Δοξάζω τόν Θεό πού δώρησε στόν ἄνθρωπο τά γράμματα, γιά νά γράφει στό χαρτί τόν ἀναστεναγμό του.
Καθόμουνα καί δούλευα σέ μιά τέτοια ἄκερδη δουλειά, στεναχωρεμένος ἀπό κάθε τι, σέ καιρό πού οἱ ἄλλοι κοιτάζανε μέρα-νύχτα νά μαζέψουνε χρυσάφι, νά καλοπεράσουνε. Στα βουνά βούϊζε ὁ ἄνεμος, περνούσανε ἀπό πάνω μου νέφελα ὀργισμένα. Κ' ἐγώ τρύπωνα στό θαλάμι μου καί φχαριστοῦσα τόν Θεό, σάν καί κεῖνον τόν στρατοκόπο πού γλύτωσε ἀπό τούς ληστές. Ἀκουμποῦσα τό κεφάλι στήν ἀπαλάμη μου καί πήγαινα σέ τόπους ἀγαπημένους, δίχως νά γνοιαστῶ πώς τριγύριζε ὄξ' ἀπό τήν πόρτα μου ὁ κροκόδειλας ὁ φθόνος κ' ἡ ἀλλήθωρη ἀλεπού ἡ ἀχαριστία.
Τά γραψίματά μου εἶναι χαρούμενα καί φτυχισμένα. Ὡστόσο σοῦ λέγω πώς δέ γράφω μέ μελάνι, παρά μέ δάκρυα γράφω. Κανένας δέ μέ βοήθησε σε τοῦτον τόν κόσμο, ἐχτός ἄν εἶναι βοήθεια τά λόγια...
Φώτης Κόντογλου
Καθόμουνα καί δούλευα σέ μιά τέτοια ἄκερδη δουλειά, στεναχωρεμένος ἀπό κάθε τι, σέ καιρό πού οἱ ἄλλοι κοιτάζανε μέρα-νύχτα νά μαζέψουνε χρυσάφι, νά καλοπεράσουνε. Στα βουνά βούϊζε ὁ ἄνεμος, περνούσανε ἀπό πάνω μου νέφελα ὀργισμένα. Κ' ἐγώ τρύπωνα στό θαλάμι μου καί φχαριστοῦσα τόν Θεό, σάν καί κεῖνον τόν στρατοκόπο πού γλύτωσε ἀπό τούς ληστές. Ἀκουμποῦσα τό κεφάλι στήν ἀπαλάμη μου καί πήγαινα σέ τόπους ἀγαπημένους, δίχως νά γνοιαστῶ πώς τριγύριζε ὄξ' ἀπό τήν πόρτα μου ὁ κροκόδειλας ὁ φθόνος κ' ἡ ἀλλήθωρη ἀλεπού ἡ ἀχαριστία.
Τά γραψίματά μου εἶναι χαρούμενα καί φτυχισμένα. Ὡστόσο σοῦ λέγω πώς δέ γράφω μέ μελάνι, παρά μέ δάκρυα γράφω. Κανένας δέ μέ βοήθησε σε τοῦτον τόν κόσμο, ἐχτός ἄν εἶναι βοήθεια τά λόγια...
Φώτης Κόντογλου
https://www.facebook.com/ekkofantikisiopi/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου