαθύτατο επίπεδο που υπερβαίνει την εγωική προσωπικότητα έρχεται η συνειδητοποίηση στον ονειρευόμενο ότι θα πρέπει να εκπληρώση τις γήινες υποχρεώσεις του προς τους συνανθρώπους του. Το μοναδικό, λοιπόν, μήνυμα αυτού του ονείρου, είναι αναμφισβήτητα ότι η εξατομίκευση δεν είναι μια εγωκεντρική υπόθεση, αλλά απαιτεί και χρειάζεται απόλυτα την ανθρώπινη σχέση.
Δεν είναι μόνο, πάντως, η σχέση ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα, που περιλαμβάνεται σε αυτήν την ένωση μέσω του Ταυτού· είναι επίσης πολλές άλλες σχέσεις του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του. Η Γνωστική αίρεση των Περατών διδάσκει ότι από την θεϊκή αρχική ουσία του κόσμου, από «το νερό που δίνει μορφή στον τέλειο άνθρωπο», δηλαδή από το ασυνείδητο και την ώθηση εκ μέρους του για εξατομίκευση, «κάθε πλάσμα εκλέγει αυτό που προσιδιάζει σε αυτό», δηλαδή που το χαρακτηρίζει. Αυτό που ανήκει έλκεται προς αυτό «περισσότερο από ό,τι ο σίδηρος από τον μαγνήτη». Αυτό σημαίνει ότι οι δεσμοί με τους άλλους ανθρώπους προκαλούνται από το Ταυτό, και αυτές οι σχέσεις ρυθμίζονται με πολλή ακρίβεια όσον αφορά την εγγύτητα ή την απόσταση μεταξύ των προσώπων. Θα μπορούσε κανείς να το περιγράψη αυτό σαν τ η ν κ ο ι ν ω ν ι κ ή λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α τ ο υ Τ α υ τ ο ύ. Κάθε πρόσωπο συγκεντρώνει γύρω του την δική του «ψυχική οικογένεια», μια ομάδα ανθρώπων που δεν δημιουργείται από σύμπτωση ή από απλά εγωιστικά κίνητρα, αλλά μάλλον από ένα βαθύτερο, πιο ουσιαστικό πνευματικό ενδιαφέρον ή ανησυχία: α μ ο ι β α ί α ε ξ α τ ο μ ί κ ε υ σ η. Ενώ οι σχέσεις που βασίζονται απλά στην προβολή χαρακτηρίζονται από την γοητεία και την μαγική εξάρτηση, αυτό το είδος της σχέσης μέσω του Ταυτού, έχει κάτι αυστηρά αντικειμενικό, παράξενα υπερπροσωπικό μέσα του. Προκαλεί ένα αίσθημα άμεσης, άχρονης «συνύπαρξης». Ο συνηθισμένος δεσμός του συναισθήματος, λέει αλλού ο Jung, πάντα περιέχει προβολές που θα πρέπει να αποσυρθούν, εάν κανείς θέλει να κατορθώση να φθάση στον εαυτό του και στην τελειότητα. «Η αντικειμενική γνώση βρίσκεται κρυμμένη πίσω από την έλξη της συναισθηματικής σχέσης· φαίνεται πως είναι το κεντρικό μυστικό». Σε αυτόν τον κόσμο που δημιουργείται από το Ταυτό συναντάμε όλους εκείνους στους οποίους ανήκουμε, που αγγίζουμε τις καρδιές τους· εδώ «δεν υπάρχει απόσταση, αλλά άμεση παρουσία».
Δεν υπάρχει πορεία εξατομίκευσης σε ένα οποιοδήποτε άτομο, που δεν προκαλεί συγχρόνως αυτήν την σχέση του με τους συνανθρώπους του.
Μαζί με αυτό το μυθολογικό θέμα της περισυλλογής των σπινθήρων φωτός, υπάρχει ένα άλλο μοτίβο αρχετυπικών εικόνων που αναφέρεται στην συγκέντρωση ορισμένων ανθρώπων μέσω του παράγοντα του Ταυτού. Είναι το μοτίβο της «Στρογγυλής Τράπεζας», γύρω από την οποία κάθονται τα ατομικά πρόσωπα. Η εσωτερική ενοποίηση της προσωπικότητας παρουσιάζεται συχνά στα όνειρα με αυτήν την εικόνα, όπως επίσης και η προσκόλληση σε φίλους που είναι μέλη της ίδιας ομάδας, και τελικά σε όλο το ανθρώπινο γένος. Η Στρογγυλή Τράπεζα του Αρθούρου, όπως περιγράφεται στους θρύλους του Grail, είναι η πιο γνωστή. Λέγεται γι’ αυτήν στην Queste delSaint Graal (αναζήτηση του ιερού Graal):
«Γνωρίζεις ότι από την έλευση του Ιησού χριστού τρείς ήταν οι σπουδαιότερες τράπεζες στον κόσμο. Η πρώτη ήταν η Τράπεζα του Ιησού Χριστού, στην οποία οι Απόστολοι έφαγαν σε ορισμένες περιπτώσεις. Αυτή ήταν η Τράπεζα που στήριζε σώματα και ψυχές με τροφή ουράνια… Και ο άμωμος Αμνός που θυσιάστηκε για την λύτρωσή μας ίδρυσε αυτήν την Τράπεζα.
Έπειτα από αυτήν την Τράπεζα υπήρξε μια άλλη σε ο μ ο ί ω σ η κ α ι α ν ά μ ν η σ η εκείνης. Ήταν η Τράπεζα του ιερού Grail, εξ αιτίας της οποίας έγιναν ορατά πολλά θαύματα σε εκείνη τη χώρα, στον καιρό του Ιωσήφ από την Αριμαθαία, όταν ο Χριστιανισμός ήρθε για πρώτη φορά σε αυτήν την γη.
Έπειτα από αυτήν την τράπεζα ιδρύθηκε η Στρογγυλή Τράπεζα, με την συμβουλή του Μέρλιν· και δεν ιδρύθηκε χωρίς μεγάλη συμβολική σημασία. Γιατί αυτό που σημαίνει η ονομασία Στρογγυλή Τράπεζα είναι η κυκλικότητα του κόσμου και της θέσης των πλανητών και των στοιχείων του στερεώματος… έτσι ώστε θα μπορούσε να πη κάποιος ότι με την Στρογγυλή Τράπεζα συμβολίζεται ολόκληρο το σύμπαν».
Στην Πέμπτη Σούρα του Κορανίου (στίχοι 112 -115), ο θεός στέλνει ένα τραπέζι από τον ουρανό στον Ιησού και τους Αποστόλους του· επάνω του υπάρχει ένα ψάρι, σαν σύμβολο ότι θα τους θρέψη. Εξ αιτίας όμως των αμαρτιών της ανθρωπότητας, αυτό το τραπέζι αναλαμβάνεται από τον θεό. Υποψιάζομαι ότι οι απολαύσεις του τραπεζιού, που σύμφωνα με την αντίληψη τόσων πολλών λαών τις χαίρονται οι νεκροί στον Παράδεισο του Υπερπέραν, αναφέρονται στο ίδιο μυθολογικό θέμα, στην εικόνα μιας ανθρώπινης κοινότητας που δημιουργείται και διευθύνεται από το Ταυτό. Επειδή όμως αυτός είναι ένα στόχος της ανθρωπότητας που δεν έχει ακόμη υλοποιηθή, εμφανίζεται στους περισσότερους μύθους σαν ένας μεταθανάτιος στόχος, δηλαδή κάτι που βρίσκεται ακόμη στο Υπερπέραν, κρυμμένο στο ασυνείδητο.
(συνεχίζεται)
Αμέθυστος