Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους εμπεριστατωμένους υπολογισμούς του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης με Πρόεδρο τον Μανώλη Γλέζο που απαρτίζεται χρόνια τώρα και από έγκριτους οικονομολόγους και νομικούς, το ποσό που δικαιούται η χώρα μας από τη Γερμανία για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο ανέρχεται σε 54 δις ευρώ με τωρινή αξία και για τις πολεμικές αποζημιώσεις σε 108 δις ευρώ, σύμφωνα με την απόφαση της «19μελούς Διασυμμαχικής Επιτροπής» των Παρισίων του 1946.
Το παραπάνω ασρτρονομικό ποσό των 1,2 τρις ευρώ, με βάση το αθροιστικό αρχικό ποσό των 162 δις (54 δις για το καοχικό δάνειο συν 108 δις για την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας= 162δις) σε τρέχουσα αξία, περιλαμβάνει και έναν εύλογο ετήσιο τόκο υπερημερίας 3% για όλα τα χρόνια από το 1946 και μετά. Η έγγραφη συμφωνία εξόφλησης για αυτό το αναγκαστικό δάνειο προέβλεπε την επιστροφή σε συγκεκριμένες δόσεις, εκ των οποίων μάλιστα πληρώθηκαν δύο πριν την κατάρρευση του Γ” Ραίχ. Από κει και μετά και αφού δεν έγινε πλέον καμία άλλη πληρωμή, κατέστη ολόκληρο το δάνειο ληξιπρόθεσμό και εντόκως απαιτητό.
Σε ότι αφορά τις αποζημιώσεις για την καταστροφή της ελληνικής οικονομίας το ποσό αυτό είναι ιλιγγιώδες. Η καταβολή όλων αυτών των οφειλών της Γερμανίας προς τη χώρα μας, αλλά και προς τις άλλες χώρε, έπερεπε σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνφωνίας του Λονδίνου του 1953 να διακανονιστεί στα πλαίσια ενός «Συμφώνου Ειρήνης» που θα υπέγραφε, μετά την επανένωσή της, η ενιαία πλέον Γερμανία με όλες τις χώρες με τις οποίες βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση κατά τη διάρκεια του Β” ΠΠ.
Στα πλαίσια της «Συμφωνίας του Λονδίνου» του 1953, κουρεύτηκε το το γερμανικό προπολεμικό και μεταπολεμικό χρέος πάνω από 60%κ και το υπόλοιπο 40% συμφωνήθηκε να το κατβλαει η Γερμανία με ρήτρα ανάπτυξης της οικονομίας της και σε συνδυασμό με τα πλεονάσματα από τις εξαγωγές αλλά και με μια σειρά από εξαιρετικά ευνοικές ρυθμίσεις που ουσιαστικά επέβαλλαν οι ΗΠΑ. Επίσης, η Γερμανία εντάχθηκε στις 16 βχώρες του αμερικάνικου «Σχεδίου Μάρσαλ», στα πλαίσια του οποίου έλαβε πακτωλό χρημάτων για την ανόρθωση της οικονομίας της και φυσικά, ούσα μεγάλη πληθυσμιακά. πήρε τημ ερίδα του λέοντος.
Οι ΗΠΑ «ευνόησαν» τότε (1953) την Δυτ. Γερμανία για δύο κυρίως λόγους:
1) Να μπορέσει να αναπτυχθεί και να ενισχυθεί όσο γίνετα;ι συντομότερα η οικονομία της Δυτ. Γερμανίας ώστε να μπορεί να γίνει η επανένωση ( «Wiedervereinigung») των δύο πλέον Γερμανιών. Έτσι, θα αποτελούσε η ενωνμένη πλέον Γερμανία ένα ισχυρό ανάχωμα στη Σοβιετική Ένωση και το «Σύμφωνο της Βαρσοβίας».
2) Με μια οικονομικά πανίσχυρη ενωμένη Γερμανία θα ήτνα δύσκολο να μπορέσει να υλοποιηθεί το όραμα του Γάλλου διανοητή και οικονομολόγου Jean Monnet και του τότε Υπουργού Εξωτερικών της Γαλλίας Robert Schuman για μια «Ενωμένη Ευρώπη» ως μια ευρωπαική ομοσπονδία που άρχισε να υλοποιείται το 1950 με την «Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα» και αργότερα με την ίδρυση της ΕΟΚ.
Όταν έγινε η επανένωση των 2 Γερμανιών (1990) οι Αμερικάνοι και οι Γερμανοί ωστέ να δεχθούν οι υπόλοιπες νικήτριες δυνάμεις (Ε.Σ.Σ.Δ. , Αγγλία, Γαλλία) να υπογραφεί μια συμφωνία που την ονόμασαν «Συμφωνία Δύο συν Τέσσερις (2+4), δηλαδή οι δύο Γερμανίες και οι τέσσερις νικήτριες δυνάμεις του Β” ΠΠ.  Φυσικά σκόπιμα, αυτή η συμφωνία δεν ονομάστηκε «Συμφωνία Ειρήνης» για μην συνδυαστεί με τα όσα προέβλεπε τόσο η Συμφωνία του Λονδίνου (1953) όσο και η «Απόφαση/Συμφωνία Αποζημιώσεων του 1946″.

Η συμφωνία του Λονδίνου του 1953 για το γερμανικό χρέος
Η ριζική μείωση του χρέους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΟΔΓ) και η ταχεία ανοικοδόμηση της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν δυνατόν, χάρη στην πολιτική βούληση των πιστωτών της, ήτοι των Ηνωμένων Πολιτειών και των βασικών δυτικών συμμάχων τους (Βρετανία, Γαλλία). Τον Οκτώβριο του 1950, οι τρεις σύμμαχοι διατύπωσαν ένα σχέδιο στο οποίο η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αναγνωρίζει την ύπαρξη των χρεών στις περιόδους πριν και μετά τον πόλεμο. Οι σύμμαχοι σε κοινή δήλωση που επισύναψαν, ανέφεραν ότι «οι τρεις χώρες συμφώνησαν σε  έναν κατάλληλο διακανονισμό των απαιτήσεων προς τη Γερμανία, ούτως ώστε να μην αποσταθεροποιηθεί η χρηματοοικονομική κατάσταση της οικονομίας της μέσω ανεπιθύμητων συνεπειών ούτε να επηρεαστούν υπερβολικά τα πιθανά αποθέματα συναλλάγματος.  Οι τρεις χώρες ήταν πεπεισμένες ότι η γερμανική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση συμμερίζεται τη θέση τους και η αποκατάσταση της γερμανικής πίστωσης υπόκειται σε κατάλληλη διευθέτηση του γερμανικού χρέους που εξασφάλιζε σε όλους τους συμμετέχοντες μια δίκαιη διαπραγμάτευση, λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά προβλήματα της Γερμανίας» (2). Το διεκδικούμενο χρέος της Γερμανίας πριν από τον πόλεμο ανερχόταν σε 22,6 δισεκατομμύρια μάρκα με εκτοκισμό. Το χρέος μετά τον πόλεμο εκτιμήθηκε σε 16,2 δισ. μάρκα.
Στη διάρκεια της συμφωνίας του Λονδίνου στις 27 Φεβρουαρίου 1953 (3) τα ποσά μειώθηκαν σε 7,500 δισ. μάρκα για την πρώτη περίοδο και σε 7 δισ. μάρκα για τη δεύτερη (4). Σε ποσοστό, αυτό αντιπροσωπεύει μείωση κατά 62,6%. Επιπλέον, η συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής των πληρωμών για να επαναδιαπραγματευθούν οι όροι, αν συνέβαινε μια ουσιαστική αλλαγή που περιόριζε τη διαθεσιμότητα των πόρων (5).
Για να διασφαλιστεί ότι η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας έμπαινε πραγματικά σε επανεκκίνηση ώστε να αποτελεί ένα κεντρικό και σταθερό στοιχείο στο ατλαντικό μπλοκ ενώπιο του ανατολικού μπλοκ, οι Σύμμαχοι πιστωτές έκαναν πολύ σημαντικές παραχωρήσεις προς τις χρεωκοπημένες γερμανικές αρχές και εταιρείες που υπερβαίνουν κατά πολύ μια απλή μείωση του χρέους. Ξεκίνησαν με την αρχή ότι η Γερμανία θα έπρεπε να ήταν σε θέση να αποπληρώσει, διατηρώντας παράλληλα ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού. Αποπληρωμή χωρίς να φτωχαίνει.
9

German Debts Agreement signed in London
Για το σκοπό αυτό, οι πιστωτές δέχτηκαν:
1. ότι η Γερμανία θα πλήρωνε είτε στο εθνικό της νόμισμα, το μάρκο, είτε σε σκληρό νόμισμα (δολάρια, ελβετικά φράγκα, λίρες…).
2. ενώ στις αρχές του 1950, η χώρα εξακολουθούσε να έχει αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (η αξία των εισαγωγών ξεπερνούσε εκείνη των εξαγωγών), οι πιστώτριες δυνάμεις  δέχτηκαν ότι η Γερμανία θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές της και να παράγει δικά της προϊόντα, αντί να τα εισάγει. Συνεπώς,  επιτρέποντας στη Γερμανία να αντικαταστήσει τις εισαγωγές αγαθών με δική της παραγωγή, οι πιστωτές συμφωνούσαν να μειώσουν τις εξαγωγές τους προς αυτή. Με το 41% των γερμανικών εισαγωγών από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για την περίοδο 1950-51 και με το μερίδιο των άλλων πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στη διάσκεψη (Βέλγιο, Ολλανδία, Σουηδία και Ελβετία), το σύνολο ανήλθε στο  66%.
3. Τρίτον, οι πιστωτές επέτρεψαν στη Γερμανία να πωλεί τα προϊόντα της στο εξωτερικό, για να επιτύχει ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο.
Αυτά τα στοιχεία συγκεντρώνονται στην δήλωση που αναφέρθηκε παραπάνω:
«Η ικανότητα της Γερμανίας να πληρώσει τις δημόσιες και ιδιωτικές οφειλές της, δεν σημαίνει μόνο την ικανότητα να πραγματοποιεί τακτικές πληρωμές σε γερμανικά μάρκα χωρίς πληθωριστικές συνέπειες, αλλά επίσης ότι η οικονομία της χώρας μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, με βάση το παρόν ισοζυγίου πληρωμών της.
Ο υπολογισμός της ικανότητας αποπληρωμής της Γερμανίας απαιτεί να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα όπως:
1. η μελλοντική παραγωγική ικανότητα της Γερμανίας, ιδίως όσον αφορά την παραγωγική ικανότητα των εξαγωγών της, καθώς και η ικανότητα υποκατάστασης των εισαγωγών,
2. η δυνατότητα της πώλησης των γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό,
3. οι μελλοντικές πιθανές εμπορικές συνθήκες,
4. τα δημοσιονομικά και εσωτερικά οικονομικά μέτρα που θα απαιτηθούν για την διασφάλιση πλεονάσματος (superavit) από τις εξαγωγές».(6)
Περαιτέρω, σε περίπτωση διαφορών με τους πιστωτές, σε γενικές γραμμές, αρμόδια θα είναι τα γερμανικά δικαστήρια. Ρητά αναφέρεται ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, «τα γερμανικά δικαστήρια μπορούν να αρνηθούν την εκτέλεση […] απόφασης ενός αλλοδαπού δικαστηρίου ή Αρχής διαιτησίας». Τέτοια περίπτωση είναι όταν «η εκτέλεση της απόφασης αντιτίθεται προς τη δημόσια τάξη» (σελ. 12 της Συμφωνίας του Λονδίνου).
Άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο, η εξυπηρέτηση του χρέους προσδιορίζεται σε συνάρτηση με την ικανότητα της γερμανικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο της ανοικοδόμησης της χώρας και τα έσοδα από τις εξαγωγές.
Η σχέση μεταξύ της εξυπηρέτησης του χρέους και των εσόδων από τις εξαγωγές δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5%. Αυτό σημαίνει ότι η Δυτική Γερμανία δεν θα έπρεπε να ξοδεύει περισσότερο από το ένα εικοστό των εσόδων από τις εξαγωγές της για να εξυπηρετεί  το χρέος της. Στην πράξη, μόλις το 4.2% των εσόδων της από τις εξαγωγές θα πάνε στην εξυπηρέτηση του χρέους της (αυτό το ποσοστό ανήλθε το 1959). Έτσι και αλλιώς, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος του γερμανικού χρέους εξοφλήθηκε σε γερμανικά μάρκα, πράγμα που σημαίνει ότι η γερμανική κεντρική τράπεζα μπορούσε και εκδώσει νέο χρήμα, με άλλα λόγια, μπορούσε και έβαζε σε λειτουργία το τυπογραφείο νομίσματος (ή ρευστοποιούσε το χρέος). Επιπροσθέτως, εφαρμόστηκε ένα εξαιρετικό μέτρο: έγινε μια δραστική μείωση των επιτοκίων, τα οποία κυμάνθηκαν μεταξύ 0 και 5%.
Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις δωρεές σε δολάρια των ΗΠΑ προς τη Δυτική Γερμανία: 1,17 δισ. δολάρια με το σχέδιο Μάρσαλ μεταξύ 3 Απρ. 1948 και 30 Ιουνίου 1952 (ήτοι περίπου 10 δισ. σημερινά δολάρια) συν τουλάχιστον 200 εκατομμύρια δολάρια (περίπου 2 δις σημερινά) μεταξύ 1954 και 1961, κυρίως μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών (USAID).
Η Συμφωνία «2+4″
Η ικανότητα σύναψης «Συμφώνου Ειρήνης»- επήλθε το 1990, μετά την επανένωση της Γερμανίας όταν η τελευταία απέκτησε ενιαία νομικώς πολιτειακή υπόσταση και κυριαρχία. Και εδώ μπαίνουμε στην ουσία. Ο Kόλ για να αποφύγει το βάρος των αποζημιώσεων δεν υπέγραψε  «Σύμφωνο Ειρήνης», αλλά την ψευδεπίγραφη «Συμφωνία 2 + 4» μεταξύ των δυο Γερμανιών και των ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Γαλλίας και Αγγλίας. Γίνεται σήμερα γενικώς και επισήμως δεκτό –και de facto το έχει αποδεχθεί και η Γερμανία, αφού στη βάση αυτή στηρίζει την εν γένει κυριαρχία της- ότι το ως άνω Σύμφωνο επέχει τη θέση του «Συμφώνου Ειρήνης» που περιγράφει, κατά το Διεθνές Δίκαιο.Η Γερμανία λέει ότι, η «Συμφωνία 2 + 4»,επέχει τη θέση του «Συμφώνου Ειρήνης», αλλά η συμφωνία 2+4 παρακάμπτει τις αποζημιώσεις. Το «Σύμφωνο 2 + 4» καλύπτει, λόγω της νομικής φύσης του αλλά και γενικότητάς του, και τα μη συμβαλλόμενα πλην όμως παθόντα από την γερμανική κατοχή κράτη, όπως η Ελλάδα. Είναι δηλαδή νομικό κείμενο γενικής εφαρμογής». Οπότε μη φάτε έχουμε γλάρους που λέει και ο Σακάτης.
Η «Συμφωνία 2 + 4» είναι ειδική μεταξύ των 5 και όχι γενική, η Ελλάδα δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος και η ασυλία που παραχώρησαν οι 4 στους 2, δεν την αφορά. Και ιδίως δεν ρυθμίζει  το διμερές ζήτημα του δανείου λόγω της «γενικότητας» της.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις και οι διεκδικήσεις
Το 1958, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέπτεται τη Βόννη, όπου συναντάται με τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας, Κόνραντ Αντενάουερ και εξασφαλίζει έντοκο δάνειο 200 εκατ. μάρκων. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τότε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως αντάλλαγμα παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται από τα επίσημα κρατικά έγγραφα της Γερμανίας.
Το 1965, ο Ανδρέας Παπανδρέου, τότε βουλευτής της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, μεταβαίνει στη Βόννη και θίγει για πρώτη φορά επισήμως το ζήτημα των οφειλών. Προτού αρχίσουν οι συζητήσεις, στην Αθήνα ξεσπούν τα Ιουλιανά, η κυβέρνηση Παπανδρέου πέφτει και το θέμα μπαίνει στο συρτάρι.
Το 1989 πέφτει το Τείχος του Βερολίνου, η Γερμανία επανενώνεται και έτσι το βασικό επιχείρημα της χώρας περί διαίρεσης καταρρέει. Εντούτοις, ούτε και τότε δέχονται οι Γερμανοί να πληρώσουν.
Σιγή ιχθύος από την ελληνική κυβέρνηση.  Εξαίρεση αποτελεί η ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας της 14-11-1995, μέσω του πρέσβη της Ελλάδος στη Βόνη, Ιωάννη Μπουρλογιάννη-Τσαγγαρίδη, στον Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Hartmann, με την οποία εζητείτο η έναρξη διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο. Ο Γερμανός υφυπουργός απέρριψε το ελληνικό διάβημα με το επιχείρημα ότι «μετά πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιόπιστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα, το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό». Οι άλλες περιπτώσεις που αναφέρονται στα ελληνικά ΜΜΕ, όπως τι ψιθύρισε ο κ. Σαμαράς στον κ. Γκένσερ το 1991, ή ο κ. Σημίτης στον κ. Κολ το 1996, δεν στοιχειολογούν «κατηγορηματικές απαιτήσεις». «Κατηγορηματική απαίτηση» σημαίνει «διεθνείς οχλήσεις – εγγράφως και επισήμως».
http://www.propaganda.net.gr/global-news/%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CE%B7-%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BC%CF%86%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1-24-%CF%80%CE%BF%CF%85/