Biennale Θεσσαλονίκης.
Του Μάνου Στεφανίδη
Είδα τη Biennale Θεσσαλονίκης. Πολύ πολιτιστικό χρήμα και μάλιστα από ευρωπαϊκές πηγές, πολύ κακό για το τίποτε και και μάλιστα αυτές τις κρίσιμες στιγμές. Κάποιοι “ειδικοί” απομυζούν διαχρονικά το κρατικό κορβανά, διακινούν ένα προϊόν ληγμένο που αφορά μόνο σε μια διεθνή παρασιτική ελίτ “ανθρώπων των τεχνών” χωρίς να διακινδυνεύουν καμία ρήξη, καμία ιστορικότητα. Η άγνοια των οργανωτών απέκλεισε το δίδυμο “Κλειώ–Καλός” το οποίο πάντως έλαμψε με την μετά ποπ μετά ψυχεδελική πρόταση του στο περίπτερο της Λόλας Νικολάου στην Art Athina. Το κοινό πάλι, παγερά αδιάφορο. Ο “Μονόδρομος”, η 3η Biennale της Αθήνας, δεν είναι ούτε Biennale, ούτε η έκθεση εκείνη που θα κατάγραφε εικαστικά την αργή οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας και τις ανάλογες κοινωνικές επιπτώσεις, όπως ήταν η προγραμματική φιλοδοξία της. Είχε μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες, τις οποίες όμως δεν ανέπτυξε είτε λόγω αγνοίας είτε λόγω έλλειψης χρόνου ή χώρου. Οι χαριτωμένες αφέλειες (π.χ ο ζωγράφος Θεόφιλος ή ο Γ. Βακιρτζής) δεν έσωσαν την κατάσταση. Ο εγχώριος μοντερνισμός πάσχει θεωρητικά και είναι δέσμιος των μονομερειών του (λέγε με Δάκη). Άξιζε πάντως να δει κανείς την έκθεση και για τον καινούργιο χώρο που κέρδισε (την Διπλάρειο Σχολή στην πλατεία Θεάτρου) και για τις συμμετοχές του αείμνηστου Βλάση Κανιάρη -το μόνο λυπηρό είναι πως οι πολιτιστικάριοι τον κάνουν “μόδα”- του Μιχάλη Κατζουράκη, του Κ. Σφήκα και του Ανδρέα Λόλη. Παράλληλα στην ΑΔ είδαμε την καλύτερη ίσως έκθεση της χρονιάς, την λουξεμβουργιανή Su-Mei Tsu (1973) βραβευμένη στη Biennale Βενετίας του 2003. Η σχιζοφρένεια συνεχίστηκε με τον εξαίρετο στυλίστα Αχιλλέα Χρηστίδη (γκαλερί Σκουφά) ο οποίος δεν συγκίνησε τους συλλέκτες και τον παράλληλο “θρίαμβο” της Μαρίας Φιλοπούλου (γκαλερί Ζουμπουλάκη) τα ευπώλητα έργα της οποίας ανανεώνουν την παράδοση του Άγγελου και της φωτοκορνιζάδικης ζωγραφικής. Όσο για τους 160 ζωγράφους (sic) που ζωγραφίζουν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τι να πούμε; Επέτειος είναι, θα περάσει. Η κρίση, ιδεολογική πρωτίστως, ούτε τώρα προέκυψε ούτε οι τρέχοντες πολιτικοί είναι οι αποκλειστικοί υπαίτιοι της.
Σημ.: Υπάρχουν στιγμές, σπάνιες δυστυχώς, όπου η Τέχνη απαλλάσσεται από τις αγοραίες της υποχρεώσεις ή τις διακοσμητικές ανασφάλειες και βρίσκεται, ενώ γύρω βράζει η τρικυμία, στη πιο κορυφή του τρομερού, του πιο ψηλού κύματος. Δευτερόλεπτα μετά, θα κατακρημνισθεί στα υδάτινα βάραθρα της φθοράς, θα έχει όμως προλάβει να δει, να κατοπτεύσει, το κακό και το καλό του σύμπαντος κόσμου. Αυτό το θαύμα ούτε κατασκευάζεται ούτε προαναγγέλλεται. Απλώς συμβαίνει. Και μάλιστα συμβαίνει στα μουσεία όταν αυτά απεκδύονται τους σοβαροφανείς ρόλους και γίνονται λίγο σκηνή θεάτρου, λίγο μαγεμένο δάσος, λίγο σπηλιά για Ροβινσώνες ή λαβύρινθος όπου το νήμα και ο μίτος του δεν δίνονται στην είσοδο αλλά στην έξοδο.
Είδα τη Biennale Θεσσαλονίκης. Πολύ πολιτιστικό χρήμα και μάλιστα από ευρωπαϊκές πηγές, πολύ κακό για το τίποτε και και μάλιστα αυτές τις κρίσιμες στιγμές. Κάποιοι “ειδικοί” απομυζούν διαχρονικά το κρατικό κορβανά, διακινούν ένα προϊόν ληγμένο που αφορά μόνο σε μια διεθνή παρασιτική ελίτ “ανθρώπων των τεχνών” χωρίς να διακινδυνεύουν καμία ρήξη, καμία ιστορικότητα. Η άγνοια των οργανωτών απέκλεισε το δίδυμο “Κλειώ–Καλός” το οποίο πάντως έλαμψε με την μετά ποπ μετά ψυχεδελική πρόταση του στο περίπτερο της Λόλας Νικολάου στην Art Athina. Το κοινό πάλι, παγερά αδιάφορο. Ο “Μονόδρομος”, η 3η Biennale της Αθήνας, δεν είναι ούτε Biennale, ούτε η έκθεση εκείνη που θα κατάγραφε εικαστικά την αργή οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας και τις ανάλογες κοινωνικές επιπτώσεις, όπως ήταν η προγραμματική φιλοδοξία της. Είχε μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες, τις οποίες όμως δεν ανέπτυξε είτε λόγω αγνοίας είτε λόγω έλλειψης χρόνου ή χώρου. Οι χαριτωμένες αφέλειες (π.χ ο ζωγράφος Θεόφιλος ή ο Γ. Βακιρτζής) δεν έσωσαν την κατάσταση. Ο εγχώριος μοντερνισμός πάσχει θεωρητικά και είναι δέσμιος των μονομερειών του (λέγε με Δάκη). Άξιζε πάντως να δει κανείς την έκθεση και για τον καινούργιο χώρο που κέρδισε (την Διπλάρειο Σχολή στην πλατεία Θεάτρου) και για τις συμμετοχές του αείμνηστου Βλάση Κανιάρη -το μόνο λυπηρό είναι πως οι πολιτιστικάριοι τον κάνουν “μόδα”- του Μιχάλη Κατζουράκη, του Κ. Σφήκα και του Ανδρέα Λόλη. Παράλληλα στην ΑΔ είδαμε την καλύτερη ίσως έκθεση της χρονιάς, την λουξεμβουργιανή Su-Mei Tsu (1973) βραβευμένη στη Biennale Βενετίας του 2003. Η σχιζοφρένεια συνεχίστηκε με τον εξαίρετο στυλίστα Αχιλλέα Χρηστίδη (γκαλερί Σκουφά) ο οποίος δεν συγκίνησε τους συλλέκτες και τον παράλληλο “θρίαμβο” της Μαρίας Φιλοπούλου (γκαλερί Ζουμπουλάκη) τα ευπώλητα έργα της οποίας ανανεώνουν την παράδοση του Άγγελου και της φωτοκορνιζάδικης ζωγραφικής. Όσο για τους 160 ζωγράφους (sic) που ζωγραφίζουν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τι να πούμε; Επέτειος είναι, θα περάσει. Η κρίση, ιδεολογική πρωτίστως, ούτε τώρα προέκυψε ούτε οι τρέχοντες πολιτικοί είναι οι αποκλειστικοί υπαίτιοι της.
Σημ.: Υπάρχουν στιγμές, σπάνιες δυστυχώς, όπου η Τέχνη απαλλάσσεται από τις αγοραίες της υποχρεώσεις ή τις διακοσμητικές ανασφάλειες και βρίσκεται, ενώ γύρω βράζει η τρικυμία, στη πιο κορυφή του τρομερού, του πιο ψηλού κύματος. Δευτερόλεπτα μετά, θα κατακρημνισθεί στα υδάτινα βάραθρα της φθοράς, θα έχει όμως προλάβει να δει, να κατοπτεύσει, το κακό και το καλό του σύμπαντος κόσμου. Αυτό το θαύμα ούτε κατασκευάζεται ούτε προαναγγέλλεται. Απλώς συμβαίνει. Και μάλιστα συμβαίνει στα μουσεία όταν αυτά απεκδύονται τους σοβαροφανείς ρόλους και γίνονται λίγο σκηνή θεάτρου, λίγο μαγεμένο δάσος, λίγο σπηλιά για Ροβινσώνες ή λαβύρινθος όπου το νήμα και ο μίτος του δεν δίνονται στην είσοδο αλλά στην έξοδο.
Πηγή:Harry klynn
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου