ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ Λουκᾶ
Ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου
(Λουκ. η´ 41-56)
Ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ὁμιλίες Ϛ´» – Κυριακοδρόμιο Γ´,
Ἀθῆναι 2014, μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 13-40
ΠΗΓΗ ἠλ. κειμ. «Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ»
. Ὅταν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πέφτουν σ’ ἕνα βράχο, τὸν κάνουν νὰ λάμπει. Ὅταν ἡ φλόγα ἀγγίξει ἕνα ἄκαφτο κερί, τὸ ἀνάβει. Ὅταν ὁ μαγνήτης ἀγγίξει ἕνα μεταλλικὸ ἀντικείμενο, τὸ μαγνητίζει. Ὅταν τὸ ἠλεκτροφόρο καλώδιο ἀγγίξει ἕνα συνηθισμένο σύρμα, καὶ τὰ δύο τους ἠλεκτρίζονται.
. Ὅλες αὐτὲς οἱ φυσικὲς ἐνέργειες δὲν εἶναι παρὰ εἰκόνες ἢ πνευματικὰ φαινόμενα. Ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο εἶναι ἁπλῶς ἡ εἰκόνα ὅσων γίνονται στὸν ἐσωτερικό. Ὁλόκληρη ἡ ἐφήμερη φύση εἶναι σὰν ἕνα ὄνειρο, σὲ σχέση μὲ τὴν ἐσωτερικὴ πραγματικότητα, σὰν ἕνα παραμύθι, ὅταν μιλᾶμε μὲ ὅρους αἰώνιας ζωῆς.
. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα τοῦ σώματος. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀγγίζει τὴν ψυχή, τὴν ζωοποιεῖ, τῆς μεταδίδει τὴν δράση. Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀγγίζει τὸ σῶμα, κάνει τὸ ἴδιο. Τὸ σῶμα λαβαίνει φῶς, ζεσταίνεται, δέχεται μαγνητισμὸ καὶ ἠλεκτρισμό, δράση, ἀκοὴ καὶ κίνηση ἀπὸ τὴν ψυχή. Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅλ’ αὐτὰ χάνονται, ἐξαφανίζονται. Ἡ ψυχὴ δέχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ ἕναν εἰδικὸ φωτισμό, θέρμη, μαγνητισμὸ καὶ ἠλεκτρισμό, δράση, ἀκοὴ καὶ κίνηση. Κι ὅλ’ αὐτὰ χάνονται, ὅταν ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ὑπάρχει ἄνθρωπος σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ποὺ ὅταν ἀγγίζει μία νεκρὴ ψυχή, τὴν ἐπαναφέρει στὴ ζωή, τῆς μεταδίδει φῶς καὶ θερμότητα, μαγνητισμὸ καὶ ἠλεκτρισμὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς; Ὑπάρχει κάποιος σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὅταν ἄγγιξε ἕνα νεκρὸ σῶμα, τὸ ἔκανε νὰ σηκωθεῖ, νὰ μιλήσει καὶ νὰ περπατήσει;
. Σίγουρα πρέπει νά ᾽χει ὑπάρξει. Διαφορετικὰ ὁ ἥλιος κι ἡ γῆ, ὁ χειμώνας κι ἡ ἄνοιξη, ὁ μαγνήτης κι ὁ ἠλεκτρισμὸς κι ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στὸν κόσμο, θὰ ἦταν ἡ φαντασία κάποιου ποὺ δὲν ὑπάρχει, ἡ σκιὰ κάποιου ἀνύπαρκτου ὄντος, ἕνα ὄνειρο, μακριὰ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Πρέπει νὰ ἔχει ὑπάρξει. Διαφορετικὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν θὰ εἶχε ἐμφανιστεῖ στὴ γῆ. Ἐμφανίστηκε γιὰ νὰ παρουσιάσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν πραγματικότητα· πὼς ἡ φύση ὁλόκληρη, μὲ ὅλα ὅσα συμβαίνουν μέσα της, δὲν εἶναι παρὰ μία εἰκόνα, ἕνα ὄνειρο, ἕνα παραμύθι. Ὁ Κύριος ἦρθε γιὰ νὰ φανερώσει τὴν ἀλήθεια ὅσων φανερώνουν ὁ ἥλιος κι ἡ γῆ, ὁ χειμώνας κι ἡ ἄνοιξη, ὁ μαγνητισμὸς κι ὁ ἠλεκτρισμός, ἡ φύση ὁλόκληρη. Ἡ φύση ποὺ δημιουργήθηκε καὶ τοποθετήθηκε μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν ἕνα ἀνοιχτὸ βιβλίο, ποὺ ὅμως αὐτὸς δὲν μπόρεσε ἀκόμα νὰ τὸ διαβάσει σωστά.
. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πύρινη στήλη στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἀπὸ Ἐκεῖνον οἱ νεκρὲς ψυχὲς παίρνουν ζωὴ καὶ θερμότητα, κίνηση καὶ ὀμορφιά. Εἶναι τὸ Δέντρο τῆς Ζωῆς, ποὺ ὅταν ἀγγίζει τὰ νεκρὰ σώματα τοὺς μεταδίδει ζωή, τ’ ἀνασταίνει, τοὺς δίνει κίνηση καὶ λόγο. Εἶναι τὸ ἁγνὸ καὶ εὐωδιαστὸ θεραπευτικὸ βάλσαμο, ποὺ ὅταν τὸ ἀγγίζουν οἱ τυφλοί, ξαναβρίσκουν τὸ φῶς, οἱ κουφοὶ τὴν ἀκοή τους, οἱ παράλυτοι τὴν κίνηση, οἱ ἄλαλοι τὴ λαλιά τους, οἱ παράφρονες τὴ λογική τους, οἱ λεπροὶ καθαρίζονται, κάθε ἀρρώστια θεραπεύεται.
* * *
. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς δίνει ἕνα ἀκόμα παράδειγμα, γιὰ νὰ καταλάβουμε πὼς ὅταν κάποιος ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστό, ἂν εἶναι ἄρρωστος θεραπεύεται κι ἂν εἶναι νεκρός, ἀνασταίνεται.
. Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ λοιπόν, «ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεςὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ· ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν» (Λουκ. η´ 41, 42). Γιὰ ποιόν καιρὸ μᾶς μιλάει ἐδῶ ὁ εὐαγγελιστής; Πότε ἔγιναν αὐτά; Τότε ποὺ ὁ Κύριος διέσχισε τὴ λίμνη καὶ γύρισε μὲ τὸ πλοῖο ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, τότε ποὺ θεράπευσε τοὺς δύο δαιμονισμένους καὶ νωρίτερα εἶχε γαληνέψει τὴν καταιγίδα στὴ λίμνη. Ἀφοῦ εἶχε κάνει τὰ δύο μεγάλα αὐτὰ θαύματα, τὸν καλοῦν τώρα νὰ κάνει ἕνα τρίτο. Ν’ ἀναστήσει ἕνα νεκρό. Κι ὅλ’ αὐτὰ μέσα σὲ πολὺ περιορισμένο χρόνο, λὲς καὶ βιαζόταν νὰ κάνει ὅσα περισσότερα καλὰ μποροῦσε στοὺς ἀνθρώπους, ὅσο ζοῦσε στὴ γῆ, καὶ νὰ μᾶς δώσει ἔτσι παράδειγμα πὼς πρέπει νὰ βιαζόμαστε νὰ κάνουμε τὸ καλό, πὼς πρέπει νὰ περπατᾶμε ὅσο ἔχουμε τὸ φῶς (πρβλ. Ἰωάν. ιβ´ 35).
. Ἂν καὶ τὰ τρία αὐτὰ θαύματα δὲν φαίνονται νὰ μοιάζουν μεταξύ τους, ὅλα ἔχουν ἕνα κοινὸ χαρακτηριστικό. Ὅλα ἀποκαλύπτουν τὴν κυριαρχικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ – τὴν κυριαρχία Του στὴ φύση, στοὺς δαίμονες καὶ στὸν θάνατο, στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι δύσκολο νὰ πεῖ κανεὶς ποιὸ ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ θαύματα εἶναι πιὸ φοβερὸ καὶ πιὸ συγκλονιστικό. Τί εἶναι πιὸ δύσκολο: νὰ τιθασσεύσεις τὴν καταιγίδα σὲ θάλασσα καὶ ἀέρα, νὰ θεραπεύσεις τοὺς ἀνίατα δαιμονισμένους ἢ ν’ ἀναστήσεις νεκρό; γιὰ ἕνα θνητὸ ἄνθρωπο καὶ τὰ τρία αὐτὰ εἶναι ἐξ ἴσου δύσκολα. Γιὰ τὸν Χριστὸ ὅμως εἶναι καὶ τὰ τρία ἐξ ἴσου εὔκολα. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμβαθύνει στὸ καθένα ἀπὸ τὰ τρία θαύματα, ἡ ψυχή του τρέμει, γιατί βλέπει τὴ μεγαλωσύνη καὶ τὴν παντοδυναμία τῆς πνοῆς, ποὺ ἐν ἀρχῇ, δημιούργησε τὸν κόσμο. «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός…καὶ ἐγένετο οὕτως» (Γέν. Α´ 11).
christianvivliografia
Ὁ Ματθαῖος ὀνομάζει ἄρχοντα τὸν Ἰάειρο. Τί εἴδους ἄρχοντας ἦταν τὸ ἐξηγοῦν ὁ Μάρκος κι ὁ Λουκᾶς: Ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς, ὅπου ρυθμίζονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ ἐθνικὰ θέματα. Τὸ μονάκριβο παιδί του βρισκόταν στὸ νεκροκρέββατο. Αὐτὸ ἦταν κάτι τρομερὸ γι’ αὐτὸν πού, ὅπως κι οἱ ἄλλοι Ἰουδαῖοι, εἶχαν μία ἀμυδρὴ κι ἀκαθόριστη πίστη στὴ μετὰ θάνατον ζωή. Γιὰ ἕναν ἄνθρωπο τῆς ἐξουσίας αὐτὸ ἦταν διπλὸ χτύπημα: πρῶτον ἦταν ἡ θλίψη του ὡς γονιοῦ καὶ δεύτερον τὸ αἴσθημα ντροπῆς καὶ ταπείνωσης μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, καθὼς τέτοια φοβερὴ ἀπώλεια φαινόταν σὰν τιμωρία τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἀπόγνωσή του ἦρθε στὸν Χριστὸ «καὶ πεσὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλ᾽ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρα σου ἐπ’ αὐτὴν καὶ ζήσεται» (Ματθ. θ´ 18).
. Γιατί γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πὼς ἡ κόρη τοῦ ἄρχοντα «ἀπέθνησκεν», ἐνῶ ὁ Ματθαῖος γράφει πὼς «ἄρτι ἐτελεύτησεν»; Ὁ Λουκᾶς περιγράφει τὸ περιστατικὸ ὅπως ἔγινε, ἐνῶ ὁ Ματθαῖος μεταφέρει τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ ἱκέτη. Δὲ συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὑπερβάλλουν τὴ δυστυχία τους; Ἡ ὑπερβολὴ προέρχεται πρῶτα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅταν ἡ δυστυχία ἔρχεται ξαφνικά, ἀναπάντεχα, φαίνεται πολὺ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅ,τι πραγματικὰ εἶναι. Δεύτερον, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποὺ ζητάει βοήθεια, γενικὰ παρουσιάζει τὸ πρόβλημά του μεγαλύτερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι πραγματικά, ὥστε νὰ λάβει τὴ βοήθεια ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Ὅταν καίγεται ἕνα σπίτι, δὲν ἀκοῦμε συχνά: «Τρέξτε, βοηθῆστε, τὸ σπίτι μου κατακάηκε»; Τὸ σπίτι βέβαια δὲν ἔχει κατακαεῖ, καίγεται. Τὸ ὅτι τὸ κορίτσι δὲν εἶχε πεθάνει ἀκόμα τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ πατέρας του μιλοῦσε στὸν Κύριο, θὰ τ’ ἀκούσουμε λίγο ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ Ἰαείρου.
. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ Ἰάειρος αὐτὸς εἶχε κάποια πίστη στὸν Χριστό, αὐτὴ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ μὲ κείνην τοῦ Ρωμαίου ἑκατόνταρχου στὴν Καπερναούμ. Ὁ τελευταῖος ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ μὴν πάει στὸ σπίτι του, ἐπειδὴ ἦταν ἁμαρτωλός, ἀρκοῦσε νὰ πεῖ ἕνα λόγο: «μόνον εἰπὲ λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου» (Ματθ. η´ 8). Ὁ Ἰάειρος κάλεσε τὸν Κύριο στὸ σπίτι του, γιὰ ν’ ἀκουμπήσει τὸ χέρι Του στὴ νεκρὴ θυγατέρα του. Ἡ πίστη του εἶχε καὶ κάτι ὑλικὸ μέσα της. Ἐπίθες τὴν χεῖρα σου ἐπ’ αὐτήν! Ὁ Ἰάειρος ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο ἕνα χειροπιαστὸ τρόπο θεραπείας. Λὲς κι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶχε λιγότερη δύναμη ἀπὸ τὸ χέρι Του! Λὲς κι ἡ φωνὴ ποὺ γαλήνευε τὰ κύματα καὶ τὴν καταιγίδα, ποὺ ἔβγαζε τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους κι ἀργότερα ἀνέστησε τὸν Λάζαρο, τέσσερις μέρες μετὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφή του, δὲν μποροῦσε ν’ ἀναστήσει τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου! Ὁ Κύριος ἦταν πολὺ φιλεύσπλαχνος. Δὲν θ’ ἀρνιόταν τὴ βοήθειά Του πρὸς τὸν θλιμμένο πατέρα, ἐπειδὴ ἡ πίστη του δὲν ἦταν τέλεια. Ἔτσι ξεκίνησε ἀμέσως γιὰ νὰ βοηθήσει.
. Στὸ δρόμο πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου ἔγινε κι ἕνα θαῦμα σὲ μία γυναίκα ποὺ εἶχε πολὺ μεγαλύτερη πίστη ἀπὸ τὸν Ἰάειρο. Κι αὐτὸ βοήθησε τὸν Ἰάειρο, τὸν ἔπεισε πὼς ὁλόκληρος ὁ Χριστὸς ἔχει θαυματουργικὴ δύναμη, ὄχι μόνο τὰ χέρια Του. Μ’ὁποιοδήποτε τρόπο κι ἂν ἔρθει κανεὶς σ’ ἐπαφὴ μὲ τὸν παντοδύναμο Χριστό, θεραπεύεται. Αὐτὸ εἶναι πηγὴ θάρρους σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν τὸν Χριστὸ μὲ τὸν ἕνα τρόπο, μποροῦν ὅμως μὲ κάποιον ἄλλο. Ὁ Κύριος ἅπλωσε τὰ χέρια Του στὸν σταυρὸ γιὰ ν’ ἀγκαλιάσει ὅλους ἐκείνους ποὺ προστρέχουν κοντά Του, ἀπὸ ὅποια πλευρὰ κι ἂν ἔρχονται. Προσέξτε τώρα τί ἔγινε, ὅταν ὁ Χριστὸς πορεύτηκε μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου
. «Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν, καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ’ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἤψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς» (Λουκ. η´ 42-44). Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστὸς πάτησε τὸ πόδι Του στὴ στεριά, ἐρχόμενος ἀπὸ τὰ Γάδαρα, συνοδευόταν ἀπὸ ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος ἀνθρώπων. «Συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ’ αὐτόν», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος (ε´ 21). Ὅλοι ἤθελαν νὰ βρεθοῦν κοντά Του, ν’ ἀκούσουν τὰ σπάνια λόγια Του καὶ νὰ δοῦν τὰ θαυμαστὰ ἔργα Του. Μερικοὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν ἀπὸ πείνα καὶ δίψα πνευματικὴ κι ἄλλοι ἀπὸ περιέργεια. Μέσα στὸ πλῆθος βρισκόταν κι ἡ ἄρρωστη γυναίκα, ἄρρωστη ἀπὸ μία ἀκάθαρτη ἀρρώστια. Ἡ ρύση αἵματος σὲ μία γυναίκα, ἀκόμα κι ὅταν εἶναι φυσιολογική, εἶναι ἕνα δύσκολο καὶ ταπεινωτικὸ πράγμα. Μία διαρκὴς ρύση αἵματος ὅμως, ποὺ διαρκεῖ δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, ἦταν σὰν μία ζωντανὴ κόλαση βασάνων, ντροπῆς κι ἀκαθαρσίας. Ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶχε ἀναζητήσει θεραπεία κι εἶχε δαπανήσει ὅλα ὅσα εἶχε σὲ γιατροὺς καὶ φάρμακα. Τίποτα ὅμως δὲν βοήθησε, κανένας γιατρὸς δὲν μποροῦσε νὰ τὴν γιατρέψει. Φανταστεῖτε τὸ καθημερινὸ πλύσιμό της, τὸ καθάρισμά της, τὴ στενοχώρια καὶ τὴν ντροπή της. Ἔμοιαζε σὰν νὰ τὴ δημιούργησε ὁ Θεὸς γι’ αὐτὸ μόνο τὸν λόγο: γιὰ νὰ τρέχει τὸ αἷμα της καὶ κείνη νὰ περνᾶ τὶς μέρες της στὴ γῆ σὲ μία προσπάθεια νὰ σταματήσει τὴ ρύση, ποὺ δὲν σταματοῦσε, μ’ ἕναν πόνο ποὺ δὲν γιατρευόταν καὶ μὲ μία ντροπὴ ἀνέκφραστη. Ἔτσι πιστεύουμε πὼς γίνεται μὲ κάθε χρόνια ἀσθένεια. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶχε προβλέψει γι’ αὐτήν, ὅπως προβλέπει καὶ γιὰ κάθε πλάσμα Του. Ἡ ἀρρώστια της συντέλεσε στὴν ψυχική της σωτηρία καὶ στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ.
. «Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ματθ. θ´ 21), εἶπε μέσα της καὶ πίεζε τὸ πλῆθος γιὰ νὰ βρεθεῖ κοντὰ στὸν Χριστό. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ πίστη τῆς γυναίκας αὐτῆς. Νωρίτερα εἶχε στηρίξει τὴν πίστη της στοὺς γιατροὺς ποὺ εἶχε ἐπισκεφτεῖ. Ἡ πίστη της αὐτὴ ὅμως ἀποδείχτηκε ἄκαρπη. Ἀπὸ μόνη της ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀρκετή, ἂν αὐτὸς ποὺ πιστεύεις δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ βοηθήσει. Γι’ αὐτὸ ἂς σιωπήσουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἰσχυρίζονται (εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε ἀπὸ ἔλλειψη πίστης) πὼς τὰ θαύματα τοῦ εὐαγγελίου ἔγιναν ἀπὸ ὑποβολὴ ἢ αὐθυποβολή. Ἡ ταπεινὴ καὶ βασανισμένη αὐτὴ γυναίκα δὲν εἶχε οὔτε τὴν τόλμη οὔτε τὴν ἐλπίδα νὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ στὸν Χριστό, νὰ τοῦ ἐξηγήσει τὸ πρόβλημά της καὶ νὰ ζητήσει βοήθεια. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτὸ μπροστὰ σ’ ἕνα τεράστιο πλῆθος, ὅταν μάλιστα ντρεπόταν γιὰ τὴν κατάστασή της; Ἡ φύση τῆς «ἀκάθαρτης» ἀρρώστιας της ἦταν τέτοια, ὥστε ἂν τὴν εἶχε δημοσιοποιήσει, θὰ εἰσέπραττε τὴν δημόσια ἀποστροφή, τὴν κατακραυγὴ καὶ τὴν καταδίκη. Γι’ αὐτὸ καὶ προσέγγισε τὸν Κύριο κρυφά, ἀπὸ πίσω, καὶ ἄγγιξε τὸ ἱμάτιό Του.
. Καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Πῶς κατάλαβε πὼς ἔπαψε ἡ ρύση τοῦ αἵματος; «Ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἰᾶται ἀπὸ τῆς μάστιγος», γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος (ε´ 29). Ὅπως ἕνα ζωντανὸ σκουλήκι ποὺ σπαρταρᾶ ἀκατάπαυστα γύρω ἀπὸ μία διαπυημένη πληγή, ἔτσι θὰ ἔπρεπε νὰ νιώθει κι ἡ δύστυχη αὐτὴ γυναίκα τὴν ἀσταμάτητη ρύση τοῦ αἵματος. Ὅταν ὅμως ἄγγιξε τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ, ἔνιωσε πὼς ἡ αἱμορραγία σταμάτησε. Δὲν ἔνιωθε τὴν αἱμορραγία μέσα της, ὅπως δὲν τὴ νιώθει καὶ κάθε ὑγιὴς ἄνθρωπος. Μέσα της μπῆκε ἡ ὑγεία, ὅπως ὁ μαγνητισμὸς σ’ ἕνα μαγνήτη ἢ τὸ φῶς σ’ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο. Δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ μοναδικὸ περιστατικὸ ἀνθρώπου ποὺ γιατρεύτηκε μόνο μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν ἱματίων τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν εὐαγγελίων διαβάζουμε πὼς πολλοὶ ἤθελαν ἁπλὰ ν’ ἀγγίξουν τὸ κράσπεδο τῶν ἱματίων Του «καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν» (Ματθ. ιδ´ 36).
. Πόσα τέτοια ἀνήκουστα θαύματα ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔμειναν ἀκαταχώρητα! Κι αὐτὸ ὄχι μόνο στὰ τριάντα χρόνια ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ κηρύξει τὸ σωστικό Του εὐαγγέλιο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἴδια μέρα καὶ ὥρα τῆς σύλληψής Του στὴν πάναγνη κοιλιὰ τῆς Μητέρας Του. Λέει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὰ θαύματά Του εἶναι περισσότερα ἀπὸ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς».
Πόσο ἄλλαξε μυστηριωδῶς ὅλη ἡ κτίση μὲ τὴν κατὰ σάρκα παρουσία Του στὴ γῆ! Πόσα θαύματα γίνονται καὶ σήμερα στοὺς πιστοὺς ποὺ συμμετέχουν στὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας! Εἶναι ἀμέτρητα κι ἀκατανόητα. Ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα δὲν ἄγγιξε τὸ σῶμα Του, ἀλλὰ τὸ ἱμάτιό Του μόνο. Κι ἀμέσως θεραπεύτηκε ἡ μακρόχρονη πάθησή της, ποὺ γιὰ χρόνια πολλὰ προσπαθοῦσαν οἱ γιατροὶ νὰ γιατρέψουν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ὅλα ὅσα εἶχε τὰ σκόρπισε σὲ γιατροὺς καὶ σὲ φάρμακα, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ θεραπεία της. Νὰ ὅμως ποὺ μπροστά της βρέθηκε ὁ Κύριος, ὁ γιατρὸς ποὺ δὲν ἀποβλέπει σὲ χρήματα, ποὺ δὲν τῆς ζητάει τίποτα, ἀλλὰ τῆς δίνει ὅλα ὅσα ἐκείνη ἐπιθυμοῦσε. Κι αὐτὸ χωρὶς καμιὰ προσπάθεια, μόχθο ἢ καθυστέρηση. Αὐτὴ εἶναι ἡ πληρότητα καὶ τελειότητα κάθε ἄνωθεν δωρεᾶς, ποὺ ἔρχεται «ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων» (Ἰακ. α´ 17).
. «Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἀψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τὶς ὁ ἀψάμενός μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ» (Λουκ. η´ 45, 46). Γιατί ρώτησε ὁ Κύριος, ἀφοῦ γνώριζε ποιὰ ἦταν αὐτὴ ποὺ τὸν ἄγγιξε, ἀλλὰ καὶ πῶς δὲν μποροῦσαν νὰ τοῦ ἀπαντήσουν ἐκεῖνοι τοὺς ὁποίους ρώτησε, ἀφοῦ δὲν ἤξεραν; Γιὰ νὰ φανερώσει τὴν πίστη τῆς γυναίκας ποὺ θεραπεύτηκε, νὰ τὴν ἐπιβεβαιώσει μία καὶ καλὴ τόσο στὴν ἴδια ὅσο καὶ στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ γιὰ ν’ ἀποκαλύψει τὴ θεϊκὴ δύναμή Του σὲ κείνους ποὺ ἦταν μπροστά, καθὼς καὶ σ’ ἐμᾶς.
. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ δέχεται κάθε θεϊκὸ δῶρο μὲ εὐχαριστία κι εὐγνωμοσύνη. Ὁ Κύριος θέλησε νὰ δώσει ἔμφαση στὴν πίστη τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει πὼς ἡ πίστη εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ δώσει ὁ Θεὸς κάθε καλὸ στοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι ἀλήθεια πὼς μὲ τὸ ἀμέτρητο ἔλεός Του ὁ Θεὸς συχνὰ κάνει τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους χωρὶς προαπαιτούμενο τὴν πίστη τους. Ὅταν ὅμως ζητάει τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων, δίνει ἔμφαση στὴν ὀντότητά τους, ὡς ἐλευθέρων καὶ λογικῶν πλασμάτων. Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι ἐλεύθερος καὶ λογικὸς ὁ ἄνθρωπος ἄν, ἀπὸ τὴν πλευρά του, δὲν εἶναι ἕτοιμος νὰ δεχτεῖ τὴ σωτηρία του; Ὁ Θεὸς ζητάει ἀπὸ τοὺςἀνθρώπους τὸ ἐλάχιστο ποὺ μπορεῖ νὰ ζητήσει: πίστη στὸν ζωντανὸ Θεό, στὴν ἀγάπη Του, στὴ διαρκῆ ἑτοιμότητά Του νὰ δώσει καὶ νὰ κάνει στοὺς ἀνθρώπους ὅλα ὅσα συντελοῦν στὸ καλό του.
. Μὲ τὴ διακήρυξη τῆς πίστης τῆς γυναίκας αὐτῆς ὅμως, ὁ Κύριος ἤθελε νὰ ἐνισχύσει καὶ τὴν πίστη τοῦ Ἰάειρου. Νὰ τοῦ δείξει πὼς δὲν ἦταν ἀπαραίτητο ν’ ἀπαιτήσει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ πάει στὸ σπίτι του γιὰ ν’ ἀγγίξει μὲ τὸ χέρι Του τὸ νεκρὸ κορίτσι. Ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύσει μὲ πολλοὺς τρόπους κι ὄχι μόνο μὲ τὴν ἐπίθεση τῶν χεριῶν. Μπορεῖ νὰ θεραπεύσει μὲ τὰ ροῦχα Του, ὅπως καὶ μὲ τὰ χέρια Του, ἀπὸ ἀπόσταση σὰν νὰ βρίσκεται κοντά, ἀπὸ τὸ δρόμο ὅπως καὶ μέσα στὸ σπίτι.
. Ὁ Κύριος θέλει νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὴ θεϊκή Του δύναμη, δὲν ἐπιδιώκει τὸν ἔπαινό τους. Οἱ ἔπαινοι τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὸν Κύριο ἦταν ἐντελῶς μάταιοι, ἕνα τίποτα. Ἤθελε ὅμως νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια οἱ ἄνθρωποι, νὰ κάνουν χρήση τῆς ἀλήθειας. Κι ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς κάθε ἀγαθό, ποὺ δέχονται οἱ ἄνθρωποι, ἔρχεται ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ δὲν θεράπευσε τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα χωρὶς τὴ γνώση τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὴν ἄμεση δύναμη ποὺ πήγαζε ἀπ’ Αὐτόν.Εἶναι ἡ ἴδια ζωντανὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ποὺ θαυματουργεῖ στὸν πιστὸ ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων καὶ τὶς εἰκόνες. Ἡ χριστιανικὴ πίστη δὲν ἔχει τίποτα μαγικό. Κανένα δημιούργημα δὲν μπορεῖ μὲ μόνη τὴ δύναμή του νὰ κάνει ὁποιοδήποτε καλὸ στοὺς ἀνθρώπους. Δὲν γίνεται νὰ μὴ γνωρίζει ὁ Θεὸς τὴ θεϊκὴ δύναμη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν Ἴδιο.
. Αὐτὸ γίνεται μὲ ὅλα τὰ ἐγκόσμια μέσα θεραπείας, αὐτὸ γίνεται καὶ μὲ τὰ μεταλλικὰ νερά. Ὁ Θεὸς δὲν ἀπέχει ἀπὸ τὰ γιατρικὰ καὶ τὰ μεταλλικὰ νερὰ περισσότερο, ἀπ’ ὅσο ἀπέχει ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ ἱμάτιά Του. Ὅποιος χρησιμοποιεῖ φάρμακα καὶμεταλλικὰ νερὰ μὲ τέτοια πίστη καὶ τέτοια συστολή, φόβο καὶ σεβασμό, ποὺ εἶχε κι ἡγυναίκα αὐτή, ὅταν ἄγγιζε τὰ ροῦχα τοῦ Χριστοῦ, θὰ θεραπευτεῖ. Ὅποιος ὅμως χρησιμοποιεῖ φάρμακα καὶ μεταλλικὰ νερὰ χωρὶς Θεό, ἢ ἀκόμα περισσότερο ἀντίθετα στὸν Θεό, σπάνια θεραπεύεται. Ἂν κάποιος ἀπ’ αὐτοὺς θεραπεύεται, δέχεται τὴ θεραπεία του ἀπὸ τὴν ἄπειρη εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ὁμολογήσει κάποια στιγμὴ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν δοξάσει. Ὁ Χριστὸς θεράπευσε τὸν δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, χωρὶς ἐκεῖνος νὰ διαθέτει τὴν πίστη αὐτή, χωρὶς νὰ τὴν ὁμολογεῖ. Γιὰ νὰ γίνει γνωστὸ γιὰ ποιὸ λόγο τὸν θεράπευσε ὅμως, τοῦ εἶπε: «ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε» (Μάρκ. ε´ 19).
. Πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστό, τὸν ἄγγιζαν, δὲν ἔλαβαν ὅμως τὴ θεραπεία ποὺ δέχτηκε ἡ αἱμορροοῦσα γυναίκα, γιατί αὐτὴ τὸν ἄγγιξε μὲ πίστη καὶ φόβο. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα σὲ πολλοὺς ποὺ προσκυνοῦν χωρὶς πίστη καὶ φόβο τὶς εἰκόνες, τὰ λείψανα τῶν ἁγίων, τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως γινόταν καὶ μὲ τὸ μεγάλο πλῆθος μὲ τὰ περίεργα μυαλὰ καὶ τὶς παγωμένες καρδιὲς ποὺἄγγιζαν τὸν Χριστό. Μὲ τοὺς ἀληθινοὺς πιστοὺς ὅμως γίνεται αὐτὸ ποὺ ἔγινε μὲ τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα, ποὺ θεραπεύτηκε. Ὅποιος ἔχει μάτια, ἂς δεῖ. Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἂς ἀκούσει!
. «Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι’ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. η´ 47, 48). Ἡ γυναίκα ἔνιωσε ἀπὸ τὴν φωνὴ καὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, πὼς Ἐκεῖνος γνώριζε τὸ μυστικό της, πὼς ἡ ἴδια δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ τὸ κρύψει. Ἔτρεμε ἀπὸ φόβο καὶ στάθηκε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μ’ Ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει τὶς πιὸ καλοκρυμμένες πράξεις τῶν ἀνθρώπων, τὰ πιὸ μύχια μυστικὰ ποὺ κρύβουν στὴν καρδιά τους. Εἶχε νιώσει τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, τὴ θαυματουργικὴ θεραπευτικὴ δύναμή Του, γι’ αὐτὸ κι ἔτρεμε ἀπὸ φόβο μπροστά Του. Τώρα ὅμως ποὺ ἄκουσε πὼς ὁ Κύριος Ἰησοῦς γνώριζε τὸ βαθὺ μυστικό της, ὁ φόβος μπροστὰ στὸν παντογνώστη διπλασιάστηκε. Μαζὶ μὲ τὴν παντοδυναμία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τῆς φανερώθηκε κι ἡπανσοφία Του. Προχώρησε μπροστὰ καὶ τὰ ὁμολόγησε ὅλα. Ἡ ντροπή της μεταβλήθηκε σὲ φόβο. Ἡ ντροπὴ γιὰ τὴν ἀρρώστια της ἐξαφανίστηκε, ἀφοῦ θεραπεύτηκε. Στὴ θέση τῆς ντροπῆς ἦρθε τώρα ὁ φόβος μπροστὰ στὴν παντοδυναμία καὶ τὴν πανσοφία Του. Τὴν εἶδε ἔτσι φοβισμένη ὁ στοργικὸς Κύριος καὶ τὴν παρηγόρησε μὲ τὰ πατρικά Του λόγια: θάρσει, θύγατερ! Ὑπάρχει πιὸ γλυκιὰ παρηγοριὰ στὸν κόσμο, ἀπὸ τὸ ν’ἀκούσει κανεὶς τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἀθάνατο Βασιλιὰ καὶ Κύριο; Τῆς δίνει θάρρος, τὴν ὀνομάζει «θυγατέρα» Του. Δὲν ὑπάρχει πραγματικὸ καὶ διαρκὲς θάρρος, ἔξω ἀπ’ αὐτὸ ποὺ δίνει ὁ Θεός. Ὁ ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει τίποτα ἀπὸ ἀφοβία, ἂν δὲν γνωρίζει τίποτα ἀπὸ Θεό. Δὲν γνωρίζει τίποτα ἀπὸ παρηγοριὰ καὶ συμπάθεια, ὡσότου γνωρίσει κι ὁμολογήσει τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα του καὶ τὸν ἴδιο ὡς παιδὶ τοῦ Θεοῦ. Κανένας δὲν μπορεῖν’ ἀκούσει τὰ λόγια αὐτὰ μέσα του, ὡσότου ἀνακαινιστεῖ κι ἀναγεννηθεῖ πνευματικά. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ἔδειξε πὼς ἀναγεννήθηκε σωματικὰ καὶ πνευματικά. Σωματικά, ἐπειδὴ τὸ μισοπεθαμένο σῶμα της γιατρεύτηκε, ἀναζωογονήθηκε. Πνευματικά, ἐπειδὴ γνώρισε κι ἔνιωσε τὴν παντοδυναμία καὶ πανσοφία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.
. Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. Αὐτὰ εἶναι λόγια διδαχῆς, ἀλλὰ καὶ θάρρους. Ἂν ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν εἶχε φανερώσει τὴν ταπείνωσή Του μὲ τὸ νὰ νηστέψει καὶ νὰ πλύνει τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του· ἂν τὴ δύναμή Του δὲν τὴν εἶχε ἀποδώσει στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του, κι ἂν τὴ δόξα Του δὲν τὴν εἶχε μοιραστεῖ μὲ ἀνθρώπους, ἀποδίδοντας τὰ δικά Του σ’ ἐκείνους, τότε σίγουρα ἡ γῆ θὰ ἔτρεμε συνέχεια σὲ κάθε βηματισμό Του· σὲ κάθε λόγο Του ὁ κόσμος ὁλόκληρος θὰ φλεγόταν. Ποιός θὰ τολμοῦσε νὰ τὸν κοιτάξει κατάματα; Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ καθήσει δίπλα Του καὶ νὰ τὸν ἀγγίξει; Ποιός θὰ μποροῦσε ν’ ἀκούσει τὸν λόγο Του καὶ νὰ μὴ διαλυθεῖ, νὰ ἐξαφανιστεῖ; Ὁ Κύριος ντύθηκε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὡς ἀδελφὸς μὲ ἀδελφό. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ταπεινώθηκε τόσο πολύ. Γι’ αὐτὸ ἔδινε κουράγιο στοὺς ἀνθρώπους σὲ κάθε τους βῆμα. Γι’ αὐτὸ κι ἀπέδιδε ὅλα τὰ ἔργα Του στὴν πίστη τους.
. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Κύριος τελείωνε μὲ τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα, ἡ κατάσταση τοῦ Ἰαείρου εἶχε χειροτερέψει. «Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται» (Λουκ. η´ 49, 50). Γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ πὼς ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου δὲν εἶχε πεθάνει, ὅταν ἐκεῖνος κάλεσε τὸν Χριστὸ στὸ σπίτι του. Βρισκόταν στὴ νεκρικὴ κλίνη της, ἔπνεε «τὰ λοίσθια», γι’ αὐτὸ καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ τὴν ὀνομάσουν νεκρή.
. Μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Ὁ Χριστὸς ἦταν γνωστὸς ὡς Διδάσκαλος. Τὸν ὀνόμαζαν ἔτσι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἔνιωθαν τὴν ἀπεριόριστη δύναμή Του. Προσέξτε ὅμως πόσο πράος καὶ σπλαγχνικὸς ἦταν ὁ Κύριος! Προτοῦ ὁ ἄρχοντας Ἰάειρος ξεσπάσει σὲ δάκρυα κι ἐκφράσει τὸν πατρικό του πόνο, Ἐκεῖνος τὸν στήριξε μὲ λόγια παρηγορητικὰ κι ἐνθαρρυντικά: Μὴ φοβοῦ! Αὐτὸ βέβαια δὲν ἀλλάζει, μὲ τίποτα τὴν κατάσταση. Μισοπεθαμένο ἢ πεθαμένο τὸ κορίτσι, δὲν ἔχει διαφορά. Τίποτα δὲν μποροῦσε νὰ πάρει ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τὸ μόνο, ποὺ ἀπέμενε στὸν δύστυχο πατέρα, ἦταν ν’ ἀκολουθήσει αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔλεγε ὁ Κύριος, τὸ μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ κάνει, ἦταν τὸ “μόνον πίστευε”! Εἶδες πρίν, ἀπὸ τὴν αἱμορροοῦσα γυναίκα, τί μπορεῖ νὰ κάνει ὁ Θεός. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ μία μόνο σκέψη μποροῦσε νὰ θεραπεύσει τὴν αἱμορραγία της, ποὺ τὴν ταλαιπωροῦσε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια, μπορεῖ νὰ ἑνώσει ξανὰ τὴν ψυχὴ μὲ τὸ σῶμα τῆς κόρης σου. Ἐσὺ νὰ πιστεύεις μόνο καὶ σωθήσεται!
. «Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα» (Λουκ. η´ 51). Πέντε μάρτυρες εἶναι ἀρκετοί. Δύο μάρτυρες δὲν φτάνουν στὰ ἐγκόσμια δικαστήρια, σύμφωνα μὲ τὸν νόμο; Πῆρε μαζί Του τρεῖς μαθητές Του, ἐκείνους ποὺ ἀργότερα θὰ μαρτυροῦσαν τὴν ἔνδοξη Μεταμόρφωσή Του στὸ Θαβὼρ καὶ τὴν προσευχὴ τῆς ἀγωνίας Του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Πῆρε ἐκείνους ποὺ τότε ἦταν πιὸ ὥριμοι πνευματικὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἐννιά, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ κατανοήσουν τὸ βαθύτερο μυστήριο τῆς δύναμης καὶ τῆς ὕπαρξής Του. Οἱ τρεῖς αὐτοὶ μαθητὲς θὰ ἔβλεπαν τὴν πρώτη ἀνάσταση νεκροῦ, ποὺ θὰ κατόρθωνε μὲ τὴ δύναμή Του ὁ Κύριος καὶ στὴ συνέχεια θὰ τὸ διηγοῦνταν στοὺς συντρόφους τους, διδάσκοντάς τους ἔτσι νά ᾽χουν καὶ κεῖνοι πίστη. Ἀργότερα ποὺ ὁ Κύριος θ’ ἀνάσταινε τὸν γιὸ τῆς χήρας στὴ Ναΐν καὶ τὸν Λάζαρο, θὰ παρευρίσκονταν ὅλοι οἱ μαθητές. Εἶναι προφανὲς γιατί πῆρε καὶ τοὺς γονεῖς τοῦ κοριτσιοῦ μαζί Του. Ἡ νεκρὴ κόρη τους θὰ βοηθοῦσε στὴν ἀνάσταση τῶν ψυχῶν τους. Ποιός θά ᾽χε τὸ δικαίωμα νὰ βοηθηθεῖ ἀπὸ τὴν κόρη, περισσότερο ἀπὸ τοὺς γονεῖς της;
. Μπῆκε στὸ σπίτι ὁ Κύριος κι ἡ σκέψη Του ἦταν σὲ κείνους ποὺ ἔκλαιγαν καὶ θρηνοῦσαν τὸ νεκρὸ κορίτσι. «Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν, ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει· καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν» (Λουκ. η´ 52, 53). Ὁ Ματθαῖος κι ὁ Μάρκος δίνουν μεγαλύτερη ἔμφαση στὴ σκηνὴ αὐτή. Γράφουν πὼς εἶχαν κληθεῖ ἀπὸ τὴ γειτονιὰ μουσικοὶ καὶ ἐπαγγελματίες θρηνωδοί. Αὐτὸ ἦταν ἔθιμο στοὺς πλούσιους Ἰουδαίους, ὅπως καὶ στοὺς εἰδωλολάτρες. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔκλαιγαν, θορυβοῦσαν καὶ μοιρολογοῦσαν (βλ. Μάρκ. ε´ 38). Ὁ Ἰάειρος ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ σπουδαίους, ἂν ὄχι ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος τοῦ τόπου. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς μισθωμένους μουσικοὺς καὶ θρηνωδούς, πρέπει νὰ παρευρίσκονταν στὸ σπίτι του καὶ πολλοὶ συγγενεῖς, φίλοι καὶ γείτονες, ποὺ ἔκλαιγαν πραγματικὰ τὸ κορίτσι ποὺ ἔφυγε πρόωρα.
. Γιατί εἶπε στοὺς ἀνθρώπους ὁ Κύριος, πὼς οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει; Ἤξερε καλὰ πὼς εἶχε πεθάνει. Πρῶτα, λοιπόν, τὸ εἶπε γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅλοι οἱ παριστάμενοι πὼς τὸ κορίτσι ἦταν πραγματικὰ πεθαμένο. Καὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ τὸ βεβαιώσουν καλύτερα αὐτό, παρὰ μὲ τὸν περιφρονητικὸ καγχασμό τους, ἐπειδὴ ὁ Κύριος δὲν ἤξερε πὼς τὸ κορίτσι ἦταν νεκρό. Δεύτερο, γιὰ νὰ φανερώσει πὼς μπροστά Του ὁ θάνατος εἶχε χάσει τὴν ὀσμὴ καὶ τὴ δύναμή του στοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἦταν παρὰ ἁπλὰ ἕνα ὄνειρο. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἐκμηδένιση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως δὲν εἶναι κι ὁ ὕπνος. Θάνατος εἶναι τὸ πέρασμα τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτὴ στὴν ἄλλη. ΚαὶΚύριος τόσο αὐτῆς τῆς ζωῆς ὅσο καὶ τῆς ἄλλης εἶναι Ἕνας. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶναι στηριγμένος στὴ σωματικὴ ζωή, ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ αὐτὴ σημαίνει ἀναχώρηση ἀπὸ τὴζωὴ γενικά. Ὅταν ἕνα αὐτοκίνητο συντρίβεται στὸ δρόμο, μαζί του συντρίβονται κι οἱ ἐπιβάτες, δὲν γίνεται ἀλλιῶς, ὅπως σκέφτονται οἱ ἀνόητοι, οἱ αἰσθησιακοὶ ἄνθρωποι. Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ὅμως βλέπουν πὼς ὅταν ἕνα αὐτοκίνητο συντρίβεται, οἱ ἐπιβάτες βγαίνουν ἀπὸ τὰ συντρίμμια, τ’ ἀφήνουν ἐκεῖ καὶ συνεχίζουν τὸ ταξίδι τους χωρὶς τ’ αὐτοκίνητο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔφτίαξε τόσο τὸ αὐτοκίνητο ὅσο καὶ τοὺς ἐπιβάτες δὲν μπορεῖ νὰ ἐπισκευάσει τὸ αὐτοκίνητο καὶ νὰ πεῖ στοὺς ἐπιβάτες νὰ ξαναμποῦν μέσα; Τὸ ἴδιο γίνεται μὲ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν: τὸ ἀβοήθητο σῶμα θεραπεύεται καὶ ἡ ψυχὴ ξαναγυρίζει μέσα του.
. Ὁ Κύριος σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν χρησιμοποίησε ὑπερβολή, ὅταν παρομοίασε τὸ θάνατο μὲ ὕπνο. Τὸ ἀπέδειξε αὐτὸ μὲ τὴν ἀνάστασή Του, μετὰ ἀπὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ τρεῖς μέρες στὸν τάφο, μὲ τὴν ἀνάσταση πολλῶν νεκρῶν τὴν ὥρα τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου, ἀλλὰ κι ἀργότερα, σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ὅταν νεκροὶ ξαναγύρισαν στὴ ζωὴ μὲ τὶς προσευχὲς ἁγίων καὶ θεαρέστων ἀνθρώπων. Κι ἐδῶ τὸ φανέρωσε μὲ τὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου
christianvivliografia
http://amethystosbooks.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου