Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Αγ. Νικολάου Καβάσιλα - Περί της εν Χριστώ ζωής (Απόσπασμα Λόγου Α : Η ένωση των πιστών με τον Χριστό)


 Η ένωση των πιστών με τον Χριστό


6. Πέρα όμως από όλα αυτά, όταν η ίδια η Ζωή, ο Χριστός, υπόσχεται στους πιστούς ότι θα είναι για πάντα μαζί τους, λέγοντας «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως τής συντελείας του αιώνος», τί άλλο χρειάζεται να σκεφθούμε; Ο Χριστός εξάλλου δεν έφερε στην γη τους σπόρους της ζωής ούτε έδωσε την φωτιά και το μαχαίρι και ευθύς αμέσως απήλθε αφήνοντας στους ανθρώπους την φροντίδα για την βλάστηση και την ανάπτυξη των φυτών, για το άναμμα τής φωτιάς και για την χρήση του μαχαιριού, αλλά ο Ίδιος είναι πράγματι πανταχού παρών «ενεργών εν ημίν και το θέλειν και το ενεργείν», όπως είπε ο μακάριος Παύλος. Και την φωτιά Αυτός την ανάβει και μας την προσφέρει, και το μαχαίρι Αυτός είναι που το κρατά. Και με έναν λόγο, όπως «ούτε η αξίνη έχει αξία χωρίς τον εργάτη πού την υψώνει», έτσι και κανένα αγαθό δεν μπορεί να αποκτηθεί από όσους δεν έχουν μαζί τους τον Πανάγαθο Θεό.

7.Και ακόμη, ο Κύριος δεν υποσχέθηκε στους πιστούς ότι θα είναι απλώς κοντά τους, αλλά και ότι θα μένη μαζί τους και μάλιστα, ότι θα εγκαταστήση μέσα τους μόνιμη κατοικία. Αλλά τί λέω, αφού ακόμη αναφέρεται ότι τόσο φιλάνθρωπα ενώνεται μαζί τους, ώστε να αποτελή με αυτούς «εν πνεύμα»; «Ο κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμα εστι», διακηρύσσει ο Απόστολος Παύλος. Και αλλού λέει: «Ίνα ήτε εν σώμα και εν πνεύμα, καθώς εγεννήθητε». Και όπως ακριβώς η φιλανθρωπία του Θεού είναι άρρητη και η αγάπη Του για το γένος μας ασύλληπτη από τον ανθρώπινο νου και ταιριαστή μόνον στην θεία αγαθότητα - γιατί αυτή είναι «η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν» -, έτσι και η ένωση του Θεού με τους αγαπημένους Του είναι επόμενο να υπερβαίνη κάθε ένωση και να μη συγκρίνεται με τίποτε.

8. Γι’ αυτό και η Αγία Γραφή δεν αρκέσθηκε σε Ένα μόνον παράδειγμα, αλλά χρησιμοποίησε πολλά, για να μπορέση να δηλώση αυτήν την συνάφεια Θεού και ανθρώπου. Έτσι, άλλοτε φέρνει ως παράδειγμα την σχέση οικίας και ενοίκου, άλλοτε της αμπέλου και του κλήματος, άλλοτε τού γάμου και άλλοτε την σχέση των μελών του σώματος και της κεφαλής. Κανένα όμως από τα παραδείγματα αυτά δεν εξισώνεται με την συνάφεια Θεού και ανθρώπου, γιατί μέσω αυτών δεν μπορούμε να φθάσουμε με ακρίβεια στην αλήθεια. Διότι η συνάφεια πρέπει να είναι ανάλογη προπάντων με την αγάπη. Τί θα μπορούσε όμως να εξισωθή με την αγάπη του Θεού;

9. Έπειτα, ακόμη και τα παραδείγματα που θεωρούνται ότι κατ’ εξοχήν φανερώνουν την συνάφεια και την ενότητα - ο γάμος δηλαδή και η συναρμογή των μελών με την κεφαλή -, και αυτά απέχουν πολύ από το να δηλώσουν την ένωση Θεού και ανθρώπου. Ο μεν γάμος δεν είναι δυνατόν να συνάψη τους συζύγους τόσο στενά, ώστε να υπάρχη και να ζή ο ένας μέσα στον άλλον, πράγμα που συμβαίνει στην ένωση του Χριστού και της Εκκλησίας. Γι’ αυτό ο θείος Απόστολος, όταν είπε για τον γάμο: «το μυστήριον τούτο μέγα εστιν», προσέθεσε: «λέγω δε εις Χρίστον και εις την Εκκλησίαν», θέλοντας να δείξη ότι τον θείο γάμο θαυμάζει και όχι τον ανθρώπινο. Τα μέλη πάλι του σώματος είναι συνημμένα με την κεφαλή και ζουν χάρη στην ένωση μαζί της και, αν χωρισθούν από αυτήν, πεθαίνουν. Αλλά είναι φανερό ότι και αυτά είναι περισσότερο συνημμένα με τον Χριστό παρά με την ίδια τους την κεφαλή, και η ζωή τους εξαρτάται περισσότερο από τον Χριστό παρά από την συναρμογή τους με την κεφαλή. Αυτό φάνηκε από την στάση των αγίων Μαρτύρων, οι οποίοι υπέμειναν ευχαρίστως τον διαμελισμό των σωμάτων τους, δεν ανέχθηκαν όμως ούτε να ακούσουν τον χωρισμό από τον Χριστό. Δέχθηκαν με αγαλλίαση τον χωρισμό των μελών από την κεφαλή τους, από τον Χριστό όμως δεν μπόρεσαν να χωρισθούν ούτε με μία τους λέξη.

10. Και δεν ανέφερα ακόμη το πιο παράδοξο: Με τί άλλο θα μπορούσε να ενωθή κανείς στενότερα παρά με τον εαυτό του; Και όμως η ένωση αυτή είναι ασθενέστερη από την ένωση με τον Χριστό. Καθένα δηλαδή από τα πνεύματα των αγίων είναι μεν ένα και το αυτό με τον εαυτό του, είναι όμως περισσότερο ενωμένο με τον Σωτήρα παρά με τον εαυτό του, γιατί αγαπά περισσότερο Εκείνον παρά τον εαυτό του. Το επιβεβαιώνει αυτό ο Απόστολος Παύλος, ο όποιος ευχόταν να χωρισθή από τον Χριστό χάριν της σωτηρίας των Ιουδαίων, για να αυξηθή η δόξα Εκείνου. Αν όμως η ανθρώπινη αγάπη είναι τόσο μεγάλη, την θεϊκή είναι αδύνατον να την συλλαβή κανείς. Γιατί, αν οι πονηροί άνθρωποι μπόρεσαν να δείξουν τόσο μεγάλη καλοκαγαθία, τί πρέπει, να πή κανείς για την αγαθότητα του Θεού;Αφού λοιπόν ο θείος έρωτας είναι τόσο υπερφυής, κατ’ ανάγκην και η συνάφεια με την οποία συνδέονται με τον Θεό όσοι Τον αγαπούν υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική και είναι αδύνατον να παραλληλισθή με κάποιο παράδειγμα.

Αρχαίο κείμενο

6. Καίτοι οὐ παρεῖναι τοῖς ἁγίοις ὁ Κύριος ἐπηγγείλατο μόνον, ἀλλὰ καὶ μένειν παρ’ αὐτοῖς, καί, ὃ τούτου μεῖζον, μονὴν ἐν αὐτοῖς ποιῆσαι. Καὶ τί λέγω, ὅπου γε καὶ ἑνοῦσθαι λέγεται αὐτοῖς οὕτω φιλανθρώπως ὥστε ἓν πνεῦμα μετ’ αὐτῶν εἶναι. «Ὁ γὰρ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι», καί· «Ἵνα ἦτε ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα καθὼς ἐγεννήθητε», Παύλου φωνή.

7. Καθάπερ γὰρ ἡ φιλανθρωπία ἄρρητος, καὶ ἡ περὶ τὸ ἡμέτερον γένος ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τὸν λόγον τὸν ἀνθρώπινον ὑπερβαίνει καὶ τῇ θείᾳ ἀγαθότητι μόνῃ προσῆκεν, αὕτη γάρ ἐστιν «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν», τὸν ἴσον τρόπον ἀκόλουθον καὶ τὴν πρὸς τοὺς φιλουμένους ἕνωσιν ὑπὲρ πᾶσαν ἕνωσιν εἶναι ἣν ἄν τις δύναιτο λογίσασθαι, καὶ πρὸς οὐδὲν παράδειγμα φέρειν.

8. Διὰ τοῦτο καὶ πολλῶν ἐδέησε τῇ Γραφῇ παραδειγμάτων, ὥστε δυνηθῆναι τὴν συνάφειαν ἐκείνην μηνῦσαι, ὡς οὐκ ἀρκοῦντος ἑνός. Καὶ νῦν μὲν ἔνοικον καὶ οἰκίαν εἰσάγει, νῦν δὲ ἄμπελον καὶ κλῆμα· καὶ νῦν μὲν γάμον, νῦν δὲ μέλη καὶ κεφαλήν· ὧν οὐδέν ἐστιν ἴσον ἐκείνῃ· οὐ γάρ ἐστι ἀπὸ τούτων τῆς ἀληθείας ἀκριβῶς ἐφικέσθαι. Μάλιστα μὲν γὰρ ἀνάγκη τῇ φιλίᾳ καὶ τὴν συνάφειαν ἀκόλουθον εἶναι· τί δ’ ἂν γένοιτο τῆς θείας ἀγάπης ἴσον;

9. Ἔπειθ’ ὅτι καὶ τὰ μάλιστα συνάφειαν καὶ ἑνότητα δεικνύναι δοκοῦντα, ὁ γάμος ἐστὶ καὶ ἡ τῶν μελῶν πρὸς τὴν κεφαλὴν ἁρμονία· ταῦτα δὲ παμπληθὲς εἴσω πίπτει, καὶ πολλοῦ δεῖ τὰ ὄντα δηλῶσαι. Καὶ γὰρ ὁ μὲν γάμος οὐκ ἂν οὕτω συνάψαι, ὡς ἐν ἀλλήλοις εἶναι καὶ ζῆν τοὺς συναπτομένους, ὅπερ ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἐκκλησίας συμβαίνει· ὅθεν ὁ θεῖος ἀπόστολος, εἰπὼν περὶ τοῦ γάμου «Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν», ἐπήγαγε· «λέγω δὲ εἰς Χριστὸν καὶ τὴν ἐκκλησίαν»· δεικνὺς οὐ τοῦτον ἀλλ’ ἐκεῖνον τὸν γάμον διὰ θαύματος ἄγων. Τὰ δὲ μέλη συνῆπται μὲν τῇ κεφαλῇ καὶ ζῇ τῷ συνῆφθαι καὶ διαιρεθέντα ἀποθνῄσκει· φαίνεται δὲ καὶ ταῦτα τῷ Χριστῷ συνημμένα μᾶλλον ἢ τῇ ἑαυτῶν κεφαλῇ, καὶ τούτῳ ζῶντα μᾶλλον ἢ τῇ πρὸς αὐτὴν ἁρμονίᾳ.


10. Καὶ τοῦτο δῆλον ἀπὸ μακαρίων μαρτύρων, οἳ τὸ μὲν ὑπέμειναν ἡδέως, τὸ δὲ οὐδὲ ἀκοῦσαι ἠνέσχοντο, καὶ τὴν μὲν κεφαλὴν ἀπέθεντο τὰ μέλη σὺν ἡδονῇ, τοῦ Χριστοῦ δὲ οὐδὲ μέχρι φωνῆς ἐδυνήθησαν ἀποστῆναι. Καὶ οὔπω λέγω τὸ καινότατον. Τί γὰρ ἂν ἄλλο συνάπτοιτο μᾶλλον ἢ αὐτὸ ἑαυτῷ; Ἀλλὰ καὶ αὕτη ἡ ἑνότης τῆς συναφείας ἐκείνης ἔλαττον ἔχει.

Πηγή: http://www.orthodoxfathers.com/ και
Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, «Περί της εν Χριστώ ζωής»,  έκδ. Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος» 
http://www.biblionet.gr/ και https://www.stamoulis.gr/
Ἡ σύνταξη τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἒγινε από τό Ιερόν Ησυχαστήριον                
« Ευαγγελιστής Ιωάννης ὁ Θεολόγος »
και  ἀποτελεί  εἰσαγωγή  τοῦ  έργου  «Περὶ  τῆς  ἐν  Χριστῷ  ζωῆς  Λόγοι  επτά»  του  Ἁγίου Νικόλαου Καβάσιλα ὅπως ἐκδόθηκε από αυτό στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης τό 2005.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας:  ἡ  ἐποχή,  ἡ  ζωὴ  καὶ  τὸ  ἔργο  του  «Περὶ  τῆς  ἐν  Χριστῷ
ζωῆς»

1. Ἡ ἐποχὴ 
Ὁ  14ος  αἰώνας,  κατὰ  τὸν  ὁποῖο  ἔζησε  ὁ  Ἅγιος  Νικόλαος  Καβάσιλας,  ἦταν  μία  ἐποχὴ κρίσιμη  γιὰ  τὴν  Βυζαντινὴ  Αὐτοκρατορία.  Οἱ  ὅλο  καὶ  πιὸ  ἀπειλητικοὶ  ἐξωτερικοὶ  ἐχθροὶ  ‐ Φράγκοι,  Σέρβοι,  Βούλγαροι  καὶ  Τοῦρκοι  ‐,  οἱ  συνεχεῖς  πόλεμοι,  οἱ  διαμάχες  γιὰ  τὸν αὐτοκρατορικὸ  θρόνο,  ἡ  κατάφωρη  κοινωνικὴ  ἀνισότητα,  τὰ  μεγάλα  οἰκονομικᾶ προβλήματα καὶ ἡ γενικώτερη κρίση τῶν ἀξιῶν μαρτυροῦσαν ὅτι ἡ αὐτοκρατορία βρισκόταν στὰ πρόθυρα τῆς καταρρεύσεως.
Μὲ τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ αὐτὴ ἀναταραχὴ συμβαδίζει καὶ ἡ πρόκληση τοῦ δυτικοῦ
ἀναγεννησιακοῦ  πνεύματος,  ποὺ  ἤδη  ἔχει  ἀρχίσει  νὰ  ἐμφανίζεται  σπερματικά,  καὶ  τοῦ ὁποίου  βασικὰ  χαρακτηριστικὰ  ἦταν  ὁ  αὐτονομημένος  ἀνθρωπισμός,  ποὺ  ἤθελε  τὸν ἄνθρωπο  ξεκομμένο  ἀπὸ  τὸν  Θεό,  ὁ  ὀρθολογισμός,  ποὺ  εἶχε  θεοποιήσει  τὴν  ἀνθρώπινη λογικὴ  καὶ  γνώση,  καὶ  ἡ  ἀποξένωση  τῆς  Θεολογίας  ἀπὸ  τὴν  βιωματικὴ  ἐμπειρία  τῆς Ἐκκλησίας.  Κύριος  ἐκφραστῆς  καὶ  φορέας  τοῦ  πνεύματος  αὐτοῦ  ἦταν  ὁ  Ἕλληνας  μοναχὸς Βαρλαὰμ ἀπὸ τὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας (1290‐1350), ὁ ὁποῖος ἀμφισβητώντας τὴν ἐμπειρία τῆς  θεοπτίας  καὶ  ἀποκλείοντας  τὴν  δυνατότητα  πραγματικῆς  κοινωνίας  τοῦ  ἀνθρώπου  μὲ τὸν  Θεὸ  στράφηκε  ἐναντίον  τῶν  ἡσυχαστῶν,  οἱ  ὁποῖοι  διὰ  τῆς  ἀσκητικῆς  πολιτείας,  τῆς λατρευτικῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς γίνονταν θεωροὶ τοῦ ἀκτίστου φωτός.
Τὴν  ὑπεράσπιση  τῶν  ἡσυχαστῶν,  ποὺ  οὐσιαστικὰ  ἦταν  ταυτόσημη  μὲ  τὴν  ὑπεράσπιση τῆς  ἐμπειρίας  τῆς  θεώσεως,  ἀνέλαβε  ὁ  Ἅγιος  Γρηγόριος  ὁ  Παλαμᾶς  (1296‐1359).  Ὁ  Ἅγιος Γρηγόριος ἐκφράζοντας ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ παράδοση δίδαξε ὅτι ὑπάρχει πραγματικὴ κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, διότι ὁ Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ποὺ εἶναι ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη, ἔχει καὶ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, ποὺ εἶναι προσιτὲς καὶ μεθεκτὲς ἀπὸ  τὸν  ἄνθρωπο.  Μὲ  τὴν  μετοχὴ  στὰ  Μυστήρια,  τὴν  ἀδιάλειπτη  προσευχὴ  καὶ  τὴν πνευματικὴ ἐργασία γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη οἱ Χριστιανοὶ μετέχουν στὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες καὶ θεώνονται.
Ἡ  θεολογικὴ  αὐτὴ  διαμάχη  ἦταν  οὐσιαστικὰ  ἡ  σύγκρουση  τῆς  Ὀρθόδοξης  παραδόσεως τῆς Ἀνατολῆς μὲ τὴν λογοκρατούμενη παράδοση τῆς Δύσεως.
Μέσα  σὲ  αὐτὸ  τὸ  πνευματικὸ  κλίμα  ἔζησε  ὁ  «σοφώτατος  καὶ  λογιώτατος  καὶ  τοῖς  ὅλοις ἁγιώτατος»1 Νικόλαος Καβάσιλας. Βαθειὰ θεμελιωμένος στὴν Ὀρθόδοξη πίστη, σοφὸς κατὰ Θεὸν  καὶ  κατὰ  κόσμον,  ἔμπειρος  στοὺς πνευματικοὺς  ἀγῶνες,  ζυμωμένος  μὲ  τὴν πατερικὴ παράδοση  καὶ  γνώστης  τῶν  προβληματισμῶν  καὶ  τῶν  φιλοσοφικῶν  ρευμάτων  τῆς  ἐποχῆς του, ἁπαντᾶ μὲ τὸν δικό του τρόπο στὶς προκλήσεις της. Δὲν ἔρχεται σὲ ἀνοικτὴ σύγκρουση μὲ  τοὺς  ἐχθρούς  της  Ὀρθοδοξίας,  ὅπως  ὁ  Ἅγιος  Γρηγόριος  ὁ  Παλαμᾶς,  ἀλλὰ  ἀθορύβως ἐργάζεται γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο κινδύνευε ἀπὸ τὰ ὑπόγεια ὕδατα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ. Κάτοχος τῆς σοφίας τοῦ κόσμου τούτου βρίσκει τὰ ὅριά της καὶ τονίζει ὅτι ἡ γνώση τοῦ  Θεοῦ εἶναι ἐμπειρικὴ καὶ
μᾶς τὴν δίνουν τὰ Ἱερὰ Μυστήρια. Στὸν  αὐτονομημένο  ἀνθρωπισμὸ  ἀντιπαραθέτει  τὸν  ἀναγεννημένο  ἀπὸ  τὴν  Χάρη  τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζώντας ἐν Χριστῷ γεύεται ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὴν μακαριότητα τῆς μελλούσης.

2. Βιογραφικὰ στοιχεῖα 
Λίγα στοιχεῖα ἀπὸ τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα γνωρίζουμε.
Παρόλο  ποὺ  ὁ  μεγάλος  αὐτὸς  Θεολόγος  ἔζησε  στὴν  Θεσσαλονίκη  καὶ  στὴν
Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπηρέασε βαθύτατα τὴν ἐποχὴ του συμβάλλοντας οὐσιαστικὰ στὴν ἑδραίωση  τῆς  νίκης  τῶν  ἡσυχαστῶν,  τὸ  μεγαλύτερο  μέρος  τῆς  προσωπικῆς  του  ζωῆς παρέμεινε στὴν ἀφάνεια. Δὲν εἶναι  γνωστὸ  οὔτε πότε ἀκριβῶς  γεννήθηκε  καὶ πέθανε  οὔτε ἂν  ἔγινε  μοναχὸς  ἢ  κληρικός.  Οἱ  λιγοστὲς  πληροφορίες  ποὺ  ἔχουμε  γιʹ  αὐτὸν  προέρχονται ἀπὸ  τὰ  ἔργα  του  καὶ  ἀπὸ  τὶς  ἱστορικὲς  πηγὲς  τῆς  ἐποχῆς  του,  διότι  ὁ  βίος  του  δὲν  ἔχει διασωθῆ ἀπὸ  κάποιον  βιογράφο.  Τὸ πνευματικὸ  ὅμως  βίωμα τοῦ Ἁγίου  ἔχει  διασωθῆ μέσα στὰ ἔργα του καὶ κυρίως στοὺς Λόγους του «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς».
Σύμφωνα  λοιπὸν  μὲ  τὶς  ὑπάρχουσες  πληροφορίες  ὁ  Ἅγιος  Νικόλαος  Καβάσιλας
γεννήθηκε στὴν Θεσσαλονίκη γύρω στὸ 1322/3 καὶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1392‐1397. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι, ἐπιφανεῖς καὶ ἐνάρετοι. Σὲ αὐτοὺς ὀφείλει τὴν χριστιανικὴ ἀγωγὴ  ποὺ  ἔλαβε  ἀπὸ  τὴν  παιδική  του  ἡλικία.  Ἡ  μητέρα  του  ἦταν  ἀδελφὴ  τοῦ Ἀρχιεπισκόπου  Θεσσαλονίκης  Νείλου  Καβάσιλα  (1361‐1363)  καὶ  μετὰ  τὸν  θάνατο  τοῦ συζύγου της ἔγινε μοναχὴ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας στὴν Θεσσαλονίκη. Ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῆς μητέρας του ἔλαβε καὶ τὸ ἐπώνυμο Καβάσιλας, ἐνῶ τὸ πατρωνυμικό του ἦταν Χαμαετός. Ὁ πατέρας του ἦταν ἄνθρωπος πιστὸς καὶ εὐσεβής, ὅπως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν ἀλληλογραφία  ποὺ  εἶχε  ὁ  Ἅγιος  μαζί  του  κατὰ  τὴν  περίοδο  τῶν  σπουδῶν  του  στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὰ πρῶτα του γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν Θεσσαλονίκη ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ θείου του
Νείλου Καβάσιλα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ἔτσι τὸ πνευματικὸ περιβάλλον μέσα στὸ ὁποῖο γαλουχήθηκε ὁ Ἅγιος ἦταν τὸ περιβάλλον τῶν ἡσυχαστῶν. Ἐξέχουσα θέση μέσα σὲ αὐτὸ κατεῖχε τότε ὁ Ἅγιος
Ἰσίδωρος,  μετέπειτα  Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως  (1347‐1350).  Μαθητὴς  τοῦ  Ἁγίου Γρηγορίου  τοῦ  Σιναῒτου (1255‐1346),  πατρὸς  καὶ  διδασκάλου  τῆς  ἡσυχίας,  ὁ  Ἅγιος  Ἰσίδωρος ζοῦσε κατὰ τὴν προτροπὴ ἐκείνου στὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἦταν ὁ πνευματικὸς καθοδηγητὴς τῶν  νέων.  Ὁ  Ἅγιος  Νικόλαος  σὲ  ἕνα  ἐπιτύμβιο  ἐπίγραμμα  ποὺ  τοῦ  ἀφιέρωσε  τὸν χαρακτηρίζει  «ἀγλαὸν  ἀρχιερέα», «ἀστέρα», «θεοειδή», «φῶς»2. Πνευματικὸς  δὲ Πατὴρ  τοῦ Ἁγίου ὑπῆρξε ὁ Δωρόθεος Βλατῆς, μαθητὴς καὶ πιστὸς ἀκόλουθος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ  καὶ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (1371‐1379). «Τὸν πατέρα μου ἐξαίρω, τὸν ἱερώτατο Βλατῆ· καὶ στὸ νεῦμα του μόνον εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπακούσω»3, γράφει ὁ Ἅγιος
σὲ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν κατὰ σάρκα πατέρα του.
Μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ  διδασκάλου καὶ θείου του Νείλου Καβάσιλα  ὁ Ἅγιος συνεχίζει τὶς
σπουδές  του  στὴν  Κωνσταντινούπολη (1335/7‐1342). Στὴν Σχολὴ τῆς  Φιλοσοφίας σπουδάζει τὰ  προβλεπόμενα  μαθήματα:  Θεολογία,  φιλοσοφία,  κλασικὰ  γράμματα,  ρητορική,  νομικὴ καὶ  φυσικὲς  ἐπιστῆμες.  Στὶς  ἐπιστολὲς  καὶ  στὶς  σύντομες  πραγματεῖες  ποὺ  ἀνήκουν  στὴν περίοδο αὐτὴ βλέπει κανεὶς τὸ συγγραφικό του χάρισμα, τὴν ἀγάπη του γιὰ τὰ γράμματα, τὸ κύρος τοῦ ἀνάμεσα στοὺς συνομηλίκους του, τὴν εὐλάβεια καὶ τὸ ἀγωνιστικό του πνεῦμα.
Πρὸς  τὸ  τέλος  τῶν  σπουδῶν  του  (1341)  δυὸ  γεγονότα  συγκλονίζουν  τὴν Κωνσταντινούπολη:  Ἡ  ἡσυχαστικὴ  ἔριδα  καὶ  ἡ  διαμάχη  μεταξὺ  Ἀλεξίου  Ἀποκαύκου  καὶ Ἰωάννου Στ΄  Καντακουζηνοῦ  γιὰ  τὴν  ἐπιτροπεία  τοῦ  χηρεύσαντος  αὐτοκρατορικοῦ  θρόνου μετὰ  τὸν  θάνατο  τοῦ  Ἀνδρονίκου  Γʹ  (1328‐1341).  Ὁ  Ἅγιος  Νικόλαος  Καβάσιλας  θὰ  σταθῆ ἀκόλουθος  τοῦ  Ἁγίου  Γρηγορίου  τοῦ  Παλαμᾶ  καὶ  συνεργάτης  τοῦ  φίλου  τῶν  ἡσυχαστῶν Καντακουζηνοῦ.
Ὅταν  ἐπιστρέφη  ὁ  Ἅγιος  τὸ  1312  στὴν  Θεσσαλονίκη,  βρίσκει  νὰ  ἐπικρατῆ  μεγάλη
πολιτική,  κοινωνικὴ  καὶ  θρησκευτικὴ  ἀναστάτωση.  Τὴν  πόλη  κατεῖχαν  οἱ  Ζηλωτές,  ποὺ ἐξήγειραν  τὸν  λαὸ  σὲ  ἔνοπλη  ἐπανάσταση  κατὰ  τῶν  εὐγενών4.  Σὲ  μία  προσπάθεια  εἰρηνεύσεως  οἱ  εὐγενεῖς  της  Θεσσαλονίκης  στέλνουν  τὸν  Ἰούλιο  τοῦ  1345  τὸν  Νικόλαο Καβάσιλα  μαζὶ  μὲ  ἕναν  ἄλλο  Θεσσαλονικέα,  τὸν  Γεώργιο  Φαρμάκη,  στὴν  Βέροια,  γιὰ  νὰ παραδώσουν  τὴν  Θεσσαλονίκη  στὸν  υἱὸ  καὶ  ἀντιπρόσωπο  τοῦ  Καντακουζηνοῦ  Μανουήλ.
Ἀντὶ ὅμως νὰ ἐπικρατήση εἰρήνη, ἀκολουθεῖ φοβερὴ σφαγὴ τῶν εὐγενῶν της Θεσσαλονίκης ἀπὸ  τοὺς  Ζηλωτές.  Ἐλάχιστοι  σώθηκαν,  ἀνάμεσα  στοὺς  ὁποίους  καὶ  ὁ  Ἅγιος,  τὸν  ὁποῖο ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ἔκρυψαν μέσα σὲ πηγάδι.
Μετὰ τὴν ἀνέλπιστη σωτηρία του γράφει «Εὐχὴν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἴησοῦν Χριστὸν τὸν Μονογενῆ Υἱόν του Θεοῦ καὶ Λόγον»5. Ἢ προσευχὴ αὐτὴ περιέχει  δοξολογία στὸν Θεὸ γιὰ τὶς  ἄπειρες  εὐεργεσίες  Του  πρὸς  τὸ  ἀνθρώπινο  γένος  καὶ  καταλήγει  σὲ  μία  γεμάτη  πόνο ἱκεσία γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου: «... Δεόμεθά σου, φιλάνθρωπε, ἔπιδε ἐπὶ τὸν  λαόν  σου  καὶ  τὴν  κληρονομίαν  σου  καὶ  βράβευσον  εἰρήνην  τῇ  πολιτείᾳ  σου...  δὸς  τοῖς βασιλεῦσι τὸ κρῖμα σου, λῦσον τάς ἐμφυλίους μάχας, στῆσον τὴν κατέχουσαν ἡμᾶς ζάλην, παῦσον τοὺς πολέμους  καὶ τοὺς  κοινοὺς τούτους  καὶ τοὺς  ἰδία ἐκάστω παρὰ τῶν  δαιμόνων ἐγειρομένους•  γενοῦ  πᾶσι  βοηθὸς  τοῖς  ἐπικαλουμένοις  τὸ  ὄνομά  σου  καὶ  ἂφες  ἡμῖν  τᾶς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ στήριξον ἡμᾶς ἐν ταῖς ἐντολαῖς σου...».
Ὕστερα ἀπὸ τὰ δραματικὰ ἐκεῖνα γεγονότα ὁ Ἅγιος σκύβει μὲ εὐαισθησία καὶ κατανόηση στὰ  κοινωνικὰ  προβλήματα  ποὺ  προκάλεσαν  τὰ  ἐγκλήματα  αὐτὰ  καὶ  ἀναζητεῖ  λύσεις.  Σὲ δυὸ  πραγματεῖες  του  καυτηριάζει  τὴν  τοκογλυφία  καὶ  τὶς  ἀδικίες  τῶν  «ἀπανθρώπων» πλουσίων,  ποὺ  ὁδήγησαν  τὸν  λαὸ  στὴν  φτώχεια  καὶ  στὴν  βιαιότητα,  καὶ  προτείνει  τοὺς νόμους  ποὺ  θὰ  μποροῦσαν  νὰ  ἀνακουφίσουν  τοὺς  δυστυχισμένους  αὐτοὺς  ἀνθρώπους6.
Μέσα  σὲ  αὐτὲς  διακρίνει  κανεὶς  τὴν  εὐσπλαγχνία  του  Ἁγίου  καὶ  τὸν  ζῆλό  του  γιὰ  τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀλήθεια.
Τὸ  1347  λήγει  ἡ  διαμάχη  Ἀποκαύκου  καὶ  Καντακουζηνοῦ  καὶ  ὁ  δεύτερος  στέφεται
αὐτοκράτορας. Ἡ νίκη τοῦ Καντακουζηνοῦ ἦταν συγχρόνως καὶ νίκη τῶν ἡσυχαστῶν. Μέσα σὲ  αὐτὸ  τὸ  κλίμα  τῆς  εἰρηνεύσεως  καὶ  τοῦ  θριάμβου  τῆς Ὀρθοδοξίας  ὁ  νέος  αὐτοκράτορας ἐκτιμώντας τὴν προσωπικότητα τοῦ Νικολάου Καβάσιλα τὸν προσκαλεῖ μέσω τοῦ παιδικοῦ του  φίλου Δημητρίου  Κυδώνη  στὴν  Κωνσταντινούπολη  ὡς  σύμβουλό  του.  Γιὰ  ἑπτὰ  χρόνια, ἀπὸ τὸ 1347 ἕως τὸ 1354, ὁ Ἅγιος διατελεῖ σύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορος Καντακουζηνοῦ. Τὸ φθινόπωρο  τοῦ  1347  συνοδεύει  τὸν  νεοεκλεγέντα  Ἀρχιεπίσκοπο  Θεσσαλονίκης  Ἅγιο Γρήγόριο Παλαμᾶ στὴν ἕδρα του. Φθάνουν στὴν Θεσσαλονίκη διὰ θαλάσσης, ἀλλά, ἐπειδὴ οἱ Ζηλωτὲς  ἐμποδίζουν  τὴν  εἴσοδό  τους  στὴν  πόλη  κατευθύνονται  στὸ  Ἅγιον Ὅρος,  ὃπου παραμένουν ἕναν χρόνο καὶ κατόπιν ἐπιστρέφουν στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὸ  1349  ὁ  Ἅγιος  Νικόλαος  μαζὶ  μὲ  τὸν  αὐτοκράτορα  Καντακουζηνὸ  καὶ  τὸν  Δημήτριο Κυδώνη  ἀποφασίζουν  νὰ  ἀκολουθήσουν  τὴν  μοναχικὴ  ζωή,  ἀλλὰ  ἡ  ἐπιθυμία  τους  δὲν πραγματοποιεῖται.  Τὸ  1354  ὁ  Ἰωάννης  Ἐʹ  Παλαιολόγος  ὑστέρα  ἀπὸ  διαμάχη  μὲ  τὸν Καντακουζηνὸ καταλαμβάνει μὲ τὴν βοήθεια τῶν Δυτικῶν τὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο, καὶ ὁ Καντακουζηνὸς  ἐγκαταλείπει  τὸν  κόσμο  καὶ  γίνεται  μοναχός.  Ἀπὸ  τότε  ὁ  Νικόλαος Καβάσιλας δὲν φαίνεται νὰ ἀσχολῆται μὲ τὰ δημόσια πράγματα.
Ἀπὸ  τὴν  τελευταία  αὐτὴ  περίοδο  τῆς  ζωῆς  του  προέρχονται  τὰ  περισσότερα  καὶ
σπουδαιότερα  ἔργα  του:  Οἱ  Λόγοι  «Περὶ  τῆς  ἐν  Χριστῷ  ζωῆς»,  ἡ  «Ἑρμηνεία  εἰς  τὴν  θείαν Λειτουργίαν»,  τρεῖς  ἐξηγητικὲς  πραγματεῖες  στὶς  ὁράσεις  τοῦ  Προφήτου  Ἰεζεκιὴλ  καὶ  οἱ Λόγοι  του  στὰ  Πάθη  καὶ  στὴν  Ἀνάληψη  τοῦ  Κυρίου,  καθὼς  καὶ  στὸ  Γενέθλιο,  τὸν Εὐαγγελισμὸ  καὶ  τὴν  Κοίμηση  τῆς  Θεοτόκου.  Οἱ  Λόγοι  «ΙΙερί  τῆς  ἐν  Χριστῷ  ζωῆς»  καὶ  ἡ  «Ἑρμηνεία  εἰς  τὴν  Θείαν  Λειτουργίαν»  εἶναι  τὰ  πιὸ  ὥριμα  ἔργα  τοῦ  Ἁγίου  καὶ  τὸν ἀναδεικνύουν  διδάσκαλο  τῆς  πνευματικῆς  ζωῆς  καὶ  ἔγκυρο  ἑρμηνευτή  τῆς  θείας Λειτουργίας.
Τὰ  τελευταῖα  βιογραφικὰ  στοιχεῖα  τὰ  λαμβάνουμε  ἀπὸ  ἐπιστολὴ  ποὺ  τοῦ ἀπευθύνει  ὁ ὑπέρμαχος  τῆς  Ὀρθοδοξίας  Ἰωσὴφ  Βρυέννιος7 (1350‐1431).  Στὴν  ἐπιστολὴ  αὐτὴ  ὁ  ἱερὸς Καβάσιλας ἐμφανίζεται σὲ προχωρημένη ἡλικία νὰ ἀγωνίζεται ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦταν ἡ  ἐποχὴ  τῆς  διαμάχης  ἑνωτικῶν  καὶ  ἀνθενωτικῶν,  καὶ  ὁ  Πατριάρχης  Φιλόθεος  Κόκκινος προσπαθοῦσε  νὰ  στηρίξη  τὸν  λαὸ  στὴν  Ὀρθόδοξη  πίστη,  ἐνῶ  ὁ  αὐτοκράτορας  Ἰωάννης  Ἐʹ Παλαιολόγος  μὲ  συνεργάτη  του  τὸν  Δημήτριο  Κυδώνη  καὶ  ἄλλους  ἀξιωματούχους βρίσκονταν στὴν Δύση διαπραγματευόμενοι τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν.
Στὴν  ἐπιστολὴ  του  ὁ  Βρυέννιος  σκιαγραφεῖ  τὴν  σεπτὴ  μορφὴ  τοῦ  Ἁγίου  καὶ  τὴν
ἐγκωμιάζει. Ἐξαίρει τὴν σοφία καὶ τὴν σύνεση του, τὸν χαρακτηρίζει σοφὸ καὶ μακάριο ὄχι μόνο  γιὰ  τὴν  φιλόθεο  ζωή  του,  ἀλλὰ  κυρίως  γιατί  ἀνήκει  στὴν  «ἀκίβδηλον  καὶ  γνησίαν» μερίδα  τῶν  Χριστιανῶν  καὶ  φυλάσσει  «τὴν  ἐκ  τῶν  πατέρων  εὐσέβειαν  ἀπαραποίητον».
Διάχυτα στὴν ἐπιστολὴ εἶναι τὰ αἰσθήματά του, θαυμασμοῦ  καὶ ἀγάπης: «Ποιὸς  δὲν θὰ σὲ θαυμάοη για τις ἀρετές σου; Ποιὸς δὲν θὰ σὲ ἀγαπήση; Σὲ ἀγαπᾶμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς, ἀλλὰ πρὶν  ἀπὸ  ἐμᾶς  σὲ  ἀγαπᾶ  ὁ  Θεός,  ἐσένα  τὴν  ἀγαπητὴ  σὲ    Ἐκεῖνον  ψυχή,  ἡ  ὁποία  Τὸν  ἔχει μιμηθῆ στὴν φιλανθρωπία».
Δυστυχῶς,  δὲν  ἒχοῦμε  περισσότερα  στοιχεῖα  γιὰ  τὴν  ζωὴ  καὶ  τοὺς  ἀγῶνες  τοῦ  Ἁγίου. Εἶναι  ὡστόσο  φανερὸ  ὅτι  ἡ  ζωή    του  ὑπῆρξε  ἀφ’    ἐνὸς  μὲν  πολυκύμαντη  λόγω  τῶν ἐκκλησιαστικῶν  καὶ  πολιτικῶν  προβλημάτων  τῆς  ἐποχῆς  του,  ἀφʹ  ἑτέρου  δὲ  σεμνὴ  καὶ ἀθόρυβη.  Τὸ  χαρακτηριστικό  του  Ἁγίου  Νικολάου  Καβάσιλα  ἦταν  ἀκριβῶς  αὐτό:
Ἀγωνίσθηκε «ὑπὲρ τῆς εὐσέβειας» μὲ πραότητα καὶ διακριτικότητα. Ἴσως αὐτὸς νὰ ἦταν καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους ποὺ οἱ ἀγῶνες του ἔμειναν στὴν ἀφάνεια.
Ἡ Ὄρθοδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη του στὶς 20 Ἰουνίου.

3. Τὸ ἔργο «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς»
Τὰ  συγγράμματα  τοῦ  Ἁγίου  Νικολάου  Καβάσιλα  ἀποτελοῦν  κατὰ  τὸν  Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως  Γεννάδιο  Σχολάριο (1400‐1472)  κόσμημα  τῆς  Ἐκκλησίας  τοῦ  Χριστοῦ: «Τὰ  συγγράμματα  τοῦ  Νικολάου  κόσμος  εἰσὶ  τῇ  τοῦ  Χριστοῦ  Ἐκκλησίᾳ,  τὰ  τε  ἂλλα  καὶ  οἱ περὶ  τῆς  ἐν  Χριστῷ  ζωῆς  αὐτῷ  συγγραφέντες  λόγοι,  ἐν  οἷς  πᾶσιν  οὐ  μόνον  εὐσέβειαν  καὶ θεολογικὴν  ἐπιστήμην  ἔδειξεν  ἔχων  ὑπερφυῶς,  ἀλλὰ  καὶ  τέχνη  καὶ  χάριτι  ρητορικὴ  πρὸς τοὺς πρώτους, καὶ ἐν αὐτοῖς τοῖς Ἐλλησι διαμιλλώμενος»8.
Στοὺς  ἑπτὰ  λόγους  τοῦ  «Περὶ  τῆς  ἐν  Χριστῷ  ζωῆς»  ὁ  ἱερὸς  συγγραφέας  περιγράφει  καὶ ἀναλύει τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ὅπως γεννιέται, καλλιεργεῖται καὶ ἀναπτύσσεται πρωτίστως μὲ τὴν  Χάρη  τοῦ  Θεοῦ,  ποὺ  λαμβάνεται  διὰ  τῶν  Μυστηρίων,  ἀλλά  καὶ  μὲ  τὴν  ἀνθρώπινη συνεργία. Ἢ περιγραφὴ αὐτὴ γίνεται μὲ τρόπο τόσο συστηματικὸ καὶ  ὁλοκληρωμένο, ὥστε νὰ  ἀποτελῆ  μία  ἄριστη  χειραγωγία  στὴν  χριστιανικὴ  ζωή.  Ὁ  Ἅγιος  ἀπευθύνεται  στοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς ἐξηγεῖ τί ἔλαβαν ἀπὸ τὰ Μυστήρια καὶ πὼς ὀφείλουν νὰ πολιτευθοῦν, γιὰ νὰ μὴν προδώσουν τὸν θησαυρὸ αὐτόν.
«Ἡ  ἐν  Χριστῷ  ζωὴ  φύεται  μὲν  ἐν  τῶδε  τῷ  βίῳ  καὶ  τάς  ἀρχὰς  ἐντεῦθεν  λαμβάνει•
τελειοῦται  δὲ  ἐπὶ  τοῦ  μέλλοντος» (Αʹ  1).  Μὲ  αὐτὴν  τὴν  φράση  ξεκινᾶ  ὁ  πρῶτος  λόγος,  ὁ ὁποῖος  ἐξηγεῖ  πὼς  διὰ  τῆς  θείας  Οἰκονομίας  ἑνώθηκε  ὁ  ἐπίγειος  κόσμος  μὲ  τὸν  οὐράνιο,  ἡ παροῦσα ζωὴ μὲ τὴν μέλλουσα, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό. Τὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας εἶναι κατὰ τὸν  ἱερὸ συγγραφέα οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ, τὰ  «παράθυρα  ἀπὸ  τὰ  ὁποία  εἰσέρχεται  στὸν  σκοτεινὸ  τοῦτο  κόσμο  ὁ  Ἥλιος  τῆς δικαιοσύνης» (Αʹ 19). Ἡ καινὴ ζωὴ ποὺ χάρισε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο ὀνομάζεται ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Καβάσιλα μυστηριακὴ ζωὴ καὶ βιώνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. «Σημαίνεται δὲ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς Μυστηρίοις, λέει χαρακτηριστικά, οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἄλλως ἐν καρδίᾳ μέλη καὶ ὡς ἐν
ρίζῃ  φυτοῦ  κλάδοι  καί,  καθάπερ  ἒφη  ὁ  Κύριος,  ὡς  ἐν  ἀμπέλῳ  κλήματα»9.  Ἡ  Ἐκκλησία δηλαδὴ φανερώνεται καὶ ἐκφράζεται στὰ Μυστήρια, τὰ ὁποῖα δὲν ἀποτελοῦν ἁπλὰ σύμβολα, ἀλλὰ εἶναι ὅπως εἶναι τὰ μέλη σὲ σχέση μὲ τὴν καρδιά, ὅπως εἶναι τὰ κλαδιὰ ἐνὸς δένδρου ἢ τὰ κλήματα τῆς ἀμπέλου.
Οἱ τρεῖς ἑπόμενοι λόγοι ἀναφέρονται στὰ τρία Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ ἐξηγοῦν πὼς τὸ καθένα ἀπὸ αὐτά μας κάνει μετόχους στὴν ἐν Χριστῷ  ζωή.  Τὸ  Βάπτισμα  ὡς  μετοχὴ  στὸν  θάνατο  καὶ  στὴν  ἀνάσταση  τοῦ  Χριστοῦ  εἶναι γέννηση πνευματικὴ καὶ ἀρχὴ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἡ Χάρη τοῦ Βαπτίσματος ἀνακαινίζει τὸ ἀμαυρωμένο  ἀπὸ  τὸ  προπατορικὸ  ἁμάρτημα  «κατʹ  εἰκόνα»  καὶ  καθιστᾶ  τὸν  βαπτιζόμενο μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. «Ὁ βαπτιζόμενος γεννιέται καὶ πλάθεται μέσα στὸ φῶς τῆς ἡμέρας,  ὅπως  εἶπε  ὁ  Δαβὶδ  (Βλ.  Ψάλμ. 138, 16),  δέχεται  τὴν  ὡραία  σφραγίδα,  γίνεται  ἀπὸ σκοτάδι φῶς, περνᾶ ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, γίνεται φίλος καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁδηγεῖται ἀπὸ τὸ δεσμωτήριο καὶ τὴν ἐσχάτη δουλεία στὸν βασιλικὸ θρόνο» (Βʹ 30). Τὸ Χρίσμα
εἶναι τὸ Μυστήριο ποὺ παρέχει στὸν ἀναγεννημένο ἄνθρωπο τὴν πνευματικὴ ἐνέργεια καὶ
κίνηση,  ἐπειδὴ  τοῦ  χορηγεῖ  τὸ  Ἅγιο  Πνεῦμα.  Τέλος,  ἡ  θεία  Εὐχαριστία  τρέφει  τὰ  μέλη  τοῦ σώματος  τοῦ  Χριστοῦ  καὶ  τὰ  διατηρεῖ  στὴν  ζωή.  Ἔτσι  ὁ  ἄνθρωπος  γίνεται  σύσσωμος  καὶ σύναιμος μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μέτοχος στὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνιο ζωή Του.
Ἀκολουθεῖ  ὁ  πέμπτος  λόγος,  ὁ  ὁποῖος  ἀναφέρεται  στὸν  καθαγιασμὸ  τοῦ  ἱεροῦ
Θυσιαστηρίου  καὶ  στὸν  ἐγκαινιασμὸ  τοῦ  Ναοῦ.  Ὁ  ἱερὸς  συγγραφέας  ἀπὸ  τὴν  ἀρχὴ
δικαιολογεῖ  τὴν  παρεμβολὴ  τοῦ  λόγου  αὐτοῦ  διευκρινίζοντας  ὅτι  τὸ  ἱερὸ Θυσιαστήριο ἀποτελεῖ τὴν ἀφετηρία ὅλων τῶν Μυστηρίων.
Γιὰ  νὰ  καρποφορήση  ὅμως  ἡ  Χάρη  τῶν  Μυστηρίων  εἶναι  ἀπαραίτητη  καὶ  ἡ  ἀνθρώπινη συνεργία,  ἡ  συνεισφορὰ  δηλαδὴ  τοῦ  ἀνθρώπου.  Ὁ  Ἅγιος  Νικόλαος  Καβάσιλας  τὴν προσδιορίζει  μὲ  ἐξαιρετικὴ  σαφήνεια: «Ἡ  μόνη  μας  συνεισφορὰ  στὴν  ἐν  Χριστῷ  ζωὴ  εἶναι αὐτή:  Νὰ  διατηρήσουμε  τὶς  δωρεὲς  ποὺ  λάβαμε  καὶ  νὰ  μὴν  πετάξουμε  τὸ  στεφάνι  ποὺ  μὲ πολλοὺς ἵδρωτες καὶ πόνους ἔπλεξε γιὰ μᾶς ὁ Θεός» (αʹ 56). Πρόκειται γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς, ἡ  ὁποία ἀποτελεῖ φανέρωση τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὴν τὴν ἐργασία ἐξετάζει ὁ ἱερὸς συγγραφέας στοὺς δυὸ τελευταίους λόγους τοῦ ἔργου
του, στοὺς ὁποίους κάνει μία βαθειὰ ἀνάλυση τῆς κατὰ Θεὸν ζωῆς συνυφαίνοντας τὴν πράξη μὲ τὴν θεωρία καὶ καλύπτοντας τὰ βασικὰ στάδια τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Ἐκεῖνοι λοιπὸν ποὺ ἀγωνίζονται κατὰ τῶν παθῶν βρίσκουν στοὺς λόγους αὐτοὺς τὸν τρόπο τῆς καθάρσεως.
Ἐκεῖνοι  ποὺ  ἔχουν  καθαρθῆ  ἀπὸ  τὰ  πάθη  μυοῦνται  στὴν  ἐργασία  τῆς  τηρήσεως  τοῦ θελήματος  τοῦ  Θεοῦ  καὶ  στὴν  ἀπόκτηση  τῶν  ἀρετῶν.  Ὅσοι  τέλος  ἔχουν  φθάσει  στὴν τελειότητα  καὶ  τηροῦν  τὶς  θεῖες  ἐντολὲς  ὡς  τέκνα Θεοῦ,  ἀπὸ  ἀγάπη  γιὰ  τὴν  ἀρετὴ  καὶ  τὸν Θεό,  καὶ  ὄχι  ὡς  δοῦλοι  ἢ  μισθωτοί,  ἀπὸ  φόβο  ἢ  ἰδιοτέλεια,  γεύονται  τὴν  γλυκύτητα  «τοῦ μακαρίου πάθους», ποὺ εἶναι  ἡ τέλεια ἀγάπη. Ὁ τρόπος μὲ τὸν  ὁποῖο  ὁ Ἅγιος παρουσιάζει τὴν  πορεία  τῆς  πνευματικῆς  τελειώσεως  εἶναι  σαφὴς  καὶ  ἐπαγωγικός,  σύμφωνα  μὲ  τὶς σχέσεις  τῶν  ἐνεργημάτων  τῶν  δυνάμεων  τῆς  ψυχῆς,  τοῦ  λογιστικοῦ,  τοῦ  θυμικοῦ  καὶ  τοῦ ἐπιθυμητικοῦ. «Κάθε  πράξη,  λέει,  ξεκινᾶ  ἀπὸ  τὴν  ἐπιθυμία  καὶ  κάθε  ἐπιθυμία  ἀπὸ  τὸν λογισμό» (Στʹ 9).
Ὁ  ἓκτος  λόγος  ἀναφέρεται  στὴν  καλλιέργεια  τῶν  καλῶν  λογισμῶν.  Ἡ  μελέτη  τῶν
εὐεργεσιῶν  τοῦ  Θεοῦ  διώχνει  ἀπὸ  τὴν ψυχὴ  κάθε  κακὸ  λογισμὸ  καὶ  γίνεται  ὁδὸς πρὸς  τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό· ἣ δὲ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν  Του. Ἔτσι παύουν  νὰ ἐνεργοῦν τὰ πάθη,  ἡ ψυχὴ  διατηρεῖ  καθαρὴ  τὴν  λάμψη ποὺ δέχθηκε ἀπὸ τὰ Μυστήρια, βλαστάνει μέσα της ἡ ἀρετή, καὶ  ὃ πιστὸς γεύεται τὴν μακαρία ζωή.  Ἑρμηνεύοντας  ὁ  Ἅγιος  Νικόλαος  τοὺς  Μακαρισμοὺς  κάνει  φανερὸ  πὼς  ἡ  μνήμη  τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ μελέτη τῆς θείας Οἰκονομίας ὁδηγεῖ στὴν μακαριότητα, ἐνῶ στὸ τέλος τοῦ ἕκτου λόγου  τονίζει  τὴν  ἀναγκαιότητα  τῆς  ἀδιάλειπτης  προσευχῆς  καὶ  τῆς  συχνῆς  θείας Κοινωνίας. Ἡ θεία Κοινωνία ὄχι μόνον τρέφει τοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ «σφραγίζει τὶς θύρες τῶν αἰσθήσεων, ἀπωθεῖ τὸν διάβολο, μεταβάλλει τὴν καρδιὰ σὲ ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἀφήνει
νὰ στηθῆ σὲ αὐτὴν εἴδωλο πονηρό, ἀλλὰ στηρίζει τὸν νοῦ ʺπνεύματι ἡγεμονικῷʺ (Ψάλμ.. 50, 14)  καὶ  ὑποτάσσει  σὲ  αὐτὸν  τὸ  φρόνημα  τῆς  σαρκός,  ὥστε  ὁ  ἄνθρωπος  νὰ  ἀπολαμβάνη γαλήνη βαθειά» (Στʹ 96).
Στὸν  ἕβδομο,  τέλος,  λόγο  ὁ  ἱερὸς  συγγραφέας  περιγράφει  τὴν  πνευματικὴ  κατάσταση στὴν  ὁποία  φθάνουν  οἱ  πιστοί,  ὅταν  μὲ  τὸν  ἀγώνα  τοὺς  διαφυλάξουν  τὴν  Χάρη  τῶν  ἱερῶν Μυστηρίων:  Ὁ  νοῦς  καὶ  ἡ  καρδιὰ  τους  ἀπαλλάσσονται  ἀπὸ  τὶς  βιοτικὲς  μέριμνες  καὶ προσκολλῶνται  στὴν  μνήμη  καὶ  τὴν  ἀγάπη  τοῦ  Θεοῦ.  Γιʹ  αὐτὸ  λυποῦνται  μόνο  γιὰ  τὴν ἁμαρτία,  ἐνῶ  χαίρονται  κατὰ  Θεὸν  καὶ  ἀγαποῦν  μόνον  τὸν  Θεὸ  κατὰ  τρόπο  τέλειο  καὶ ὑπερφυή,  ὥστε  νὰ  ξεχνοῦν  τὸν  ἑαυτό  τους  καὶ  νὰ  δίνωνται  στὸν  Θεὸ  καὶ  στοὺς συνανθρώπους  τους.  Αὐτὴ  ἢ  ἀγάπη  καὶ  ἢ  χαρὰ  εἶναι  ὃ  ἀρραβώνας  τῆς  μελλούσης μακαριότητας,  ἐνῶ  ἢ  ἄμεση  καὶ  συνεχὴς  θέα  τοῦ  Θεοῦ  εἶναι  τὸ  μυστήριο  ποὺ  θὰ  τοὺς ἀποκαλυφθῆ στὸν μέλλοντα αἰώνα, ὅταν θὰ ἑνωθοῦν τέλεια μὲ τὸν Θεό.
Μιλώντας  ὁ  ἱερὸς  Καβάσιλας  γιὰ  τὴν  ἐν  Χριστῷ  ζωὴ  δὲν  κάνει  ἠθικὴ  διδασκαλία  ἀλλὰ ἀναλύει  τὴν  χριστιανικὴ  ὀντολογία.  Ἡ  ἐν  Χριστῷ  ζωὴ  δὲν  εἶναι  ἡ  τυπικὴ  ἐφαρμογὴ  τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἡ ὀντολογικὴ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ «διὰ τῶν Μυστηρίων, τῆς προσευχῆς, τῆς μελέτης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν καλῶν λογισμῶν», ὅπως ἐπιγραμματικά συνοψίζεται στὸ τέλος τοῦ ἕκτου λόγου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας μὲ τὸ ἔργο του αὐτὸ ἀπαντᾶ μὲ τρόπο ἔμμεσο ἀλλὰ σαφῆ
στὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς του: τὸν δυτικὸ ἀνθρωπισμὸ καὶ τὴν σχολαστικὴ Θεολογία. Στὴν αὐτονόμηση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καὶ στὸν ἀνθρωποκεντρισμὸ τῆς Δύσεως ἀντιπαραθέτει τὴν  ἐν  Χριστῷ  ζωή,  ὡς  τὴν  αὐθεντικὴ  ζωὴ  τοῦ  ἀνθρώπου  ποὺ  δὲν  εἶναι  ἀνθρώπινη,  ἀλλὰ θεανθρώπινη,  ἀφοῦ  μέτρο  γιʹ  αὐτὴ  δὲν  εἶναι  ὁ  παλαιὸς  ἄνθρωπος  ἀλλὰ  ὁ  Καινός,  ὁ Θεάνθρωπος Χριστός: «Πρῶτος καὶ μόνος ὁ Σωτήρας ἔδειξε μὲ τὸ ἦθος Του καὶ τὴν ζωὴ Του ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος»(Στ΄ 87).
Ἐπίσης,  ἀντικρούοντας  τὴν  σχολαστικὴ  μεθοδολογία  τῆς  Δυτικῆς  Θεολογίας,  σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι καρπὸς διανοήσεως, ὁ Ἅγιος Νικόλαος προβάλλει τὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ μόνος δρόμος γιὰ τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐμπειρία. «Γνώρισαν καθαρὰ τὸν «ʹὩραῖον κάλλει», γράφει γιὰ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες, εἶδαν μὲ τὰ μάτια τοὺς τὴν ὡραιότητά Του καὶ γεύθηκαν τὸ κάλλος Του. Μὲ τὴν προσωπική τους δηλαδὴ ἐμπειρία ἔφθασαν στὴν τέλεια γνώση, τὴν ὁποία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς προσφέρη ἡ θεωρητικὴ διδασκαλία» (Βʹ71).
Ἡ  ἐμπειρία  αὐτὴ  κατὰ  τὸν  ἱερὸ  συγγραφέα  εἶναι  «καρπὸς  τοῦ  βαπτίσματος». «Μόλις βαπτιζόμαστε, λέει παραθέτοντας τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ψυχή μας λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἐπειδὴ καθαίρεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ὄχι μόνο βλέπουμε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ καταυγαζόμαστε ἀπὸ τὴν αἴγλη τῆς» (Βʹ 96). Αὐτὴν τὴν ἐμπειρία τῆς θέας τοῦ Θεοῦ μεταδίδει τὸ Βάπτισμα σὲ ὅλους τους Χριστιανούς, ἀλλὰ τὴν γεύονται μόνον ὅσοι  δὲν τύφλωσαν τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμούς τους μὲ τὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν τους. Καὶ γιὰ τὸ Μυστήριο ἐξάλλου τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁ Ἅγιος λέει ὅτι «εἶναι φῶς γιὰ ὅσους ἔχουν καθαρθῆ» (Δʹ 31). Οἱ  «καθαροὶ  τῇ  καρδίᾳ»  μποροῦν  ἀπὸ  τὴν  παροῦσα  ζωὴ  νὰ  δοῦν  τὸ  ἄκτιστο  αὐτὸ  φῶς. «Μὲ  τὴν  λάμψη  αὐτή,  λέει  ὁ  ἱερὸς  συγγραφέας,  ζοῦν  οἱ  Ἅγιοι,  καὶ  ἡ  λάμψη  αὐτὴ  δὲν ἀποχωρεῖ μετὰ τὸν θάνατό τους, ἀλλὰ φθάνουν στὴν ἄλλη ζωὴ λάμποντας μὲ τὸ φῶς αὐτό, μὲ  τὸ  ὁποῖο  διαρκῶς  συνυπῆρχαν  καὶ  τὸ  ὁποῖο  σπεύδουν  τώρα  νὰ  συναντήσουν» (Δʹ  92).
Ἀναφερόμενος  στὴν μέλλουσα  δόξα  τῶν  Ἁγίων  τονίζει  ὅτι  τὸ  φῶς  τῆς  Βασιλείας  τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ φῶς ἐκεῖνο μὲ τὸ  Χριστὸς παρουσιάσθηκε στοὺς Ἀποστόλους στὸ ὅρος Θαβώρ.
Τέλος, ὁ ἱερὸς Καβάσιλας λέει ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, ὅπως εἶπε καὶ ὁ
Ἴδιος ὁ Χριστός: «Αὐτὴ ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἳνα γινώσκωσι σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὅν  ἀπέστειλας  Ἴησοῦν  Χριστόν» (Ἴω. 17, 3).  Στὴν  παροῦσα  ζωὴ  ἡ  γνώση  αὐτὴ  δὲν  εἶναι τέλεια,  ἀλλὰ  γνωρίζουμε  τὸν  Θεὸ  «ἐν  αἰνίγματι», «ἐν  εσόπτρῳ»  καὶ  «ἐκ  μέρους»,  γιατί  ἡ ἄμεση καὶ συνεχὴς θέα τοῦ Θεοῦ ἀπόκειται στὴν μέλλουσα ζωή.
Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ λοιπὸν εἶναι ἡ μυστηριακὴ ἐμπειρία τῆς θέας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ γεύονται οἱ πιστοί. Καρποὶ τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ χαρά, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ζωὴ τῶν Ἁγίων. «Ὅπλισμένοι μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα οἱ Ἅγιοι, δὲν ἦταν  δυνατὸν  νὰ  ἡττηθοῦν  οὔτε  ἀπὸ  τὰ  δεινὰ  οὔτε  ἀπὸ  τὶς  ἡδονές,  διότι  τὰ  μὲν  δεινὰ  τὰ ὑπερνικοῦσε ἡ χαρὰ ποὺ εἶχαν μέσα τους, οἱ δὲ ἡδονὲς δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς ἑλκύσουν ἢ νὰ τοὺς  κάνουν  νὰ παραλύσουν,  ἀφοῦ  μία  τόσο  δυνατὴ  ἀγάπη  τοὺς  ἕνωνε  μὲ  τὸν  Χριστό» (Βʹ 103).
Ἡ  ἀληθινὴ  ἀγάπη  προέρχεται  κατὰ  τὸν  Ἅγιο  Νικόλαο  Καβάσιλα  ἀπὸ  τὸ  «Πνεῦμα  τῆς υἱοθεσίας», πού μας δίνουν τὰ Μυστήρια καὶ ποὺ ὀφείλουμε νὰ διαφυλάξουμε τηρώντας τὶς ἐντολές. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ δὲν εἶναι ἀνθρώπινη ἀλλὰ θεϊκή. Μὲ αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος  ὑπερβαίνει τὴν φύση του, ὁμοιώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἑνώνεται μαζί Του, γιατί «ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἑνώσεως» (Ζʹ 61). Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ ταυτίζεται τελικὰ μὲ τὴν ἀγάπη. «Τί ἄλλο λοιπὸν θὰ ἄξιζε νὰ  ὀνομασθῆ  ζωὴ παρὰ  ἡ  ἀγάπη;  Καὶ  ὅταν  στὸν  μέλλοντα  αἰώνα  καταργηθοῦν  τὰ πάντα, ὅπως  λέει  ὁ Ἀπόστολος Παῦλος Κόρ. 13, 8‐13),  ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ μόνο ποὺ θὰ μείνη  καὶ θὰ ἐπαρκῆ γιὰ τὴν μέλλουσα ἐκείνη ζωή, τὴν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν» (Ζʹ 94). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ κλείνει ὁ Ἅγιος τὸ ἔργο του «ΙΙερί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς». Εἶναι φανερὸ  ὅτι τὴν ζοῦσε  καὶ βρῆκε τρόπους  νὰ ἐκφράση ἕνα ἐλάχιστο μέρος τῆς ἐμπειρίας του ὡς ἐκχείλισμα ἀγάπης γιὰ τὸν κόσμο. Αὐτὸ φαίνεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ περιχόμενο τοῦ ἔργου του ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν γλώσσα καὶ τὸ ὕφος του.
4. Ἡ γλώσσα καὶ τὸ ὕφος
Ἡ γλώσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας εἶναι ἡ ἀττικίζουσα διάλεκτος, ἡ ὁποία δὲν ἦταν πλέον ἡ ὁμιλουμένη ἀλλὰ ἡ γλώσσα τοῦ γραπτοῦ λόγου. Γιʹ αὐτὸ καὶ παρὰ τὴν  γλωσσικὴ  καλλιέργεια  καὶ  τὴν  ἱκανότητα  τοῦ  ἱεροῦ  συγγραφέως,  τὸ  κείμενο γίνεται στριφνὸ  καὶ  δύσκολο  στὴν  προσέγγισή  του.  Ὑπάρχουν  ὡστόσο  συνεχεῖς  ὀάσεις, ὀποῦ συναντᾶ κανεὶς μία ἀμεσότητα, ἁπλότητα καὶ ἁρμονία ποὺ κάνουν τὴν γλώσσα ρέουσα καὶ ποιητικὴ φανερώνοντας τὴν συγκίνηση καὶ τὴν πνευματικὴ εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου.
Σὲ πολλὰ σημεῖα ὁ Ἅγιος ἀποκαλύπτει προσωπικὰ του βιώματα. Τότε νιώθει κανεὶς ὅτι ὁ
λόγος του ξεχειλίζει ἀπὸ τὴν καρδιά του καὶ βγαίνει ἁπλός, ὄμορφος, ζωντανὸς καὶ δυνατός. Ὅταν  γιὰ  παράδειγμα  κάνη  λόγο  γιὰ  «τὰ  Χριστοῦ  φίλτρα,»,  ποὺ  παρακίνησαν  ὅλους  τους Ἁγίους νὰ κάνουν ὑπερφυσικοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ ὁ ἴδιος  διακατέχεται  ἀπὸ  τὴν  ἀγάπη  αὐτὴ  καὶ  μεταδίδει  καὶ  στοὺς  ἀναγνῶστες  ἕναν  ἱερὸ ἐνθουσιασμό: «Τάς  πληγᾶς  αὐτάς  ἐφίλουν,  αὐτῶν  ὠρέγοντο  τῶν  πόνων,  αὐτὸν  ποθεινὸν ἡγοῦντο  τὸν  θάνατον...  Οἱ  μὲν  γὰρ  ξίφους  ἐπεθύμησαν...  οἱ  δὲ  διὰ  βίου  κακοπαθεῖν  καὶ πονεῖν  καὶ  πόρρω  πάσης  ἀνέσεως  ζῆν,  καὶ  τοῦτο  τρυφὴν  νομίζειν  τὸ  καθʹ  ἡμέραν ἀποθνήσκειν» (Βʹ 65).
Ὅταν πάλι περιγράφη τὴν χαρὰ ποὺ νιώθει ὅποιος ζῆ ἐν Χριστῷ, ὁ λόγος του μοιάζει μὲ
ξέσπασμα χαρᾶς. Οἱ μικρὲς φράσεις καὶ οἱ ἐπαναλήψεις τὸν κάνουν ζωντανὸ καὶ πληθωρικό, τέρπει τὸν ἀναγνώστη καὶ μεταδίδει χαρά: «Πάντα μὲν  οἶδεν ἔργα Θεοῦ...,  ὅθεν πάντα μὲν αὐτῷ  τὴν  Ἐκείνου  συντηρεῖ  μνήμην,  πάντα  δὲ  τὸ  φίλτρον  ἄσβεστον  φυλάττει,  πάντα  δὲ τέρπει» (Ζʹ 48).
Ἀναφερόμενος  ὁ  Ἅγιος  στὴν  ἀνέκφραστη  ἀγάπη  τοῦ  Θεοῦ  γιὰ  τὸν  ἄνθρωπο,  τὸν
«μανικὸν ἔρωτα» κατὰ τὴν χαρακτηριστική του ἔκφραση, δείχνει ὅτι δὲν βρίσκει λέξεις γιὰ νὰ ἐκφράση  τὸ  μεγαλεῖο  της: «Τί  τοῦ  φίλτρου  τούτου  γένοιτʹ  ἂν  ἴσον;  Τί  τοσοῦτον  ἐφίλησεν ἄνθρωπος;  Τί  οὕτω  μήτηρ  φιλόστοργος  ἢ πατὴρ  φιλότεχνος;» (Στʹ  15).  Ἀλλὰ  καὶ  ὅταν  μιλᾶ γιὰ τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ,  ὁ λόγος του γίνεται χειμαρρώδης:  ‐Τοῦτο τό σῶμα... ἐδειλία  καὶ ἠγωνία  καὶ  ἰδρώτι  περιερρεῖτο  καὶ  προὐδόθη  καὶ  συνελήφθη  καὶ  κριτῶν  ἠνέσχετο παρανόμων... καὶ ἤλγησε μαστιγούμενον και ὠδυνήθη προσηλούμενον. Τοῦτο τὸ αἷμα... τὸν ἥλιον ἒσβεσε καὶ τὴν γῆν ἔσεισε καὶ τὸν ἀέρα ἡγίασε καὶ πάντα τὸν κόσμον ἀπέκλυσε τοῦ ρύπου τῆς ἁμαρτίας» (Δʹ 22).
Τέλος,  ὅταν  ὁ  ἱερὸς συγγραφέας περιγράφη τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν μέλλουσα δόξα τῶν Ἁγίων, φανερώνει ὅτι καὶ ὁ ἴδιος μετέχει στὸ λαμπρὸ αὐτὸ πανηγύρι. Ὁ λόγος  του  εἶναι  πανηγυρικός,  πλούσιος,  ρυθμικός,  καὶ  οἱ  εἰκόνες  ἔχουν  κίνηση  καὶ φωτεινότητα: «Φανέντα  γὰρ  τὸν  Δεσπότην  ὁ  τῶν  ἀγαθῶν  δούλων  περιστήσεται  χορός,  καὶ λάμποντος ἐκείνου καὶ αὐτοὶ λάμψουσιν... Χορὸς μακαρίων, δῆμος χαιρόντων! Καὶ ὁ μὲν εἰς τὴν γῆν ἐξ οὐρανοῦ καταβαίνει, γῆ δὲ ἡλίους ἄλλους ἀντανίσχει τῷ τῆς δικαιοσύνης ἠλίῳ καὶ πάντα γέμει φωτός» (Στʹ 23).
Ἀλλὰ  καὶ  ὁλόκληρο  τὸ  ἔργο  «Περὶ  τῆς  ἐν  Χριστῷ  ζωῆς»  μποροῦμε  νὰ  ποῦμε  ὅτι  «γέμει φωτός»,  καθὼς  περιγράφει  πὼς  «εἰς  τὸν  σκοτεινὸν  τοῦτον  κόσμον,  ὁ  ἥλιος  εἰσέρχεται  τῆς δικαιοσύνης  καὶ  θανατοῖ  μὲν  τὴν  σύστοιχον  τῷ  κόσμῳ  τούτῳ  ζωήν,  ἀνίστησι  δὲ  τὴν ὑπερκόσμιον» (Ἀʹ  19).  Οἱ  εἰκόνες  ποὺ  μὲ  τέχνη  χρησιμοποιεῖ  ὁ  Ἅγιος  δὲν  εἶναι  ἁπλὰ  καὶ ἀφηρημένα  σύμβολα,  ἀλλὰ  ἔχουν  συγκεκριμένο  καὶ  οὐσιαστικὸ  ἀντίκρυσμα,  μᾶς  ποτίζουν μὲ τὰ νάματα τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μᾶς μεταδίδουν χάρη καὶ πνοὴ ζωῆς.

1. Ἔτσι ἀποκαλεῖ τὸν Ἅγιο ὁ ἀντιγραφέας τοῦ ἀρχαιότερου κώδικα τῶν ἔργων τοῦ (Parisinus 1213) μοναχός της Ἱερᾶς Μονῆς Ξανθοπούλων Ἴωάσαφ.
2. Μάσ. Λαούρδα, «Καβάσιλα,  ΙΙροσφώνημα  καὶ  ἐπιγράμματα  εἰς  τὸν Ἅγιον Δημήτριον»
στὴν Ἐπετηρίδα Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 22 ( 1952) 108‐109.
3. P.Enepekides , « Der Briefwechsel des Mystikers Nikolaos Kabasilas », στο  Byzantinische
Zeitschrift 46 (1953) 33.
4. Τὸ  κίνημα  τῶν Ζηλωτῶν  ἐμφανίσθηκε  στὴν Θεσσαλονίκη  τὸν  ΙΊο  αἰ.  ὡς  ἐπανάσταση
καὶ ἐξέγερση τῶν χαμηλῶν οἰκονομικά καὶ κοινωνικὰ τάξεων.
5. S. Salaville, «Prière inédited de Nicolas Cabasilas a Jésus  ‐ Christ» στο Echos d’ Orient 39
(1936) 43‐45,
6.α)Λόγος κατὰ τῶν τοκιζόντων καὶ β) Ἲʹἡ Εὐσεβέστατη Αὐγούστη περὶ τόκου.  
7.Ν. Β.Τωμαδάκη, «Χρονολογικὰ  προβλήματα  Ἰωσὴφ  Βρυενίου»  στην  Ἐπετηρίδα
Βυζαντινών Σπουδῶν 29 (1959) 31‐32.
8. Miklosich‐ Müller , Acta Patriarchatus Constantinopolitani, II, 27.
9. Ἑρμηνεία εἰς την θείαν Λειτουργίαν  , 38, PG 150, 452c‐d.
Γιὰ τὴν σύνταξη τῆς παρούσης Εἰσαγωγῆς λάβαμε ὑπʹὄψιν κυρίως τὰ ἀκόλουθα ἔργα:
Ἀθαν.  Ἀγγελοπούλου,  Νικόλαος  Καβάσιλας  Χαμαετός,  Ἀνάλεκτα  Βλατάδων5,
Θεσσαλoνίκη 1970.
Θεοδώρου  Ζήση,  πρωτοπρεσβυτέρου,  Θεολόγοι  τῆς  Θεσσαλονίκης,  ἐκδ. «Βρυέννιος»,
Θεσσαλονίκη 1997.
Νικολάου  Καβάσιλα, «Εἰς  τὴν  θείαν  Λειτουργίαν»  καὶ  «Περὶ  τῆς  ἐν  Χριστῷ  ζωῆς»,
Εἰσαγωγή‐Κείμενον‐Μετάφρασις‐Σχόλια  Παν.  Χρήστου,  Φιλοκαλία  τῶν  Νηπτικῶν  καὶ
Ἀσκητικῶν 22, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1979.
Νικολάου  Καβάσιλα,  Ἑρμηνεία  τῆς  θείας  Λειτουργίας,  Ἀπόδοση  στὴν  Νεοελληνικὴ  καὶ
Εἰσαγωγὴ Ἀντωνίου Γαλίτη, ἐκδ. «Ὀρθοδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1978.
Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἔκδ. «Ζωή», Ἀθῆναι 1964.
Nicolas Kabasilas, La vie eh Christ, Indroduction, Texte critique, Traduction, Annotation et
Index par Marie –Hélène Congourdeau, Sources Chrétiennes 355 et 361, Paris 1989‐1990.
Nicholas Cabasilas The life in Christ , translated from the Greek by Carmino J. deCatanzaro;
with an indroduction by Boris Bobrinskoy , St. Vladimir’s Seminary Press,1974.
Ἑλένης  Καλτσογιάννη  ‐  Σοφίας  Κοτζαμπάση  ‐  Ἠλιάνας  Παρασκευοπούλου,  Ἡ
Θεσσαλονίκη  στὴ  Βυζαντινὴ  Λογοτεχνία.  Ρητορικὰ  καὶ  ἁγιολογικὰ  κείμενα,  ἔκδ.  Κέντρου
Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 2002.
Ἀνέστη  Γ.  Κεσελόπουλου,  Πάθη  καὶ  ἀρετὲς  στὴ  διδασκαλία  τοῦ  Ἁγίου  Γρηγορίου  τοῦ
Παλαμᾶ, ἐκδ. «Δόμος», Ἀθήνα 1986.
Ἀνέστη  Γ.  Κεσελόπουλου, «Ἡ  πνευματικὴ  ζωὴ  κατὰ  τὸ  Νικόλαο  Καβάσιλα»,  στὸ
Προτάσεις Ποιμαντικῆς Θεολογίας, ἐκδ. Πουρναρᾶ, « Θεσσαλονίκη 2003.
Γ. Μαντζαρίδου, «Nicolas Cabasilas», στὸ Patrimoine Litteraire Europeen 5, Bruxxeles  1995,
σ. 551.
Πάν. Νέλλα, Ἢ Θεομήτωρ. Τρεῖς θεομητορικὲς ὁμιλίες τοῦ Νικολάαυ Καβάσιλα, Ἀθῆναι
1968.
Πάν. Νέλλα, Προλεγόμενα, εἰς τὴν μελέτην Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, Ἀθῆναι 1968.
Πάν. Νέλλα, Ἡ περὶ δικαιώσεως διδασκαλία Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, Πειραιεύς 1975.
Πρακτικὰ  Διεθνῶν  Ἐπιστημονικῶν  Συνεδρίων  Ἀθηνῶν  (13‐15/11/1998)  καὶ  Λεμεσοῦ  (5‐
7/11/1999), Ὁ  Ἅγιος  Γρηγόριος  ὁ  Παλαμᾶς  στὴν  ἰστορία  καὶ  τὸ  παρόν,  ἐκδ.  Ἱερᾶς Μεγίστης
Μονῆς  Βατοπαιδίου,  Ἅγιον  Ὅρος  2000.  ΙΙρακτικά  Θεολογικοῦ  Συνεδρίου  εἰς  μνήμην  τοῦ
σοφωτάτου καὶ λογιωτάτου καὶ τοῖς ὅλοις ἁγιωτάτου πατρὸς ἡμῶν Νικολάου Κάβασιλα τοῦ
καὶ Χαμαετοῦ, ἔκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσανονίκη 1984
Δημ.  Τσελεγγίδη,  Χάρη  καὶ  ἐλευθερία  κατὰ  τὴν  πατερικὴ  παράδοση  τοῦ  ΙΔʹαἰώνα,  ἔκδ.
Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1987.
Πάν. Χρήστου, Θεολογικὰ Μελετήματα. ,Ἴ, Νηπτικὰ καὶ Ἡσυχαστικά, ἔκδ. Πατριαρχικοῦ
Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1977.
Wolfgang Buchwald – Armin Hohlweg – Otto Prinz, Tasculum
Λεξικὸν Ἑλλήνων  καὶ Λατίνων συγγραφέων τῆς Ἀρχαιότητας  καὶ τοῦ Μεσαίωνα, τόμος
Αʹ, ἔκδ. Ἀθαν. Ἀλεξ. Φούρλας, Ἀθήνα 1993.

ΣΧΟΛΙΟ: Τί θέση μπορεί νά έχει στό μυστήριο τής εκκλησίας η φυσική μίμησις Αγίου διά τών κανόνων, μέ τήν οποία κοροιδεύουν τόν εαυτό τους σήμερα οι αποτειχισμένοι κάθε λογής, επιδιώκοντας νά πολεμήσουν τήν διάλυση τών πάντων πού προγραμματίζει ο οικουμενισμός; ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ;

https://amethystosbooks.blogspot.gr/

1 σχόλιο:

  1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή