Συνέχεια από Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013
Barbara Hannah
Barbara Hannah
4. ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ANIMUS (συνέχεια)
Βρίσκουμε την ίδια ιδέα σε άλλη μορφή σε μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά από όνειρα και φανταστικές εικόνες, που παρουσιάζει και ερμηνεύει η κ. Jungστο δεύτερο μέρος του άρθρου της που αναφέραμε σχετικά με τον animus.
Ο animus, που εμφανίσθηκε στο πρώτο όνειρο σαν ένα τέρας με κεφάλι πουλιού και σώμα σε σχήμα κύστης, αρχίζει να χάνη τον επικίνδυνο και καταστρεπτικό του χαρακτήρα σε ένα όνειρο, στο οποίο ζη στο φεγγάρι σαν φασματικός αγαπημένος μιας κοπέλλας. Αυτή πρέπει να του προσφέρη μια αιματηρή θυσία σε κάθε νέα σελήνη, αν και στο διάστημα που μεσολαβεί μπορεί να ζη ελεύθερα στην γη σαν ανθρώπινο ον. Όταν πλησιάζει η καινούργια σελήνη, ο αγαπημένος – φάντασμα την μεταμορφώνει σε άγριο ζώο, και, με αυτή την μορφή, αναγκάζεται να φέρη την θυσία στον αγαπημένο της. Μέσω της θυσίας, όμως, ο φασματικός αγαπημένος μεταμορφώνεται σε δοχείο για την θυσία, το οποίο, σαν τον Ουροβόρο, καταβροχθίζει και αναγεννά τον εαυτό του.
Σε μια μεταγενέστερη φανταστική εικόνα, αυτός ο ίδιος animus, που το όνομά του κατά πολύ ενδιαφέροντα τρόπο είναι Amandus (κατά λέξη: αυτός που πρέπει να αγαπηθή), παραπλανά το κορίτσι για να μπη στο σπίτι του, την μεθάει και την παίρνει στο υπόγειο με σκοπό να την σκοτώση. Το κορίτσι καταλαμβάνεται ξαφνικά από ένα είδος έκστασης και αγκαλιάζει τον δολοφόνο με αγάπη, πράγμα που του αφαιρεί όλη του την δύναμη, έτσι που, αφού υπόσχεται ότι θα σταθή πλάι της στο μέλλον σαν ένα βοηθητικό πνεύμα, διαλύεται σαν αέρας . Η κ. Jungπαρατηρεί ότι η φασματική δύναμη του σεληνιακού γαμπρού διαλύεται από την αιματηρή θυσία (δηλαδή το χάρισμα της libido – ψυχικής ενέργειας) και αυτή του υποψήφιου δολοφόνου από το ερωτικό αγκάλιασμα.
Καθώς ασχολούμαστε όσο μπορούμε πιο αποκλειστικά με την καθαρά πρακτική πλευρά, θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε τα παραπάνω σε όρους της καθημερινής ζωής. Τι σημαίνει να δίνουμε ψυχική ενέργεια και αγάπη στον animus; Στο πρώτο μέρος του άρθρου της, η κ. Jung το διασαφηνίζει πολύ καλά: σημαίνει να του δίνουμε ενέργεια, χρόνο και προσοχή, με σκοπό όχι μόνο να γνωρισθούμε μαζί του, αλλά επίσης να του επιτρέψουμε να έχη την ευκαιρία να εκφράση την πνευματική και διανοητική του φύση μέσα από εμάς. Όταν του δίνουμε ψυχική ενέργεια και αγάπη, θέτουμε συνειδητά και σκόπιμα τις ικανότητές μας στην διάθεσή του, έτσι ώστε να έχη τον τρόπο να εκφράση τις αξίες της δικής του πραγματικότητας στην δική μας πραγματικότητα. (Αυτό, φυσικά, περιλαμβάνει όλη την δημιουργική εργασία που είναι πολύ δύσκολη για τις γυναίκες, εκτός εάν έχουν κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα).
Στο πρώτο παράδειγμα η κοπέλλα μεταμορφώνεται σε αρπακτικό ζώο. Αυτή είναι μια διαδικασία, που μπορούμε να την δούμε πολύ καθαρά και στην ζωή και στην ψυχανάλυση: όταν, για παράδειγμα, περάσουμε μια ώρα με τον ψυχαναλυτή, μπαίνοντας μέσα στονanimus και αφήνοντας τον τελευταίο να ανακατέψη τα πάντα μέσα μας, μέχρις ότου όλα έχουν ξεπεράσει τα καθορισμένα όρια, και εμείς ενοχλούμαστε θυμώνουμε και τα λοιπά. Όταν επιστρέψουμε στο σπίτι, ο animus συνεχίζει να μας πειράζη: «ο ψυχαναλυτής δεν θα έπρεπε να πη αυτό ή εκείνο, δεν μας καταλαβαίνει, έχει μια προτίμηση για την τάδε, και πιθανόν εκείνη τον έχει μαγέψει εναντίον μας, και λοιπά». Εάν παραδεχθούμε παρόμοιες ιδέες, θα βρεθούμε σύντομα να είμαστε τελείως ταυτισμένοι με τα συναισθήματά μας, δηλαδή με την σκιά μας που αποτελείται από πάθη, η οποία, με την σειρά της, ταυτίζεται με την ζωώδη μας φύση. Οι γνώμες τουanimus μας έχουν μετατρέψει σε ένα άγριο ζώο. Αλλά έαν παραδεχθούμε και αναγνωρίσουμε ότι αφήνουμε τον animus να μας συλλάβη (σε αυτήν την περίπτωση ότι χάσαμε την ώρα μας και ενοχλήσαμε, για να μην πω τίποτε περισσότερο, τον εαυτό μας) υποφέρουμε με την δοκιμασία, και έτσι, με τον π ό ν ο μας, δίνουμε το αίμα που μπορεί να μεταμορφώση τoνanimus.
Είναι σπουδαίο σε μια τέτοια περίπτωση να συνειδητοποιήσουμε ότι ήταν ο animus και οι γνώμες του που χάλασαν την ώρα μας αντίθετα με την θέληση του συνειδητού εγώ, γιατί αλλοιώς δεν θα επιτύχουμε τίποτε. Ο animus, πραγματικά, θα βγαίνη πάντα στην επιφάνεια πολύ επιδέξια, και εάν αποτύχη στην προσπάθειά του να κάνη την γυναίκα να κατηγορήση τον ψυχαναλυτή, τον σύζυγο ή οποιονδήποτε άλλον – θα προσπαθήση να ρίξη ό λ ο το φταίξιμο στην γυναίκα την ίδια. Εάν αυτή τον πιστέψη, θα έρθη σε μια κατάσταση κατωτερότητας, οποία είναι τόσο καταστρεπτική, όσο οι συγκινήσεις και τα πάθη της. Αυτή η μομφή εναντίον της γυναίκας για ότι κάνει ο ίδιος είναι ένα από τα καλύτερα χαρτιά του, γιατί έτσι την εμποδίζει να δη τον ίδιο, καθώς και το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί πραγματικά να κατηγορηθή, δηλαδή: α π ο τ υ χ ί α ν α γ ν ω ρ ί σ η τ ο ν ί δ ι ο τ η ς τ ο ν a n i m u s. Στην αμεταμόρφωτη κατάστασή του, ο animus μπορεί πάντα να λογαριάζη το γεγονός ότι προσπαθεί να μας ξαναφέρη «μέσα στην αγκαλιά της μητέρας φύσης» και να εμποδίση οποιαδήποτε προσπάθεια διαφυγής από την παλιά τάξη. Και εμείς επίσης είμαστε πολύ απρόθυμοι να αφήσουμε την ψεύτικη ασφάλεια που επικρατεί στην ασυνείδητη κατάσταση της κατοχής. Μιλάμε πολύ για «αγάπη της ελευθερίας», είναι αλήθεια, αλλά αυτή η αγάπη τείνει να είναι μάλλον επιφανειακή και χλιαρή. Επίσης μας αρέσει να αποφεύγουμε την υπευθυνότητα. Είναι ευχάριστο να έχη κανείς την πεποίθηση ότι ξέρει τί κάνει – και κανένας δεν είναι περισσότερο πειστικός σε αυτό το σημείο από τον animus – και αν κάποτε απορρίψουμε την καθοδήγησή του ασυζητητί, θα βρισκόμαστε σε συνεχή αμφιβολία. Η αμφιβολία είναι πραγματικά κάτι που παραλύει τους νέους, αλλά, όπως παρατήρησε ο Jung σε ένα σεμινάριό του, στα ώριμα χρόνια της ζωής είναι «η αρχή της σοφίας». Η υπερβολική εμπιστοσύνη στον animus, είναι, πράγματι, πάντοτε ένα σημάδι ότι μόνο μια πλευρά του είναι συνειδητοποιημένη, επειδή η αληθινή διπλή του φύση αποτελεί ένα πολύ οδυνηρό παράδοξο. Το να υπομείνουμε αυτό το παράδοξο είναι ένας από τους κύριους τρόπους, με τους οποίους μπορούμε να δώσουμε το «αίμα που μπορεί να μεταμορφώση τονanimus».
Μια περίπτωση σαν κι’ αυτή που αναφέραμε πιο πάνω, όταν ο animus έχει διαστρέψει ότι έχει ειπωθεί μέχρις ότου όλα ξεφεύγουν από τα ανεκτά όρια, είναι συχνά μια εξαιρετική ευκαιρία να αρχίσουμε έναν διάλογο μαζί του. Πρέπει όμως να κρατήσουμε ένα πολύ ανοιχτό μυαλό, επειδή η αρχή του λόγου που αντιπροσωπεύει ο animus είναι ακριβώς το αντίθετο του στοιχείου της σχέσης, και η επέμβασή του, αν και μπορεί να φανή πολύ λανθασμένη από την δική μας οπτική γωνία, μπορεί να είναι λογική, και ακόμη σωστή, από την δική του οπτική γωνία. Αυτές οι συζητήσεις, επομένως, είναι τόσο δύσκολες όσο οποιαδήποτε συζήτηση στον εξωτερικό κόσμο, και απαιτούν μια καθολική προσπάθεια, επειδή πρέπει να δούμε την δική του άποψη, και να μείνουμε σταθεροί στην δική μας.
5. O ANIMUS ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΖΩΉ
Για να πάρουμε μια πραγματική ιδέα της πρακτικής πλευράς του animus, πρέπει να τον δούμε σε λειτουργία σε μια ανθρώπινη ζωή. Έχω πάρει το υλικό γι’ αυτόν τον σκοπό από ένα πολύ περίεργο έγγραφο, που ανήκει στο δεύτερο μισό του 16ουαιώνα. Πρόκειται για την υπόθεση μιας μοναχής που ονομαζόταν Jeanne Fery, η οποία κατεχόταν από τον διάβολο σε πολύ νεαρή ηλικία, και αργότερα απελευθερώθηκε με εξορκισμούς. Ένα μέρος αυτού του κειμένου είναι αυτοβιογραφικό, η ίδια η νεαρή γυναίκα περιγράφει τις εμπειρίες που είχε ενώ βρισκόταν στην κατοχή του διαβόλου. Το υπόλοιπο τμήμα είναι μια περιγραφή του τέλους της υπόθεσης – περιλαμβανομένης της μακριάς και κουραστικής διαδικασίας του εξορκισμού – που υπογράφεται από έναν δικηγόρο, με την παρουσία του αρχιεπισκόπου του Cambrai, πολλών εξομολόγων, γιατρών και άλλων αυτοπτών μαρτύρων, μεταξύ των οποίων και πολλών αδελφών του μοναστηριού, όπου ήταν καλόγρια η Jeanne. Δυστυχώς, δεν έχω ακόμη κατορθώσει να αποκτήσω ένα αντίγραφο του αυθεντικού εγγράφου, αλλά υπάρχει στο βιβλίο τουJoseph Gӧrres «Ο Χριστιανικός μυστικισμός» (Τόμος 5, σ.σ. 177 κ.ε.). Αυτό είναι φυσικά ένα μεγάλο μειονέκτημα, αλλά έχουμε ελέγξει πολλές από τις αναφορές που κάνει ο Gӧrres σε σύγκριση με τα αυθεντικά κείμενα στα «Acta Sanctorum”, και –αν και όχι αλάθητες – τις έχουμε βρει αξιόπιστες. (Σημ. Ακριβώς πριν από την ημερομηνία που είχα υποσχεθή το τελείωμα αυτού του συγγράμματος, έφτασαν τα φωτοαντίγραφα της αυθεντικής Γαλλικής έκδοσης από την Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού («Θαυμαστή και αληθινή ιστορία των γεγονότων που συνέβησαν στο χώρο μιας μονής καλογραιών» Παρίσι, οίκος GilleBlaise, Βιβλιοπωλείο στο όρος του Αγίου Ιλαρίωνα, με εικόνα της Αγ. Αικατερίνης, 1856). Υπήρχε χρόνος μόνο για έναν πολύ πρόχειρο έλεγχο, αλλά μπόρεσα έτσι να επιβεβαιώσω την προηγούμενη εντύπωσή μου ότι ο Gӧrres δίνει μια αξιόπιστη περιγραφή της υπόθεσης. Το πρωτότυπο, πάντως, είναι αρκετά μακρύτερο, και επομένως μερικά ενδιαφέροντα και λεπτής σημασίας γεγονότα έχουν παραλειφθή. Το βιβλίο αυτό θα αποζημίωνε λεπτομερέστερη μελέτη του).
Ο Gӧrres αναφέρει αρκετές λεπτομέρειες, αλλά εγώ μπορώ να δώσω μόνο μια σύντομη περιγραφή του κεντρικού νοήματος της υπόθεσης, και έπειτα με συντομία να δείξω τις ομοιότητες ανάμεσα στα πνεύματα της Jeanne και στον animus, όπως τον ξέρουμε σήμερα. Δύο εκδόσεις αυτής της περιγραφής έγιναν στο Παρίσι το 1586, και η αναφορά αυτή μεταφράστηκε και τυπώθηκε στα γερμανικά στο Μόναχο, το 1589.
Η Jeanne Fery γεννήθηκε γύρω στο 1559 στο Solre, στον ποταμό Sambre, και αργότερα έγινε μοναχή σε ένα μοναστήρι ονομαζόμενο των «Μαύρων Αδελφών» στο Mons en Hainaut, στην επισκοπή του Cambrai. Η διήγησή της αρχίζει με την δήλωση πως ξέρει ότι ήταν η κατάρα του πατέρα της που την παρέδωσε στον διάβολο. (Προφανώς είχε μια πολύ κακή σχέση μαζί του, αυτό που θα ονομάζαμε αρνητικό πατρικό σύμπλεγμα). Συνεχίζει λέγοντας ότι ο διάβολος της εμφανίσθηκε όταν ήταν τεσσάρων χρόνων, με την μορφή ενός όμορφου νεαρού, που προσφέρθηκε να γίνη πατέρας της. Αφού της έδωσε άσπρο ψωμί και μήλα, αυτή δέχθηκε την πρότασή του και άρχισε να τον θεωρή σαν τον πραγματικό της πατέρα. Όταν ήταν παιδί, εμφανίζονταν δύο από αυτές τις πατρικές μορφές, και η δεύτερη πάντοτε την εμπόδιζε να αισθάνεται τα χτυπήματα όταν την έδερναν. Αυτό κράτησε μέχρι τα δώδεκα χρόνια της, οπότε κουρασμένη από το μοναστήρι όπου μάθαινε γράμματα επέστρεψε στην μητέρα της, η οποία όμως την έστειλε μακριά στο Mons σαν μαθητευόμενη σε έναν ράφτη. Εδώ φαίνεται πως την άφησαν εντελώς στο έλεος του Θεού, και ο πρώτος νεαρός άνδρας εμφανίσθηκε πάλι και της είπε ότι, όπως τον είχε αποδεχθεί σαν πατέρα της, θα έπρεπε τώρα, που δεν είναι πια παιδί, να αποκυρήξη το βάπτισμά της, καθώς και όλες τις τελετές της Χριστιανικής Εκκλησίας, να επιβεβαιώση την προηγούμενη συμφωνία της, και να υποσχεθή ότι θα ζη σύμφωνα με το θέλημά του. Της είπε ότι όλοι ζούσαν με αυτόν τον τρόπο, αν και δεν το έλεγαν φανερά. Την απείλησε με σκληρή τιμωρία εάν αρνιόταν, και της υποσχέθηκε χρυσάφι και ασήμι, και κάθε είδους διαλεχτό φαγητό που θα επιθυμούσε, εάν δεχόταν. Μετά από μικρή αντίσταση, αυτή συμφώνησε σε όλα, και αμέσως ένα πλήθος από πνεύματα εμφανίσθηκαν και την πίεζαν να υπογράψη την συμφωνία με το αίμα της. (Αυτό ήταν ένα σοκ γι’ αυτήν, επειδή δεν είχε ξαναδή πιο πριν περισσότερες από δύο, το πολύ τρείς από αυτές τις μορφές). Έπειτα έκλεισαν την συμφωνία μέσα σε ένα ρόδι και την ανάγκασαν να το φάη. Ήταν υπέροχα γλυκό ως την τελευταία δαγκωματιά, που ήταν τόσο πικρή ώστε δεν μπορούσε να την αντέξη.
Από εκείνη την στιγμή και μετά αντιπάθησε ζωηρά την Εκκλησία – τα πόδια της ήταν συχνά τόσο βαρειά, ώστε με δυσκολία έφθανε ως την πόρτα του ναού – αλλά δεν την εγκατέλειψε.. Τα πνεύματα της δεν επέμεινα σ’ αυτό, αλλά αυτή έπρεπε να τους δίνη την γλώσσα της, για να ελέγχουν της εξομολογήσεις, επομένως ήταν φυσικά εντελώς ψεύτικες, αλλά, κατά ενδιαφέροντα τρόπο, φαίνεται πως ήταν υποχρεωμένη να εξομολογήται την ακριβή αλήθεια σε ένα από τα πνεύματά της, ιδιαίτερα σχετικά με οποιαδήποτε ευσεβή πράξη ή προσευχή, για την οποία αναγκαζόταν να εκτελέση αυστηρό επιτίμιο. Επίσης ήταν αναγκασμένη να βγάζη τον καθαγιασμένο Άρτο από το στόμα της κατά την Θεία Λειτουργία και να τον κρύβη στο μαντήλι της, και μετά – αν και προσπαθούσε να το κρατήση σε ένα καθαρό μέρος – εξαφανιζόταν σαν να πετούσε μακριά. Τα πνεύματά της την δίδαξαν να περιφρονή ότι είχε σχέση με τον Χριστιανισμό, και να περιγελάη έναν Θεό που δεν μπορούσε να σώση τον εαυτό του από τον σταυρό. Πίστευε στα πνεύματα αυτά ασυζητητί, θεωρούσε τον Χριστό χειρότερον από τους κλέφτες μαζί με τους οποίους είχε σταυρωθεί, και δεν μπορούσε πλέον να καταλάβη πώς οι άνθρωποι μπορούσαν να λατρεύουν έναν τέτοιο Θεό. Τα πνεύματα την είχε πείσει να νομίζη τον εαυτόν της σαν τον πιο ευτυχισμένο και πιο προνομιούχο από τους θνητούς.
Όταν μπήκε στο μοναστήρι, υποχρεώθηκε να υπογράψη μια καινούργια συμφωνία, με την οποία παραχωρούσε στα πνεύματα και την ψυχή και το σώμα της για πάντα, και αυτό επαναλήφτηκε την νύχτα που έδωσε τις τελικές υποσχέσεις της σαν μοναχή. Συγχρόνως έπρεπε να αποκήρυξη τον Πάπα και τον «δόλιο Αρχιεπίσκοπο» στον οποίο είχε δώσει τις υποσχέσεις της. Το πνεύμα που είχε στην κατοχή του την γλώσσα της την έκανε πολύ έξυπνη και πνευματώδη, και, για να μην χάση αυτό το χάρισμα, έδωσε σε ένα πνεύμα την μνήμη της, σε ένα άλλο την λογική της και σε ένα τρίτο την θέλησή της, και, όπως λέει, έπειτα από αυτό μπήκαν και κατοίκησαν μέσα της, κάθε ένα στη θέση του. Επίσης κυρίευσαν το σώμα της, εμφανιζόμενα πάλι σαν λεγεώνα από διαβόλους που ήρθε γι’ αυτόν τον σκοπό. Το ονομαζόμενο «πνεύμα του αίματος» - που μερικές φορές ονομάζεται διάβολος ή ακόμη θεός του αίματος – έπαιζε σπουδαίο ρόλο στις τελετές, και, όπως φαίνεται καθαρά στην περιγραφή του εξορκισμού – ένας ξεχωριστός διάβολος είχε κάνει κατοχή σε κάθε μέρος του σώματός της, και έπρεπε να εκδιωχθή χωριστά από τον Αρχιεπίσκοπο.
Την έκαναν να παίρνη μέρος σε παρωδίες ιερών τελετών που γίνονταν προς τιμήν τους, και της έδιναν θαυμάσια τροφή στις μέρες της νηστείας, ενώ την έκαναν να νηστεύη στις γιορτές της Εκκλησίας. Ένα πνεύμα που το συμπαθούσε ιδιαίτερα, φαίνεται πως είχε βρεθεί πάντοτε μαζί της, αλλά μερικά απ’ αυτά ήταν πολύ σκληρά απέναντί της, και έτσι σιγά σιγά η λατρεία που τους πρόσφερε γινόταν λιγότερο θερμή και ακόμη άρχισε να σκέπτεται, όταν οι ευσεβείς άνθρωποι υμνούσαν τα μυστήρια, ότι εάν της δινόταν ένα σημάδι, θα μπορούσε να λατρέψη τον Χριστό α κ ρ ι β ώ ς ό π ω ς τ ο ύ ς ά λ λ ο υ ς θ ε ο ύ ς τ η ς. Αυτό έκανε τα πνεύματα να θυμώσουν πολύ, και την ανάγκασαν να πάρη ένα κομμάτι του Αγίου Άρτου και να το τρυπήση με ένα μαχαίρι. Λέει ότι έτρεξε αίμα απ’ αυτό, και ότι όλο το δωμάτιο γέμισε από την λαμπερή ακτινοβολία που περιέβαλε τον Άρτο. Έπειτα φοβήθηκε πολύ, επειδή όλα τα πνεύματα πέταξαν μακριά με τρομερές στριγγλιές, και την άφησαν μόνη μισοπεθαμένη επάνω στο πάτωμα.
Εκείνη την στιγμή αντιλήφθητε για πρώτη φορά ότι είχε εξαπατηθή, και όταν ήρθε στο μυαλό της το σημάδι που της είχε δοθή, έπεσε σε απελπισία. Έπειτα τα πνεύματα επέστρεψαν, και, αλλάζοντας τόνο, την κατηγόρησαν για την μεταχείριση που επεφύλαξε στον αληθινό Θεό, και τις είπαν ότι οι αμαρτίες της δεν θα συγχωρούνταν ποτέ, οπότε θα ήταν καλύτερα να ακολουθήση το παράδειγμα του Ιούδα Ισκαριώτη και να κρεμαστή με την δερμάτινη ζώνη της. Αυτή τους την παρέδωσε, και τους είπε να την κρεμάσουν, εάν τους ευχαριστεί. Αλλά παρ’ όλο που προσπάθησαν να την σκοτώσουν με κάθε τρόπο που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, πάντα κάτι τους εμπόδιζε. Επίσης η γυναίκα απέτυχε, αν και την βοήθησε ένα πλήθος από πνεύματα στην προσπάθειά της να αυτοκτονήση.
Έπειτα άρχισε για την Jeanne η περίοδος με τα μεγάλα βάσανα. Τα πνεύματα της την εμπόδιζαν να εξομολογηθή σε έναν ιερέα, αλλά για πρώτη φορά οι αρχές του μοναστηριού πρόσεξαν πως δεν ήταν αυτό που θα έπρεπε να είναι σαν Χριστιανή και σαν μοναχή.. Το ζήτημα το ανέλαβε ο Louis de Berlamont, ο οποίος ήταν αρχιεπίσκοπος και δούκας του Cambraiεκείνο τον καιρό. Αυτός πήρε τον πιο ενεργό ρόλο στην απελευθέρωσή της, αλλά παρά το ότι η μεταβίβασή των προβλημάτων της σε αυτόν την ελευθέρωσε τελικά, η ίδια λέει ότι στην αρχή τα πνεύματα την είχαν τυφλώσει, έτσι ώστε – αν και αμέσως αισθάνθηκε την παρόρμηση να καταφύγη σ’ αυτόν – της φάνηκε αυστηρός και φοβερός. Λέει ότι, αν και τα πνεύματα την βασάνιζαν με τα πιο τρομακτικά οράματα της κόλασης και άλλα παρόμοια, η Μαρία η Μαγδαληνή – η οποία εμφανίσθηκε σαν προστάτιδά της – δεν την εγκατέλειψε ποτέ, και μας διαβεβαιώνει ότι όλα αυτά συνέβησαν πραγματικά, και δεν ήταν αποκυήματα της φαντασίας της.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου