Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΕΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ. 5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο Ψ Ε Ι Σ Τ Ο Υ Θ Η Λ Υ Κ Ο Υ (16)


Συνέχεια από Τρίτη, 12 Νοεμβρίου 2013                                       ΙΙ                                                                                                                                                                          ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΟΥ ΑΡΧΕΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ.  
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Με αυτά που λέχθηκαν θα πρέπει να είναι φανερό ότι σε τελευταία ανάλυση όλες οι μυθολογικές διηγήσεις σχετικά με αυτό το θέμα, καθώς και οι παρατηρημένες επιδράσεις του μητρικού συμπλέγματος, όταν ξεκαθαρίσουν από την σύγχυση των λεπτομερειών, δείχνουν το ασυνείδητο σαν χώρο προέλευσής τους. Πώς αλλοιώς θα ερχόταν στον άνθρωπο η σκέψη να διαίρεση τον κόσμο, σύμφωνα με την αναλογία ημέρας και νύχτας, καλοκαιριού και χειμώνα, σε έναν φωτεινό κόσμο «ημέρας» και έναν σκοτεινό νυχτερινό κόσμο γεμάτον με μυθικά τέρατα, εάν δεν είχε το πρωτότυπο μιας τέτοιας διαίρεσης μέσα του, στην πόλωση ανάμεσα στην συνείδηση και το αόρατο και άγνωστο ασυνείδητο; Η αντίληψη του πρωτόγονου ανθρώπου για τα αντικείμενα καθορίζεται μόνο κατά ένα μέρος από την αντικειμενική συμπεριφορά των ίδιων των πραγμάτων, ενώ ένας πολύ μεγαλύτερος ρόλος παίζεται συχνά από ενδοψυχικά δεδομένα που δεν σχετίζονται με τα εξωτερικά αντικείμενα, παρά μόνο μέσω της προβολής. (Σημ. των εκδοτών: Βλέπε παραπάνω: «Αρχέτυπα του συλλογικού ασυνειδήτου», παράγραφος 7). Αυτό οφείλεται στο απλό γεγονός ότι ο πρωτόγονος δεν έχει ακόμη δοκιμάσει αυτήν την ασκητική πειθαρχία του νου που μας είναι γνωστή σαν κριτική της γνώσης. Γι’ αυτόν ο κόσμος είναι ένα λίγο ή πολύ ρευστό φαινόμενο μέσα στον χείμαρρο της δικής του φαντασίας, εκεί όπου το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι αδιαφοροποίητα, και σε μια κατάσταση αμοιβαίας ερμηνείας. «Όλα όσα είναι έξω, είναι επίσης μέσα», θα μπορούσαμε να πούμε μαζί με τον Goethe. Αλλά αυτό το «μέσα», που ο σύγχρονος ορθολογισμός είναι τόσο πρόθυμος να το παραγάγη από το «έξω», έχει μια a prioriδική του δομή, που προηγείται κάθε συνειδητής εμπειρίας.
Είναι εντελώς αδύνατον να συλλάβουμε το πώς η «εμπειρία» με την ευρύτερη έννοια, ή, στην περίπτωσή μας, ο,τιδήποτε ψυχικό, θα μπορούσε να προέρχεται αποκλειστικά από τον εξωτερικό κόσμο. Η ψυχή είναι μέρος του πιο μύχιου μυστηρίου της ζωής, και έχει την δική της ιδιαίτερη δομή και μορφή, όπως και κάθε άλλος οργανισμός. Το εάν αυτή η ψυχική δομή και τα στοιχεία της, τα αρχέτυπα, είχαν ποτέ κάποια «αρχή», είναι ένα μεταφυσικό ερώτημα, και επομένως δεν μπορεί να απαντηθή. Η δομή είναι κάτι δεδομένο, η προϋπόθεση που είναι παρούσα σε κάθε περίπτωση. Και αυτό είναι η  μ η τ έ ρ α,  η  μ ή τ ρ α  (καλούπι) – η μορφή μέσα στην οποία χύνεται κάθε εμπειρία. Ο  π α τ έ ρ α ς, από την άλλη μεριά, αντιπροσωπεύει τον  δ υ ν α μ ι σ μ ό  του αρχετύπου, γιατί το αρχέτυπο συνίσταται και από τα δύο μέρη – μορφή και ενέργεια.
Ο φορέας του αρχετύπου είναι κατά πρώτο λόγο η προσωπική μητέρα, επειδή το παιδί ζη κατ’ αρχήν σε πλήρη συμμετοχή μαζί της, σε μια κατάσταση ασυνείδητης ταυτότητας. Αυτή είναι η ψυχική όπως και η σωματική προϋπόθεση του παιδιού. Με το ξύπνημα της εγωικής συνείδησης η συμμετοχή σταδιακά εξασθενεί, και το συνειδητό αρχίζει να έρχεται σε αντίθεση με το ασυνείδητο, την ίδια του την προϋπόθεση. Αυτό οδηγεί σε διαφοροποίηση του εγώ από την μητέρα, που οι προσωπικές της ιδιαιτερότητες γίνονται σταδιακά όλο και πιο ευδιάκριτες. Όλες οι μυθικές και μυστηριώδεις ιδιότητες που συνδέονται με την εικόνα της αρχίζουν να απορρίπτωνται, και μεταφέρονται στο πρόσωπο που βρίσκεται πιο κοντά σ’ αυτήν, για παράδειγμα στην γιαγιά. Σαν μητέρα της μητέρας, αυτή είναι «μεγαλύτερη» από την τελευταία· είναι πραγματικά η «Μεγάλη Μητέρα». Όχι σπάνια παίρνει τα χαρακτηριστικά της σοφίας, όπως και αυτά της μάγισσας. Γιατί όσο περισσότερο το αρχέτυπο απομακρύνεται από την συνείδηση και όσο πιο καθαρή γίνεται η τελευταία, τόσο περισσότερο ευδιάκριτα το αρχέτυπο αποκτάει μυθολογικά χαρακτηριστικά. Η μετάβαση από την μητέρα στην γιαγιά σημαίνει ότι το αρχέτυπο ανάγεται σε έναν υψηλότερο βαθμό. Αυτό φαίνεται καθαρά σε μια αντίληψη που έχουν οιBataks. Η νεκρική θυσία προς τιμήν ενός πεθαμένου πατέρα είναι μέτρια, και αποτελείται από συνηθισμένη τροφή. Αλλά εάν ο γιος έχει δικό του γιο, τότε ο πατέρας έχει γίνει παππούς, επομένως έχει κερδίσει μια πολύ αξιοσέβαστη θέση στο Υπερπέραν, και πολύ σπουδαίες προσφορές γίνονται σ’ αυτόν. (Βλ. Warnecke: «Η θρησκεία των Bataks”).
Καθώς η απόσταση ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο μεγαλώνει, ο ανώτερος βαθμός στον οποίο έχει ανεβή η γιαγιά την μεταμορφώνει σε «Μεγάλη Μητέρα», και συμβαίνει συχνά τα αντίθετα που περιέχονται σε αυτήν την εικόνα να διαχωρίζωνται. Έχουμε τότε μια καλή νεράιδα και την κακή νεράιδα, ή μια αγαθή θεά και μια μοχθηρή και επικίνδυνη. Στην Δύση, στην αρχαιότητα, και περισσότερο στους ανατολικούς πολιτισμούς, τα αντίθετα μένουν συχνά ενωμένα στην ίδια εικόνα, ενώ αυτό το παράδοξο δεν ενοχλεί το πρωτόγονο πνεύμα στο ελάχιστο. Οι μύθοι σχετικά με τους θεούς είναι τόσο γεμάτοι από αντιθέσεις όσο είναι οι ηθικοί τους χαρακτήρες. Στην Δύση, η παράδοξη συμπεριφορά και η ηθική αμφισημία των θεών σκανδάλιζε τους ανθρώπους ακόμη και στην αρχαιότητα, και προκάλεσε την κριτική που οδήγησε τελικά στην υποβάθμιση των Ολύμπιων από την μια μεριά, και στην φιλοσοφική τους ερμηνεία από την άλλη. Η πιο καθαρή έκφραση αυτού είναι η χριστιανική μεταμόρφωση της ιουδαϊκής αντίληψης για την θεότητα: ο ηθικά αμφίσημος Ιεχωβά έγινε ένας αποκλειστικά καλός θεός, ενώ κάθε τι κακό συγκεντρώθηκε στον διάβολο. Φαίνεται σαν η ανάπτυξη της συναισθηματικής λειτουργίας στον Δυτικό άνθρωπο  να τον ανάγκασε σε μια εκλογή, που τον οδήγησε στην ηθική διάσπαση της θεότητας σε δύο μισά. Στην Ανατολή η κυρίαρχη ενορατική διανοητική στάση δεν άφηνε χώρο για συναισθηματικές αξίες, και οι θεοί – η Kali είναι ένα κατάλληλο παράδειγμα – μπορούσαν να διατηρήσουν την αρχική τους παράδοξη ηθικότητα αναλλοίωτη. Έτσι η Kali είναι αντιπροσωπευτική για την Ανατολή όπως Madonna για την Δύση. Η τελευταία έχει χάσει εντελώς την σκιά που την ακολουθούσε ακόμη από μακριά στις αλληγορίες του Μεσαίωνα. Παραπέμφθηκε στα καταχθόνια της λαϊκής φαντασίας, όπου τώρα ζη μια ασήμαντη ύπαρξη σαν γιαγιά του διαβόλου. (Σημ. των εκδοτών: Αυτή είναι μια συνηθισμένη έκφραση στα γερμανικά). Χάρις στην ανάπτυξη των συναισθηματικών αξιών, η λάμψη του «φωτεινού» θεού εξυψώθηκε υπέρμετρα, ενώ το σκοτάδι που υποθετικά παριστάνεται από τον διάβολο εντοπίσθηκε στον άνθρωπο. Αυτή η παράξενη εξέλιξη επιταχύνθηκε κυρίως από το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός, τρομαγμένος από τον Μανιχαϊστικό δυαλισμό, πάλεψε να διατηρήση τον μονοθεϊσμό του με κάθε θυσία. Αλλά αφού η πραγματικότητα του σκότους και του κακού δεν μπορούσαν να απορριφθούν, δεν υπήρχε εναλλακτική λύση από το να γίνη ο άνθρωπος υπεύθυνος γι’ αυτά. Ακόμη και ο διάβολος κατά μεγάλο μέρος, αν όχι εντελώς, εξαλείφθηκε με αποτέλεσμα αυτή η μεταφυσική μορφή, που κάποτε ήταν αναπόσπαστο μέρος της θεότητας, να ενδοβάλλεται μέσα στον άνθρωπο, που με αυτόν τον τρόπο έγινε ο πραγματικός φορέας του  μ υ σ τ η ρ ί ο υ  τ η ς α ν ι σ ό τ η τ α ς: «omne bonnum a Deoomne mallum abhomine» (Κάθε τι καλό προέρχεται από τον Θεό, κάθε τι κακό από τον άνθρωπο). Στους πρόσφατους χρόνους αυτή η εξέλιξη έπαθε μια διαβολική αντιστροφή, και ο λύκος μέσα σε προβιά αρνιού τριγυρίζει τώρα ψιθυρίζοντας στο αυτί μας ότι το κακό δεν είναι στην πραγματικότητα παρά μια παρανόηση του καλού, και ένα αποτελεσματικό όργανο προόδου. Νομίζουμε πως ο κόσμος του σκότους έχει έτσι καταργηθή μια για πάντα και κανείς δεν αντιλαμβάνεται τι δηλητήριο είναι αυτό για την ψυχή του ανθρώπου. Με αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται ο ίδιος σε διάβολο, γιατί ο διάβολος είναι το μισό του αρχέτυπου που η ακαταμάχητη δύναμή του κάνει ακόμη και τους άπιστους να αναφωνούν «Θεέ μου!» σε κάθε κατάλληλη ή ακατάλληλη περίσταση. Εάν κανείς μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να το αποφύγη, δεν θα πρέπει ποτέ να ταυτίζεται με ένα αρχέτυπο, επειδή, όπως έχει δείξει η ψυχοπαθολογία και μερικά σύγχρονα γεγονότα, οι συνέπειες είναι τρομακτικές.
Ο Δυτικός άνθρωπος έχει βυθιστή σε τέτοιο χαμηλό επίπεδο πνευματικά, ώστε πρέπει ακόμη να αρνηθή και την αποθέωση της αδάμαστης και ατιθάσευτης ψυχικής δύναμης – της ίδιας της θεότητας – έτσι ώστε, αφού κατάπιε το κακό, μπορεί να ιδιοποιηθή επίσης το αγαθό. Εάν διαβάσετε τον Zarathustraτου  Nietzsche με προσοχή και ψυχολογική κατανόηση, θα δείτε ότι έχει περιγράψει με σπάνια συνέπεια και με το πάθος ενός αληθινά θρησκευόμενου ανθρώπου την ψυχολογία του «Υπερανθρώπου» για τον οποίο ο Θεός είναι νεκρός, και που ο ίδιος έχει εκτιναχτή σε χίλια κομμάτια επειδή προσπάθησε να φυλακίση το θεϊκό παράδοξο μέσα στα στενά όρια του θνητού ανθρώπου. Ο Goethe έχει πει σοφά: «Τί τρόμος θα καταλάβη τότε τον Υπεράνθρωπο» - και ανταμείφθηκε με ένα υπεροπτικό χαμόγελο από τους υλιστές της εποχής του. Η δοξολογία της Μητέρας που απευθύνει, και που είναι αρκετά μεγάλη ώστε να περιλάβη μέσα της την Βασίλισσα του Ουρανού και την Μαρία την Αιγυπτία είναι υπέρτατη σοφία και βαθειά σημαντική για όποιον θέλει να σκεφθή πάνω σ’ αυτήν. Αλλά τι μπορεί να περιμένη κανείς σε μια εποχή που οι επίσημοι εκπρόσωποι του Χριστιανισμού δημόσια διακηρύττουν ότι δεν μπορούν να κατανοήσουν τα θεμέλια της θρησκευτικής εμπειρίας! Αναφέρω το ακόλουθο απόσπασμα από ένα άρθρο Προτεστάντη θεολόγου: «Αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας – είτε από φυσιοκρατική είτε από ιδεαλιστική άποψη – σαν  ο μ ο γ ε ν ή   π λ ά σ μ α τ α,  π ο υ  δ ε ν  ε ί ν α ι  μ ε  τ έ τ ο ι ο  ι δ ι α ί τ ε ρ ο  τ ρ ό π ο  δ ι α σ π α σ μ έ ν αα  ώ σ τ ε  ε ξ ω τ ε ρ ι κ έ ς  δ υ ν ά μ ε ι ς  ν α  μ π ο ρ ο ύ ν  ν α  ε π ε μ β α ί ν ο υ ν  σ τ η ν  ε σ ω τ ε ρ ι κ ή  μ α ς  ζ ω ή, όπως υποθέτει η Καινή Διαθήκη». (Σημ. των εκδοτών: Buri: «Θεολογία και Φιλοσοφία», σ. 117 – οι υπογραμμίσεις τουJung).  Ο συγγραφέας προφανώς αγνοεί το γεγονός ότι η επιστήμη έδειξε το ότι η συνείδηση υπόκειται σε σφάλματα και έχει μόνο μερικό χαρακτήρα περισσότερο από μισό αιώνα πριν, και το απέδειξε αυτό πειραματικά. Οι συνειδητές μας προθέσεις συνεχώς διαταράσσονται και εμποδίζονται, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, από εισβολές του ασυνειδήτου, που οι αιτίες τους είναι κατ’ αρχήν ξένες για μας. Η ψυχή είναι κάθε άλλο παρά μια ομογενής μονάδα· αντίθετα, είναι ένα καζάνι που βράζει, γεμάτο από ορμές, αναστολές και συγκινήσεις, και για πολλούς ανθρώπους η σύγκρουση ανάμεσά τους είναι τόσο ανυπόφορη, ώστε φθάνουν να επιθυμούν ακόμη και την σωτηρία που διδάσκουν οι θεολόγοι. Σωτηρία από τι; Προφανώς από μια εξαιρετικά διφορούμενη ψυχική κατάσταση. Η ενότητα της συνείδησης ή αυτού που ονομάζουμε προσωπικότητα δεν είναι καθόλου μια πραγματικότητα, αλλά κάτι ευκταίο. Θυμάμαι ακόμη πολύ ζωντανά έναν φιλόσοφο που μιλούσε με ενθουσιασμό για την ενότητα, και ερχόταν να με συμβουλευθή σχετικά με την νεύρωσή του: κατεχόταν από την ιδέα ότι υπέφερε από καρκίνο. Δεν ξέρω πόσους ειδικούς είχε συμβουλευθή μέχρι τότε, και πόσες ακτινογραφίες είχε βγάλει .Όλοι τον διαβεβαίωναν  ότι δεν είχε καρκίνο. Ο ίδιος μου είπε: «Ξέρω ότι δεν έχω καρκίνο, αλλά παρ’ όλα αυτά θα μπορούσα να έχω». Ποιος είναι υπεύθυνος γι’ αυτήν την «φανταστική» ιδέα; Σίγουρα δεν την δημιούργησε ο ίδιος· του επιβλήθηκε από μια «ξένη» δύναμη. Λίγη διαφορά υπάρχει ανάμεσα σε αυτήν την κατάσταση και εκείνη του δαιμονισμένου της Καινής Διαθήκης. Τώρα, εάν πιστεύετε σε έναν δαίμονα του αέρα ή σε έναν παράγοντα μέσα στο ασυνείδητο που παίζει διαβολικά παιχνίδια επάνω σας, είναι για μένα ένα και το αυτό. Το γεγονός ότι η υποτιθέμενη ενότητα του ανθρώπου απειλείται από αλλότριες δυνάμεις παραμένει το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις. Οι θεολόγοι θα έκαναν καλύτερα να λάβουν υπ’ όψη τους κάποτε αυτά τα ψυχολογικά δεδομένα από το να συνεχίζουν την «απομυθοποίησή» τους με ρασιοναλιστικές εκφράσεις που βρίσκονται εκατό χρόνια πίσω από την εποχή μας.
                                                                     x x x
Προσπάθησα στα προηγούμενα να κάνω μια επισκόπηση των ψυχικών φαινομένων που μπορεί να αποδωθούν στην κυριαρχία της μητρικής εικόνας. Αν και δεν επέστησα πάντα την προσοχή σε αυτά, υποθέτω ότι ο αναγνώστης μου δεν θα βρήκε δυσκολία στο να αναγνωρίση εκείνα τα ιδιώματα που χαρακτηρίζουν την Μεγάλη Μητέρα από μυθολογική άποψη, έστω και αν εμφανίζονται κάτω από την μορφή της περσοναλιστικής ψυχολογίας. Όταν ρωτάμε ασθενείς που είναι ιδιαίτερα επηρεασμένοι από την μητρική εικόνα να εκφράσουν με λέξεις ή εικόνες τί σημαίνει η Μητέρα γι’ αυτούς – κάτι είτε θετικό είτε αρνητικό – οι απαντήσεις πάντα παίρνουν μορφή συμβόλων που βρίσκονται σε άμεση αναλογία με την μυθολογική μητρική εικόνα. Αυτή η αναλογία μας μεταφέρει σε έναν χώρο που χρειάζεται ακόμη μακροχρόνιο διευκρινιστικό έργο. Πάντως, εγώ προσωπικά δεν αισθάνομαι ικανός να πω κάτι πιο συγκεκριμένο. Εάν, παρ’ όλα αυτά, τολμάω να κάνω μερικές υποθέσεις, αυτές θα πρέπει να θεωρηθούν καθαρά προσωρινές και δοκιμαστικές.
Πάνω απ’ όλα, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η μητρική εικόνα στην ψυχολογία ενός άνδρα είναι εντελώς διαφορετική σε χαρακτήρα από ό,τι στην ψυχολογία μιας γυναίκας. Για την γυναίκα, η μητέρα αντιπροσωπεύει την δική της συνειδητή ζωή όπως καθορίζεται από το φύλο της. Αλλά για τον άνδρα η μητέρα αντιπροσωπεύει κάτι το ξένο, κάτι που θα πρέπει να το δοκιμάση, και που είναι γεμάτο με την λανθάνουσα εικονοπλασία του ασυνειδήτου. Γι’ αυτόν τον λόγο, εάν όχι για κανέναν άλλο, η μητρική εικόνα σε έναν άνδρα είναι ουσιαστικά διαφορετική από ό,τι σε μια γυναίκα. Η μητέρα έχει από την αρχή μια αποφασιστικά συμβολική σημασία για έναν άνδρα, πράγμα που ίσως είναι η αιτία για την ισχυρή του τάση να την εξιδανικεύη. Η εξιδανίκευση είναι μια συγκαλυμμένη αποτρεπτική πράξη· εξιδανικεύει κανείς όποτε υπάρχει ένας μυστικός φόβος που πρέπει να εξορκισθή. Αυτό που φοβόμαστε είναι το ασυνείδητο και η μαγική του επίδραση. (Σημ.: Προφανώς μια κόρη μπορεί επίσης να εξιδανικεύση την μητέρα της, αλλά γι’ αυτό χρειάζονται ειδικές συνθήκες, ενώ για τον άνδρα η εξιδανίκευση είναι σχεδόν η συνήθης περίπτωση).
Ενώ για έναν άνδρα η μητέρα είναι καθεαυτή συμβολική, για μια γυναίκα γίνεται σύμβολο μόνο στην πορεία της ψυχολογικής της ανάπτυξης. Η εμπειρία αποκαλύπτει το εντυπωσιακό γεγονός ότι ο Ουράνιος τύπος της μητρικής εικόνας υπερισχύει στην ανδρική ψυχολογία, ενώ στην γυναίκα ο χθόνιος τύπος, ή η Μητέρα Γη, είναι ο πιο συχνός. Κατά την διάρκεια της φάσης που εκδηλώνεται το αρχέτυπο συμβαίνει μια σχεδόν τέλεια ταύτιση. Μια γυναίκα μπορεί να ταυτισθή άμεσα με την Μητέρα Γη, ενώ ένας άνδρας δεν μπορεί (παρά μόνο σε ψυχωτικές περιπτώσεις). Όπως δείχνει η μυθολογία, μια από τις ιδιαιτερότητες της Μεγάλης Μητέρας είναι ότι εμφανίζεται συχνά σε ζευγάρι με τον αρσενικό της σύντροφο. Επομένως ο άνδρας ταυτίζεται με τον γιο-εραστή πάνω στον οποίο έχει κατεβή η χάρη της Σοφίας, δηλαδή με ένα  p u e r   a e t e r n u s  (αιώνιο παιδί) ή με έναν   f i l i u s s a p i e n t i a e  (γιο της σοφίας). Αλλά ο σύντροφος της χθόνιας μητέρας είναι το ακριβώς αντίθετο: ένας ιθυφαλλικός Ερμής (ο αιγυπτιακός Bes) ή ένα lingam (Σ. τ. Μ.: φαλλικό έμβλημα, σύμβολο του ινδουιστικού θεού Siva). Στην Ινδία αυτό το σύμβολο έχει την υψηλότερη πνευματική σημασία, και στην Δύση ο Ερμής είναι μια από τις πιο αντιφατικές μορφές του ελληνιστικού συγκρητισμού, γεγονός που ήταν η πηγή εξαιρετικά σημαντικών πνευματικών εξελίξεων στον Δυτικό πολιτισμό. Είναι επίσης ο Θεός της αποκάλυψης, και στην ανεπίσημη φυσική φιλοσοφία του πρώιμου Μεσαίωνα, δεν είναι τίποτα λιγώτερο από τον ίδιο τον Νου που δημιουργεί τον κόσμο. Αυτό το μυστήριο έχει ίσως βρη την ωραιότερη έκφρασή του στα λόγια του «Σμαράγδινου Πίνακα». (Σ.τ.Μ.: ένα από τα πιο γνωστά έργα της μυστικής παράδοσης των Αλχημιστών ,που προέρχεται από την Αίγυπτο και την ερμητική φιλοσοφία): «omne superius sicut inferius» (όπως είναι τα επάνω είναι και τα κάτω).
Είναι ψυχολογικό γεγονός ότι αμέσως μόλις αγγίζουμε αυτές τις ταυτίσεις μπαίνουμε στην χώρο των συζυγιών, των αντιθέτων που αποτελούν ζευγάρι, εκεί όπου το Ένα δεν αποχωρίζεται ποτέ από το Άλλο, την αντίθεσή του. Είναι ένα πεδίο προσωπικής εμπειρίας που οδηγεί κατ’ ευθείας στην εμπειρία της εξατομίκευσης, της άφιξης στον Εαυτό. Ένας τεράστιος αριθμός από σύμβολα σχετικά με αυτήν την διαδικασία θα μπορούσε να συγκεντρωθή από την μεσαιωνική λογοτεχνία της Δύσης. ‘Ενας ακόμη μεγαλύτερος από τα θησαυροφυλάκια της ανατολικής φιλοσοφίας. Αλλά σε αυτό το ζήτημα οι λέξεις και οι ιδέες έχουν μικρή σημασία. Μάλιστα, μπορούν να γίνουν επικίνδυνα μονοπάτια και ψεύτικα ίχνη. Σε αυτό το ακόμη πολύ σκοτεινό πεδίο της ψυχολογικής εμπειρίας, όπου βρισκόμαστε σε άμεση επαφή, ας πούμε, με το αρχέτυπο, η ψυχική του δύναμη γίνεται αισθητή με όλη την έντασή της. Αυτός ο χώρος είναι τόσο αποκλειστικά ένας χώρος άμεσης εμπειρίας ώστε δεν μπορεί να περιορισθή σε καμμιά διατύπωση, αλλά μπορεί μόνο να υποδειχθή σε κάποιον που ήδη ξέρει. Αυτός δεν θα χρειασθή εξηγήσεις για να καταλάβη ποια ήταν η ένταση των αντιθέτων που εξέφραζε ο Απουλήιος στην θαυμάσια προσευχή του στην Βασίλισσα του Ουρανού, όταν συνδέει την «ουράνια Αφροδίτη» με «την Περσεφόνη, που σκορπίζει τον τρόμο με νυχτερινά ουρλιαχτά» (Σημ.: Βλέπε: Jung «Σύμβολα της Μεταμόρφωσης», παρ.148): αυτό είναι το τρομαχτικό παράδοξο της αρχέγονης μητρικής εικόνας.
                                                              x x x
Όταν, το 1938, έγραφα αυτήν την εργασία, δεν ήξερα φυσικά ότι δώδεκα χρόνια αργότερα η χριστιανική εκδοχή του μητρικού αρχετύπου θα ανερχόταν στο επίπεδο μιας δογματικής αλήθειας. Η χριστιανική «Βασίλισσα του Ουρανού» έχει, προφανώς, αποβάλει όλα τα Ολύμπια χαρακτηριστικά της εκτός από την λάμψη, την καλωσύνη και την αθανασία της· ακόμη και το ανθρώπινο σώμα της, το στοιχείο που υπόκειται περισσότερο σε καταφανή υλική φθορά, έχει προσλάβει μια αιθέρια αφθαρσία. Παρ’ όλα αυτά, η πλούσια ποικιλία από αλληγορίες σχετικές με την Μητέρα του Θεού έχει διατηρήσει κάποια σύνδεση με τις παγανιστικές προεικονίσεις της στην μορφή της Ίσιδας (Ιώς) και της Σεμέλης. Όχι μόνο η Ίσιδα και ο Ώρος–παιδί είναι εικονολογικά παραδείγματα, αλλά η ανάληψη της Σεμέλης, της αρχικά θνητής μητέρας του Διονύσου, όμοια προεικονίζει την Ανάληψη της Παρθένας. Επί πλέον, αυτός ο γιος της Σεμέλης είναι ένας θνήσκων και αναγεννώμενος θεός, και ο νεώτερος από τους Ολύμπιους. Η Σεμέλη η ίδια φαίνεται πως υπήρξε μια γήινη θεά, ακριβώς όπως η Παρθένος Μαρία είναι η γη από την οποία γεννήθηκε ο Χριστός. Έτσι λοιπόν, προκύπτει με φυσικό τρόπο το εξής ερώτημα για τον ψυχολόγο: τί απέγινε η χαρακτηριστική σχέση της μητρικής εικόνας με την γη, το σκοτάδι, την αβυσσαλέα πλευρά του σωματικού ανθρώπου με τα ζωώδη πάθη του και την ενστικτώδη φύση, και με την «ύλη» γενικά; Η ανακήρυξη αυτού του δόγματος, [Σ.τ.Μ.: ο Jung μιλάει για την αναγνώριση σε δόγμα της σωματικής ανάληψης της Παρθένου Μαρίας στον Ουρανό, από την Καθολική Εκκλησία. Η ορθόδοξη Εκκλησία, παρόλο που χρησιμοποίει τον όρο «μετάσταση», δεν έχει κάνει παρόμοια δογματική διατύπωση. Πρόκειται, όπως λένε οι Πατέρες, για ένα μυστήριο – και χαρακτηριστικά η θηλυκή αρχή εδώ κρύβει και κρύβεται πίσω από αυτό το μυστήριο – και όχι για ένα δόγμα που μπορεί να διατυπωθή], έρχεται σε μια στιγμή που τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας, συνδυασμένα με μια λογοκρατική και υλιστική άποψη του κόσμου, απειλούν την πνευματική και ψυχική κληρονομιά του ανθρώπου με άμεση εκμηδένιση. Η ανθρωπότητα εξοπλίζεται, με φόβο και εκστατικό τρόμο, για ένα τεράστιο έγκλημα. Θα μπορούσαν εύκολα να προκύψουν οι περιστάσεις που θα οδηγούσαν στην χρήση της βόμβας υδρογόνου, και αυτή η αδιανόητα φοβερή κατάσταση έγινε αναπόφευκτη στα πλαίσια της νόμιμης αυτοάμυνας. Σε έντονη αντίθεση με αυτήν την καταστρεπτική τροπή των γεγονότων, η Μητέρα του Θεού ενθρονίζεται τώρα στον Ουρανό· πραγματικά, η Ανάλυψή της ερμηνεύθηκε ουσιαστικά σαν μια αντίδραση στον υλιστικό δογματισμό που υποκινούσε τις χθόνιες δυνάμεις σε ανταρσία. Ακριβώς όπως η εμφάνιση του Χριστού στην εποχή του δημιούργησε έναν πραγματικό διάβολο και αντίπαλο του Θεού από αυτόν που αρχικά ήταν γιος του Θεού και κατοικούσε στον Ουρανό, έτσι τώρα, αντίστροφα, μια ουράνια μορφή έχει αποσχισθή  από το αρχικό χθόνιο βασίλειό της και έχει πάρει μια θέση αντίθετη στις τιτανικές δυνάμεις της γης και του κάτω κόσμου που έχουν αφεθή αχαλίνωτες. Με τον ίδιο τρόπο που η Μητέρα του Θεού απέρριψε όλα τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της υλικότητας, έτσι και η ύλη έγινε τελείως άψυχη, και αυτό σε μια εποχή που η φυσική κατευθύνεται προς αντιλήψεις, που, αν δεν «από-υλικοποιούν» ακριβώς την ύλη, τουλάχιστον την πλουτίζουν με δικές της ιδιότητες και κάνουν την σχέση της με την ψυχή ένα πρόβλημα που δεν μπορεί πια να παραβλεφθή. Γιατί, ακριβώς όπως η τρομερή πρόοδος της επιστήμης  οδήγησε στην αρχή σε μια πρόωρη εκθρόνιση του πνεύματος και σε μια εξίσου παρεξηγημένη θεοποίηση της ύλης, έτσι αυτή η ίδια ώθηση για επιστημονική γνώση είναι που τώρα προσπαθεί να γεφυρώση το τεράστιο χάσμα που έχει ανοίξει ανάμεσα στις δύο κοσμοθεωρίες. Ο ψυχολόγος κλίνει στο να βλέπη στο δόγμα της Ανάληψης ένα σύμβολο, που, κατά μια έννοια, προεικονίζει όλη αυτήν την εξέλιξη. Γι’ αυτόν η σχέση με την γη και την ύλη είναι μια από τις αναπόσπαστες ιδιότητες του μητρικού αρχετύπου. Έτσι, όταν μια μορφή που καθορίζεται από αυτό το αρχέτυπο παρουσιάζεται να έχη αναληφθή στον Ουρανό, στο βασίλειο του πνεύματος, αυτό δείχνει μια ένωση του ουρανού και της γης, ή της ύλης και του πνεύματος. Η προσέγγιση της φυσικής επιστήμης, σχεδόν σίγουρα θα είναι από την άλλη κατεύθυνση: θα βλέπη στην ύλη καθεαυτήν το ισοδύναμο του πνεύματος, αλλά αυτό το «πνεύμα» θα εμφανίζεται απογυμνωμένο από όλες, ή οπωσδήποτε τις περισσότερες, από τις γνωστές του ιδιότητες, ακριβώς όπως η γήινη ύλη απογυμνώθηκε από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της όταν έκανε την είσοδό της στον ουρανό. Πάντως, σταδιακά ο δρόμος θα προετοιμασθή για μια ένωση των δύο αρχών.
Με την συγκεκριμένη της έννοια, η Ανάληψη είναι το απόλυτα αντίθετο του υλισμού. Με αυτήν την έννοια, είναι μια κίνηση αντίδρασης που δεν κάνει τίποτε για να μειώση την ένταση μεταξύ των αντιθέτων, αλλά την οδηγεί στα άκρα.
 Συμβολικά, πάντως, η Ανάληψη του σώματος είναι μια αναγνώριση και εκτίμηση της ύλης, που τελικά ταυτίσθηκε με το κακό μόνο εξ αιτίας μιας υπερβολικά «πνευματικής» τάσης του ανθρώπου. Από μόνα τους το πνεύμα και η ύλη είναι ουδέτερα, η μάλλον «χωρητικά και των δυο» - δηλαδή, αυτού που ο άνθρωπος ονομάζει καλό ή κακό. Αν και σαν ονόματα είναι εξαιρετικά σχετικά, κάτω από αυτά υπάρχουν πολύ πραγματικά αντίθετα, που είναι μέρος της ενεργειακής δομής του φυσικού και του ψυχικού κόσμου, και χωρίς αυτά καμμιά ύπαρξη οποιουδήποτε είδους δεν θα μπορούσε να νοηθή. Δεν υπάρχει θέση χωρίς την άρνησή της. Παρά η ακριβώς εξ αιτίας της άκρας αντίθεσής τους , κανένα από τα δύο δεν μπορεί να υπάρξη χωρίς το άλλο. Είναι ακριβώς όπως διατυπώνεται στην κλασσική κινέζικη φιλοσοφία: το y a n g (η φωτεινή, θερμή, ξηρή, αρσενική αρχή) περιέχει μέσα της τον σπόρο του y i n (τη σκοτεινή, ψυχρή, θηλυκή αρχή) και το αντίστροφο.
Η ύλη, επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι περιέχει τον σπόρο του πνεύματος, και το πνεύμα τον σπόρο της ύλης. Τα γνωστά από παλιά «συγχρονικά» φαινόμενα που τώρα έχουν επιβεβαιωθή στατιστικά από τα πειράματα του Rhine (Βλέπε το έργο μου: «Συγχρονότητα :Μια μη αιτιακή συνδετική αρχή») δείχνουν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, προς αυτήν την κατεύθυνση. Η «ψυχικοποίηση» της ύλης βάζει την απόλυτη α-υλικότητα του πνεύματος υπό συζήτηση, επειδή θα πρέπει να του αποδοθή κάποιο είδος υλικής ουσίας. Το δόγμα της Ανάληψης, διατυπωμένο σε μια εποχή που υποφέρει από το μεγαλύτερο πολιτικό σχίσμα που γνώρισε η ιστορία, είναι ένα αντισταθμιστικό σύμπτωμα που αντανακλά τις προσπάθειες της επιστήμης για την επίτευξη ενός ενιαίου κοσμοειδώλου. Με μια ορισμένη έννοια, και οι δύο εξελίξεις προεικονίζονται από την αλχημεία στον ι ε ρ ό  γ ά μ ο  των αντιθέτων, αλλά μόνο με συμβολική μορφή. Πάντως, το σύμβολο έχει το μεγάλο πλεονέκτημα του να μπορή να ενώνη ετερογενείς ή ακόμη και δυσανάλογους παράγοντες σε μια  μ ο ν α δ ι κ ή  εικόνα. Με την παρακμή της αλχημείας η συμβολική ενότητα πνεύματος και ύλης διασπάσθηκε, με αποτέλεσμα ο σύγχρονος άνθρωπος να βρίσκεται ξερριζωμένος και αποξενωμένος σε έναν από-εμψυχωμένο κόσμο.
Ο αλχημιστής είδε την ένωση των αντιθέτων κάτω από το σύμβολο του δέντρου, και επομένως δεν αποτελεί έκπληξη που το ασυνείδητο του σημερινού ανθρώπου, που δεν αισθάνεται πια άνετα στον κόσμο του και δεν μπορεί να στηρίξη την ύπαρξή του ούτε στο παρελθόν που δεν υπάρχει πια ούτε στο μέλλον που δεν έχει ακόμη έρθει, κοιτάζει πάλι προς το σύμβολο του κοσμικού δέντρου που είναι ριζωμένο σε αυτόν τον κόσμο και μεγαλώνει ως τον ουρανό – του δέντρου που είναι επίσης ο άνθρωπος. Στην ιστορία των συμβόλων αυτό το δέντρο περιγράφεται σαν η ίδια η πορεία της ζωής, μια αύξηση προς αυτό που πάντοτε υπάρχει και που δεν αλλάζει· που πηγάζει από την ένωση των αντιθέτων, και, με την αιώνια παρουσία του, κάνει με την σειρά του αυτήν την ένωση δυνατή. Φαίνεται πως μόνο μέσω μιας εμπειρίας συμβολικής πραγματικότητας, ο άνθρωπος, αναζητώντας μάταια την ίδια του την «ύπαρξη» και δημιουργώντας μια φιλοσοφία από αυτήν, μπορεί να βρη τον δρόμο του πάλι προς έναν κόσμο στον οποίο δεν είναι πια ξένος.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου