«Η τέχνη κάνει πράγματα με τα οποία ξεχνά κανείς το θάνατο. Όταν δεν τον ξεχνάς, είναι κακή η τέχνη, αποτυχημένη. Ακόμη μιλώντας για το θάνατο ξεχνούμε το θάνατο, ζούμε».
Γιάννης Τσαρούχης
Γιάννης Τσαρούχης
Ο Γιάννης Τσαρούχης δεν γεννήθηκε σαν σήμερα — και δεν γεννήθηκε καν το 1910· σύμφωνα με δική του δήλωση, γεννήθηκε στις 31/12/1909. Ως ημέρα γέννησής του αναφέρεται κατά κανόνα η 13η Ιανουαρίου 1910, δηλαδή γίνεται διόρθωση 13 ημερών σύμφωνα με το «νέο» (γρηγοριανό) ημερολόγιο, το οποίο, ωστόσο, εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από το 1923.
Ο Γιάννης Τσαρούχης στην είσοδο του σπιτιού του. Κοντά στο παράθυρο είχε τοποθετήσει έργο του με τρόπο που να αποθαρρύνει τους επίδοξους διαρρήκτες (Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη).
* * *
Ζωγραφική αυτοβιογραφία
(περιοδικό Λέξη, τχ. 7, Σεπτέμβρης ’81)
Είναι περιττό και ίσως δυσάρεστο για έναν που ζωγραφίζει να εξηγεί με λόγια, γράφοντας, τι θέλει να πει με τα έργα του.
Υποτίθεται ότι στα έργα του έχει πει όσα λέγονται ζωγραφικώς ενώ συγχρόνως έχει αποκρύψει όσα είναι άχρηστα στην έκφραση ενός ιδανικού. Συνήθως όταν λέμε ιδανικό, εννοούμε κάτι σαν άνυδρη και ξερή περιοχή κάπως παστεριωμένη. Το ιδανικό ενός καλλιτέχνη είναι η ίδια η ζωή σ’ ό,τι έχει πιο ουσιαστικό, και καθόλου μια πόζα. […] Αντί να εξηγήσω τι σημαίνουν και τι παριστάνουν τα έργα μου προτίμησα να διηγηθώ μέσα σε τι συνθήκες ζωής τα εζωγράφισα, αφήνοντας τα ταπεινά μου έργα να μιλήσουν μόνα τους για το τι σημαίνουν.
Δεν είναι πάντα τόσο άσχετη όσο νομίζουν μερικοί, η ζωή ενός ανθρώπου με τον τρόπο που εκφράζεται στην Τέχνη…
Γεννήθηκα στο τελευταίο πάτωμα ενός σπιτιού τρίπατου στην οδό Λουκά Ράλλη και βασιλέως Γεωργίου, στον Πειραιά. Όπως τα περισσότερα νέα σπίτια στον Πειραιά, ήταν νεοκλασικό. Όσο θυμάμαι, δύο μόνο δεν ήταν νεοκλασικά. Το ένα ήταν σαν μεσαιωνικό κάστρο και το άλλο Art Nouveau. Το τελευταίο γρήγορα μεταποιήθηκε για να συμμορφωθεί με τα άλλα.
Φυσικά υπήρχαν και τα μικρά παλιά σπίτια που ‘χαν αυλή και κάμαρες γύρω γύρω. Απέναντι στο σπίτι που γεννήθηκα ήταν το σπίτι της θείας μου, της αδελφής της μητέρας μου, που ήταν χήρα και πλούσια. Τα παιδιά της ήταν όλα μεγαλύτερα από μένα.
Στον Πειραιά έμενε και μια άλλη θεία που κατοικούσε στην οδό Πραξιτέλους που ‘χε δυο αγόρια και τρία κορίτσια που έκαναν παρέα μ’ ένα νεαρό, όχι και πολύ πλούσιο, που λεγόταν Σταύρος Νιάρχος.
Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σα να σεργιανίζεις σε μία γιγάντια σκηνογραφία με βράχια και ωραία σπίτια με αγάλματα και αετώματα. Όταν κάποτε είδα σ’ ένα βιβλίο γαλλικό την εικόνα ενός τοπίου του Κλωντ Λοραίν, ρώτησα αν ήταν ο Πειραιάς την παλιά εποχή.
Από τότε μικρό παιδί ρέμβαζα αυτά τα τέλεια κυμάτια κορινθιακά ή ιωνικά καμωμένα από τραβηχτό σοβά. Όλα αυτά τα πράγματα με γέμιζαν θαυμασμό και συγχρόνως πλήξη.
Η πρώτη εντύπωση που έχω από ζωγραφική παρατήρηση είναι η εξής: μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η ομοιότης των σχημάτων. Το ότι η μία τοιχογραφία, στην εκκλησία που παρίστανε τον Άγιο Παντελεήμονα μπούστο, ήταν η ίδια με το εικονισματάκι που κρεμόταν στα σίδερα του κρεβατιού μου. Αυτή η διαπίστωση μου έφερε χαρά και ταραχή. Μια άλλη «ανακάλυψη» ήταν το ότι στην τύχη έμαθα πως το γαλάζιο και το κίτρινο δίνουν πράσινο. Εκείνη την εποχή, σε ηλικία εφτά οχτώ ετών, μου άρεσε να ζωγραφίζω σε μεγάλες κόλλες χαρτί συχνά 70×100 πάντα με παστέλ. Πολλές φορές συνήθιζα να σχεδιάζω πάνω σ’ έναν μαυροπίνακα με την κιμωλία. Εχώριζα στα δύο τον πίνακα με μία γραμμή κάθετο και δεξιά σχεδίαζα εγώ και αριστερά ένα άλλο παιδί συνήθως η ξαδέλφη μου. Όταν τελειώναμε, ο πίνακας πήγαινε σηκωτός από τους δυο μας στην κουζίνα για να ερωτηθούν «οι δούλες» ποιο είναι το καλύτερο απ’ τα δύο.
Κατά κανόνα άρεσε συνήθως του αλλουνού και όχι το δικό μου. Για να μη στεναχωριέμαι η μαγείρισσα εύρισκε πάντα τρόπο να μάθει ποιο είχα κάνει εγώ και έλεγε πως το προτιμούσε για να μ’ ευχαριστήσει.
Τα πρώτα πρώτα «έργα» μου παρίσταναν αγίους με πρόσωπα κατάμαυρα σαν τις παλιές ασημωμένες εικόνες. Αυτό συνέβαινε για δυο σοβαρούς λόγους. Πρώτα γιατί δεν ήξερα, δεν μπορούσα να ζωγραφίσω ένα τέλειο πρόσωπο όπως επιθυμούσα και δεύτερο γιατί κατά σύσταση μιας άλλης ευλαβικής «δούλας» ήταν καλύτερο να μη παριστάνω πρόσωπα γιατί αυτά τα χαρτιά πετιόνταν κατά γης, πατιόνταν και στο τέλος κατέληγαν στα σκουπίδια, κι’ ήταν μεγάλη αμαρτία. Μη παριστάνοντας πρόσωπα, ήταν μικρότερη η «αμαρτία». Η ίδια αυτή «δούλα» η Μαριγώ είχε δει στον ύπνο της την Αγία Κυριακή κι’ ήταν καταματωμένη και με πληγές και την ρώτησε, πώς είσαι έτσι σ’ αυτό το χάλι Αγία Κυριακή, κι αυτή απάντησε: όταν σας βάζουν τ’ αφεντικά σας να ράβετε Κυριακή το πετσί μου τρυπιέται, όταν σιδερώνετε Κυριακάτικα το κρέας μου καίγεται και πονάω, όταν σκουπίζετε ξεμερδιέται η σάρκα μου, γι’ αυτό δεν πρέπει να δουλεύομε Κυριακή.
Αισθανόμουν από τότε ότι η εύτακτη οικογένειά μου έβλεπε σ’ αυτή την δραστηριότητά μου μόνο αιτία λερώματος και ακαταστασίας των δωματίων. Στο νέο σπίτι που πήγαμε, το 1917 αν θυμάμαι καλά, πάλι στην οδό Λουκά Ράλλη όλα τα ταβάνια ήταν ζωγραφισμένα από έναν Ιταλό ζωγράφο.
Τo δωμάτιο όπου έπαιζα ήταν η καθημερινή τραπεζαρία. Το ταβάνι του είχε ένα κεντρικό σχήμα ωοειδές μέσα στο οποίο ήταν ζωγραφισμένος ο Αδάμ και ο Θεός του Μιχαήλ Αγγέλου. Το ωοειδές σχήμα επλαισιώνετο από διάφορα κυμάτια και κοσμήματα σε οπτική απάτη σε γκρίζους τόνους. Στο δωμάτιο της μητέρας μου υπήρχε η αλληγορία της Ανοίξεως σ’ ένα μεγάλο στρογγυλό εγκόλπιο. Στην καλή τραπεζαρία μέσα σ’ ένα κύκλο πάλι το άρμα του Ηλίου προοπτικώς ιδωμένο κατά πρόσωπο. Όλα αυτά ήταν περιστοιχισμένα με ανάγλυφα που μου προξενούσαν σεβασμό και κατάπληξη αλλά και πλήξη. Πολύ αργότερα όταν εγνώρισα την γενεαλογία αυτών των διακοσμήσεων στην Ιταλία και στα ναπολεόντια ταβάνια άρχισα να τα καταλαβαίνω και να τα συμπαθώ.
Την αντιγραφή του Μιχαήλ Αγγέλου είχα την ευκαιρία να συγκρίνω με μια φωτογραφία του πρωτοτύπου που βρισκόταν σ’ ένα βιβλίο που ‘χε φέρει ο θείος μου Χρήστος απ’ τη Ρώμη. Ο θείος αυτός ήταν ένας εργένης μανιώδης για Όπερα, και χαρτοπαιξία κι’ είχε τρεις φωνογράφους διαφορετικού τύπου ο καθένας. Η αισθητική μου μόρφωση συνετελείτο εκείνη την εποχή από δύο γαλλικά περιοδικά. Το ένα ήταν η Illustration καi το άλλο η Vie Parisienne. To τελευταίο ήταν ένα περιοδικό ευπρεπώς πορνογραφικό που δημοσίευε ακουαρέλλες με ημίγυμνες γυναίκες. Ο ζωγράφος που προτιμούσα καλύτερα απ’ όλους τους άλλους του περιοδικού ήταν ένας Herouard.
[….] Ανεβαίνοντας στην Αθήνα με τη μητέρα μου εντύπωση μου έκαναν στο σταθμό Μοναστηρακίου κάτι μεγάλες διαφημίσεις ζωγραφισμένες στο χέρι καμωμένες απ’ την εταιρία GEO. Πολύ αργότερα έμαθα πως οι ωραίες αυτές διαφημίσεις ήταν αντίγραφα ή διασκευές από ξένα περιοδικά αντιγραμμένα από δύο εξαιρετικούς νέους ζωγράφους που λέγονταν ο ένας Κόντογλου και ο άλλος Παπαλουκάς.
Δεν παρέλειπα ποτέ να επαναλαμβάνω από μνήμης με παστέλ ό,τι είχα δει. Μετά το 1925 δύο άλλα περιοδικά με πληροφορούσαν για το Παρίσι, το Femina και το Vogue. Tα κουβαλούσαν οι ξαδέλφες μου μαζί με παρτιτούρες τραγουδιών της μόδας που τα παίζανε στο πιάνο και τα τραγουδούσανε. Στα σαλόνια της θειας μου σχεδιασμένα απ’ τον Τσίλλερ και επιπλωμένα απ’ τον στενό του συνεργάτη Χάιμαν συνέβαιναν παράταιρα πράγματα. Πότε έβλεπες ιεράρχες με επικαλύμμαυχα που η ευλαβής θεία μου εδέχετο με σέβας και υπερηφάνεια, ποτέ καλογήρους του Αγίου Όρους που έφερναν εικόνες των Ιωσαφαίων για πούλημα, πότε την ηθοποιό Κυβέλη κι ένα σωρό προξένους και πρεσβευτάς. Σ’ αυτό το σπίτι με τα πολυτελή χρυσοποίκιλτα ταβάνια και τους απαλόχρωμους ταμπλάδες των τοίχων δεν υπήρχαν έργα ζωγραφικής κρεμασμένα. Υπήρχαν μόνο φωτογραφίες φυσικού μεγέθους, αναρτημένες πολύ ψηλά κοντά στο ταβάνι με κορνίζες χρυσές με ωοειδή πασπαρτού περίτεχνα και χρυσοποίκιλτα. Υπήρχαν επίσης μεγάλες χρωμολιθογραφίες που παρίσταναν κοριτσάκια ή χανούμισσες με ξέπλεκα μαλλιά, στολισμένα με διαμαντένια μισοφέγγαρα. Ένα μόνο έργο ζωγραφικής υπήρχε που παρίστανε ένα στρατιώτη τρία τέταρτα με μαύρο φόντο. Άκουγα συνεχώς ότι σκοτώθηκε στον πόλεμο. Αργότερα κρεμάστηκαν έργα ζωγραφικής που πιθανόν προέρχονταν από χρέος ή ήσαν δώρα ευεργετηθέντος. Πολλά ήταν δουλεμένα με την σπάτουλα και άγνωστο γιατί τα έλεγαν γερμανική ζωγραφική.
Στο σπίτι αυτό, όπως είπα, εσύχναζαν πολλοί πρεσβευτές και πρόξενοι’ επίσης η ηθοποιός Κυβέλη και μετά μια ορισμένη εποχή η Ελένη Παπαδάκη. Στο σπίτι αυτό είδα δυο γάμους στα καταστόλιστα με τριαντάφυλλα σαλόνια του και τον πρώτο θάνατο της οικογενείας, της θείας μου. Μέσα στα ίδια σαλόνια ντυμένα με μαύρα τούλια και κορδέλλες πένθιμες και πολλά λουλούδια και ανθισμένες αμυγδαλιές.
Στο σπίτι της θείας μου εφιλοξενήθηκα από το 1920 ως το 1925 επειδή έλειπαν στο εξωτερικό οι γονείς μου. Ήταν η εποχή που άρχισα να ζωγραφίζω με κάποιες αξιώσεις. Εγκατέλειψα τα παστέλ που χρησιμοποιούσα ως τότε και άρχισα να ζωγραφίζω με ακουαρέλλα. Από τότε θυμάμαι δεν ζωγράφισα ποτέ μου με ευκολία και με αγωνία έπιανα τα πινέλα. Επήρα και μερικά μαθήματα, σχεδίου από ένα Γάλλο ζωγράφο που λεγόταν Πικ και ήταν ειδικευμένος για παιδιά. Νομίζω πως του ΄δωσα την εντύπωση πως ήμουν ανεπίδεκτος μαθήσεως και κάποτε σταμάτησα τα μαθήματα. Άρχισα να ζωγραφίζω πάντα με ακουαρέλλα πιο εντατικά και πιο σοβαρά από το 1926 που είχαν επιστρέψει οι γονείς μου και εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα στην οδό Ερμού κοντά στο Μοναστηράκι. Εζωγράφιζα πάντα απ’ το φυσικό νεκρές φύσεις ή τοπία κατά προτίμηση με κτίρια, αλλά και προσωπογραφίες. Εκείνη την εποχή έκανα την ακουαρέλλα που παριστάνει το σπίτι του χειρούργου Φωκά, όπου έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη. Θυμούμαι τα παιδιά, τον Γιώργο και την Ιωάννα. Στο ίδιο περιβόλι ήταν και το σπίτι που μέναμε. Κάποτε είδα σ’ αυτό το περιβόλι τον κυβιστή ζωγράφο Μετζενζέ που ‘χε παντρευτεί την κόρη του Φωκά.
Το αντίγραφο του Δαφνιού το είχα κάνει πριν φύγει η μητέρα μου για το εξωτερικό, θυμάμαι πως πήγαμε με αμάξι με άλογα το 1920 για να λειτουργήσουμε την εκκλησία, γιατί το Δαφνί λειτουργιόταν τότε. Τον παπά τον πήραμε μαζί μας με το αμάξι. Έμενε απέναντι απ’ το σπίτι μας σε μια μάντρα με πολλά δωμάτια, ήταν Κρητικός κι’ είχε δώδεκα παιδιά. Το δωδέκατο το ΄χε βαφτίσει ο Βασιλιάς. Είχε έναν αδελφό χωροφύλακα και συνήθιζε να λέει στη μητέρα μου: «Όσα δεν προφθαινω εγώ με την φοβέρα στην εκκλησία, τα αποτελειώνει ο αδελφός μου ο χωροφύλακας κι έτσι σας προστατεύουμε κι οι δυο απ’ τους κακοποιούς».
[….] Ένα άλλο είδος εντύπωση μου ‘χαν κάνει οι δυο μου επισκέψεις στο Δαφνί. Στη δεύτερη έκανα το αντίγραφο. Η ευχάριστη ταραχή που μου προξένησαν αυτά τα μωσαϊκά ήταν σαν μια πληγή που εδέχτηκα. Μια πληγή που ξαναμάτωσε όταν γνώρισα τον Κόντογλου και είδα τα εξαιρετικά αντίγραφα που είχε κάνει απ’ το Δαφνί και τον Όσιο Λουκά. Το 1927 ήδη μαθητής του Πολυτεχνείου που αργότερα ονομάστηκε ΑΣΚΤ (Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) πήγα να γνωρίσω τον Κόντογλου μαζί με την Κατίνα Λάσκαρη, σήμερα σύζυγο του Δημήτρη Φωτιάδη και τότε συμμαθήτριά μου. Μαζί μας ήταν και δύο άλλα παιδιά. Είχα πάρει μαζί μου να του δείξω μερικές ακουαρελλες και σχέδια. Ο Κόντογλου με αποπήρε και μου ‘πε καθαρά ότι τον απογοήτευσα: «Μου ‘παν ένα παιδί γεννημένο στον Πειραιά. Νόμιζα ότι ήσουν λαϊκό, παιδί που σχεδιάζει καράβια και καραγκιόζηδες. Και βλέπω ένα πληροφορημένο παιδί που ξεσηκώνει τα φιγουρίνια του Παρισιού». Μέρες και μήνες βάσταξε η στεναχώρια μου γιατί εθαύμαζα πολύ τον Κόντογλου. Είχε καταρρακώσει όλη μου την αστική περηφάνεια που δεν ήταν και πολύ στερεή. Η οικογένειά μου και το περιβάλλον της ακολουθούσαν τα υποδείγματα της Ευρώπης. Στις μόδες, στα εσώρουχα, στα καπέλα, στην αρχιτεκτονική, στα έπιπλα, στην μουσική, στην φιλολογία, σε όλα. Όλα έπρεπε να είναι ευρωπαϊκά, παριζιάνικα ιδίως. Τα λόγια του Κόντογλου, γιατί μου είχε πει πολλά, ξύπνησαν μέσα μου αλλοτινές επαφές και συναντήσεις απ’ την παλιά Ελληνική Τέχνη. Εξήγειραν ζωηρές εντυπώσεις απ’ τις ρεκλάμες του Δεδούσαρου του Καραγκιοζοπαίχτη, την πληγή απ’ τις πρώτες εντυπώσεις του Δαφνιού, θυμήθηκα τον παπά που ερχόταν κάθε πρώτη του μηνός να κάνει αγιασμό στο σπίτι ή παρακλήσεις στις δύσκολες στιγμές της οικογενείας ή κατά τον Δεκαπενταύγουστο. Άρχισα να δουλεύω διαφορετικά, να σκέπτομαι διαφορετικά, χωρίς ωστόσο να μαϊμουδίζω τον Κόντογλου. Αυτό θα γινόταν αργότερα.
[….] Εκείνη την εποχή, θα ‘μουν δεκαεννιά ετών, γνώρισα μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση. Αυτό που λένε έναν άτυχο έρωτα, κι’ αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω σιγά σιγά μη τρώγοντας καθόλου. Στους γονείς μου που τους παραξένευε το γεγονός πως δεν καθόμουν στο τραπέζι έλεγα πως είχα φάει πριν. Σιγά σιγά άρχισα να αδυνατίζω και να γεμίζω σπυριά από αβιταμίνωση νομίζω. Το 1930 αποφάσισα να σταματήσω την αυτοκτονία με την πείνα και πήγα να δουλέψω στον Κόντογλου όπως παν στο Μοναστήρι για να ξεχάσουν τα πριν. Γίνηκα ένας καλός βοηθός και ένας πειθαρχικός μαθητής. Συμμετείχα στους ενθουσιασμούς και στις δυσκολίες του – κι’ είχε πολλές – χωρίς να πάψω να φοιτώ στο Πολυτεχνείο. Με τον καιρό άρχιζα να τον κρίνω πιο γαλήνια, να βλέπω πιο καθαρά την προσπάθειά του, να τον κριτικάρω, αλλά πάντα να τον σέβομαι και να τον θαυμάζω. Εκείνη την εποχή βρήκα κι ένα γερο Αϊβαλιώτη για να μάθω να διαβάζω παρασημαντική. Ήταν πολύ καλός ψάλτης και συγχρόνως πουλούσε στην παράγκα του στον Βύρωνα κάρβουνα και ξύλα. Είχε δυο γιους, Ο ένας ήταν αστυφύλακας κι’ ο άλλος κλέφτης φυλακισμένος στην Θεσσαλονίκη. Η γυναίκα του, από σεμνοτυφία ίσως, την βυζαντινή μουσική την έλεγε Βαζαντινή.
[…]
Τον Πικιώνη και τον Παπαλουκά καθώς και τον Σταρτή Δούκα τούς γνώρισα μέσω του Βέλμου. Κι οι τρεις βρισκόντουσαν πάντα σε διαμάχη με τον Κόντογλου. Τον Παπαλουκά τον γνώρισα λίγο. Τον Πικιώνη και τον Δούκα πολύ περισσότερο, ιδίως τον Πικιώνη. Όλοι αυτοί ήταν δάσκαλοί μου που συχνά διαφωνούσαν μεταξύ τους και με τον Κόντογλου. Ο Πικιώνης με συμβούλεψε να πάω στο εργαστήριο του Παρθένη στο Πολυτεχνείο, ενώ έως τότε πήγαινα στου Βικάτου, από αντίδραση για τον ομόθυμο θαυμασμό στον Παρθένη. Είχα ως δασκάλους πριν πάω στα εργαστήρια, τον Θωμά Θωμόπουλο, τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, τον Μπισκίνη, ακόμα και τον Μποκατσιάμπη και τον Ιακωβίδη. Στο προκαταρκτικό που έμεινα μετεξεταστέος δύο χρόνια, ο Μαθιόπουλος και ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος δεν με χώνευαν χωρίς να ξέρω το γιατί. Αντίθετα ο Παρθένης μού έδωσε άριστα με δύο τόνους. […] Για τους περισσότερους μαθητές ο Παρθένης ήταν θεός άμεμπτος και τέλειος, για μένα και τον Διαμαντόπουλο, σεβαστός αλλά συζητήσιμος. […] Ο Διαμαντόπουλος συμπλήρωσε με τέλειο τρόπο όσα μου ‘χε μάθει ήδη ο Πικιώνης για τη Μοντέρνα Τέχνη. Μιλούσε με κατανόηση και σαφήνεια για τους σπουδαιότερους μοντέρνους σαν να είχε ζήσει χρόνια μαζί τους ενώ εκείνη την εποχή δεν είχε ταξιδέψει έξω καθόλου. Ο Διαμαντόπουλος δυνάμωσε τις αμφιβολίες μου για το αλάθητο του Κόντογλου. Και συνετέλεσε στο να πάψω να είμαι βοηθός του. […]
* * *
Δεν μπορεί να μαθαίνεται η τέχνη με το ζόρι
«Δεν ξέρω αν πρέπει να κάνουμε τη νεολαία (να είναι πιο ενημερωμένη και να εκτιμά περισσότερο την τέχνη). Πρέπει να βοηθήσουμε τη νεολαία που ενδιαφέρεται για την τέχνη να έχει μια πλήρη γνώση της τέχνης. Αλλά νομίζω ότι είναι αδικία να προσπαθούμε να μάθουμε αυτούς που δεν ενδιαφέρονται για τέχνη τι είναι τέχνη. Θέλω οι οπαδοί της τέχνης να είναι αυθόρμητοι και να έχουν αληθινή κλήση προς την τέχνη. Δεν νομίζω ότι πρέπει να υποχρεώσουμε τους ανθρώπους να εκτιμούν την τέχνη αν δεν το ‘χουν φυσικό τους αλλά μόλις δούμε ότι ενδιαφέρονται θα πρέπει να τους δίνουμε όλα τα μέσα γιατί αυτό θα δημιουργήσει υποκριτές και σνομπ ανθρώπους οι οποίοι θα γεμίζουν τα κενά της ζωής τους με υποκρισία περί τέχνης».
(Από αναδημοσίευση συνέντευξης του Γιάννη Τσαρούχη στον Γιώργο Γκιλσόν, Το Βήμα, 18/7/1999 — Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)
* * *
Προμετωπίδα για την ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη Ο ήλιος ο πρώτος, 1943
Ο Μένης Κουμανταρέας για τον Γιάννη Τσαρούχη
«..Θυμάμαι, στο Μετόχι του Αγίου Τάφου, το πρόσωπο του Τσαρούχη έντονα ροδαλό από φυσικού του, μα που τότε κοκκίνιζε σα να είχε πιει οκάδες ρετσίνα, με μάτια βαθιά μπλε στα οποία διαγράφονταν μια ανάλαφρη ειρωνεία, η ίδια ειρωνεία που διαπίστωνα όταν τον άκουγα να αφηγείται μια ιστορία, πράγμα που έκανε τους άλλους να γελούν, ενώ εκείνος έμενε ατάραχος. Έψελνε ένρινα, ανατολίτικα, όπως οι πρόσφυγες από τη Μικρασία, γιατί, όπως έλεγε, ήσαν οι μόνοι που είχαν διατηρήσει ακέραιη τη βυζαντινή παράδοση. ¨Ήταν εκστασιασμένος κι έμοιαζε πολύ με τους στρατευμένους νέους που στόλιζαν τους πίνακές του, σαν ένα παλικαράκι που είχαν φυτρώσει στους ώμους φτερούγες…»
(Από το περιοδικό Αντί, αρ. 203, 16 Απριλίου 1982 — Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)
* * *
Προμετωπίδα για την ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη Ο ήλιος ο πρώτος, 1963
Μάνος Χατζιδάκις: ο Γιάννης Τσαρούχης στη λειτουργία του Επιταφίου
«…Δε θα ξεχάσω ποτέ, σαν ήμουν 18 χρονών, μες στα δύσκολα για όλους χρόνια της γερμανικής κατοχής, τον Τσαρούχη, τριγυρισμένο από διαλεχτούς νέους μαθητάς του, να παρακολουθεί τη λειτουργία του επιταφίου, σ’ ένα μικρό εκκλησάκι της Πλάκας, κρατώντας μιαν αναμμένη λαμπάδα, με μιαν άνετη ευλάβεια, χωρίς τον ιουδαϊσμό των “τακτικών χριστιανών θαμώνων”, με μιαν ευλάβεια που λες και υπήρχε μέσα του χιλιάδες χρόνια, να ψάλλει “γνησίως βυζαντινά”, και συγχρόνως να ευφραίνεται τις μύριες προεκτάσεις ετούτης της στιγμής που ζούσε..».
(Από το περιοδικό Ζυγός, αρ.72-75, 1962 — Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)
Φωτογραφία του Γιάννη Τσαρούχη από τον Ανδρέα Εμπειρίκο στο Μαρούσι το 1972 — Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
* * *
Διάλογος Τσαρούχη και Τζιακομέτι
— Γιάννης Τσαρούχης: Τα έργα τέχνης που δείχνουν μη ολοκληρωμένα, τελειώνουν μόνα τους με τον καιρό.
— Αλμπέρτο Τζιακομέτι: Έχουμε την τάση να πιστεύουμε ότι το μέλλον τοποθετεί όλα τα έργα τέχνης μια για πάντα στη θέση τους. Πού; Πότε; Τίποτε δεν οριστικοποιείται, κάθε εποχή ανασύρει από το παρελθόν τις εποχές και τα έργα που τής είναι απαραίτητα.
Τσαρούχης και Τζιακομέτι στο Μιλάνο, 1961 (Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)
* * *
Επιμέλεια: Ελένη Κεχαγιόγλου, Γιώργος Τσακνιάς
Έρευνα-Αρχείο: Γιώργος Ζεβελάκης
Έρευνα-Αρχείο: Γιώργος Ζεβελάκης
https://dimartblog.com/2015/01/13/tsarouhis-auto-biography3/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου