Τετάρτη, 27 του Νοέμβρη, του Σωτήριου Έτους 2013.
Δεν έβρεχε σήμερα. Πάλι καλά. «Δεν θα πνιγεί ο κοσμάκης» όπως λέει η μάνα μου κάθε φορά που ρίχνει καρέκλες.
Άρχισα να ετοιμάζομαι στο χαλαρό. Γρήγορο καφεδάκι για να ανοίξει το μάτι, γρήγορη περιήγηση στο ίντερνετ για να μάθω τις τελευταίες εξελίξεις στην Αδωνιάδα, γρήγορο τηλέφωνο στους γονείς στην επαρχία για να δω ότι όλα βαίνουν καλώς. Καθημερινά πράγματα, δηλαδή.
Τα παιδιά τα είχε νωρίτερα «διεκπεραιώσει» η γυναίκα μου μοιράζοντάς τα στο σχολείο και έτσι δεν υπήρχε η πίεση του χρόνου που μόνο εμείς οι «μεγάλοι» αντιλαμβανόμαστε. Αχ αυτά τα παιδιά! Λες και ζούνε σε ένα άχρονο σύμπαν και όχι στο πραγματικό, σε αυτό που έχει ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα. Είναι φορές που αναρωτιέμαι αν και εμείς ήμασταν έτσι στην ηλικία τους. Από ποια άραγε ηλικία και έπειτα αποκτούν τα παιδιά την «αίσθηση» του χρόνου; Όχι τίποτα άλλο, για να ξέρω τι με περιμένει. Τέλος πάντων, πρωί-πρωί που είναι θα μου πεις ότι άρχισα τις φιλοσοφικές αναζητήσεις.
Κοίταξα το ρολόι. Είχε πάει κιόλας 9. Έπρεπε να φύγω ώστε να είμαι έγκαιρα στη στάση του τρόλεϊ. Δεν έπρεπε να το χάσω γιατί δεν περνάει και συνέχεια. Κλείδωσα τη γάτα στο μπαλκόνι για να μην χτυπήσει ο συναγερμός και χωρίς περιστροφές κατηφόρισα το δρομάκι με την σκέψη στις εκκρεμότητες που είχα να τακτοποιήσω στη δουλειά.
Λίγο πριν την στάση η σκέψη μου διακόπηκε βίαια. Σχεδόν τρόμαξα μέσα στην αφηρημάδα μου από την στεντόρεια φωνή του κυρίου Χαράλαμπου, ο οποίος από την πόρτα του μαγαζιού του με καλημέρισε όλο ζωντάνια. «Καλημέρα Κωστάκη μου» είπε και κούνησε το χέρι του.
«Καλημέρα κυρ Χαράλαμπε», ανταπάντησα ευγενικά, προσπερνώντας όμως βιαστικός στον δρόμο μου προς το καβαφικό μέσο μεταφοράς αφού, όπως είχε πει ο καλός φίλος Μιχάλης, με το τρόλεϊ -αλλά και το τραμ- ξεχνάς τον προορισμό αλλά όχι το ταξίδι.
«Πάλι βιαστικός Κωστάκη μου» είπε και μου χαμογέλασε με κατανόηση.
Μου άρεσε να με αποκαλεί έτσι. Ο συγχωρεμένος ο Λάκης με φώναζε έτσι και ακόμα και τώρα κάθε φορά το ακούω «βλέπω» στην κουβέντα αυτή την αγάπη του, αγάπη που ξεχείλιζε από τα μάτια και φώτιζε όλο του το πρόσωπο ως πάνω, το μεγάλο του μέτωπο. Με είχε χτυπήσει στην ευαίσθητη χορδή μου ο κυρ Χαράλαμπος. Κοντοστάθηκα. Είχα αποφασίσει να ενδιαφερθώ.
«Πώς πάει κυρ Χαράλαμπε;», ρώτησα με πραγματικό ενδιαφέρον. «Τα καταφέρνεις;»
Κούνησε το κεφάλι του κοιτώντας με μες στα μάτια. «Ας τα λέμε καλά, Κωστάκη» είπε. «Την βγάζουμε ακόμη αλλά όχι μάλλον για πολύ».
«Γιατί, κυρ Χαράλαμπε, το λες αυτό;» ψέλλισα αλλά αμέσως ένιωσα ντροπή που ρώτησα κάτι τέτοιο.
Λες και δεν ήξερα…
«Κωστάκη μου, δεν βλέπεις τι γίνεται; Από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Μορφωμένος είσαι και καταλαβαίνεις. Εδώ καταλαβαίνω εγώ που ένα δημοτικό έβγαλα και εσείς οι σπουδαγμένοι δεν καταλαβαίνετε;».
Αφοπλιστικά τα λόγια του. Μαχαιριά στο κόκαλο.
Κατάλαβε ότι ανασκουμπώθηκα και όλο ευγένεια συμπλήρωσε: «Δεν αναφέρομαι σε σένα παιδί μου, καταλαβαίνεις τι εννοώ».
Καταλάβαινα και πολύ καλά μάλιστα τι έλεγε και τι εννοούσε.
«Δεν σε παρεξήγησα, κυρ Χαράλαμπε. Μην ανησυχείς. Και γω μαζί σου είμαι. Τις ίδιες δυσκολίες αντιμετωπίζουμε, στα ίδια σκ@τά κολυμπάμε όλοι.»
«Είναι αλήθεια, Κωστάκη μου, ότι θα μου πάρουν το σπίτι αν δεν έχω να πληρώσω τα χρέη μου;» ρώτησε με αγωνία.
«Μην ανησυχείς», του είπα, «δεν θα ισχύσει το μέτρο μόνο για σένα. Θα αφορά όλους μας».
«Χαρά στο κουράγιο σου να κάνεις και πλάκα για ένα τέτοιο θέμα», είπε χαμογελώντας μάλλον ειρωνικά. Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα λεπτά είχα νιώσει ντροπή.
Προσπάθησα να επανορθώσω άμεσα. «Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσει αυτό το μέτρο, κυρ Χαράλαμπε.»
«Και ποιος θα τους εμποδίσει να το ψηφίσουν;», ρώτησε όλο απογοήτευση. «Ό,τι θέλουν κάνουν εκεί στη Βουλή. Ποιος τους έχει εμποδίσει μέχρι τώρα να κάνουν ό,τι τους λένε οι ξένοι; Τους έχει εμποδίσει κανείς; ΚΑΝΕΙΣ» είπε όλο νόημα.
«Ναι, κυρ Χαράλαμπε, αλλά τα κόμματα της αντιπολίτευσης δίνουν αγώνα μεγάλο να ανατρέψουν την κατάσταση, εντός και εκτός Βουλής», είπα όλος αυτοπεποίθηση θέλοντας να του δώσω λίγο κουράγιο.
«Και ο Σαμαράς» μου απάντησε,\ «όταν ήταν στην αντιπολίτευση, αγώνα έδινε και αυτός ενάντια “στο λάθος” του Παπανδρέου. “Δεν θα συνταχθώ με το λάθος” έλεγε και ξανάλεγε στο Ζάππειο αλλά στο τέλος όχι μόνο συντάχθηκε, όχι μόνο το κατάπιε αλλά έγινε και ο πιο ένθερμος υποστηριχτής της γερμανικής πολιτικής εξαθλίωσης του Ελληνικού Λαού».
Είχα μείνει άφωνος με το πάθος του, την πολιτική έκφραση της αγανάκτησης αυτού του ανθρώπου, με την αγωνία του για το αύριο.
«Όλα κι όλα, κυρ Χαράλαμπε» του είπα. «Δεν είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι όλοι ίδιοι.»
«Εσύ και εγώ μπορεί να μην είμαστε σαν τα μούτρα του» είπε όλο σιγουριά «αλλά όλοι αυτοί που είναι εκεί μέσα (τη Βουλή εννοούσε) δεν έχουν ιερό και όσιο. Δεν έχουν μπέσα.»
Επέμεινα ότι δεν είναι όλοι ίδιοι. Ότι υπάρχουν και αξιόλογοι βουλευτές. Του ανέφερα μάλιστα και ονόματα βουλευτών δραστήριων και αγωνιστών της δημοκρατίας που δίνουν καθημερινά αγώνα για ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών της κυβέρνησης.
Με άκουγε με προσοχή χωρίς να με διακόπτει. Διέκρινα όμως μια διστακτικότητα, μια δυσπιστία στα λεγόμενα μου. Τον ρώτησα. Δεν μπορούσα να μην ρωτήσω. Ήθελα να ξέρω τι σκεφτόταν ενόσω με άκουγε.
Το ερώτημά μου ευθύ και άμεσο. «Κάτι σε προβληματίζει, κυρ Χαράλαμπε, σε αυτά που ακούς, και μην μου πεις τίποτα. Σε βλέπω. Κάτι σε χαλάει και με ενδιαφέρει να ξέρω.»
Τον είχα αιφνιδιάσει. Δεν περίμενε να ρωτήσω. Το παραδέχτηκε χωρίς περιστροφές. «Δεν περίμενα να ρωτήσεις» είπε. «Δεν περίμενα να ενδιαφερθείς. Συνήθως κανείς δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με την ουσία, αν πραγματικά δεν ενδιαφέρεται για την ουσία.»
«Ρώτησα όμως, κυρ Χαράλαμπε, και θέλω μια απάντηση», επέμεινα.
Με κοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν ήρεμο αλλά διαπεραστικό, λες και κάτι έψαχνε να δει πίσω από το βλέμμα μου, μέσα στην ψυχή. Αγωνία έκρυβαν τα λόγια του: «Αυτό που με φοβίζει» μου είπε, «και όχι απλά με προβληματίζει, είναι η ασυνέπεια λόγων και έργων. Θα τα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτά που λέει πράξη; Θα ανατρέψει την κυβερνητική πολιτική του Σαμαρά που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Γερμανίας ή θα στρογγυλεύσει τις γωνίες και θα γίνουμε ξανά στο ίδιο έργο θεατές;»
Δεν απάντησα αμέσως. Περίμενα, Όχι για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Απλά δεν απάντησα. Και ο κυρ Χαράλαμπος συνέχισε.
«Περιμένουμε όλοι μας να κρατηθούμε από κάπου. Να πιστέψουμε ότι δεν είναι όλοι τους ίδιοι. Να πιστέψουμε ότι υπάρχουν βουλευτές που αγαπάνε την Πατρίδα και λειτουργούν για το συμφέρον του Ελληνικού Λαού. Που δουλεύουν για μας που τους ψηφίσαμε. Που ενδιαφέρονται για το καλό μας, για το μέλλον των παιδιών μας. Περιμένουμε να πειστούμε ότι υπάρχει ένα πολιτικό κόμμα που αυτά που έλεγε πριν ένα χρόνο, συνεχίζει να τα λέει και σήμερα αλλά, πολύ περισσότερο, θα συνεχίσει να τα λέει και αύριο όταν ο λαός, όλοι εμείς, του αναθέσουμε την διακυβέρνηση της Χώρας. Θέλουμε να μην μας κοροϊδέψουν ξανά. Καταλαβαίνεις παιδί μου;»
Ήταν σαφής. Ξεκάθαρος σαν γαλανός ουρανός που αστραπές δεν φοβάται.
«Μην ανησυχείς», του είπα. «Δεν είναι Ολαντρέου ο Τσίπρας. Δεν θα γίνει Τσιπρανδρέου. Δεν θα την αντέξει ο Ελληνικός Λαός μια ακόμη κοροϊδία. Δεν θα το ανεχτεί κανείς μας. Αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει αύριο.»
Με κοίταξε με επιμονή. «Μαζί σου είμαι», μου είπε και συνέχισε: «Την αύξηση των ποσοστών του ο ΣΥΡΙΖΑ από το 3% που είχε πριν ένα χρόνο στο 27%, την οφείλει σε μας τους απλούς πολίτες που πιστέψαμε ότι θα αλλάξει τα πράγματα, που πιστέψαμε ότι δεν θα το “γυρίσει” όταν αναλάβει την εξουσία όπως έκανε ο Σαμαράς. Εμείς, οι απλοί πολίτες που αγαπάμε αυτή την Χώρα, τον ανεβάσαμε σε αυτά τα ποσοστά και εμείς τον κρατάμε ακόμη εκεί. Ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω.
Περιμένουμε. Δεν αντέχουμε όμως άλλο. Δεν θα αντέξουμε μια από τα ίδια.»
«Θα τα καταφέρουμε, κυρ Χαράλαμπε», είπα. «Μην ανησυχείς αλλά ούτε να εφησυχάζεις. Θα τα καταφέρουμε όμως, θα δεις. Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό. Μαζί θα τα καταφέρουμε.»
«Θα τα καταφέρουμε;», αναρωτήθηκε. «Ποιοι θα τα καταφέρουμε δηλαδή; Μόνο εμείς στον ΣΥΡΙΖΑ; Μόνο εμείς στο ΚΚΕ; Μόνο εμείς στους Ανεξάρτητους Έλληνες; Μόνο εμείς στο ΕΠΑΜ; Μόνο εμείς στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Τόσο δύσκολο είναι να βρεθεί μια κοινή συνισταμένη των κομμάτων που αντιτίθενται στην ασκούμενη κυβερνητική πολιτική ώστε από κοινού να κατέβουν στις εκλογές και να την ανατρέψουν με την συντριπτική στήριξη του Ελληνικού Λαού; Τόσο δύσκολο είναι; “Για την Ελλάδα ρε γαμώτο”, όπως είχε πει και η Πατουλίδου. Για την Ελλάδα! 70% θα κέρδιζαν στις εκλογές. Τόσο δύσκολο είναι το καταλάβει κανείς;»
«Και τι προτείνεις δηλαδή να γίνει;» τον ρώτησα δήθεν αδιάφορα.
«Τι να γίνει; Να τα βρούνε. Αυτό να γίνει», είπε αποφασιστικά.
«Ποιοι, κυρ Χαράλαμπε, να τα βρούνε; Τι να βρούνε;» ρώτησα περισσότερο για να το τσιγκλήσω. Ήθελα πλέον να δω μέχρι πού θα το φτάσει.
«Άκου να δεις αγόρι μου», είπε. «Δεν πάει άλλο πλέον. Πρέπει όλοι αυτοί που δεν έχουν δεσμευτεί με τις υπογραφές τους στις δανειακές συμβάσεις, να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να συζητήσουν για να τα βρούνε. Και αν πούνε ότι δεν θα σηκωθούν από το τραπέζι αν δεν καταλήξουν σε συμφωνία, να είσαι σίγουρος ότι θα τα βρουν.»
Τον έβλεπα να κοκκινίζει. Να τον συνεπαίρνει το πάθος. Πίστευε κάθε κουβέντα που έλεγε. Το έβλεπα στα μάτια του.
«Τώρα είναι η μεγάλη ώρα» είπε και για λίγο σταμάτησε να μιλά, λες και δεν ήξερε τι άλλο να πει. Τι αφελής ήμουν που είχα σκεφτεί κάτι τέτοιο. Η συνέχεια ήταν καταιγιστική.
«Είναι πια η ώρα να μπουν στην άκρη τα μικροκομματικά συμφέροντα, τα ιστορικά των παρατάξεων, οι προσωπικές φιλοδοξίες. Είναι η ώρα να τεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης το Εθνικό συμφέρον, η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητο κράτος.Είναι η ώρα της δημιουργίας ενός μετώπου ενάντια στην εκχώρηση της Εθνικής Κυριαρχίας, ενάντια στο ξεπούλημα του Δημόσιου πλούτου, ενάντια στις δανειακές συμβάσεις, ενάντια στα μνημόνια, ενάντια στην κοινωνική εξαθλίωση, ενάντια στην συνεχιζόμενη γενοκτονία. Ενάντια σε όσους θέλουν να μας στερήσουν το Αύριο, το Δικό μας και των Παιδιών μας.»
Τον κοιτούσα αποσβολωμένος. Τον άκουγα με θαυμασμό. Είχα καιρό να ακούσω κάποιον να μου μιλά και να χάνομαι στις κουβέντες του, να με ενθουσιάζουν τα λόγια του, να με γεμίζουν δύναμη για το αύριο.
Απτόητος ο κυρ Χαράλαμπος συνέχιζε… «Τώρα είναι η ώρα που τα κόμματα εντός και εκτός Βουλής πρέπει να προχωρήσουν άμεσα σε Συνεργασία, χωρίς προαπαιτούμενα, στη βάση αυτών που τους ενώνουν: την Λαϊκή Κυριαρχία και την Εθνική Ανεξαρτησία.»
Αυτό το τελευταίο το επανέλαβε μια ακόμη φορά. «Εθνική Ανεξαρτησία» είπε και δεν συνέχισε άλλο την κουβέντα του. Ήταν εμφανώς συγκινημένος.
Δεν θέλησα να τον φέρω σε δύσκολη θέση. Τον ακούμπησα στην πλάτη, του χαμογέλασα ευγενικά και του είπα ότι δεν έπρεπε να χάσω το τρόλεϊ που έβλεπα να έρχεται –είχα ήδη χάσει δύο– και ότι θα περάσω αύριο να συνεχίσουμε την κουβέντα μας.
«Θα σε περιμένω, Κωστάκη», μου είπε. «Να περάσεις να τα πούμε».
Προχώρησα προς την στάση και οριακά πρόλαβα να επιβιβαστώ στο 13. Μια σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό μου το υπόλοιπο της μέρας: «Αλήθεια, πόσο μυαλό χρειάζεται για γίνει κατανοητό ότι μόνο ενωμένοι όλοι όσοι αγωνίζονται κατά μόνας μπορούν να επιβάλουν τη λύση της δημοκρατικής ανατροπής των προδοτικών πολιτικών που έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε Γερμανικό προτεκτοράτο;»*Του
Κωνσταντίνου Νάκκα