Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

P A U L F R I E D L Ȁ N D E R Π Λ Α Τ Ω Ν (1)




                  P A U L   F R I E D L Ȁ N D E R
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walter de Gruyter u. Co, Berlin 1964 )

                   ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ (1928)

Πριν από δέκα σχεδόν χρόνια – στις αξέχαστες μέρες τού «γερμανικού πολεμικού Πανεπιστημίου τής Βίλνα – μίλησε ο συγγραφέας πρώτη φορά για τον Πλάτωνα, με την απροσδιόριστη ακόμα συνείδηση ότι είχε να πη κάτι ‘δικό’ του γι’ αυτόν, κι ωστόσο όχι μόνον υποκειμενικό. Όποιος βρέθηκε μέσα στα χρόνια τού πολέμου, στις τάφρους τής Ypern και στα ρωσικά καταφύγια, μόνος συχνά με τα πλατωνικά έργα, γι’ αυτόν πρέπει να ήταν αυτά τα δράματα κι αυτός ο κόσμος τής φιλίας και του νείκους, με μιαν άγνωστη μέχρι τότε δύναμη ζωντανά. Δεν υπήρχε βέβαια ούτε ‘εξ αποστάσεως’ η σκέψη τότε για οποιαδήποτε επιστημονική εργασία, σ’ έναν καιρό όπου κάθε μέλλον, και πόσο μάλλον ένα επιστημονικό μέλλον, ‘χάνονταν’ μέσα στο άγνωστο. Υπήρξε όμως κάθε τι άλλο παρά σύμπτωση το ότι γινόταν, μέσα στα συγχεχυμένα σύνορα πολέμου και ειρήνης, οδηγός ο Πλάτων, και το ότι επιτεύχθηκε γενικώς, σ’ αυτήν την επιστημονική πλέον εργασία, η επιστροφή στην επιστήμη.
 Δέχτηκα ποικίλη υποστήριξη, συνομιλώντας ή με κριτική στα ήδη γεγραμμένα, προπάντων απ’ τους Fritz KlingnerNikolai HartmannErnst RobertCurtiusRudolf BultmannMartin Heidegger και Hans-Georg Gadamer, τους οποίους και ευχαριστώ όλους.

                 Marburg, 18 Ιανουαρίου 1928

                                 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

Γιατί ένα ακόμα βιβλίο για τον Πλάτωνα, στα πολλά που ήδη υπήρχαν, και που γράφονται πάντοτε εκ νέου; Ο συγγραφέας βρισκόταν τότε ανάμεσα σε δυό ‘μέτωπα’. Το ένα το ‘κατελάμβαναν’ οι νέο-καντιανοί και άλλες κατευθύνσεις τής φιλοσοφικής παράδοσης. Το λογοτεχνικό και ποιητικό στοιχείο τού Πλάτωνα δεν είχε καμμιά βασική αξία για τους φιλοσόφους· ήταν ένα ‘πάρεργο’ του φιλοσοφικού περιεχομένου. Το άλλο μέτωπο το καθοδηγούσε ο μεγάλος εκπρόσωπος της κλασσικής φιλολογίας, στον οποίον και αφιέρωσα εξαρχής το παρόν βιβλίο και στον οποίον μένει πάντοτε αφιερωμένο: ο Ulrich von Willamowitz-Moellendorff, ο οποίος και έγραψε τη βιογραφία τού Πλάτωνα και ανέλυσε τα κείμενά του, αφήνοντας όμως συχνά το πραγματικά φιλοσοφικό στοιχείο στους φιλοσόφους.
                Το να γεφυρωθή αυτή η αντίθεση ήταν τότε και είναι και σήμερα η αποστολή μας. Γι’ αυτό και ‘ονομάζεται’ «Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής», απ’ τη δεύτερη ακόμα έκδοση, ο υπότιτλος του πρώτου τόμου. Κάτι που ισχύει και για τον δεύτερο και τον τρίτο τόμο, ενώ θα μπορούσαμε να πούμε αντί γι’ αυτό: «Ιδέα και ύπαρξη».
                Το κείμενο και οι παρατηρήσεις αναθεωρήθηκαν με ακρίβεια γι’ αυτήν την τρίτη έκδοση, που δεν διαφέρει ωστόσο ριζικά απ’ τη δεύτερη. Ουσιαστικές αλλαγές υπήρξαν μόνο στη ‘διαμάχη’ με τον Heidegger στο ΧΙ Κεφάλαιο. Ο δε Huntington Cairns επέτρεψε να ανατυπωθή εδώ η πραγματεία του «Plato as Jurist» ως Κεφάλαιο ΧVΙ, όπως έχει ήδη συμβή στην αγγλική έκδοση του «Πλάτωνα», τόμος 1ος. Κάτι που βοηθά, μαζί με τα Κεφάλαια XIV,XV και XVII, στο να συμπληρωθή η εικόνα τής καθολικότητας του Πλάτωνα.
Los Angeles, Californien, στις 24 Απρίλη 1964.

                                              Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
                                                        Μέρος  Ι
Κεφάλαιο  Ι :  Κέντρο και περιφέρεια.
Κεφάλαιο  ΙΙ :  Δαίμων.
Κεφάλαιο  ΙΙΙ :  Αρέτων.
Κεφάλαιο  IV:  Ακαδημία.
Κεφάλαιο  V :  Το γραπτό έργο.
Κεφάλαιο  VI :  Ο Σωκράτης στον Πλάτωνα.
Κεφάλαιο  VII :  Ειρωνία.
Κεφάλαιο  VIII :  Διάλογος.
Κεφάλαιο  IX :  Μύθος.

                                                     Μέρος  ΙΙ

Κεφάλαιο  Χ :  Διαίσθηση και κατασκευή
                                      (Μια γέφυρα προς τον Bergson και τον Schopenhauer).
Κεφάλαιο  ΧΙ :  Αλήθεια
                                         (Μια ‘αντιπαράθεση’ του συγγραφέα προς τον εαυτό      
                                         του και προς τον Martin Heidegger).
            Κεφάλαιο  ΧΙΙ :  Διάλογος και ύπαρξη
                                           (Ένα ερώτημα στον Karl Jaspers).
            Κεφάλαιο  ΧΙΙΙ :  Για τις πλατωνικές επιστολές.
 Κεφάλαιο  XIV :  Ο Πλάτων ως ατομικός φυσικός
                                             (Ατομική σύνθεση και ατομική διάσπαση στον
                                             πλατωνικό «Τίμαιο»).
            Κεφάλαιο  XV :  Ο Πλάτων ως γεωφυσικός και γεωγράφος
                                            (Οι απαρχές τής γεωγραφίας τής υδρογείου).
            Κεφάλαιο  XVI :  O Πλάτων ως νομικός – Υπό: Hundington Cairns.
 Κεφάλαιο  XVII :  Ο Πλάτων ως ‘σχεδιαστής πόλεων’

                                (Η ιδανική πόλη τής Ατλαντίδος).
               Κεφάλαιο  XVIII :  Ο Σωκράτης στη Ρώμη.
                  

                             ΚΕΦΑΛΑΙΟ  Ι  /  ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ

                   «Κάποτε που ήμουν νέος» - έτσι γράφει ο εβδομηνταπεντάχρονος Πλάτων στην επιστολή του – μανιφέστο «Στους φίλους και οπαδούς τού Δίωνα» - «μου συνέβαινε όπως βέβαια και σε πολλούς: σκόπευα, μόλις θα γινόμουν κύριος του εαυτού μου, να εισέλθω κατευθείαν στις ενασχολήσεις τής πολιτικής μου κοινότητας. Και με βρήκαν στην ζωή τής πόλης ορισμένες συμπτώσεις τού εξής είδους: Επειδή εχθρεύονταν πολλοί το τότε πολίτευμα, το ανέτρεψαν. Και σ’ αυτήν την ‘ανατροπή’εμφανίστηκαν πενηνταένας άνδρες στην κορυφή ως κυβερνώντες, έντεκα στην πόλη, δέκα στον Πειραιά, και τριάντα σχημάτισαν την ύψιστη κυβερνητική αρχή με απεριόριστη ισχύ. Ανάμεσά τους είχα κάποιους συγγενείς και γνωστούς, και με κάλεσαν έτσι αμέσως, σαν να μου άρμοζε, να πάρω μέρος σ’ αυτά τα πράγματα. Και μου συνέβη αυτό που δεν ήταν αξιοθαύμαστο για τη νεότητά μου: πίστεψα, πως θα οδηγούσαν πλέον την πόλη κυβερνώντας την, απ’το να ζη άδικα στη δικαιοσύνη. Συγκέντρωσα λοιπόν με μεγάλην ένταση τον νου μου σ’ αυτό το οποίο θα έκαναν. Καθώς όμως είδα πως αυτοί οι άνθρωποι απεδείκνυαν, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, ως καθαρό χρυσάφι το προηγούμενο πολίτευμα – ήθελαν ανάμεσα στα άλλα, να αποστείλουν τον ηλικιωμένο φίλο μου Σωκράτη, που επιθυμώ να τον ονομάσω, χωρίς κανέναν φόβο, τον δικαιότερο άνθρωπο εκείνης τής εποχής, μαζί με άλλους ενάντια σ’ έναν απ’ τους πολίτες, για να τον θανατώση βίαια, ώστε να τον καταστήσουν προφανώς μέτοχο στις πράξεις τους, είτε το επιθυμούσε είτε όχι, κι εκείνος αρνήθηκε να υπακούση, διαλέγοντας το χειρότερο για τον εαυτό του, παρά να γίνη συνένοχος σε ασεβείς πράξεις, - καθώς τα παρατηρούσα λοιπόν όλα αυτά κι άλλα ακόμα που δεν ήταν καθόλου ασήμαντα τέτοιου είδους, με κατέλαβε μια αηδία και αποσύρθηκα από κείνη τη διαφθορά. Δεν πέρασε πολύς καιρός, και ανατράπηκαν οι Τριάκοντα και μαζί τους και όλο εκείνο το σύστημα. Και με τράβηξε πάλι, με λιγότερη βέβαια δύναμη, αλλά πάντως η νοσταλγία να συμπράξω στην κοινή μας ύπαρξη. Συνέβαιναν οπωσδήποτε, μέσα και στη σύγχυση που επικρατούσε τότε, πολλά που θα μπορούσαν να αγανακτήσουν κάποιον. Και δεν ήταν να πης και εκπληκτικό, που εκδικούνταν σκληρά κάποιοι άνθρωποι τους εχθρούς τους καθώς προχωρούσε η επανάσταση. Προσπάθησε τότε να συγκρατηθή πολύ το κόμμα που επέστρεφε στα πράγματα. Και συνέβη παρ’ όλ’ αυτά η καινούργια συμφορά, να σύρουν ορισμένοι που κατείχαν την εξουσία, τον σύντροφό μας, αυτόν ακριβώς τον Σωκράτη, μπροστά στο δικαστήριο, με μιαν άκρως εγκληματική κατηγορία, που ταίριαζε ωστόσο ελάχιστα απ’ όλους στον Σωκράτη. Γιατί επρόκειτο για την κατηγορία πως ασέβησε στους θεούς τής πόλης, που την αποδέχτηκαν οι δικαστές και οδήγησαν τον άνθρωπό μας στον θάνατο, ο οποίος δεν είχε θελήσει να πάρη μέρος στην εγκληματική φυλάκιση ενός πολιτικού συντρόφου τού εξόριστου τότε κόμματος, όταν ήταν οι ίδιοι οι τωρινοί εξόριστοι και δυστυχισμένοι. Όπως παρατηρούσα λοιπόν αυτά τα καθέκαστα, και τους ανθρώπους που είχαν στα χέρια τους τα πράγματα της πόλης, και τους νόμους και τα έθιμα, κι όσο περισσότερο τα διέκρινα όλ’ αυτά, κι όσο περισσότερο μεγάλωνα στην ηλικία, τόσο δυσκολώτερο μου φαινόταν, να διοικήση κανείς με σωστόν τρόπο την πόλη. Γιατί χωρίς συμφιλιωμένους ανθρώπους και πιστούς συντρόφους ήταν παντελώς αδύνατο να κάνης κάτι – και δεν ήταν εύκολο να τους βρης ανάμεσα στους παλιούς γνωστούς, επειδή δεν ζούσε πια με τα έθιμα και την πράξη τών πατέρων μας η πόλη, και ήταν αδύνατο να αποκτήσης άλλους χωρίς μεγάλη δυσκολία – ενώ αυξάνονταν αντίθετα η διαφθορά στη νομοθεσία και στα ήθη σ’ έναν εκπληκτικό βαθμό. Μου συνέβη λοιπόν, εγώ που είχα αισθανθή κατ’ αρχάς τόσο μεγάλην παρόρμηση να εργασθώ στην κοινότητά μας, να κυριευθώ τελικά από έναν ίλιγγο κοιτάζοντας αυτά τα πράγματα και να τα βλέπω όλα εντελώς γκρεμισμένα. Δεν σταμάτησα βέβαια τις παρατηρήσεις μου, για το πώς θα μπορούσε να βελτιωθή η κατάσταση σ’ αυτά ακριβώς τα πράγματα και γενικώς στο συνολικό σύστημα της πόλης. Για να πράξω όμως περίμενα πάντοτε την κατάλληλη στιγμή, μέχρι που κατανόησα και έκρινα τελικά, πως όλες οι τωρινές πόλεις έχουν συνολικά και η κάθε μια ξεχωριστά άσχημα πολιτεύματα. Γιατί δεν μπορεί σχεδόν να θεραπεύση κανείς τούς νόμους τους, παρά μόνον αν συμπέση μια συνειδητή και αξιοθαύμαστη ακριβώς δράση με μιαν ευνοϊκή σύμπτωση. Και βρέθηκα έτσι υποχρεωμένος να επαινέσω τη σωστή φιλοσοφία και να δηλώσω, πως μόνο μέσα απ’ αυτήν μπορούμε να γνωρίσουμε τί είναι δίκαιο στην πόλη και στην ζωή τού καθενός μας. Δεν θα τελειώση λοιπόν ποτέ η δυστυχία στα γένη τών ανθρώπων, μέχρι να αποκτήση ισχύ στην πόλη το γένος εκείνων που φιλοσοφούν ορθά και αληθινά, ή που θα βοηθούσε, μέσα από μιαν οποιαδήποτε θεϊκή προσταγή, το γένος αυτών που έχουν την πολιτική εξουσία να φιλοσοφή πραγματικά. Μ’ αυτήν την πεποίθηση ήρθα κι εγώ στην Ιταλία και τη Σικελία, πηγαίνοντας εκεί για πρώτη φορά».
Έτσι έβλεπε ο γηραιός Πλάτων την εποχή τής πνευματικής του διαμόρφωσης ανάμεσα στα 18 και τα 40 χρόνια τής ζωής του. Ίσως έχει δίκαιο ο Goethe που λέει, πως «δεν μπορεί κανείς να μοιραστή τον ιδιαίτερο τρόπο, με τον οποίον και παρατηρεί κάποιος την ζωή του που πέρασε», και θα δεχόμασταν έτσι με ευγνωμοσύνη όλες τις μαρτυρίες, που θα μας επέτρεπαν να συμπληρώσουμε αυτήν την αυτο-μαρτυρία ή να δούμε και από άλλες πλευρές αυτό που εδώ κατατίθεται. Για να γνωρίσουμε ωστόσο το πώς διαμορφώθηκε ο Πλάτων, δεν διαθέτουμε εν τέλει παρά μόνον αυτό το κομμάτι αυτοβιογραφίας – που μπορεί να διαβεβαιώση ασφαλώς τη θέση του, απέναντι στους πολλούς που προσπάθησαν να αμφισβητήσουν αυτό το ‘γράμμα-μανιφέστο’, αλλά κι απέναντι στη σκέψη (Skepsis) τού μοναδικού Νίτσε, που «δεν θα πίστευε μιαν ιστορία τής ζωής τού Πλάτωνα γραμμένην απ’ τον ίδιον, τόσο λίγο όσο και του Ρουσσώ ή τής Vita Nuova του Δάντη».
Κάθε ντοκουμέντο αντιλέγει ούτως ή άλλως στις διαδεδομένες παραστάσεις για τον Πλάτωνα. Μεγάλοι στοχαστές τών μεταγενέστερων αιώνων τον είδαν ως ‘προηγούμενόν’ τους. Και ανήκει στην ιστορία τής δυτικοευρωπαϊκής μεταφυσικής. Ανακαλύπτει, μέσα στη δική τους προβληματική, αλήθειες βασισμένες σε αλήθειες, που τις έχουν ανακαλύψει άλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Παρμενίδης, ο Ηράκλειτος κι ο Σωκράτης, και συνεχίζουν άλλοι φιλόσοφοι τα προβλήματά ‘του’. «Μετά τις προαναφερθείσες φιλοσοφίες εμφανίστηκε η διδασκαλία τού Πλάτωνα, που τις ακολουθούσε γενικά, προσκομίζοντας όμως σε κάποια πράγματα και τα ‘δικά’ της, που διέφεραν απ’ τη φιλοσοφία τών Ιταλιωτών». Μπορεί να προβάλη κανείς οξύτερα, σε ένα εντελώς συγκεκριμένο ιστορικό πεδίο προβλημάτων, τηδημιουργική πληρότητα, απ’ ό,τι το κάνει εδώ ο Αριστοτέλης (Μεταφυσική Α 6); Σ’ αυτόν μπορεί λοιπόν να στηριχθή εκείνη η μορφή σκέψης. Και θα αναρωτιόμασταν, αν θα μπορούσε να δη κι ο ίδιος ο Πλάτων τον εαυτό του σ’ αυτήν τη διάσταση, καθώς ακούμε τον Σωκράτη να αφηγείται για τη δική του φιλοσοφική διαμόρφωση στον «Φαίδωνα». Κάτι που μένει ωστόσο αναπάντητο, ενώ δεν αναφέρεται και τίποτα το σχετικό στην Επιστολή.
Δεν επισκοπούμε βέβαια έτσι πλήρως την Επιστολή. Και το αποδεικνύει αυτό ήδη η έννοια της «φιλοσοφίας», που εμφανίζεται στο τέλος, χωρίς και να λέγεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πώς έφτασε κανείς σ’ αυτήν τη φιλοσοφία. Ο Πλάτων είναι γνωστός ως εκείνος που ανακαλύπτει έναν μεταφυσικό κόσμο, και η ορθή φιλοσοφία, για την οποία και μιλά στο γράμμα, τί άλλο μπορεί να είναι απ’ τη γνώση τών αιωνίων ακριβώς μορφών και του αληθινού τους Είναι; Αλλά δεν μετοίκησε, για να ‘φθάση’ σ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο. Αναζητούσε την πόλη, κι αναζητώντας την αληθινή πόλη συνάντησε το βασίλειο των Ιδεών.
                Το πώς μπορεί να κατανοηθή ακριβέστερα αυτό, και το ότι δεν μπορούσε καν να συμβή διαφορετικά, γίνεται σαφέστερο απ’ τις ιστορικές προϋποθέσεις, μέσα στις οποίες μεγάλωσε ο Πλάτων. Δεν ήταν προορισμένος απ’ τον τόπο και τον χρόνο που γεννήθηκε, κι απ’ την κοινωνική τάξη τής καταγωγής του, να ζήση ως φιλόσοφος, έτσι όπως γεννιέται εδώ και αιώνες ένας άνθρωπος για τη ‘μεγάλη’ φιλοσοφία, που διατρέχει τις γενιές τών ανθρώπων. «Όταν άρχισα να φιλοσοφώ», γράφει κάπου ο Dilthey. Δεν θα μπορούσε να το πη αυτό κι ο Πλάτων. Γιατί ήταν εντελώς διαφορετική η πνευματική θέση ενός ανθρώπου, που είχε γεννηθή στις αρχές τού μεγάλου πολέμου στην Αθήνα, από μιαν επιφανή γενιά.
             Η Αττική βρισκόταν, μια μικρή χώρα από γαιοκτήμονες, χωρικούς και ναυτίλους, στο λυκαυγές ακόμα τής δικής της μέρας, τότε που έλαμπε ήδη φωτεινός ο ήλιος του Ομήρου πάνω απ’ την Ιωνία. Το κύμα τών επιστημών και της μεταφυσικής, που είχε ‘σηκωθή’ στη Μίλητο και είχε περάσει απέναντι στις ιταλικές αποικίες, δεν άγγιζε την Αθήνα. Ενώ υπολόγιζαν εκεί στην Ιωνία εκλείψεις τού ήλιου και κατασκεύαζαν χάρτες τής γης και υδρόγειες σφαίρες και ερευνούσαν τις πρώτες αρχές ύπαρξης του κόσμου, οικοδομούσαν ο Σόλων κι ο Πεισίστρατος την πόλη τών Αθηναίων και άνοιγαν στις πλούσιες τέχνες τής Ανατολής την είσοδο στον νεαρό λαό. Κι ενώ ανυψώνονταν στην Ιωνία και στη Μεγάλη Ελλάδα το ένα και χωρίς αντιθέσεις Είναι κι ο νόμος τού αιώνιου και αιώνια αντιθετικού Γίγνεσθαι αμοιβαία σε κυρίαρχους του κόσμου, και προχωρούσε η έρευνα για την τάξη, τα ‘υλικά οικοδομής’ και το νόημά του, θεμελίωνε η Αθήνα την πόλη τών ελεύθερων πολιτών, πολεμούσε τους Πέρσες και δώριζε στον κόσμο την τραγωδία. Απέστελνε βέβαια η ιωνική φυσική φιλοσοφία τον πρώτο της μεγάλο εκπρόσωπο, τον Αναξαγόρα, στην Αθήνα, που η καινούργια του σοφία κατακτούσε τον ‘κυβερνήτη’ Περικλή, καθώς επίσης και τον ποιητή Ευριπίδη. Ήταν όμως ένας ξένος, και ξένοι ήταν επίσης και όλοι οι νεώτεροι «φυσιολόγοι», που συναντούσαν την επιδοκιμασία, τον περίγελω ή την εχθρότητα στην Αθήνα. Κι έφτασε σύντομα  κι ο καιρός, που έβγαζε κανείς απ’ τις αντιφάσεις αυτής τής φυσιολογίας κι απ’ τους «γνωσιοθεωρητικούς» συλλογισμούς τών προγενεστέρων τα σκεπτιστικά (skeptisch) του συμπεράσματα.
Ήρθαν κι ο Γοργίας κι ο Πρωταγόρας, οι σοφιστές, ως επισκέπτες στην Αθήνα. Σ’ αυτούς προσέτρεχε η αθηναϊκή νεολαία, γιατί εκεί μάθαινε έναν νέον τρόπο τού αγαπημένου της αγωνίσματος και προσφέρονταν στη δίψα της για δύναμη άγνωστα μέχρι τότε όπλα. Αν και υποδέχονταν όμως με τιμές τούς πωλητές αυτής τής καινούργιας πραμάτειας, κανένας Αθηναίος δεν θα επιθυμούσε να εξασκήση το επάγγελμά τους. «Δεν θα ντρεπόσουν να εμφανιστής ως δάσκαλος της σοφίας μπροστά στους Έλληνες;» ρωτά ο Σωκράτης στον Πλάτωνα έναν νεαρόν Αθηναίο, που δεν μπορεί να γίνη αρκετά γρήγορα μαθητής τού Πρωταγόρα που μόλις κατέφθασε. «Ναι μα τον Δία, Σωκράτη μου, αν πρέπη να πω αυτό που σκέφτομαι» είναι η απάντηση, που θα μπορούσε να εκληφθή και ως ομολογία κάθε καλλιεργημένου Αθηναίου.
Ο Αριστοτέλης αφηγείται, εκεί όπου εντάσσει τη φιλοσοφία τού δασκάλου του στη συνέχεια των μεταφυσικών συστημάτων (Μετ. Α6), πως ο Πλάτων σχετίστηκε με εμπιστοσύνη στη νεότητά του με τον ‘ηρακλείτιο’ Κρατύλο, και πως έμαθε απ’ αυτόν τη διδασκαλία τού αιώνιου ποταμού (που είναι η ζωή…) και της αδυναμίας μας για αληθινή γνώση. Του έδειξε όμως μετά κάτι στις ηθικές έννοιες ο Σωκράτης, που δεν ανήκει στον κόσμο τών αισθήσεων, κι έτσι το ονόμασε αυτό «Ιδέες» ο Πλάτων. Δεν μπορεί να παρεξηγήση κανείς χειρότερα τον Αριστοτέλη, απ’ το να μεταστρέψη αυτήν την ‘κατασκευή’, που έχει μόνον ως προς τα ίδια τα δικά του προβλήματα νόημα, σε μιαν ιστορική αφήγηση για την αληθινή πνευματική εξέλιξη του Πλάτωνα.Γιατί δεν είναι βέβαια μετά και δύσκολο, να προϋποθέσουμε στη σκεπτιστική περίοδο της ζωής του και μιαν ακόμα, υλιστική. Δεν θα χρειαζόταν παρά να εκλάβουμε βιογραφικά την αφήγηση του Σωκράτη για τη φιλοσοφική του διαμόρφωση στον «Φαίδωνα», και να τη μεταφέρουμε στον Πλάτωνα. Παραιτούμενοι ωστόσο από τέτοιου είδους σύγχρονες υποθέσεις, μπορούμε να πούμε, πως δεν γνωρίζουμε ούτε στο ελάχιστο, πόσο βαθειά τού ‘πέρασαν’ γενικώς τότε τέτοιες «φιλοσοφικές» σκέψεις, που έφτασαν σ’ αυτόν  απ’ τον Κρατύλο και σίγουρα μέσα κι από άλλους. Αλλά ακόμα κι αν είχε φτάσει σε μιαν απελπισία για κάθε γνώση – κάτι που ταιριάζει μάλλον στον δόκτωρα Φάουστ παρά σ’ έναν αρχαίον άνθρωπο - , υπήρχε ωστόσο ακόμα ο κόσμος τής πράξης. Κι αν μπορούσε (όντως…) να πράξη, τότε θα του έφευγαν ίσως κι όλες οι ‘σκοτούρες’, όχι πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι η απαισιοδοξία τού Μπάυρον και οι ‘σκέψεις’ (Skepsis) για τον νεαρό Μπίσμαρκ του Φόυερμπαχ, μόλις άρχισε να τον συνεπαίρνη η ζωή.
Όχι, ένας Αθηναίος, που στη διαίσθησή του υπήρχε το όνομα του Σόλωνα, δεν μπορούσε στο τέλος ακόμα τού 5ου αιώνα παρά να θέλη να γίνη πολιτικός. Το «να γίνης καθοδηγητής τής πόλης», αυτό το θέλει ο καθένας στα είκοσί του χρόνια ή κι ακόμα νωρίτερα: ο Αλκιβιάδης στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, ο αδελφός τού Πλάτωνα Γλάυκων στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, κι ο ίδιος ο Πλάτων στις ‘αναμνήσεις’ του στη μεγάλη Επιστολή. Με μόνη τη διαφορά, ότι ξεκινά γι’ αυτόν εδώ εκείνος ο βαθύς προβληματισμός, που έφερε και τη (μεγάλη…) στροφή στην ζωή του.
Όσο περισσότερο εισέρχεται σ’ αυτό που είναι ουσιαστικό η ζωή ενός ανθρώπου, τόσο συμβολικώτερα βλέπει αυτά που συμβαίνουν μπροστά του. Κι ο Πλάτων είδε άμεσα την αποσύνθεση της Αθήνας στη μοίρα τού Σωκράτη. Αν δεν υπέφερε πια τον πιο πιστό της υπηρέτη αυτή η πόλη, που ήταν πάντοτε έτοιμος να πεθάνη γι’ αυτήν και πέθανε πράγματι για τους νόμους της – αν ήθελαν να τον καταστήσουν συνένοχο στις βιαιότητές τους οι αριστοκρατικοί επαναστάτες, εκείνον που πολέμησε πάντα τη θέληση της περιστασιακής πλειοψηφίας και αξίωσε τη διακυβέρνηση των «αρίστων» - κι αν τον καταδίκασε, με μιαν ανήκουστη διαστροφή κάθε έννοιας, η δημοκρατική ακριβώς παλινόρθωση, αυτόν που απέτρεψε τους ολιγαρχικούς απ’ το να στραφούν ενάντια ακριβώς σ’ έναν οπαδό τής δημοκρατίας – έ, τότε δεν υπήρχε πια η πόλη που είχαν δημιουργήσει και στην οποία είχαν δράσει οι προπάτορες, αλλά ο χώρος της είχε πληρωθή από μιαν πολιτική ορμή, απολυμένη απ’ τις βαθύτατες (εκείνες…) ρίζες.
Να είσαι πολιτικός: αυτό δεν ήταν για τον Πλάτωνα, όταν είχε αποφασίσει να γίνη πολιτικός, ένα ξεχωριστό απ’ την (υπόλοιπη…) ζωή επάγγελμα. Γιατί και ο Αριστοτέλος συνόψισε ορίζοντας ως ένα «πολιτικό όν» τον άνθρωπο μόνον αυτό εννοιολογικά, που ζούσε ο καθένας. Πώς θα αποκτήσω αρετή (Arete) και πώς θα γίνω (αληθινός…) πολιτικός: αυτά ήταν και τα ερωτήματα, που ετίθεντο μπροστά στον καθέναν που διαμορφωνόταν ακόμα, και που ενώνονταν και τα δυό τελικά σε ένα. Κι αν δεν μπορούσε να γίνη κανείς πολιτικός, αυτό δεν ήταν – όπως π.χ. σήμερα – η αφορμή για να διαλέξη ένα άλλο επάγγελμα, αλλά ακυρώνονταν ο άνθρωπος στην ίδια του την ουσία. Σήμαινε λοιπόν εκείνη η αδυναμία, που την είδε να παριστάνεται στη μοίρα τού Σωκράτη ο Πλάτων, είτε την καταστροφή τής ζωής είτε (όμως και…) το αίτημα, να θεμελιωθή σ’ ένα εντελώς άλλο επίπεδο η ζωή. Κι αυτό σήμαινε με τη σειρά του – αφού ήταν ακόμα μακριά ο καιρός, που θα τοποθετούσε τον καθέναν ξεχωριστά, χωρίς να μεσολαβή η ύπαρξή του ως μέλους τής κοινότητάς του, στο σύμπαν – την ανασύσταση του ανθρώπου και ταυτόχρονα και της πόλης του. Και δεν είχε μήπως ήδη δείξει ο Σωκράτης, πώς έπρεπε να το ξεκινήση κανείς αυτό; Δεν έπρεπε να ‘μπαλώνη’ κανείς πια τους θεσμούς, αλλά έπρεπε να ανανεωθή η ουσία. Χωρίς να καταστή «ενάρετος» οάνθρωπος, ήταν αδιανόητη η αρετή τής πόλης. Και διδάσκοντας ο Σωκράτης να ρωτάμε για την «αρετή», είχε ήδη ξεκινήσει αυτό το έργο τής ανανέωσης. Ήταν μάλιστα ο μόνος που γνώριζε, τί ήταν απαραίτητο, και υπήρξε έτσι ο μοναδικός πράγματι πολιτικός άνθρωπος (Γοργίας 521D). Κι όταν αξίωνε μέσα απ’ το δικό του στόμα ο Πλάτων, ότι έπρεπε να κυβερνούν οι φιλόσοφοι ή να γίνονται οι άρχοντες φιλόσοφοι, δεν αποτελούσε αυτό μιαν «υπέρβαση της φιλοσοφικής αυτοσυνειδησίας» (Burckhardt), αλλά επιγραμματικά το φρόνημα, που αναπτύσσονταν ακριβώς στον πολιτικό (άνδρα…) απ’ το βίωμα εκείνης τής ώρας τού κόσμου και τη σωκρατική παρουσία μέσα σ’ αυτήν.
Δεν μπορούμε ωστόσο παρά «να μοιραστούμε μαζί του» τελικά «τον ιδιαίτερο τρόπο, με τον οποίον και παρατηρεί την παρελθούσα του ζωή ο Πλάτων». Πρόκειται βέβαια για ένα πολύ πλούσιο ‘γίγνεσθαι’, ώστε να μπορούσε να το περιγράψη ακόμα και μια τόσο εκτεταμένη διατύπωση. Το ότι είχε ισχύ γι’ αυτόν ωστόσο το ουσιαστικό, το αποδεικνύει το ίδιο του το έργο. Η «Πολιτεία» και οι «Νόμοι» ξεπερνούν πολλαπλά σε έκταση κάθε άλλο κείμενό του. Και παρατηρώντας τη συνολική λογοτεχνική του δημιουργία, πρέπει να τοποθετήσουμε ακριβώς στο κέντρο της την «Πολιτεία», ενώ είναι το περιεχόμενο που μας δείχνει, ότι οδηγούν και οι περισσότεροι απ’ τους προηγούμενους διαλόγους κατευθείαν εκεί. Η δομή τής «Πολιτείας» προσδιορίζεται εξάλλου απ’ την εσώτατη πεποίθηση, ότι είναι ένα οι αληθινοί άρχοντες και οι αληθινοί φιλόσοφοι, ενώ επανέρχεται ακριβώς στη μέση το οξύτατο εκείνο επίγραμμα (Epigramm) της «7ης επιστολής» για τους φιλοσόφους-άρχοντες. Μοιάζει τελικά να είναι γεμάτη από ανανεούμενες συνεχώς προσπάθειες η ζωή τού Πλάτωνα, να πραγματοποιήση στην πόλη τού καιρού του και παρ’ όλες τις δυσχέρειες εκείνο το παράδοξο (Paradoxie). Τί να σημαίνη όμως τελικά αυτό το παράδοξο; Σ’ αυτό το ερώτημα απαντά μια σύντομη αναδρομή για τη φύση και την ουσία τής ελληνικής πόλης.
Η ελληνική πόλη συνδέεται εξαρχής με το θεϊκό στοιχείο. Είναι ο Δίας που παρέχει στον Όμηρο, σκήπτρο και δικαίωμα να ηγεμονεύσουν στους βασιλείς. Ο Ησίοδος καθιστά τη Θέμιδα σύζυγο του Δία και τους ‘δίνει’ ως κόρες, κοντά στις Μοίρες, τις μεγάλες οντότητες του πεπρωμένου, που δωρίζουν το καλό και το κακό στους θνητούς ανθρώπους, τις τρεις Ώρες, που με τα ονόματά τους Ευνομία, Δίκη και Ειρήνη εκφράζουν τον νόμο τής ανθρώπινης και «πολιτειακής» κοινότητας και κοινωνίας. Ακόμα κι αυτός που πρόσβαλε, ως εγκληματίας ή τύραννος, το δίκαιο, αναγνώριζε τη θεϊκότητά του αναφέροντας τη λέξη Θέμις ή Δίκη. Κι όταν εμφανίστηκε κατόπιν, στη θέση τής αρχικής και αμετακίνητης βεβαιότητας, το ερώτημα και η έρευνα, θεμελίωσε ο Ηράκλειτος την πόλη στον Κόσμο (Kosmos). Γιατί «πρέπει να πολεμά» άραγες «για τους νόμους του όπως για τα τείχη του ο λαός»; Επειδή είναι ένα μέρος τής μεγάλης τάξης τού κόσμου η τάξη τής πόλης. Και δεν τρέφονται παρά από έναν και μοναδικό νόμο οι ανθρώπινοι νόμοι, δηλ. τον θεϊκό. Που ηγεμονεύει όσο μακριά αυτός θέλει, και επαρκεί για όλους (και για όλα) και υπάρχει ακόμα παραπέρα.
Πρέπει να πιστέψουμε αφαλώς, ότι δεν παίζει εδώ εκούσια με τη σκέψη ο Ηράκλειτος. Γιατί μετέθεσαν εκείνοι ακριβώς οι πρωιμότατοι στοχαστές, σαν να συναγωνίζονταν μεταξύ τους, τη Δίκη απ’ την ανθρώπινη κοινότητα στο σύμπαν. Βλέπει ο Αναξίμανδρος την τιμωρία και τον κανόνα (δίκην καί τίσιν) στην καταστροφή κάθε δημιουργίας, τα οποία και πληρώνουν για την αδικίατών ‘πράξεών’ τους (του ‘γίγνεσθαί’ τους…) τα πράγματα το ένα στο άλλο. Εμπιστεύεται δε στη Δίκη τα κλειδιά τής πύλης, μέσα απ’ την οποία και περνούν τα μονοπάτια τής μέρας και της νύχτας, ο Παρμενίδης, αλλά και τα δεσμά, στα οποία και μένει προσδεδεμένο, ακίνητο και απαράλλαχτο, το ένα Είναι. Ενώ εκφράζει την κοσμική αναγκαιότητα – για να προσεγγίσουμε τη σημερινή σκέψη – και για τον Ηράκλειτο η Δίκη, που φροντίζει με τις ‘βοηθούς’ της, τις Ερινύες (Ερινύες Δίκης επίκουροι), ώστε «να μην υπερβαίνη τα μέτρα του ο ήλιος». Κι όταν συνενώνη τις αντίθετες δυνάμεις τού «δικαίου» και της «έριδος» ξανά ο Ηράκλειτος, τότε μόλις και συγκαλύπτεται με το μυθικό αυτό ένδυμα το αρχικό του όραμα για τον παγκόσμιο νόμο τής «τεντωμένης στα άκρα αρμονίας». Έτσι επεκτείνεται εδώ η τάξη δικαίου τής πόλης στο σύμπαν, και ξαναποκτούν εκεί η πόλη και οι νόμοι της την εξέχουσα θέση, που είχε αρχίσει να χάνεται σε μιαν αργά απο-θεούμενη πραγματικότητα.
Γιατί δεν ήταν τόσο σταθεροί εκείνοι οι δεσμοί (στην πόλη…), ώστε να μην επαρκούσε μια μικρή κίνηση, ταχύτερη από μια γενιά, να τους διαλύση. Ο χωρισμός τού Εγώ απ’ την κοινότητα αυξάνονταν, τόσο στη σκέψη όσο και στη ζωή, ολοένα. Η εκτεταμένη επισκόπηση άλλων λαών και των διαφορετικών εθίμων τους οδήγησε σε μια σύγκριση των ‘ιδίων’ καταστατικών με τους άλλους και κλόνισε, με την πεποίθηση πως ήταν μοναδικά τα ‘ίδια’ (τα δικά τους…) καταστατικά, την πίστη στην αναγκαιότητά τους. Τα δε μεγάλα ‘ατομικά’ (ξεχωριστά…) πεπρωμένα τής τραγικής εποχής κατέστησαν ερωτηματική τη δικαιοσύνη, που ήταν σταθερά μέχρι τότε θεμελιωμένη στην πόλη και στους θεούς. Δίδασκαν τώρα οι «διπλοί λόγοι» τών σοφιστών, πως δίκαιο και άδικο είναι το ίδιο, και πως αυτό που είναι τη μια φορά δίκαιο, είναιτην άλλη φορά άδικο, και πως το άδικο μπορούσε να είναι τόσο καλό όπως και το δίκαιο, ή ακόμα και καλύτερο. Ο Κριτίας επινόησε μάλιστα – παρόμοια όπως ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος και οι ‘διαφωτιστές’ τής νεώτερης εποχής – μιαν ιστορία τού ανθρώπινου πολιτισμού, στην οποία ξεπερνούσαν με νόμους έξυπνοι μεμονωμένοι άνθρωποι την ζωώδη αρχική κατάσταση, «ώστε να είναι τύραννος (Tyrann) το δίκαιο και να έχη ως σκλάβα του τη βία». Ενώ κατέστη εξίσου ανθρώπινος ή και «πολύ ανθρώπινος» για τον Αντίφωνα ο νόμος προς αυτό (‘ενισχύοντας’ αυτό…) το οποίο θέτει, ή εξασκεί, ή πάνω στο οποίο συμφωνεί κανείς· κι αυτό που υπήρξε ένα μέρος τής μεγάλης παγκόσμιας τάξης στον Ηράκλειτο (η ανθρώπινη κοινότητα και κοινωνία…), εμφανίζεται τώρα ως κάτι το εντελώς Άλλο απέναντι στη φύση, συχνά δε ως το αντίθετο σε μιαν εχθρική δύναμη: «Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι το ‘κατεστημένο’ σε μας δίκαιο, εχθρικό προς τη φύση», και «Αυτό που τίθεται ως χρήσιμο απ’ τα ‘συντάγματά’ μας, δεν είναι παρά τα δεσμά τής φύσης». Ο Πίνδαρος τιμά τονΝόμο (Nomos) ως τον «βασιλιά θεών και ανθρώπων», ενώ ο σοφιστής Ιππίας τον μισεί (στον Πλάτωνα) ως έναν «τύραννο, που εκβιάζει πολλά ενάντια στη φύση».
          Εκεί όπου υπήρχε ακόμα κάτι απ’ την παλιά δομή, που συνέδεε κόσμο και πόλη σε ένα, είχε πια καταστή ‘διαπεραστό’, ‘διάτρητο’. Απ’ τους εχθρικούς ανάμεσά τους αδελφούς, που αντιπαραθέτει στις «Φοίνισσες» να λογομαχήσουν, όπως αργότερα να ξιφομαχήσουν, ο Ευριπίδης, ‘ντύνει’ ο ένας τη βία που εξασκεί με το όνομα του δικαίου, που δεν είναι όμως πια γι’ αυτόν κάποια θεότητα, ενώ συντάσσεται ανοιχτά με «τη μεγαλύτερη απ’ τις θεές, την τυραννία» ο άλλος. Και δεν είναι βέβαια θαυμαστό, ότι δεν κατορθώνει να εξορκίση το αδελφικό ‘μίσος’ (την έριδα…) η μητέρα τους, καθώς η μόνη βοήθεια που ‘ξεύρει’ να προσφέρη είναι η θεότητα της «Ισότητας». Η Ισότητα (Isotes) έταξε μέτρα και σταθμά στον άνθρωπο. Και συμβαίνει υπό τον δικό της νόμο το ότι «βαδίζουν τον παντοτινά ίδιον κύκλο τού χρόνου τα δίχως λάμψη (τα σκοτεινά…) μάτια τής νύχτας και το φως τού ήλιου». Κι έτσι κυβερνά, όπως λέγεται, ανάμεσα στους ανθρώπους και τις πόλεις, «αυτή που συνδέει πάντοτε με τους φίλους τον φίλο και πόλη με πόλη και τον σύντροφο της μάχης με τους συντρόφους του». Εκεί όμως όπου λησμονείται η θεότητα της Δίκης (Dike), αποδεικνύεται και η Ισότητα μια λέξη-φάντασμα, που δεν ισχύει πια καθόλου πάνω στις ψυχές. Ο ιερός δεσμός χαλάρωσε, διερράγη, απελευθερώθηκε η αυθαιρεσία, κι ο «τυραννικός άνθρωπος» αποδεσμεύεται απ’ τα δεσμά τής Δίκης.   (( Σημ. τ. μετ.: Πόσο βαθύ είναι το ‘έδαφος’ κάτω απ’ όσα πικρά συμβαίνουν και σήμερα στην πατρίδα μας… ))
Στον Σωκράτη βρίσκει όμως η Δίκη τον υπερασπιστή της. Στο να διδάξη να ερευνήσουμε πάλι γι’ αυτά που εξαφανίστηκαν, σ’ αυτό το έργο τον τοποθέτησε η ‘ώρα τού κόσμου’, στην οποία και είχε γεννηθή. Και μόνον γι’ αυτό «ανακάλυψε την επαγωγική μέθοδο και τον ορισμό» ή «θεμελίωσε την επιστήμη» - αν και όσο το έκανε! - , επειδή ρωτούσε και ερευνούσε μέσα στον Λόγο (εν λόγω…), στον ατελεύτητο διάλογο, γι’ αυτό το οποίο και ήταν πράγματι το ‘θέμα’, για το «Τί είναι;», για τη δικαιοσύνη, τις «αρετές», και τη μιαν «αρετή». Την οποία και αναζητά· γιατί όπως κυριάρχησε στην πόλη και την πολιτεία τών πατέρων, έτσι πρέπει να μπορή και πάλι, όσο κρυμμένη κι αν είναι, να ανακαλυφθή. Πεθαίνει μάλιστα υπό την εντολή της και κατά τη διαταγή αυτής τής πόλης ο Σωκράτης, της πόλης που γεννά ακόμα και στην παρακμή της ως κυρίαρχη: που πρέπει άρα να υπάρχη.

                ( συνεχίζεται )
http://amethystosbooks.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου