Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ (12)
IraProgoff

ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Ο ΠΛΟΥΤΟΣ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ
2. Η ΑΓΩΝΊΑ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΜΑΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Η Αναγωγή της ψυχής στην εποχή μας.
Ο Σωκράτης σαν εκμαιευτής

Όταν ο Σωκράτης κλήθηκε να παρουσιασθή μπροστά στο δικαστήριο της Αθήνας για να υπερασπισθή τον εαυτό του, έκανε μία δήλωση σχετικά με το νόημα της προσωπικής του ύπαρξης, που έχει την μεγαλύτερη σημασία για την ψυχολογική κατασκευή του σύγχρονου ανθρώπου.
Ο Σωκράτης περιέγραψε τότε το εσωτερικό του αίσθημα σχετικά με το γιατί ήταν σπουδαίο για αυτόν να ζή τη ζωή του όπως την είχε ζήσει. Δέν ήταν ζήτημα μίας διανοητικής φιλοσοφίας, αλλά μίας κλήσης που του ήρθε απο δύο πηγές, μία εξωτερική πηγή, και μία εσωτερική, που ο Σωκράτης τις εννούσε σαν αν μήν είναι χωρισμένες τελικά καθόλου η μία απο την άλλη. Η εξωτερική πηγή της κλήσης του ήταν οι θεοί του ελληνικού Πανθέου και σε αυτό ήρθε σαν επιβεβαίωση ο χρησμός των Δελφών. Η εσωτερική πηγή της κλήσης του ήταν ο χρησμός που υπήρχε μέσα του. Αυτό το περιέγραψε σαν «την θεϊκή ικανότητα, που πηγή της είναι ο εσωτερικός χρησμός: για τον Σωκράτη το εσωτερικό και το εξωτερικό ήταν δύο όψεις της ίδιας αρχής. Με την ιδέα αυτής της ενότητας, μπορούσε να εκφράση την πίστη του «ότι υπάρχουν θεοί με μία έννοια ανώτερη απο αυτή, με την οποία τους πιστεύουν οι κατήγοροί μου»

Η κλήση που έγινε τρόπος ζωής για τον Σωκράτη δέν ήταν κάτι που το είχε διαλέξει εσκεμμένα μετά απο προσεκτική λογική εξέταση. Απλώς βρέθηκε να ζή έτσι, και μόνον έπειτα, μετά απο τις δηλώσεις του χρησμού και απο την διερεύνηση του εαυτού του, αναγνώρισε τελικά το απροσχεδίαστο μονοπάτι που είχε ακολουθήσει η ζωή του. Για αυτόν τον λόγο, όταν ο Σωκράτης έπρεπε να εκφωνήση μπροστά στο δικαστήρο την ομιλία, απο την οποία θα εξαρτιόταν η μοίρα του, έννοιωθε ότι θα ήταν αταίριαστο να πή μία ομιλία που θα ήταν γραμμένη απο πρίν. Θα χρησιμοποιούσε μονο «τα λόγια και τα επιχειρήματα που μου έρχονται αυτή την στιγμή» επειδή μόνο αυτό το είδος του λόγου θα ανταποκρινόταν στον τρόπο με τον οποίο η κλήση της ζωής του είχε ξεδιπλωθή.
Είχε συνειδητοποιήσει την ιδιαίτερη αποστολή του σχεδόν τυχαία. Ένας αθηναίος, ονόματι Χαιρεφών, είχε ζητήσει χρησμό απο το μαντείο των Δελφών για το άν ο Σωκράτης ήταν ο σοφότερος απο τους ανθρώπους και η Ιέρεια εκεί είχε απαντήσει καταφατικά, άν και διατυπώνοντας την απάντηση με αρνητικό στην κυριολεξία ύφος. Κανείς στην Αθήνα δέν ήταν σοφώτερος απο τον Σωκράτη, είπε.

Υπερασπίζοντας τον εαυτό του στο δικαστήριο ο Σωκράτης περιέγραψε το πώς αυτή η απάντηση του προκάλεσε σύγχιση. Άν και δέν υποτιμούσε τις γνώσεις του, ήξερε πολλούς ανθρώπους στην Αθήνα που η φήμη που είχαν όσον αφορά την σοφία ήταν πολύ μεγαλύτερη απο την δική του. Κατάλαβε ότι κάποιο «αίνιγμα», ένα μυστήριο ή μία συμβολική διδασκαλία υπήρχε μέσα στον χρησμό του Μαντείου. «Ξέρω ότι δέν έχω σοφία, ούτε μικρή ούτε μεγάλη», αναφέρει ο Σωκράτης ότι σκέφθηκε εκείνη την στιγμή. «Τί μπορεί λοιπόν να εννοή ο Θεός όταν λέει ότι είμαι ο σοφώτερος απο τους ανθρώπους;»
«Όμως, συνέχισε να σκέπτεται ο Σωκράτης, είναι θεός και δέν μπορεί αν λέη ψέμματα. Αυτό θα ήταν αντίθετο με την φύση του. Θα πρέπει να υπάρχη ένα αίνιγμα σε αυτό που χρειάζεται να εξηγηθή». Εντούτοις, προχώρησε στην υπόθεση ότι ο θεός θα μπορούσε πραγματικά να κάνη λάθος, και ότι αυτός, ο Σωκράτης θα αποδείκνυε το λάθος, και ότι αυτός, ο Σωκράτης θα αποδείκνυε το λάθος του θεού βρίσκοντας έναν άνθρωπο στην Αθήνα που θα ήταν σοφώτερος απο αυτόν. Ο Σωκράτης έπειτα άρχισε να τριγυρίζη στην πόλη και να συζητάη με άνδρες που είχαν ξεχωριστή φήμη, για να δοκιμάση την σοφία τους και να την αναφέρη στον Θεό.

Τα αποτελέσματα της έρευνας του δέν ήταν εντούτοις, αυτά που περίμενε. Αντί να διαψεύσουν τον χρησμό, μάλλον αποτελούσαν μία απάντηση στο αίνιγμα, και φανέρωσαν στον Σωκράτη τον δρόμο της κλήσης του. Όταν συζήτησε με τους άνδρες που είχαν φήμη σαν σοφοί μέσα στην πόλη, ανακάλυψε ότι αυτοί ήταν γεμάτοι με δόγματα και διανοητικές γνώμες διαφόρων ειδών, αλλά ότι δέν ήταν στην πραγματικότητα σοφοί. Αυτοί νόμιζαν πώς οι γνώσεις τους όσον αφορά τις ιδιαίτερες τέχνες τους ή οι υπεύθυνες θέσεις τους μέσα στην πόλη τους, έδιναν μία ανώτερη γνώση για αυτό, που ο Σωκράτης ονομάζει «υψηλά ζητήματα» αλλά αυτό το βάθος της σοφίας δέν φαινόταν πώς τους ανήκε πραγματικά, οι γνώμες τους σχετικα΄με αυτό το ζήτημα και η πεποίθηση τους ότι κατείχαν αληθινά την σοφία ήταν μεγάλα εμπόδια για την γνώση, παρόλο που αυτοί δέν τα αναγνώριζαν σαν εμπόδια. Ο Σωκράτης στο τέλος έβγαλε το συμπέρασμα ότι αφού δέν ήταν γεμάτος με τόσο πολλές γνώμες, βρισκόταν σε καλύτερη θέση απ’αυτούς.
Με αυτήν την αντίληψη, άρχισε να εξετάζη το νόημα του αινίγματος που περιείχε η απάντηση του Μαντείου. Το νόημα της δέν ήταν πώς ο Σωκράτης ήταν σοφός, αλλά ότι κανένας άνθρωπος δέν ήταν σοφώτερος απο αυτόν, και αυτό ήταν αλήθεια, επειδή απλούστατα κανένας άνθρωπος απο μόνος του δέν είναι σοφός. Η ιδέα του Σωκράτη σχετικά με αυτό το μυστήριο ήταν ότι σοφός είναι μονάχα εκείνος που καταλαβαίνει ότι η προσωπική του γνώση δέν αξίζει τίποτε, και ότι δέν είναι καθόλου σοφία, ανεξάρτητα απο το πόσο είναι διογκωμένη απο την κοινωνική φήμη ή την ατομική αλαζονεία.

Αποκτώντας αυτήν την αντίληψη, ο Σωκράτης ανακάλυψε μία καινούργια αφιέρωση για την ζωή του. Καθήκον του τώρα ήταν να τριγυρίζει μέσα στην πόλη κάνοντας ερωτήσεις που θα ξυπνούσαν τους ανθρώπους και θα τους έκαναν να εξετάσουν τις πεποιθήσεις τους, να αναθεωρήσουν τις ιδέες τους, μέχρι που τελικά, αναγνωρίζοντας ότι τα δόγματα τους δέν είναι σοφία, νά τα πετάξουν σαν περιττές αποσκευές. Στο νέο του ρόλο ο Σωκράτης έβλεπε τον εαυτό του σαν κάποιον που πηγαινοέρχεται ανάμεσα στους ανθρώπους ξεσηκώνοντας τους ώστε να κάνουν ερωτήσεις στον εαυτό τους, με σκοπό να καταλάβουν την αδυναμία των διανοητικών τους ισχυρισμών, και τελικά να μπορέσουν να απορρίψουν το βάρος των εσφαλμένων ιδεών τους, και να μπορέσουν να ταξιδέψουν ανάλαφροι, σε επαφή με την σοφία της αλήθειας.
Στην πορεία ακριβώς αυτού του έργου ο Σωκράτης άρχισε να βλέπη τον εαυτό του με την μορφή μίας αλογόμυγας. Άρχισε να αντιλαμβάνεται τον ρόλο του στην ζωή σαν παρόμοιο με αυτόν ενός εντόμου που κεντρίζει ή τσιμπάει τα βόδια, ξυπνώντας τα έτσι απο τον λήθαργό τους και διεγειρόντας τήν δραστηριότητα τους.

Η σύγκριση ήταν εσκεμμένη. Τα ανθρώπινα όντα ζούν σαν μέσα σε ύπνο, όπως οι αγελάδες, περνούν την ζωή τους αναμασώντας μία τροφή απο επιφανειακές γνώμες, χωρίς ποτέ να αποκτούν συνείδηση της ανώτερης τροφής που υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στις ικανότητες που έχουν γιά γνώση, κρυμμένες και αχρησιμοποίητες, αλλά διαθέσιμες για αυτούς. Πρέπει να ξυπνήσουν απο την κατάσταση της ασυνειδησίας τους και να κεντριστούν για να προχωρήσουν πρός τα εμπρός, πρός μία νέα ανακάλυψη νοήματος στη ζωή.
Η έννοια που έδινε ο Σωκράτης στην κλήση του ήταν πώς αισθανόταν ότι είναι η απαραίτητη, άν και δυσάρεστη βουκέντρα που εργαζόταν στον πυρήνα του ανθρώπου, όπως το άλογο διώχνει την αλογόμυγα με την ουρά του, έτσι και ο Σωκράτης θα ήταν ενοχλητικός και θα περιφρονιόταν απο τους άλλους ανθρώπους.

Καταλάβαινε ότι το έργο του θα τον έκανε δυσάρεστο. Και αυτό θα γινόταν αναγκαστικά, επειδή η φύση του ξυπνήματος που ένοιωθε την κλήση να προκαλέση, απαιτούσε την διατύπωση ερωτημάτων που θα είχαν συχνά ενοχληματικές προσωπικές συνέπειες. Συχνά θα απαιτούσαν ένα οδυνηρό ξερίζωμα μακροχρόνιων συνηθειών σκέψης, και θα δημιουργούσαν την κατάσταση ενός ψυχολογικού κενού, τουλάχιστον προσωρινά, στο διάστημα που οι παλιές αντιλήψεις έχουν απορριφθή και πρίν ακόμη αποκτηθούν οι καινούργιες. Μαντεύοντας την οδυνηρή κατάσταση αυτού του επερχόμενου κενού, το πρόσωπο με τις συμβατικές γνώμες προσκολλάται στην παλιά του άποψη, εξ’αιτίας της ασφάλειας που νοιώθει διατηρώντας την ευκολία των συνηθισμένων δρόμων. Αυτό είναι μία αυτόματη απάντηση του εξωτερικού εαυτού, το να διώχνη δηλαδή την μύγα που τον ξυπνάει. Αυτός ο παλιός εαυτός προτιμάει να μήν αποκτήση συνείδηση του αληθινού εαυτού που τον ξεσηκώνει απο το εσωτερικό και όσο συνεχίζει τον μακάριο ύπνο, η συνάντηση με την πραγματικότητα θα αποφεύγεται.
Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου