Συνέχεια από εδώ
51. Αφού ο νους αποχαιρετήσει και προσπεράσει τα διαστήματα του χρόνου και του τόπου και τα ιδιώματα που προσδιορίζουν τις φύσεις των όντων, τότε απογυμνώνεται αληθινά με την ενοειδή απλότητα και την απλή και άμορφη ζωή. Και χωρίς κανένα κάλυμμα και προπέτασμα, ως άπειρος και απροσδιόριστος, ανεβαίνει υπερφυσικά στην περιοχή όπου λείπει κάθε έννοια και λόγος, με την πνευματοκίνητη θεία δύναμη της καρδιάς και την έλλαμψη που φαίνεται να συνεπεκτείνεται μαζί με τη θεωρία του νου προς το άπειρο.
51. Αφού ο νους αποχαιρετήσει και προσπεράσει τα διαστήματα του χρόνου και του τόπου και τα ιδιώματα που προσδιορίζουν τις φύσεις των όντων, τότε απογυμνώνεται αληθινά με την ενοειδή απλότητα και την απλή και άμορφη ζωή. Και χωρίς κανένα κάλυμμα και προπέτασμα, ως άπειρος και απροσδιόριστος, ανεβαίνει υπερφυσικά στην περιοχή όπου λείπει κάθε έννοια και λόγος, με την πνευματοκίνητη θεία δύναμη της καρδιάς και την έλλαμψη που φαίνεται να συνεπεκτείνεται μαζί με τη θεωρία του νου προς το άπειρο.
Και τότε η ειρήνη του Θεού ανατέλλει στην ψυχή και η άρρητη χαρά και ανέκφραστη αγαλλίαση του Αγίου Πνεύματος χύνεται σ' αυτή και τη συνέχει η πέρα από γνώση έκπληξη καθώς σιγοψάλλει ότι, όχι στο μέλλον αλλά από τώρα παρουσιάζεται ο Θεός των θεών στη Σιών(Ψαλμ. 83, 8), σε νου δηλαδή που ουρανοπορεί και που εποπτεύει τα υψηλά. Κύριε, Θεέ των δυνάμεων, μακάριος ο άνθρωπος που έχει την ελπίδα του σ' Εσένα(Ψαλμ. 83, 13).
52. Όταν ο νους καταφωτίζεται μέσα σε εκπλήξεις που δεν μπορούμε να τις νοήσομε ώστε να τις εκφράσομε, βλέποντας τον εαυτό του ανάμεσα στο Θεό και στα θεία, τότε τρώει —αν επιτρέπεται να πούμε έτσι— τους αληθινούς καρπούς της πνευματικής γνώσεως, και θεοποιείται και χαίρεται και προοδεύει στους θείους έρωτες. Δε λέει καθόλου κανένα λόγο, ούτε καθόλου εκφράζει κάποια εσωτερική ή εξωτερική του διάθεση, ούτε και διανοείται, αλλά βλέπει μονάχα νοερά και ενιαία μέσα σε φως αληθινό και πνευματικό και κάνει όσα βλέπει απόλαυση που δεν παρέρχεται.
53. Όταν το πρόσωπο του νου, σκύβοντας μέσα στην καρδιά, βλέπει την έλλαμψη του Πνεύματος να πηγάζει αέναα από αυτή, τότε ακριβώς είναι καιρός σιγής(Εκκλ. 3, 7).
54. Όταν όλο το πρόσωπο του νου δει το Θεό, ή μάλλον όταν ολόκληρος ο νους βρεθεί μέσα στο Θεό, ή, για να πω αλλιώς, όταν ο Θεός βρεθεί σε ολόκληρο το νου, τότε ακριβώς, και ακόμα περισσότερο μάλιστα, είναι καιρός σιγής.
55. Όταν ο νους με τη μετοχή του Πνεύματος βρίσκεται με τη θεωρητική του ενέργεια κατά τα συμβαίνοντα ενώπιον του Θεού και απολαμβάνει από την πλευρά του Θεού δόξα και λαμπρότητα με τρόπο θεμιτό, πρέπει, και πολύ εύλογα, να σωπαίνει και να βλέπει ήσυχα και αθόρυβα. Αν όμως παρεμβληθεί κατά κάποιο τρόπο μια σκοτεινή αχλύς μεταξύ του νου και του Θεού, αμέσως ο νους να πλήττει την αιτία του σκότους με μια κατάλληλη φλόγα, φωτοειδή και πύρινη, βραχύλογη αλλά με θεία λάμψη. Με αυτό τον τρόπο αφού εξαφανίσει το γρηγορότερο το σκότος και την αχλύ με το φως και τη θερμότητα και φωτίσει αντίστοιχα το νου και τον θερμάνει, μπορεί να βρεθεί πάλι όπως πριν με το Θεό και να θεωρεί το κάλλος Του και φυσικά να τον απολαμβάνει και να ομορφαίνει και μ' ένα λόγο να «πάσχει» όλα τα σχετικά με τη νοερή ενατένιση ιδιώματα και την αντίστοιχη παραδοχή του από το ζωοποιό Πνεύμα του Θεού, και βέβαια να γίνεται απλός και ν' απελευθερώνεται πνευματικά κι αληθινά μέσα στο Θεό από όλα, ακόμη και από αυτά που αποδίδονται στο Θεό. Και αυτό ορθά και σωστά συμβαίνει με τον θεωρητικό. Αυτός όμως που επιδίδεται μόνο στην πράξη, πολύ απέχει να βρεθεί σε αυτή την κατάσταση, επειδή δεν ενώθηκε ακόμη με τον εαυτό του και διά μέσου του εαυτού του με το Θεό. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που αυτός αντλεί από τα θεία για να ψάλλει ή να λέει κατά κάποιο τρόπο πολλά και συχνά —πράγμα βέβαια που το κάνει ώστε με αυτά, ας πούμε, τα συνεχή πυρά να φοβίζει και να τρέπει σε φυγή αυτόν που μας εχθρεύεται πολύ και μας πολεμά με όλη του τη δύναμη. Θα έρθει όμως καιρός και για τον πρακτικό, αν υπομείνει, με την πνοή του Πνεύματος, όταν οι λάμψεις που αναπηδούν σαν σπίθες από τις πολλές θείες ωδές, τα άσματα και τους λόγους θα ενωθούν σε ένα μεγάλο πυρσό. Και τότε και στον εχθρό διάβολο καταφέρει ευκολότερα το καίριο χτύπημα, καίγοντας και διαλύοντας, ή μάλλον εξαφανίζοντας το σκοτάδι του, φωτίζοντας δε τον εαυτό του με τον πυρσό αυτό και θερμαίνοντάς τον και παρακινώντας τον προς θείο έρωτα. Συνάμα αναπέμπει προς το Θεό από την καρδιά του σιωπηλό ύμνο και έκπληξη και παρουσιάζει στον εαυτό του τα πιο εξαίσια θαύματα. Γιατί δεν είναι χωρίς λόγο που μακαρίζονται όσοι υπομένουν τον Κύριο ή που με τον καιρό κληρονομούν, καθώς είναι πράοι, τη νοητή γη της επαγγελίας(Ψαλμ. 36, 9 και 11? Ματθ. 5, 5) στ' όνομα του Χριστού του Κυρίου μας.
56. Όταν ο νους με κάθε μία από τις φωτοχυσίες του Πνεύματος ιλιγγιά και απορεί και βλέπει νοερά τον εαυτό του να επεκτείνεται προς το άπειρο και απεριόριστο και να αλλοιώνεται, τότε είναι καιρός σιγής.
57. Όταν πάλι από τις λαμπρότατες εποψίες αισθάνεται ότι έχει αποκάμει και θέλει να βγει από αυτή την κατάσταση, για να ξεκουραστεί κατά κάποιο τρόπο χαμηλώνοντας την ένταση, τότε φυσικά είναι καιρός να μιλά, αλλά λίγα και σύμφωνα με τη θεία έλλαμψη.
58. Όταν ο νους, διαφεύγοντας μέσα από τη θάλασσα το νοητό Φαραώ, περνά τη νύχτα μέσα σε πύρινο φωτισμό και κάτω από σκέπη νεφέλης την ημέρα του(Εξ. 13, 21), τότε είναι καιρός εύλογης σιωπής και ησυχίας και αληθινή αρχή καθάρσεως της ψυχής. Όταν όμως του αντιστέκεται ο φοβερός νοητός Αμαλήκ και τα έθνη που τον ακολουθούν, και εμποδίζουν το πέρασμα του στη γη της επαγγελίας, τότε είναι καιρός κατάλληλος να μιλά? αλλά να μιλά προς το Θεό υποβασταζόμενος από νοερή πράξη και κατάλληλη θεωρία, όπως παλιά ο Μωυσής, που υποβάσταζαν τα χέρια του ο Ααρών και ο Ώρ(Εξ. 17, 12).
59. Όταν από την άβυσσο της νοητής ενατενίσεως του Θεού πηγάζει δύναμη πνευματική που αναβλύζει από την καρδιά, τότε φυσικά είναι καιρός σιγής. Γιατί τότε τελείται ανείπωτα πνευματική και αληθινή λατρεία και προσκύνηση του Θεού(Ιω. 4, 24) από το νου, και μάλιστα με αληθινή νοερή αίσθηση.
60. Όταν από τη νοερή ενατένιση στο Θεό γεμίζει ολότελα το λογιστικό της ψυχής θεία έκπληξη, το νοερό όραση και η ψυχή αγαλλίαση, τότε χωρίς αμφιβολία είναι καιρός σιγής. Γιατί τότε ο νους βλέπει συνοπτικά την αλήθεια με λεπτή πνευματική αίσθηση και δοξάζει προσκυνώντας το Θεό που λάμπει μέσα του.
61. Εκείνοι που προσκυνούν όπως πρέπει το Θεό πνευματικά και αληθινά(Ιω. 4, 24) και τον λατρεύουν ορθά, τον προσκυνούν και τον λατρεύουν όχι μόνο πέρα από τόπο, αλλά καθόλου λιγότερο και πέρα από τον προφορικό λόγο. Όπως δηλαδή η νοερή αίσθηση που έχει ανυψωθεί με ευθύτητα, δε θέλει να προσκυνεί σ' ένα ορισμένο τόπο τον απερίγραπτο, του οποίου κανένας τόπος δεν είναι άξιος της αναπαύσεώς Του(Ησ. 66, 1), έτσι κρατώντας το πρέπον στη σύνδεσή της με την αλήθεια, τον άπειρο και απεριόριστο, τον άναρχο και άμορφο και τελείως απλό και μ' ένα λόγο Αυτόν που είναι πάνω από το νου, δεν ανέχεται διόλου να τον προσκυνεί και να τον λατρεύει με ποικίλους λόγους και ορισμένες προφορικές εκφράσεις. Αυτό γίνεται όταν έρθει στο νου η ώρα από την ενέργεια και την πνοή του Πνεύματος να ελλαμφθεί ενιαία την επίγνωση της αλήθειας. Την ώρα αυτή ο νους, αφού έγινε ελεύθερος τελείως απ' όλα και αφού κατά κάποιο τρόπο βγήκε ακόμη κι από τον εαυτό του, δεν παύει μονάχα να μιλά, αλλά φυσικά και να νοεί, γιατί ασχολείται πια και θεωρεί με ευφροσύνη και έκπληξη τα ανώτερα και από το λόγο και από το νου με το νοερό φως, αφού έγινε κατά κάποιο τρόπο ακίνητος και αμετατόπιστος ολωσδιόλου με τη χωρίς όραση θεωρία μέσα στην ένωση που τον ξεπερνά.
62. Πρέπει ο νους να προσέχει τον εαυτό του με επιμέλεια και να διευθύνει τη νοερή του κατάσταση φρόνιμα και σοφά και δίκαια. Και όταν νιώθει τον εαυτό του να θεωρεί τα απλά και χωρίς τύπους μυστήρια της θεολογίας, να στέκεται σιωπηλά και ήσυχα και συνάμα όχι χωρίς θαυμασμό, αλλά ούτε και ν' αγνοεί στην καρδιά του την ενέργεια και την έλλαμψη του Πνεύματος. Γιατί τότε είναι καιρός όχι μόνο ησυχίας των αισθήσεων από όλα γενικά τα αισθητά, αλλά καθόλου λιγότερο και καιρός σιωπής από οποιοδήποτε λόγο. Και πιο πολύ για εκείνους που επιδιώκουν τη θεία γνώση, αν πρέπει να το πω, είναι καιρός για άσκηση ησυχίας και αβλεψίας. Πρέπει δηλαδή τότε κανείς να μένει ολότελα ακίνητος στις αισθήσεις του, στα λόγια και στα νοήματα, για να μπορεί ο νους με ευστοχία και αν χρειάζεται τελείως μόνος, με ενατένιση ενοειδή και μονοειδή στον ένα και μόνο τριαδικό Θεό, να βλέπει ελεύθερα με τρόπο θεμιτό την υπέρλογη απειρία και την αναρχότητα και την απεριληψία και όλα γενικώς τα άλλα θεία και αμετάβλητα και απόλυτα γνωρίσματα και να ενώνεται με αυτά, αλλοιωμένος και αυτός από τη θεωρία και γινωμένος απλός και όλος θεοειδής από τη θεία χάρη με ευφροσύνη και θαυμασμό. Επειδή όμως ο νους θα ήθελε, αν ήταν δυνατό, να βρίσκεται συνεχώς σε αυτή την κατάσταση, αλλά δεν μπορεί γιατί είναι μεταβλητός και ζει μέσα σε μεταβλητά κι είναι συνδεδεμένος οπωσδήποτε με σώμα και πράγματα περιστασιακά, πρέπει με πολλή γνώση να μη μένει μακριά από την ενοειδή ενατένιση όταν συμβεί να εκπέσει, ούτε να πολυλογεί, αλλά να λέει λίγα, και αυτά να είναι απηχήματα των θείων φωτισμών, για να μπορεί όχι μόνο να επιστρέφει το γρηγορότερο στην υπέρλογη ένωση με το Θεό, αλλά και να αισθάνεται ευκρινέστερη την ένωση και σταθερότερη. Γιατί όσο ο νους διατηρεί τη συνοχή του και αποφεύγει τη διάχυση, τόσο γρηγορότερα γίνεται η στροφή του προς τη θεία ένωση, κι ενώνεται με λαμπρότερες αστραπές και γονιμότερες βέβαια, με το συνεχή εθισμό προς τα θεία.
63. Όταν ο νους, έχοντας δεχτεί τη θεία ενοειδή φανέρωση με νοερή ενατένιση, καταφωτίζεται αλλοιωμένος από το Άγνωστο που είναι πάνω και πέρα από κάθε γνώση, και γίνεται αδιαίρετος και απλός και απροσδιόριστος καθώς καταλάμπεται ενιαία στο θείο γνόφο και θεωρεί κάλλος απερίγραπτο λόγω της υπερβολικής απλότητας, άμορφο λόγω της υπεροχής του ως προς κάθε μορφή, άναρχο λόγω της υπερβάσεως όποιας αρχής, απερίληπτο το ίδιο ενώ περιέχει όλα τα πέρατα και όποια περιοχή, να γεμίζει τα πάντα ως υπερπλήρες μα το ίδιο να είναι άπειρο? και γενικά, όταν ο νους, παραβλέποντας όλα τα όντα και βλέποντας το Ένα μόνο, θεωρήσει τα πάντα με ανείπωτη δύναμη νοερότητας που υπερβαίνει τη νόηση, τότε είναι καιρός να σωπαίνει και μυστικά και υπερκόσμια, ή μάλλον, να πω έτσι, χωρίς όραση και χωρίς λαλιά ν' απολαμβάνει την απλή απόλαυση της αλήθειας με θειότερο τρόπο μυήσεως. Όταν όμως όσα ειπώθηκαν δε βρίσκονται στο νου κι εμφανίζεται γύρω από αυτόν διαίρεση, τότε είναι καιρός να μιλά. Πλην όμως να λέει εκείνα που είναι άξια να ξαναοδηγήσουν στη σιωπή. Γιατί είναι καλύτερη, με μεγάλη διαφορά, από κάθε λόγο η υπέρλογη, που θα λεγόταν πολύ εύλογα και έγκαιρη σιγή. Όπως και ο Σολομών που την προτάσσει πάρα πολύ, λέει ότι είναι καιρός να σωπαίνει κανείς και έπειτα είναι καιρός να μιλά(Εκκλ. 3, 7). Άριστο και μάλιστα πρώτης τάξεως είναι η σιωπή στην ώρα της. Αν δεν γίνεται αυτό, ούτε ο νους προσεγγίζει ενοειδώς τα πάνω από το λόγο, τότε δεύτερο ας είναι το να μιλά στον κατάλληλο καιρό. Και για να είναι η ομιλία συγγενής και κοντά με τη σιγή, έτσι κι αυτό ας γίνεται στον καιρό που πρέπει, σαν να βιάζεται να επιστρέψει στη σιγή, με την ομιλία και την αδιάκοπη νόηση των θείων και με το να βλέπει την κτίση με όλη του τη δύναμη να καθρεφτίζει μέσα της τον Κτίστη, για τον οποίο αυτή διηγείται. Αυτό είναι το να μιλά κανείς στον καιρό που πρέπει. Πρέπει όμως να το υπογραμμίσω, αναπτύσσοντάς το και ως εξής.
64. Όταν ο νους προσπεράσει όλα τα εδώ και ανεβαίνοντας πάνω από αυτά σωπαίνει ευχαρίστως με φυσικό τρόπο, τότε είναι καιρός ν' απολαμβάνει τα υπερκόσμια και ανέκφραστα. Τότε είναι καιρός ελλάμψεως και φωτός νοερού, ενώσεως νου και θεωρίας, απλότητας και αοριστίας και απειρίας και υπέρλαμπρης γνώσεως και, για να πω με συντομία, καιρός συναντιλήψεως και μεταλήψεως σοφίας πνευματικής, κατά την οποία ο νους έχει φτάσει στην τελειότητα σχολάζοντας και σωπαίνοντας, αφού έχει δεχτεί σε κατάσταση εκπλήξεως την ανέκφραστη αγαλλίαση.
65. Όταν η ψυχή με αίσθηση της αλήθειας αισθάνεται ότι έχει μεθύσει από το ποτήρι της χάρης όπως από το δυνατότερο κρασί και βγαίνει από τα λογικά της, τότε είναι καιρός σιγής.
66. Όταν η διάθεση του εσωτερικού ανθρώπου τον ωθεί να φωνάζει: «Κύριε, γιατί πλήθυναν όσοι με θλίβουν; Πολλοί εξεγείρονται εναντίον μου»(Ψαλμ. 3, 2), τότε είναι καιρός να μιλά. Να μιλά βέβαια όχι μάταια, παρά να μιλά κατά των εχθρών του με μετριοπάθεια και να λέει τα απαιτούμενα, όπως πρέπει.
67. Όταν έχει αποτυπωθεί πάνω στην ψυχή το φως του προσώπου του Κυρίου(Ψαλμ. 4, 7) έτσι που αυτή να ομορφαίνει και να λαμπρύνεται και να πλημμυρίζει από θεία ευφροσύνη, τότε είναι πράγματι καιρός σιγής.
68. Όταν η ψυχή βλέπει να ξεσηκώνονται εναντίον της άδικοι μάρτυρες και να την κατηγορούν για πράγματα που δεν γνωρίζει(Ψαλμ. 34, 11) και να τη βάζουν σε ταραχή, τότε είναι πραγματικά καιρός να μιλά και μάλιστα να αντιλέγει.
69. Το κορυφαιότατο και, για να πω έτσι, το ακρότατο ή μάλλον ύψιστο καλό και αγαθό είναι ο Θεός μεταξύ όλων των όντων και των νοουμένων. Από όλα τώρα τα ορατά, με μεγάλη απόσταση, καλύτερο ως προς τη φύση είναι ο άνθρωπος, και χωρίς αμφιβολία ανώτερος ασύγκριτα? με τη χάρη δε, είναι υπέρτερος και των Αγγέλων. Καθώς λοιπόν ο θεωρητικός νους προσεγγίζει τον υπέρ έννοιαν Θεό μέσα από τα πάμπολλα όντα, τα μεταξύ Θεού και ανθρώπων, πλημμυρίζει έκπληξη, όταν δεν έχει ακόμη δοκιμάσει άφθονα τη φωτιστική χάρη? όταν όμως τη γευθεί μέσα στην καρδιά του με δραστική πνευματική δύναμη, θα έλεγα σίγουρα ότι ανεβαίνει στο ακρότατο καλό και αγαθό, το Θεό, και εισέρχεται σ' Αυτόν από μιά θεϊκότερη δωρεά. Και βλέπει με τρόπο ενοειδή και έρχεται σε έκπληξη, ζώντας μέσα στον υπέρ νουν βυθό με σιωπή. Η κατάσταση αυτή είναι πράγματι η εγγύηση, όπως θα την ονόμαζε κανείς, του πρώτου σαββατισμού, που τύπος του είναι ο σαββατισμός του Θεού μετά τη δημιουργία του κόσμου(Γεν. 2, 2-3). Άλλη ανάπαυση, της οποίας αψευδές παράδειγμα είναι ο σαββατισμός που αναμένει το λαό του Θεού(Εβρ. 4, 9), μεγαλύτερη και πιο διαφορετική, απολαμβάνει ολοφάνερα όταν από το Θεό στραφεί στον εαυτό του και γνωρίσει τον εαυτό του ως εικόνα του Πρωτοτύπου και όλα γενικώς τα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Οπότε δεν διαβαίνει μόνο στα πάνω από το νου και τη διάνοια με τον πρέποντα τρόπο, μέσα σε μια θαυμαστή έκπληξη, αλλά γεμίζει και από πολύ μεγάλη χαρά και πνευματική αγαλλίαση και αστράφτει πραγματικά μέσα σε σιωπή, από τις θεοπτικές ελλάμψεις και θεουργίες που γίνονται σ' αυτόν και που είναι ανώτερές του. Και ενώνεται έτσι με τη Μονάδα της θείας και υπερφυσικής θεότητας, στο όνομα του Ιησού Χριστού.
70. Όταν ο νους, θεωρώντας πνευματικά και αληθινά, εκτοπίσει όλα τα κτίσματα σαν να μην υπάρχουν, τότε με τρόπο άρρητο φαντάζεται το όντως Ον πάνω από κάθε νοερή ενέργεια και ένωση, ξεπερνώντας απείρως τα θεία απηχήματα που με οποιοδήποτε τρόπο βλέπει η θεωρία στα όντα. Και τότε ο νους γίνεται ενοειδής ή, για να πω έτσι, γίνεται ένα, μένοντας άφωνος με τρόπο ανείπωτο· κι είναι γεμάτος αγάπη και χαρά, όχι βέβαια κοινή, αλλά αγάπη και χαρά από την ενέργεια του Πνεύματος, την τρυφή που ταιριάζει στους Αγγέλους.
71. Όπως με κανένα ολότελα τρόπο, Κύριε, δεν είναι δυνατό να εννοηθείς κατά την ουσία από καμία φύση κτιστή, λογική και νοερή, ή γενικώς από καμία γνώση κτιστή, ούτε ακόμη και χερουβική, αλλά είσαι άπειρες φορές άπειρα ανώτερος από όποια γνώση, έτσι, Δέσποτα, και τα ιδιώματά Σου είναι τελείως άπειρα και αόριστα.
Από ανυπέρβλητη φροντίδα για μας, διέταξες το νομοθέτη της Παλαιάς Διαθήκης Μωυσή να κηρύττει ότι είπες πως είσαι ο Ων(Εξ. 3, 14). Αλλά κι έτσι πάλι, Εσύ αψευδέστατε και μοναδική άκρα αλήθεια, είπες για μερικούς από τους δικούς Σου, ότι ενώ φανερώθηκες σ' αυτούς, όμως το όνομά Σου δεν το αποκάλυψες(Γεν. 32, 29).
Γιατί το όνομά Σου υπερβαίνει ασυγκρίτως κάθε όνομα(Φιλιπ. 2, 9), όχι μόνο όσα είναι στη γη, αλλά και όσα στα επουράνια. Εκείνοι που είναι γεμάτοι από το φως Σου σε παριστάνουν ως ουσία, αλλά χωρίς το υποκείμενο. Πάντως το είπαν έτσι για να σε εμφανίσουν ως υπερούσιο και ως νόηση ολότελα χωρίς υποκείμενο, για να γνωριστείς έτσι φανερά ότι είσαι πάνω από νόηση και από όλα όσα μπορούν να γνωσθούν άπειρες φορές άγνωστος και ανώτερος.
Είσαι τελείως ανώτερος από το χρόνο, όντας άναρχος, αυτοζωή και απέραντος? ξεφεύγεις εντελώς κάθε έννοια τόπου, Συ ο πανταχού παρών και πάνω από το παν, επειδή είσαι όλου του παντός ποιητής, και μόνος, αν και περιέχεις τις νοερές φύσεις, είσαι τόπος αδιάβατος. Εσύ υπερβαίνεις την ταχύτητα του νου και προλαμβάνεις τη σκέψη του, γιατί είσαι πάνω από το παν και χέρι που κρατάς τα πάντα, κατά τρόπο ανεξερεύνητο.
Και δεν υπόκεισαι βέβαια διόλου στους όρους της φύσεως. Γιατί είσαι απεριόριστος όχι μόνο ως προς τη φύση Σου, ως θαυμαστά ακατάληπτος, αλλά και στα φυσικά Σου ιδιώματα, αφού είσαι σοφία υπέρσοφη και δύναμη υπερδύναμη και αγάπη και αγαθότητα πάνω από κάθε έννοια αγάπης και αγαθότητας. Τι μπορεί κανείς να σε ονομάσει; Όταν λέγεσαι φως, δεν είσαι απρόσιτος; Ώστε λοιπόν είσαι πάνω από το φως. Τι άλλο; Όταν σε πούνε κριτή, δε γνωρίζεις τα πάντα και πριν από τη γένεσή τους ακόμη; Πού να βρει το γνώρισμα αυτό ένας κριτής; Άρα είσαι πολύ πάνω από κριτής.
Τί είδους δημιουργό να σε πει κανείς, που με μια μόνο ροπή του θελήματός Σου δημιουργείς, και μάλιστα διαμιάς, τα πολλά και τα διάφορα ένυλα; Όταν μαλιστα πρόκειται για τα άυλα; Ώ, τί βάθος υπεροχής! Για να πω έτσι, με μια μόνο κίνηση του Πνεύματός Σου έγιναν εκείνα που είναι μιας φύσεως, γιατί είναι πνευματικά? είναι όμως πολλά και πάμπολλα κατά τις διαθέσεις και τις διαφορές των προσώπων αν θέλεις, πράγμα τελείως θαυμάσιο και που διαφεύγει σε βαθμό υπερβολής τη διάνοια καθενός που νοεί. Είναι λοιπόν αυτά γνωρίσματα δημιουργού; Διόλου. Ώστε λοιπόν είσαι πάνω από δημιουργός.
Ονομάζεσαι κτίστης και κηρύττεσαι τεχνίτης; Και ποιος κτίστης κτίζει χωρίς θεμέλιο πάνω σε ανύπαρκτη βάση, ακόμη και το παραμικρό, όπως Εσύ, Δέσποτα, θεμελιώνεις πάνω στο τίποτε την τόσο μεγάλη γη(Ιώβ 26, 7) με όλα τα βουνά και τις πέτρες και τα διάφορα υλικά, και μάλιστα με τόση ασφάλεια; Ή ποιος τεχνίτης παράγει από τελείως ανύπαρκτη ύλη, και μάλιστα στη στιγμή, τέτοια έργα τέχνης όπως αυτά που παράγεις Εσύ; Άραγε αν πει κανείς τα δημιουργήματά Σου έργα ενός κτίστη ή ενός τεχνίτη, θα έχει δίκαιο; Κάθε άλλο βέβαια. Άρα λοιπόν είσαι άπειρα πάνω από κτίστη και τεχνίτη, όντας ο Θεός.
Ποιο είδος αγάπης μπορεί ποτέ κανένας ή να γνωρίσει ή να ακούσει ή να αναπτύξει έστω και λίγο, καθώς εκείνο το οποίο η πανθαύμαστη αγαθότητά Σου με τόσο συγκλονιστικές αποδείξεις έχει δείξει σ' εμάς με την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως από εξαιρετική φιλανθρωπία που υπερβαίνει όλες μας τις ελπίδες; Όταν στραφούν με τη θεωρία σε αυτό όσοι έχουν τη χάρη να θεωρούν, μπαίνουν κατευθείαν μέσα σ' ένα αχανές πέλαγος παράδοξης πρόνοιας και αγάπης.
Και τότε βγαίνουν αληθινά έξω από τον εαυτό τους με δριμύτατους έρωτες, και αγνοούν πώς να ονομάσουν όπως ταιριάζει τα της οικονομίας εκείνης. Γιατί όσα συνδέονται με την ενανθρώπησή Σου υπερβαίνουν πολύ και νου και λόγο και κάθε ακοή και διάνοια, Θεέ υπεράγαθε. Είσαι Πατέρας όλων και έτσι ονομάζεσαι; Αλλά υπερέχεις, σε βαθμό ανέκφραστο, οποιασδήποτε πατρότητας και κατά την αιτία και την εξουσία και την πρόνοια και τη νουθεσία, τη μακροθυμία και την ανοχή. Ονομάζεσαι Βασιλεύς; Αλλά δεν είσαι βέβαια περισσότερο κατά το παρόν, λιγότερο κατά το μέλλον ή καθόλου κατά το παρελθόν. Πώς είσαι λοιπόν; Κατά θαυμαστό τρόπο, απόλυτα και απλά.
Γιατί η βασιλεία Σου είναι βασιλεία όλων μαζί των αιώνων και εξίσου του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος, και η κυριαρχία Σου απλώνεται σε όλες τις γενεές(Ψαλμ. 144, 13). Έτσι σε όλα γενικώς υπερέχεις κατά πάντα σε άπειρο βαθμό, απλά και απόλυτα και, για να μιλήσω συνοπτικά, είσαι ολότελα και άπειρα έξω από αυτά, και Συ ακατάληπτε Κύριε και τα σχετικά με Σένα.
Αυτά φανταζόμενος οπωσδήποτε ο νους, ευχαριστείται με το να σε βλέπει κατά το δυνατόν και όταν κυριευθεί ολοκληρωτικά από το Πνεύμα, μπαίνει μέσα σ' ένα μυστικό γνόφο. Εκεί δεν μπορεί να σε δει τελείως, λόγω της άπειρης και απρόσιτης δόξας Σου, και με αυτό τον τρόπο αναπαύεις άρρητα με υπερκόσμια ανάπαυση εκείνους που σε θεωρούν και σε αγαπούν με θαυμαστό τρόπο. Ούτε όμως μένει και τελείως χωρίς να σε βλέπει? με τον τρόπο αυτό πάλι τους χαρίζεις ανάπαυση θεία και θαυμαστή, άρρητε, ακατανόητε, απεριόριστε, αχώρητε και, μ' ένα λόγο, πανάπειρε κατά την ουσία και την ενέργεια. Αμήν.
72. Όταν ο νους βρεθεί σε απόσταση από τις πολλές νοήσεις και, εκτοπίζοντας τις ετερότητες και τις πολυσχιδείς έννοιες, υπερβεί το νοερό διασκορπισμό με την πνοή και τη μετοχή του Αγίου Πνεύματος, το οποίο τον ενοποιεί και πνέει διαρκώς και αενάως στην καρδιά, και όταν διατρίβει συνεχώς σε θείους τόπους και διαποτιστεί, θα λέγαμε, με τις περί Θεού φαντασίες, έτσι που με νοερή ενατένιση να βλέπει με μια τα μεγαλεία του Θεού με τρόπο ενοειδή και ανείπωτα ερωτικό, τότε φτάνει ολοφάνερα στη θεία ανάπαυση και απολαμβάνει βαθιά και θεϊκή ειρήνη και αγία και πολύ ήσυχη καρδιακή ανάπαυση, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
73. Όταν ο νους μιλά στο Θεό και προσεύχεται, όπως ένας υιός προς τον Πατέρα με τη φιλοστοργότατη διάθεση, και βλέποντας το φως του Ιησού ευφραίνεται ανέκφραστα και εκπλήσσεται ερωτικά σε μεγάλο βαθμό, αισθανόμενος μέσα στην καρδιά του ως έρωτα καθαρά θείο και υπερφυσικό την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και θέλει να πετά πάνω από τις θείες εξεικονίσεις και τελειότητες μυστικά και υπερκόσμια, τότε πράγματι σταματά και αναπαύεται από όλα τα έργα του, υπερβαίνοντας τη νόηση και προχωρώντας στο μετά τη νόηση και απολαμβάνοντας θαυμάσια τις θείες ηδονές και αναπαυόμενος πράγματι στην ειρήνη του ζωοποιού Πνεύματος του Χριστού.
74. Ο Θεός αναπαύθηκε από όλα τα έργα που είχε αρχίσει να κάνει(Γεν. 2, 3), αλλά μετά τη συμπλήρωση των έργων μέσω του Λόγου και του Πνεύματος. Με τον ίδιο τρόπο και ο όμοιος με το Θεό νους βάζει τέλος σε όλα τα έργα του, τα οποία άρχισε να κάνει από την αρχή για τη συμπλήρωση του νοητού κόσμου της αρετής. Αλλά αυτό το κάνει αφού ανασκοπήσει και κατά κάποιο τρόπο επεξεργαστεί επαρκώς, με τη δύναμη του Θεού και του ζωοποιού Πνεύματος, όλο τον κόσμο και τα διάσπαρτα σ' αυτόν νοητά, και από αυτά ανεβεί πάλι με τη δύναμη του Λόγου και του Πνεύματος σ' εκείνα, που τα ονομάζουν μερικοί μεταφυσικά, και σκύψει πάνω στα απλά και απόλυτα μυστικά θεάματα της θεολογίας. Γιατί τότε με την παύση των έργων του απολαμβάνει πολύ μεγάλη ανάπαυση και ειρήνη μέσα σε νοερή αλήθεια, και μάλιστα θεώνεται μέσα σε φως γνώσεως και μετοχής του ζωοποιού Πνεύματος, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
75. Όταν ο Θεός αναπαύθηκε από τα έργα Του, δεν τα έπαυσε όλα, αλλά μόνο εκείνα που είχε αρχίσει να δημιουργεί(Γεν. 2, 3)? όχι τα άναρχα και άκτιστα και όσα κατά κάποιο τρόπο είναι στη φύση Του. Ανάλογα και ο νους που μιμείται το Θεό, αφού περάσει και υπερβεί την ορατή κτίση με τη βοήθεια του θείου Λόγου και του ζωοποιού Πνεύματος, δεν παύει όλα τα φυσικά του έργα, τα οποία μήτε αρχή μήτε λήξη έχουν, αλλά παύει τα φαινόμενα έργα, τα όποια έχουν και αρχή και τέλος. Από αυτό το γεγονός, ενώ η σωματική ανάπαυση ακολουθεί την ακινησία, στο νου συμβαίνει το αντίθετο.
Γιατί αν δε γίνει αεικίνητος ο νους με τη συνεχή ζωοποιό πνοή του Πνεύματος, με γνωστική ενατένιση των ορατών, ούτε αν υπάρχει νοερή κατάπαυση δε θα μάθει, η οποία στρέφεται αεικίνητα με τρόπο ενοειδή μόνο γύρω από το Θεό και θεώνει το μέτοχί της μέσα στην άφραστη και άρρητη ανάπαυση του Χριστού.
76. Λέει ο Σολομών: «Όταν βρίσκεσαι εμπρός στο πρόσωπο του Θεού, μη σπεύσεις να πεις τίποτε. Γιατί ο Θεός είναι στον ουρανό άνω και συ στη γη κάτω»(Εκκλ. 5, 1). Έτσι με πολλή σαφήνεια και ευστοχία σου φανερώνει ποιος είναι ο καιρός να σωπαίνεις(Εκκλ. 3, 7). Δηλαδή σου λέει κατευθείαν όταν εσύ που είσαι στη γη κάτω, φτάσεις εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου που είναι στον ουρανό άνω, κι όταν έχεις αξιωθεί τέτοια χάρη, ώστε εσύ ο κάτω να φρονείς και να παρατηρείς και να βλέπεις τα άνω και να στέκεσαι εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου, μη σπεύσεις να πεις τίποτε.
Γιατί τότε είναι καιρός σιγής. Όταν δηλαδή δέχεσαι νοερά την ενέργεια της αλήθειας με τρόπο ενοειδή και θεοειδή —γιατί αυτό σημαίνει το να είσαι εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου, όταν τα γύρω από το Θεό ευρισκόμενα πολλά τα θεωρεί ο νους μονοειδώς με απλή και ενιαία ενατένιση μέσα στο Θεό—, μη θέλεις λοιπόν, όταν στέκεσαι εμπρός στο πρόσωπο του Θεού, να σπεύσεις να αρθρώσεις λέξη. Διαφορετικά, σπεύδεις από άγνοια να υποβιβάσεις τον εαυτό σου και να κατεβείς πιο κάτω. Ίσως όμως πρέπει να εξηγήσομε την έννοια του ρητού αυτού και ως εξής.
Ήταν εποχή που η ανθρώπινη φύση ήταν απαθής και φυσικά μακριά από κάθε κακό, κοντά στο Θεό? θεωρούσε το Θεό και απολάμβανε με ηδονή και θαυμασμό τη δόξα του κάλλους του προσώπου Του, στο πρόσωπο του προπάτορά μας Αδάμ, ως τρυφή άυλη, νοερή, ουράνια, άφθαρτη.
Πολλή χάρη έλουζε την ψυχή του πρώτου ανθρώπου και πολλές γνωστικές θεωρίες και ανατάσεις προς το Θεό πλημμύριζαν το θεόμορφο νου του, και μέσα στον αισθητό παράδεισο απολάμβανε το νοητό παράδεισο και, για να πω έτσι, τη μακάρια ζωή, ενωμένος αληθινά με τον εαυτό του και με το Θεό, μένοντας μέσα στον εαυτό του και μέσα στο Θεό όπως είναι φυσικό, πιασμένος με την ενοειδή και αληθινά θεοειδή κατάσταση, και πολύ φυσικά, αφού είχε γίνει κατ' εικόνα Θεού. Αλλά αυτά ήταν οπωσδήποτε για μας —για να πούμε με συντομία— τα αγαθά από το Θεό.
Στον εχθρό όμως της ευδαιμονίας και της δόξας μας, τον μιαρό δαίμονα, χτυπημένο από το φθόνο, αυτό ήταν ανυπόφορο. Και πώς να μην είναι; Αυτός λοιπόν ο πανόλεθρος έκανε πολλά για να εξαπατά και να απομακρύνει την ελπίδα μας με δήθεν αγαθές σκέψεις, αναρριπίζοντας την επιθυμία μας για θέωση υψηλότερη από εκείνη που είχαμε, και να διαβάλλει ο πρωτουργός της κακίας την ειλικρίνεια της εντολής του Θεού(Γεν. 3, 4-5).
Από αυτή την απάτη πάθαμε την ελεεινή καταστροφή και γίναμε εξόριστοι του Θεού και της θείας τρυφής(Γεν. 3, 23-24). Ξεπέσαμε ελεεινά από την ενοειδή και νοερή πνευματική ζωή και από τη δυνατότητα να θεωρούμε το πρόσωπο του Θεού και να λαμπρυνόμαστε καθώς θα μας αλλοίωνε η ακτίνα του θείου κάλλους, και βρεθήκαμε —όπως δεν έπρεπε— χωρισμένοι και κομματιασμένοι σε πολλά, να χαιρόμαστε αταίριαστα με την κομματιασμένη ζωή και τις ετερότητές της.
Φτάσαμε μάλιστα, αντί να πιστεύομε στη μόνη τρισυπόστατη Θεότητα, να δημιουργήσομε πολλούς και διάφορους θεούς, που δεν ήταν πραγματικοί θεοί αλλά απατηλοί και ολέθριοι και εχθρικοί δαίμονες. Χάσαμε το κυριαρχικό Ένα και την ενιαία ζωή και κατάσταση και σχιστήκαμε σε πολλά και διάφορα, και η νοερή ισχύς και έντασή μας ή μάλλον ανάταση, για να πω το καταλληλότερο, χάθηκε όχι άδικα και φτάσαμε σε βάθος όχι λίγου κακού και, εμείς οι εικόνες του Θεού και άξιοι της άνω και ουράνιας ζωής, διαλέξαμε ανόητα να φρονούμε τα κάτω.
Αλλά επειδή ο άνθρωπος δεν είναι αμετάβλητος ούτε αμετακίνητος, είναι δυνατό πάντως, κι αυτό εύλογα, όπως από την πάμπολλη εκείνη δόξα κατολισθήσαμε θλιβερά στην κατώτατη αδοξία, έτσι να ξαναγυρίσομε πίσω, να σηκώσομε το κεφάλι και να ξαναδούμε το πανσέβαστο πρόσωπο του Θεού. Όχι βέβαια από τόσο κοντά όπως πριν, αλλά από πιο μακριά και να δούμε και να δεχτούμε τη λαμπρότητα του κάλλους Του. Γιατί βέβαια και ο ιερότατος Μωυσής και όλοι οι Προφήτες και οι πριν από αυτούς, ο Αβραάμ δηλαδή και οι όμοιοί του, είδαν, όσο είναι εφικτό, αυτό το κάλλος, και μάλιστα πολύ ευκρινώς, και απόλαυσαν επαρκώς τη λαμπρότητά του και εξεπλάγησαν από την απρόσιτη δόξα του. Και άλλοι από αυτούς ελεεινολόγησαν τον εαυτό τους(Ησ. 6, 5)? άλλοι θεώρησαν και χαρακτήρισαν τον εαυτό τους χώμα και στάχτη(Γεν. 18, 27)? άλλοι ούτε να μιλήσουν δεν μπόρεσαν από την υπερβολή της δόξας εκείνου που είδαν, και κατηγόρησαν τον εαυτό τους ως ισχνόφωνο και βραδύγλωσσο(Εξ. 4, 10)? και άλλοι άλλα πλείστα και μακάρια έπαθαν μακαρίως.
Γι' αυτό ο θεσπέσιος Δαβίδ, επιθυμώντας τη λαμπρότητα του κάλλους του προσώπου του Κυρίου, αναφωνεί θρηνητικά προς το Θεό: «Πότε θα φτάσω και θα παρουσιαστώ εμπρός στο πρόσωπο του Θεού μου;»(Ψαλμ. 41, 3). Και αλλού, θέλοντας να δείξει την κατάσταση της ψυχής που είδε το πρόσωπο του Κυρίου, λέει: «Οι ευθείς θα κατοικήσουν μαζί με το πρόσωπό Σου»(Ψαλμ. 139, 14). Θέλοντας πάλι με φρόνηση να δείξει την ισχύ που παρέχει στην ψυχή το πρόσωπο του Θεού όταν αυτή το θεωρεί, λέει: «Γύρισες αλλού το πρόσωπό Σου και ταράχθηκα»(Ψαλμ. 29, 8).
Αν με την αποστροφή του θείου προσώπου επέρχεται ταραχή, άρα με την παρουσία Του και το κοίταγμά Του έρχεται πνευματική ειρήνη στην ψυχή, που είναι τόσο μεγάλο δώρο, ώστε κατατάσσεται μετά τη θεία αγάπη και τη χαρά στα χαρίσματα ή καρπούς του Αγίου Πνεύματος(Γαλ. 5, 22).
Ακόμη, ο Δαβίδ δείχνει εκείνους που ζουν με αγιότητα και οσιότητα, να πορεύονται με το φως του προσώπου του Κυρίου, λέγοντας: «Με το φως του προσώπου Σου θα πορευθούν και στο όνομά Σου θα αναγαλλιάσουν όλη την ημέρα»(Ψαλμ. 88, 16-17)? εννοεί την πνευματική ημέρα, κατά την οποία ο νοητός και άρρητος Ήλιος στέλνει στον εσωτερικό άνθρωπο τις καθαρότατες και ζωοποιές ακτίνες Του και ανατέλλει στο νου η αίσθηση των υπερκοσμίων, καθώς υψώνεται από τη γη και μετατίθεται στον ουρανό όλη η μνήμη της ψυχής.
Και ο άνθρωπος χαίρεται και σκιρτά και δίκαια ψάλλει ύμνους και ευφραίνεται με αγαλλίαση και τέρψη και χαρά που δε λέγονται και φαιδρύνεται και λαμπρύνεται με τη λαμπρότητα του προσώπου του Κυρίου. Γι' αυτό αλλού ο Δαβίδ ικετεύει το Θεό: «Μην αποστρέψεις το πρόσωπό Σου από μένα και γίνω όπως αυτοί που κατεβαίνουν στο λάκκο»(Ψαλμ. 142, 7)? γιατί η αποστροφή του προσώπου του Κυρίου είναι αιτία σκότους, ενώ η στροφή του προσώπου Του σ' εμάς είναι αιτία κάθε νοερού φωτός, κι επομένως και χαράς πνευματικής.
Όπως λέει και για τον εαυτό του ο Δαβίδ: «Αποτυπώθηκε σ' εμένα το φως του προσώπου Σου, Κύριε», και προσθέτει: «Έδωσες ευφροσύνη στην καρδιά μου»(Ψαλμ. 4, 8)? πάλι δηλαδή μαρτυρεί ότι η πνευματική δωρεά της θείας χάρης ήρθε σ' αυτόν από το φωτισμό του προσώπου του Κυρίου.
Και εξηγώντας ποιοι είναι εκείνοι που στέκονται πλησίον του προσώπου του Κυρίου και ζητούν ικετευτικά την εύνοιά Του, λέει πώς είναι οι νοητά πλούσιοι του λαού του Θεού(Ψαλμ. 44, 13). Γιατί άγιοι οπωσδήποτε και άνθρωποι του Θεού είναι πολλοί, αλλά δεν είναι δυνατό σε όλους γενικά να βλέπουν το πρόσωπο του Θεού και να ζουν βίο αγγελικό ενώ ζουν ακόμη στη γή? κάθε άλλο μάλιστα.
Αυτό το έχουν μόνο εκείνοι που πιστεύουν ότι πρέπει να λατρεύουν το Θείο με θεία σοφία και γνώση και να το προσκυνούν πνευματικά και αληθινά(Ιω. 4, 24). Αυτοί μπορούν εύλογα να ονομαστούν "πλούσιοι του λαού του Θεού", καθώς έχουν φωτιστεί σε πολλά μυστήρια της θεωρίας με μεγάλη σοφία και γνώση, η οποία, κατά τον Παύλο, δεν είναι του καθενός(Α΄ Κορ. 8, 7) αλλά όσων έχουν βάθος και πλούτο θείας και πνευματικής σοφίας και γνώσεως. Γι' αυτό, όπως είπαμε, λέει ο θαυμάσιος Δαβίδ προς το Θεό: «Το πρόσωπό Σου θα πλησιάσουν ικετευτικά οι πλούσιοι του λαού»(Ψαλμ. 44, 13).
Έτσι, γνωρίζοντας αυτά καλύτερα από όλους ο σοφός Σολομών, αφού ήταν γεμάτος από θεία σοφία περισσότερο απ' όλους, αυτός που διδάσκει πολύ επιτήδεια, λέει: «Μη σπεύσεις να πεις τίποτε εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου, γιατί ο Θεός είναι στον ουρανό άνω και συ στη γη κάτω»(Εκκλ. 5, 1).
Όταν κατά θεία δωρεά φτάσεις εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου, όταν δηλαδή ανεβεί εκεί η θεωρία του νου με θεία και ενοειδή φαντασία, τότε είναι καιρός σιγής? μη σπεύσεις λοιπόν άστοχα να πεις κάτι από τη συνήθεια, γιατί τότε δεν είναι καιρός ομιλίας(Εκκλ. 3, 7). Γιατί τότε γίνεσαι και συ θεός ενώ βρίσκεσαι ακόμη στη γη, καθώς βλέπεις το πρόσωπο του ουράνιου Θεού όπως οι Άγγελοι, σύμφωνα με το λόγο του Σωτήρα, ότι οι Άγγελοι βλέπουν συνεχώς το πρόσωπο του Πατέρα μας στους ουρανούς(Ματθ. 18, 10).
Γι' αυτό όταν ακούσεις το Σολομώντα να λέει σε άλλο μέρος: «Οι δίκαιοι έχουν φως παντοτινά»(Παροιμ. 13, 9), να σκεφτείς εύλογα ότι αυτό το πάσχουν από την ακτινοβολία του προσώπου του Κυρίου, βλέποντας αγγελοειδώς με τη θεία χάρη το πρόσωπο του Κυρίου παντοτινά, από το οποίο εκχύνεται φως σαν από πηγή. Άλλος άγγελος λοιπόν, για να μην πω θεός, γίνεται και είναι ο άνθρωπος στη γη.
Και μάλιστα επανέρχεσαι και στη δωρεά του "κατ' εικόνα" που δίνει η χάρη του Κυρίου, κι εκείνο που είναι ο Θεός άνω γίνεσαι εσύ στη γη κάτω, δηλαδή θεός. Και δεν εκφράζεις το θαυμάσιο αυτό με λόγια, ούτε με μετάβαση από νόημα σε νόημα και με κίνηση του λογιστικού σου, ώστε να διαιρείσαι νοερά, αλλά προσεγγίζοντας ενιαία και θεωρώντας όπως ο Θεός χωρίς όραση και χωρίς νοερή κίνηση, με απλή και ενιαία ενατένιση, κι εντρυφώντας στην κρυστάλλινη και απρόσιτη λαμπρότητα που εκπέμπεται από το πρόσωπο του Κυρίου.
Αυτή λοιπόν είναι η κορυφαία και ζηλευτή στους φρόνιμους κατάσταση του νου προς το Θεό και το άνθος ας πούμε της νοερής καθαρότητας, η ευκταία ενότητα της πίστεως(Εφ. 4, 13), η οποία τελείται με την κοινωνία του Πνεύματος.
Αυτός είναι ο ένδοξος καρπός της θείας και θεοποιητικής σοφίας, το θεμέλιο της πνευματικής ειρήνης, το καταφύγιο της πνευματικής χαράς, η πύλη της αγάπης του Θεού, το βλάστημα της ελλάμψεως, η αιτία της ροής από την καρδιά των ακένωτων υδάτων του Πνεύματος, η αληθινή τροφή και τρυφή και αύξηση και αλλοίωση της ψυχής που συμβόλιζε το μάννα, η αρχή της αποκαλύψεως των θείων και αλαλήτων μυστηρίων, το συμπέρασμα της μιας και πρώτης αλήθειας, ο αφανισμός των οποιωνδήποτε λογισμών, η παύση όλων των νοήσεων, η γνώση που υπερβαίνει τη νόηση, η αφορμή της εκπλήξεως, η υπέρλογη μεταβολή και αλλοίωση του νου προς την απλότητα και την με κάθε τρόπο αοριστία, την απειρία και απεριληψία, την απόρριψη κάθε μορφής, σχήματος, ποιοτικού ή ποσοτικού προσδιορισμού, προς το αψηλάφητο και υπερκόσμιο, και γενικά η αποκατάστασή του στην ομοιότητα του Θεού.
Μη λοιπόν από αμάθεια, όταν έρθεις σ' αυτή την κατάσταση και θεοποιείσαι, κατά κάποιο τρόπο, από φιλανθρωπία της χάρης, μη σπεύσεις να προφέρεις λόγο, ούτε ένα, εμπρός στο πρόσωπο του Κυρίου(Εκκλ. 5, 1). Σε Αυτόν ανήκει η μία και απλή δόξα στους αιώνες.
77. Ο νους που θέλει να θεωρεί τα πάνω από αυτόν νοητά, αν δεν έχει συνεργό με τη θεία χάρη και την καρδιά του, βλέπει αμυδρά, αφώτιστα και συγκεχυμένα. Γι' αυτό και στερείται και την κυριότερη ηδονή του, κι ας νομίζει από άγνοια ότι τη νιώθει, επειδή ουδέποτε τη γεύθηκε. Όπως ακριβώς νομίζει ότι ευχαριστείται κάπως αυτός που τρώει το κριθαρένιο ψωμί, αν και απέχει πολύ από την ηδονή του ψωμιού, επειδή αγνοεί τη γεύση του σιμιγδαλένιου ψωμιού.
78. Μετά τη νοερή ένωση της καρδιάς διά μέσου της θείας χάρης, ο νους βλέπει μέσα σε φως πνευματικό χωρίς να πλανάται και τείνει προς το επιθυμητό του, το οποίο είναι ο Θεός, και βγαίνει τελείως έξω από την αίσθηση, δηλαδή γίνεται άχρωμος, άποιος και απαλλαγμένος από τις φαντασίες των αισθητών.
79. Ο νους ο οποίος οδηγείται από τη χάρη στη θεωρία, πράγματι τρώει αδιάκοπα μάννα πνευματικό. Γιατί το αισθητό μάννα που έτρωγε ο ισραηλιτικός λαός είχε ευχάριστη γεύση και αξιόλογη δύναμη που έτρεφε το σώμα, αλλά δεν ήταν γνωστό ποιά ήταν η ουσία του. Γι' αυτό και λεγόταν μάννα, που σημαίνει το άγνωστο, γιατί η λέξη αυτή θα πει «τί είναι τούτο;». Καθώς δηλαδή το έβλεπαν και το έτρωγαν χωρίς να γνωρίζουν την ουσία του, έλεγαν με απορία: «Τι είναι τούτο;»(Έξ. 16, 15).
Έτσι και ο θεωρητικός, πάντοτε παθαίνει έκσταση του νου κι αναρωτιέται «τι είναι τούτο;». Αυτό δηλαδή που όταν το θεωρούμε ευφραίνει και όταν τρώγεται πνευματικά τρέφει το νου, ενώ υπερβαίνει καθ' εαυτό τη νόηση, επειδή είναι θείο και υπερφυσικό· κι ενώ τρέφει παράδοξα και ποτίζει το νου, ξεφεύγει την κατάσταση του νου, επειδή είναι όχι μόνο ακατάληπτο στην ουσία, αλλά και άπειρο και απροσδιόριστο.
80. Τρία είναι αυτά που μαρτυρούν για την αλήθεια, θα έλεγα εύλογα κι εγώ. Η κτίση, η Γραφή και η δύναμη του Πνεύματος. Γιατί από τη Γραφή και την κτίση, όταν τις βλέπομε πνευματικά, θεωρείται η μόνη απλή αλήθεια και η προερχόμενη από αυτή σύνθετη. Κι όταν από τα τρία που είπαμε φτάσει κανείς στα επόμενα δύο και σταθεί σ' αυτά, βρήκε με τη χάρη του Χριστού την απλανή οδό.
Γιατί από την απλή αλήθεια πέτυχε νοητό ύψος και βάθος, αλλά και πλάτος άπειρο, και από αυτά φτάνοντας σε έκπληξη υμνεί γεμάτος φόβο. Από τη σύνθετη αλήθεια, εκτός απ' όσα είπαμε, βρήκε και καρδιακή ειρήνη, αγάπη και χαρά? γι' αυτό έκθαμβος ψάλλει γεμάτος αγάπη. Ο άνθρωπος όμως χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα και κόπο και υπομονή, ώστε αφού κατά κάποιο τρόπο αποβάλλει τις αισθήσεις και αποσπάσει το νου από τα αισθητά, να σταθεί στα νοητά, μετά τα οποία λάμπει στην ψυχή η θεωρία της αλήθειας.
Δε λέω ότι για να βρεθεί η αλήθεια έχει ανάγκη αυτά, δηλαδή το χρονικό διάστημα για να εννοηθεί ή τον κόπο και την υπομονή, αλλά λέω ότι ο άνθρωπος τα έχει ανάγκη. Γιατί βέβαια η αλήθεια είναι ένα και απλό, κι ας θεωρείται με δύο τρόπους για να φανερωθεί, και σχεδόν φωνάζει από παντού και μαρτυρεί τον εαυτό της σ' εκείνους που θέλουν να τη βλέπουν.
Αλλά ο άνθρωπος, επειδή είναι σύνθετος και συνδεδεμένος με τις αισθήσεις, κι επειδή ακόμη υπόκειται σε μεταβολές και σε τροπή, βγαίνει ενίοτε έξω από τον εαυτό του κατά κάποιο τρόπο και γίνεται χωρίς να το καταλάβει αντίπαλος του εαυτού του με την πονηρία της οιήσεως και τη νόσο της απιστίας.
Και με τα τρία αυτά, οίηση, πονηρία και απιστία, ξεπέφτει ελεεινά από την αλήθεια, η οποία μαρτυρείται από τα τρία εκείνα, τη Γραφή, την κτίση και το Πνεύμα. Για να απαλλαγεί ο νους από τη φοβερή οίηση και τα άλλα, χρειάζεται να ταπεινωθεί και να πιστέψει με απλότητα? κι έπειτα κατευθείαν από τη Γραφή και την κτίση με τη δύναμη του Πνεύματος να γνωρίσει καθαρά όχι μόνο την απλούστατη αλήθεια, αλλά και τη σύνθετη που προέρχεται από την απλή. Ακόμη θα εννοήσει και ποιό ήταν εκείνο που τον εμπόδιζε από τη θεωρία της αλήθειας και, θα πρόσθετα, και από την απόλαυσή της.
Ένα λοιπόν και μόνο είναι εκ φύσεως απλό, η πρώτη αλήθεια. Ύστερα από αυτήν είναι, για τους σύνθετους εμάς, η σύνθετη αλήθεια. Και αυτό είναι ο έσχατος και άριστος στόχος του νου μας, προς τον οποίο σπεύδει κάθε πολιτεία και άσκηση εκείνων που επιδιώκουν τον πνευματικό σκοπό, πώς να δει γυμνός ο νους, όσο είναι δυνατό, και να απολαύσει τη λαμπηδόνα που προέρχεται από την πρώτη και μόνη αλήθεια και από τη σύνθετη με τρόπο θαυμαστό.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά, παρά με την ταπείνωση, την απλότητα και την πίστη, με τη μαρτυρία της Γραφής και της κτίσεως με τη δύναμη του Πνεύματος. Όταν ο νους καθρεφτίσει μέσα του με τις τρεις δυνάμεις του την αλήθεια με τη μαρτυρία των τριών που είπαμε, τότε σαν ξαναγυρίζει στον εαυτό του γίνεται πολύ ταπεινότερος και απλούστερος και με βεβαιότητα πιστός.
Και από εκεί ανεβαίνει με βήμα ταχύ, όπως λένε, στη θεωρία της αλήθειας και με τις ακτίνες εκείνης φωτίζεται λαμπρότερα. Με αυτές επιστρέφει στον εαυτό του λόγω του μεγέθους της δόξας που θεώρησε, και κατεβαίνει σε ακόμα πιο μεγάλη ταπείνωση και απλότητα και πέφτει σε έκπληξη κυριευμένος από την πίστη.
Και έτσι, σαν να συμπληρώνει και να ξαναγυρίζει κάποιο θείο κύκλο, ανεβαίνοντας με ταπείνωση και απλότητα και πίστη και βλέποντας την αλήθεια, και με τη λαμπρότητα της αλήθειας προχωρώντας περισσότερο στην ταπείνωση, την απλότητα και την πίστη. Και δεν παύει να πορεύεται το δρόμο αυτό όσο διαρκεί το "σήμερα" της ζωής, θεωρώντας την αλήθεια με ταπείνωση και απλότητα και πίστη, μέσω της μαρτυρίας της Γραφής και της κτίσεως με τη δύναμη του Πνεύματος, και επανακάμπτοντας πάλι εκεί απ' όπου ξεκίνησε.
Κι έτσι θεώνεται με τη χάρη μέρα με τη μέρα και φωτίζεται τις υπέρλογες πραγματικότητες και ζει μια ζωή γεμάτη από κάθε χαρά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας και γεύεται ως προκαταβολή την απόλαυση των μελλόντων αιωνίων αγαθών.
81. Από τη φύση του, ο θεωρητικός βίος ολοκληρώνεται και γίνεται άμεμπτος με τα τρία τούτα· πίστη, φανερή μετοχή του Πνεύματος και γνώση της σοφίας. Γιατί η θεωρία, για να δώσομε τον ορισμό της, είναι γνώση των νοητών μέσα στα αισθητά? κάποτε είναι και γνώση ψιλών νοητών χωρίς αισθητό υπόβαθρο, πράγμα που συμβαίνει σ' εκείνους που προοδεύουν στα πνευματικά. Εδώ πλέον χρειάζεται η πίστη. Γιατί λέει: «Αν δεν πιστέψετε, δε θα κατανοήσετε»(Ησ. 7, 9).
Επίσης χρειάζεται και το Πνεύμα, αφού το Πνεύμα ερευνά τα πάντα, ακόμα και τα βάθη του Θεού(Α΄ Κορ. 2, 10). Γι' αυτό είπε ο θείος Ιώβ: «Η πνοή του Παντοκράτορα είναι που με διδάσκει»(Ιώβ 33, 4). Έπειτα φυσικά η θεία ενέργεια, η οποία αναβράζει, για να πω έτσι, μέσα στην καρδιά και ζει και κατά συνέπεια ζωοποιεί υπερκόσμια και συμπτύσσει άρρητα, συνάγοντας προς τον εαυτό της το νου και τον εμποδίζει από κάθε μετεωρισμό και του δίνει τη δυνατότητα να βλέπει πανεύκολα τα θεία με γαλήνη και χαρά και πολλή ευχαρίστηση και παρηγορία και ακόμα με θεία αγάπη, και να στρέφεται σ' αυτά και να φαντάζεται το Θεό με πρωτόγνωρο τρόπο και ανάλογα να ευφραίνεται με Αυτόν με μεγαλύτερους αβάσταχτους έρωτες και αντίστοιχη αγαλλίαση. Χρειάζεται ακόμα και σοφία, όπως είπα.
Γιατί, κατά τη Γραφή, η σοφία θα φωτίσει το πρόσωπο του ανθρώπου(Εκκλ. 8, 1). Θα φωτίσει, για να μεταβεί εύκολα από την αίσθηση στη νόηση και να μεταβεί από τα αισθητά στα νοητά και θεία θεάματα και να δει τα απόρρητα με νοερή αποκάλυψη? θα φωτίσει, για να θεωρήσει εποπτικά και να φανταστεί με τρόπο ενοειδή τον υπερούσιο Θεό. Στ' αλήθεια, είναι μακάριος ο άνθρωπος που θα τον παιδαγωγήσεις, Κύριε, και θα τον διδάξεις με το νόμο Σου(Ψαλμ. 93, 12).
Γιατί αληθινά σοφός είναι εκείνος που φτάνει στην πίστη με την παιδαγωγία και διδάσκεται τα απόρρητα του Θεού με τη διδασκαλία του Πνεύματος. Είναι αλήθεια μεγάλο πράγμα ο σοφός που πορεύεται με την πίστη μέσα σε μιά υπερφυσική ένωση και κοινωνία του Πνεύματος, αφού πράγματι, όπως είπε κάποιος, τρία είναι τα ασύλληπτα? ο Θεός, ο Άγγελος και ο φιλόσοφος άνθρωπος. Έτσι και αυτός είναι άλλος, παράδοξος άγγελος πάνω στη γη, επόπτης οπωσδήποτε της ορατής κτίσεως και γνήσιος μύστης των θείων ακτίστων ενεργειών του Θεού, είτε προτιμά κανείς να πει δωρεών του Θεού, συλλαμβάνοντας κάπως και αυτό το αθέατο με κάθε τρόπο και φτάνοντας με μια άμεση προσέγγιση, κατά μίμηση των Αγγέλων, στην επίγνωση του Θεού.
Τέτοιος είναι σε αδρές γραμμές ο σοφός από πίστη με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος και έτσι είναι μακάριος. Θα μου ήταν αρκετά χωρίς αμφιβολία εκείνα που διηγείται στο ευαγγέλιό του ο ιερός Λουκάς περί του Κυρίου Ιησού, λέγοντας ότι ήταν απαλλαγμένος από ασχολίες, ώστε να ξεπερνά τη δύναμη και τα εγκώμια της σοφίας και της χάρης. Γιατί έτσι γράφει αυτός: «Ο Ιησούς προόδευε στην ηλικία και στη χάρη»(Λουκ. 2, 52), και αλλού ότι «μεγάλωνε και δυνάμωνε πνευματικά και γέμιζε από σοφία»(Λουκ. 2, 40).
Επειδή όμως θέλω να μιλήσω πιο φανερά γι' αυτά, θα παραθέσω κι αυτό που λέει σχετικά ο ιερός Σολομών προς το Θεό: «Όσα υπέροχα υπάρχουν στους ουρανούς, ποιος άνθρωπος τα εξιχνίασε; Ποιος γνώρισε τη βουλή Σου, παρά μόνο εκείνος στον οποίο Εσύ έδωσες σοφία και του έστειλες το Άγιό Σου Πνεύμα από τον ουρανό; Και έτσι επανορθώθηκαν οι δρόμοι της ζωής των ανθρώπων πάνω στη γη και οι άνθρωποι διδάχθηκαν τα αρεστά σε Σένα και σώθηκαν με τη σοφία Σου»(Σ. Σολ. 9, 16-19).
Βλέπεις σε ποιο βαθμό δυνάμεως φτάνει η σοφία με τη μετοχή του Πνεύματος; Και πόσο απομακρύνεται από τη σωτηρία εκείνος που δεν έλαβε σοφία και Πνεύμα από το Θεό και ούτε καθοδηγείται από άνθρωπο σοφό και μέτοχο του Πνεύματος; Και αν για το Σωτήρα, στον οποίο κατοίκησε όλο το πλήρωμα της Θεότητας(Κολ. 1, 19), έχουν γραφεί τα παραπάνω, και στη συνέχεια για όλο μαζί το ανθρώπινο γένος, δεν είναι δύσκολο να εννοήσομε πόσο χρειάζεται η σοφία και η βοήθεια του Πνεύματος, και πόσο έλεος και δύναμη και προκοπή έχει λάβει από τον φιλάνθρωπο Θεό ο πνευματικά σοφός που εξιχνιάζει τα ουράνια και προχωρεί στη γνώση της βουλής του Υψίστου, πράγμα εξαίσιο. Ας είναι.
Αλλά αφού είπαμε τόσα περί θεωρητικού, πρέπει τώρα να πούμε και περί θεωρίας και να την προβάλομε ξεχωριστά και να θρέψομε, ας πούμε, το λογιστικό του σοβαρού ακροατή. Πρέπει να πούμε και να μην οκνήσομε καθόλου. Αυτό διατάζει ο Θεός σε όλα τα λογικά όντα, να μεταδίδουν δηλαδή χωρίς φθόνο στους κατώτερους και να δέχονται ευλαβώς από τους ανώτερους, όσο μπορούν, τη θεία έλλαμψη και τα νοητά πράγματα? ενώ με αυτούς που είναι στην ίδια τάξη να συναναστρέφονται αδελφικά δίχως επίδειξη και να συνομιλούν περί των νοητών και του Θεού.
Έτσι όχι μόνο το ευθές και απαραπλάνητο θα λάμπει ολοφώτεινο στην Εκκλησία του ζώντος Θεού, αλλά και το άγιο και ωραιότατο πρόσωπο της αγάπης, που είναι το γνώρισμα των μαθητών του Χριστού(Ιω. 13, 35), θα ακτινοβολεί για πάντα στις καρδιές μας, εκχυμένο μέσα μας από το Άγιο Πνεύμα για να αγαπήσομε τέλεια και απλά το Θεό και τους ανθρώπους. Κι έτσι θα ζήσομε βίο αγγελικό και μακάριο και γλυκύτατο, ως εξαρτημένοι εντελώς από τη θεία και θεοποιό διπλή αγάπη, από την οποία εξαρτώνται όλος ο Νόμος και οι Προφήτες(Ματθ. 22, 40) και από την οποία γλυκύτερο πράγμα για την ψυχή δεν υπάρχει, και μάλιστα όταν έχει άμεση προέλευση από τη θεωρία και τη γνώση του Θεού και των θείων, δηλαδή από τη φωτιστική χάρη.
Εκείνος λοιπόν που έβαλε πολύ σωστά σκοπό και έργο του να ανεβεί στο Θεό, ώστε να ενωθεί μαζί Του κι έτσι να θεωθεί, δηλαδή να σωθεί —αφού χωρίς να θεωθεί ο νους δεν μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος, σύμφωνα με την απόφανση των ιερών Θεολόγων—, αυτός, μαζί βέβαια με την εφικτή εργασία των εντολών του Κυρίου, προχωρεί και στη θεωρία των όντων και των ορατών, κι έτσι ούτε την πράξη έχει τυφλή, αποκομμένη δηλαδή από τη θεωρία, ούτε τη θεωρία άψυχη, δηλαδή χωρίς την πράξη.
Τότε λοιπόν, με τη σοφία του λόγου και του νου και την ιερή γνώση των Γραφών, αρχίζει με μία αγαθή, όπως λένε, ορμή να ενατενίζει εύστοχα και λογικά τον κόσμο των αισθητών ως ένδειξη του άπειρα δυνατού και άπειρα σοφού Δημιουργού, και στη συνέχεια απολαμβάνει τα άπειρα κατά τη δύναμη και τη συνολική διαφορά —όσο βέβαια μπορεί ο ίδιος να τα πλησιάσει— και ο νους του τρέφεται μυστικά με τα μυστικά θεάματα.
Και με την πάροδο του καιρού, ζώντας τον αθόρυβο βίο στην ησυχία και περιοριζόμενος να φιλοσοφεί μόνο τα θεία μέσω της Γραφής και των ορατών, προσπαθεί όσο μπορεί να θεωρήσει πνευματικά την κτίση σύμφωνη με τη Γραφή, και τα σύμβολα με την αλήθεια, με δράση πιο ενωτική. Όταν γίνει αυτό, ο νους με την ευμένεια του προσκυνητού Πνεύματος και την αντίστοιχη ενέργειά Του υψώνεται στην όραση και τη γνώση της ιερής αλήθειας, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος, στο δεύτερο ιερό αναβαθμό της θεωρίας, για να πω γενικά, δηλαδή στα θεία θεάματα και νοήματα χωρίς σύμβολα και προκαλύμματα.
Έπειτα από αυτό, γυμνός κατά ένα τρόπο ο νους πλησιάζει γυμνά τα νοητά, αγωνιζόμενος να έχει μέσα του τις θείες φανερώσεις με την καθαρότητά του και την ανάτασή του προς το Θεό, σαν μέσα σε στιλπνότατο καθρέφτη λάμψεις φωτεινότερες και από τον ήλιο. Και αφού πάλι προχωρώντας τραφεί από τη χάρη με όσα του είναι εφικτό να πλησιάσει, προχωρεί στην τρίτη ας πούμε βαθμίδα, στην οποία τα πολλά και μακάρια εκείνα θεάματα και τις θείες ενέργειες τα ανάγει, με όραση πιο ενοειδή και συμπτυγμένη, από τις πολλές ετερότητες στον ανείπωτο έρωτα της αμετάβλητης και κρύφιας Μονάδας, μεταπλάθοντάς τα με όλη του τη νοερή αίσθηση σε φλόγα και σε εγκάρδιο και άληκτο θεουργικό έρωτα Θεού, καθοδηγούμενος στη θεωρία από το Πνεύμα που φωτίζει με την αλήθεια και την υπόμνηση(Ιω. 14, 26).
Και αυτή είναι, κατά τον μέγα πάλι Διονύσιο, η ενοειδής θεϊκή μέθεξη αυτού του ίδιου του Ενός, όσο είναι εφικτό. Με τέτοιους λοιπόν αναβαθμούς της τρισυπόστατης ενοειδούς μεθέξεως ανεβαίνοντας τρισμακάρια ο θεοφόρος και θεόφρων νους και απολαμβάνοντας τα αφόρητα βέλη μιας θείας βακχείας και τους μανικούς έρωτές της με σημάδια έκδηλα και φανερά και βλέποντας τον εαυτό του πληγωμένο από αγάπη(Άσμα 2, 5) και σαν να καίγεται φανερά από τη διάπυρη διάθεση, ενθουσιάζεται και πράγματι πέφτει σε έκσταση, γιατί εισήλθε με λαμπρό πρόσωπο στα μυστήρια της αποφατικής θεολογίας και απολαμβάνει, βλέποντας χωρίς όραση, το άναρχο και άπειρο και απεριόριστο, το αχώρητο και εντελώς ανέκφραστο και ολότελα ακατανόητο.
Και φαντάζεται σαν άπειρο και αδιάβατο πέλαγος την ουσία του Θεού που ξεπερνά κάθε έννοια χρόνου και φύσεως, σύμφωνα με κάποιο Θεολόγο. Και αυτό είναι, όπως πάλι λέει ο ιερός Διονύσιος, το συμπόσιο της θείας εποπτείας, που τρέφει νοητά και δίνει τη θέωση στον καθένα που υψώνεται σ' αυτήν, αρχίζοντας βέβαια από τη θεωρία και τη γνώση των όντων, όπως λέει ο ουρανοφάντορας αυτός, στο μέρος εκείνο που εξηγεί τα σύμβολα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
Όπως και ο Μέγας Βασίλειος λέει τα εξής: «Όταν κανείς υπερβεί με τη θεωρία το κάλλος των ορατών και σταθεί μπροστά στον ίδιο το Θεό, του οποίου η θέα μόνο στις καθαρές καρδιές φανερώνεται, τότε αφού προκόψει στα ανώτερα της θεολογίας, μπορεί να γίνει και επόπτης των θείων». Και πάλι, για το ρητό του πνευματέμφορου Δαβίδ «Το πρωί θα σταθώ μπροστά Σου και θα εποπτεύσω»(Ψαλμ. 5, 4), ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Όταν θα σταθώ εμπρός Σου και πλησιάσω με το νου τη σχετική μ' Εσένα θεωρία, τότε θα λάβω την εποπτική ενέργεια με το φωτισμό της γνώσεως».
Τα όμοια επίσης μπορείς ν' ακούσεις να λέει και ο ιερός Μάξιμος, που φανερώνει ευθέως πόσο μεγάλη προκοπή προέρχεται από τη θεωρία και τη γνώση του Θεού μέσω της Γραφής και της κτίσεως. Και ότι από αυτό προέρχεται συνήθως ο φωτισμός της γνώσεως, με τον οποίο επιτυγχάνεται η "κατ' επιβολήν" μακάρια θέωση, πράγμα όσο ποτέ άλλοτε σπάνιο και δυσεύρετο στους ησυχαστές, επειδή λείπει, από ανενεργησία της χάρης, ο πεπειραμένος διδάσκαλος, όπως λέει ο κορυφαίος διδάσκαλος της ησυχίας άγιος Ισαάκ ο Σύρος στο λόγο που μιλά για την πνευματική αίσθηση και τη θεωρητική δύναμη.
Λέει και ο ιερός Μάξιμος: «Θεουργικά φώτα ονομάζομε τις διδασκαλίες των Αγίων, γιατί προξενούν φως γνώσεως και θεοποιούν εκείνους που πείθονται σ' αυτές». Σε αυτό συμφωνεί φανερά με τον πανίερο Διονύσιο που λέει: «Όσα άλλα θεουργικά φώτα, ακόλουθα με τις Γραφές, μας δώρησε αποκαλυπτικά η μυστική παράδοση των εμπνευσμένων οδηγών μας, σε αυτά και εμείς έχομε μυηθεί».
Και αλλού λέει: «Η θεία γνώση, εκείνους που τείνουν σ' αυτήν όπως είναι θεμιτό, τους ανυψώνει όσο τους αναλογεί και τους ενώνει μέσα στην ένωση της απλότητάς της». Και πάλι: «Κάθε φωτοφάνεια που έρχεται σ' εμάς από τον Πατέρα από αγαθότητα, μας ανυψώνει ως ενοποιός δύναμη κάνοντάς μας απλούς και μας επαναφέρει προς την ενότητα και τη θεοποιό απλότητα του συναγωγού Πατέρα. Γιατί από Αυτόν προέρχονται και Αυτόν έχουν σκοπό τους τα πάντα(Ρωμ. 11, 36)».
Κατανοείς, ότι εκείνος που τείνει στο Θεό με στροφή προς Αυτόν, δηλαδή με θεία θεωρία, αφού βρήκε με σοφία την απλότητά του μέσα στο Θεό, είτε από τα όντα ανεβαίνει και θεωρεί το Θεό, είτε από τη Γραφή —συμβολική ή οπωσδήποτε θεία—, ενώνεται με το Θεό και θεοποιείται, κι όχι μόνο αυτό, αλλά ονομάζεται και θεός;
Γιατί λέει πάλι ο Διονύσιος: «Όσα νοερά και λογικά όντα έχουν στραφεί με όλη τους τη δύναμη προς την ένωση με τη θεαρχική κρυφιότητα και υψώνονται ακατανόητα, όσο τους είναι εφικτό, προς τις θείες ελλάμψεις της, αυτοί με την κατά δύναμη μίμηση του Θεού, αν επιτρέπεται να πούμε, αξιώνονται να λέγονται και θεοί». Όπως και η θεολογική γλώσσα του Μεγάλου Γρηγορίου λέει φανερά: «Ο άνθρωπος είναι ζωντανή ύπαρξη που κυβερνιέται εδώ και μετατίθεται αλλού· τέλος του μυστηρίου αυτού είναι η θέωσή του με τη στροφή του προς το Θεό».
Και ο θείος Μάξιμος: «Η νοητή μορφή της θείας Γραφής μεταμορφώνει τους γνωστικούς με τη σοφία και τους οδηγεί στη θέωση καθώς, με τη μεταμόρφωση μέσα τους του λόγου, αυτοί αντανακλούν με ακάλυπτο πρόσωπο τη λαμπρότητα του Κυρίου(Β΄ Κορ. 3, 18)». Ο θεωρητικός βίος λοιπόν έχει ανάγκη από αυτά τα τρία, όπως προείπα? πίστη, μετοχή του Πνεύματος και γνώση της σοφίας, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
82. Ο θεωρητικός βίος, με τη βοήθεια του ζωοποιού Πνεύματος, γεμίζει μυστικά το θεωρό από πολλά και αξιοθαύμαστα νοητά θεάματα. Όχι βέβαια την ίδια στιγμή, ούτε όλα μαζί, αλλά με τον καιρό και μετά από μακρά ζωή φιλοσοφίας, επίσης και με κάποια τάξη και σαν κλιμακωτά. Και άλλοτε θα τον άκουγες να λέει, καθώς θεωρεί μέσα στην περίσσεια της ησυχίας και τη φυγή από όλα, πλην του Θεού: «Εγώ θα είμαι στη μόνωση ώσπου να φύγω»(Ψαλμ. 140, 10). Άλλοτε πάλι, για τη στροφή προς τη γνώση των όντων, να λέει: «Πόσο μεγαλειώδη είναι τα έργα Σου, Κύριε? όλα με σοφία τα δημιούργησες»!(Ψαλμ. 103, 24). Και: «Η οσμή των ενδυμάτων Σου είναι σαν οσμή αγρού γεμάτου, Κύριε, που Εσύ ευλόγησες»(Γεν. 27, 27).
Κάποτε, κάνοντας τον άνθρωπο να βλέπει υψηλότερα και οδηγώντας τον να υψώνεται σε νοητές αναβάσεις, τον παρακινεί να λέει προς το Θεό: «Θα τρέξω πίσω από την οσμή των μύρων Σου»(Άσμα 1, 4) και: «Θα σε δοξάσω, Θεέ μου, Βασιλιά μου, και θα ευλογήσω το όνομά Σου στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος. Είναι μέγας ο Κύριος και πολυδόξαστος και η μεγαλοσύνη Του δεν έχει πέρας»(Ψαλμ. 144, 1 και 3) και: «Η γνώση Σου είναι σε μένα θαυμαστή, υψηλή· δεν μπορώ να την υπομείνω»(Ψαλμ. 138, 6).
Σε άλλες περιπτώσεις, καθώς οι θεατές υψώνονται στην υπερούσια όραση, τους κάνει να υμνούν λέγοντας: «Συ Κύριε, είσαι ύψιστος στον αιώνα και το όνομά Σου μνημονεύεται από γενεά σε γενεά? έχεις αποδειχθεί ασύγκριτα ανώτερος από κάθε άλλο νομιζόμενο θεό»(Ψαλμ. 101, 13? 96, 9). Άλλοτε, τους κάνει να διακηρύσσουν με έντονη αποφατική έκφραση: «Δεν υπάρχει όμοιός Σου, Κύριε, ανάμεσα στους ψευδοθεούς, δεν υπάρχει κανείς με έργα σαν τα δικά Σου»(Ψαλμ. 85, 8).
Ακόμη, ο θεωρητικός βίος δείχνει, σε όσους θεωρούν πνευματικά, το όρος της γνώσεως και τον άγιο τόπο του Θεού, όπου ανεβαίνουν και στέκονται οι αθώοι στα χέρια και καθαροί στην καρδιά(Ψαλμ. 23, 3-4), αλλά τους αξιώνει να δουν και ανυψώσεις μέχρι τους ουρανούς και καταβάσεις μέχρι τις αβύσσους(Ψαλμ. 106, 26), δηλαδή τα υψηλά και τα βαθιά μυστήρια του Πνεύματος.
Κάποτε κάνει το νου να σταθεί θαυμαστά στην προσωπική θέα της Τριάδος? άλλοτε τον απασχολεί έκπληκτο στη θεωρία του Ιησού και της ένσαρκης οικονομίας Του και των θαυμαστών μυστηρίων που την ακολουθούν. Αλλά και τότε, ύστερα από τα πολλά και μακάρια θεάματα, δεν τον εγκαταλείπει στη θεωρία, αν δεν τον εισαγάγει φωτισμένο και σε αυτούς ακόμα τους κόλπους του Θεού με παράδοξο τρόπο —τί εξαίσια χάρη!—, σε μιά αληθινή κατάπαυση και ανέκφραστη ανάπαυση και υπερφυσική πνευματική τρυφή, για να μην πω μέθη, των αγαθών του Θεού και σε υψηλότερη έκσταση.
Στους κόλπους εκείνους τους υπερευλογημένους, που έχουν πολύ βάθος θείων μυστικών και προσεγγίζουν επαρκώς την αίσθηση της υπερουσιότητας του Θεού. Τους οποίους κόλπους έλαβε ο Αβραάμ ως κληρονομία από το Θεό, όταν και αυτός ο Θεός έγινε κλήρος του Αβραάμ, σύμφωνα με το: «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ»(Γεν. 26, 24). Αφού λοιπόν ο Θεός είναι κατεξοχήν Θεός του Αβραάμ, ακολούθως και οι κόλποι του Θεού είναι κόλποι του Αβραάμ(Λουκ. 16, 22).
Στους κόλπους λοιπόν του Θεού, ή αν θέλει κανείς να πει στους κόλπους του Αβραάμ, υψώνει και εισάγει με όλη την απλότητα και με υπερβολική αγαπητική ευφροσύνη και θεώνει πραγματικά και κάνει μακάριο με χαρά και ανέκφραστη σφοδρή ευχαρίστηση ο θεωρητικός βίος, με τη χάρη του Πνεύματος, το νου που δέχτηκε σοφία και μελετά όσο μπορεί περισσότερο να βλέπει άνω, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
83. Επειδή τόσο η κτίση, όσο και η Γραφή έχουν αναχθεί στην απλότητά τους με το λόγο του Θεού, κι όταν θεωρούνται πνευματικά στηρίζουν το νου και όλες τις δυνάμεις του στην εποπτεία και κατανόηση του Θεού, με προηγούμενη ενέργεια και κίνηση του Πνεύματος στην καρδιά, ο ιερός Δαβίδ μας διδάσκει(Ψαλμ. 32, 5-6) με εξαιρετική σοφία, πότε με το λόγο του Κυρίου στηρίζονται οι Νόες (που τους αποκαλεί ουρανούς) και όλη η δύναμή τους με την πνοή του στόματός Του, και πότε φαίνεται η νοητή γη, δηλαδή η καρδιά μας, να είναι γεμάτη από έλεος, δηλαδή από την πνευματοκίνητη δύναμη και ενέργεια και κίνηση, με αίσθηση και ευκρίνεια.
Προτού όμως αισθανθεί ο νους την ενέργεια και τη δύναμη και την κίνηση αυτή μέσα στην καρδιά, όχι μόνο δε θα αποκτήσει τη στερεότητα από τη θεωρητική και πνευματική μελέτη της κτίσεως και της θείας Γραφής και τη συναγωγή όσων περιέχουν σε ένα λόγο, αλλά υπάρχει και μέγιστος φόβος μήπως τυχόν σχηματίσει εσφαλμένες φαντασίες και χαθεί.
Γι' αυτό λοιπόν, αν μέλλομε να κάνομε ασχολία μας τη θεωρία του Θεού από τη Γραφή και την κτίση, συμπτύσσοντας με τρόπο ενοειδή και μονοειδή τους πολλούς λόγους και τα θεωρήματα των όντων σε ένα λόγο κι ένα πνεύμα και βλέποντας ενοειδή, απλή και άμορφη θεωρία μέσα σε απεριοριστία και απειρία και αναρχότητα, ας προσπαθήσομε πρωτύτερα να βρούμε το θησαυρό της καρδιάς μας μέσα μας κι ας ικετεύσομε τον Άγιο Θεό να γεμίσει τη γη μας από το έλεός Του.
Και τότε με όλη μας τη δύναμη ας αφήσομε να υψωθεί ελεύθερα ο νους μας για κατανόηση του Θεού ενοειδή, μονοειδή, απλή, άμορφη, αιώνια, άπειρη και απεριόριστη, με τη θεωρία και με τη βοήθεια του Λόγου και του Πνεύματος.
84. Όταν, ενώ ο άνθρωπος με ειλικρινείς και απλές τις διαθέσεις της ψυχής του διανύει το δρόμο της αρετής με αρετές και φρόνημα ταπεινό και υπομονή και με την ελπίδα που δίνει η πίστη, επιδημήσει στην καρδιά η ζωοποιός και αστείρευτη δύναμη και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος καταφωτίζοντας τις δυνάμεις της ψυχής, κινούμενη ολοφάνερα σύμφωνα με τη φύση Του ως Παρακλήτου, και προσκαλεί το γρηγορότερο προς τον εαυτό της το νου, που είναι σε ενέργεια, και ενώνεται ανέκφραστα με αυτόν, ώστε πια να είναι πράγματι ο νους και η χάρη ένα πνεύμα, τότε βέβαια ο νους, αυθόρμητα και βοηθούμενος από την πνοή της χάρης, φτάνει στη θεωρία, αφού δηλαδή σταματήσει άρρητα τη μέχρι τότε περιφορά και περιπλάνησή του με την ενέργεια και το φως του ζωοποιού Αγίου Πνεύματος, και φοιτά σε αποκαλύψεις θείων μυστηρίων νοητών.
Και με σιωπή αδιατάρακτη για όλα, με βλέμμα που ταιριάζει στη φύση του, φτάνει να εισδύσει σε υπερφυσικά ανείπωτα μυστήρια. Και ο δεχόμενος την ενέργεια του Θεού μέσω του Αγίου Πνεύματος τόσο περισσότερο θεωρεί και γίνεται θεόληπτος και υψώνεται κατά τη δύναμή του προς τη θέα του Θεού με επιστήμη των θείων, ερανισμένη από ιερά αναγνώσματα, όσο αντίστοιχα απομονώνεται με ταπείνωση και προσευχή.
Τότε λοιπόν ούτε και από τη θεολογία δεν είναι έξω, αλλά είναι συγχρόνως και θεολόγος και δεν ανέχεται να μη θεολογεί, και μάλιστα διαρκώς. Χωρίς όμως την ουράνια δωρεά που αναφέραμε και χωρίς το Πνεύμα να πνέει αεικίνητα και ευκρινώς στην καρδιά, αλοίμονο, όσα βλέπει ο νους είναι φαντασίες και όσα θεολογεί είναι λόγια μάταια που σκορπίζονται στον αέρα, χωρίς να διεγείρουν το αισθητήριο της ψυχής όπως πρέπει, γιατί προέρχονται από την ακοή και από λόγια που άρχονται απέξω.
Από εδώ βρήκε είσοδο η πάνδεινη πλάνη των νοητών και της ίδιας της θεολογίας, πολύ κακώς, γιατί δεν προέρχονται από καρδιά στην οποία ενεργεί το φωτιστικό Πνεύμα, στο οποίο βρίσκεται η ενοειδής και αμετάβλητη αλήθεια της θεολογίας γενικά. Γιατί σε καρδιά όπου δεν είναι παρούσα φανερά και αστείρευτα η ζωοποιός και φωτιστική δύναμη και ενέργεια του Πνεύματος, είτε πνέοντας θέλει κανείς να πει, είτε ρέοντας, εκεί δεν υπάρχει νοερή ένωση, αλλά μάλλον διαίρεση? ούτε δύναμη και στάση, αλλά αδυναμία και μεταβλητότητα? ούτε επίσης φως και όραση της αλήθειας, αλλά μάλλον σκότος και τυχαία πλάσματα της φαντασίας και γενικά οδός πλάνης και αλογίας.
Γιατί, κατά τους Πατέρες, από τρεις τάξεις ή οδούς μπορεί να περάσει ο νους, δηλαδή τη φυσική, την υπερφυσική και την παρά φύση. Όταν ο νους θεωρεί κάποιο νοητό μέσα σ' ένα υποκείμενο, τότε βλέπει κατά φύση, αλλ' όμως με υπερφυσική ενέργεια του Πνεύματος. Όταν βλέπει υποστατικά και όχι σε υποκείμενο, π.χ. δαίμονα τυχόν ή Άγγελο, αν ο νους εχει γίνει ένα ειρηνικά και η λάμψη του Πνεύματος αναρριπίζεται εντονότερη, τότε βλέπει υπερφυσικά και συνεπώς χωρίς πλάνη? αν όμως βλέποντας τα ορατά ο νους διαιρείται και σκοτεινιάζει και σβήνει η ζωοποιός δύναμη, τότε βλέπει παρά φύση κι εκείνη η όραση είναι της πλάνης.
Γι' αυτό δεν πρέπει ν' ανυψώνομε το νου στην πνευματική όραση υποστατικά, ούτε να πιστεύομε καθόλου στην όραση αν η καρδιά δε δέχεται την ενέργεια, όπως προαναφέραμε, και δεν κινείται από τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, αν θέλομε να έχομε το νου μας υγιή και φρόνιμο.
85. Μερικοί προσπαθούν, και πράττουν πολύ καλά, να θεραπεύσουν τη φλόγωση των παθών τους με την ουράνια δροσιά της χάρης? γι' αυτούς έχει γραφεί: «Η δροσιά που μας στέλνεις Εσύ είναι η θεραπεία μας»(Ησ. 26, 19). Σε άλλους πάλι, αυτή η δροσιά, ενωμένη με κάπως μεγαλύτερη θεία βοήθεια, μεταβάλλεται σε μάννα και σαν άλλο σιτάρι γίνεται ψωμί, καθώς αλέθεται με την ταπείνωση της καρδιάς και πλάθεται με το νερό των δακρύων και ψήνεται στη φωτιά της πνευματικής γνώσεως.
Και τούτο της συμβαίνει ταιριαστά και πολύ δίκαια, και γίνεται τροφή όμοια με των Αγγέλων. Γι' αυτούς δικαιολογημένα έχει γραφεί: «Ο άνθρωπος έφαγε άρτο Αγγέλων»(Ψαλμ. 77, 25). Είναι και άλλοι που, κατά μία υψηλότερη πρόοδο, η φύση τους έχει γίνει και φαίνεται καθαρά ως μάννα. Γι' αυτούς τα Ευαγγέλια λένε: «Ό,τι γεννήθηκε από το Πνεύμα είναι πνεύμα»(Ιω. 3, 6). Η πρώτη τάξη είναι των σοφών ησυχαστών, η δεύτερη εκείνων που ασκούν επιπλέον σιωπή μαζί με τη θεία γνώση, και η τρίτη όσων έφτασαν στην καθολική απλότητα και δέχτηκαν τη θεία αλλοίωση με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
86. Ο νους που με τη χάρη διέφυγε νοητά τόσο τον Φαραώ, όσο και την Αίγυπτο και τα εκεί δεινά και την ταλαιπωρία, όπως επίσης και τη σαρκική ζωή, τη γεμάτη από τα πικρά κύματα των παθών και της αλμυρής κακίας, και έφτασε σε νοητή έρημο, δηλαδή σε έξη απαλλαγμένη από νοητούς φαραωνίτες? και που, με λίγα λόγια, έπαθε νοητά και ξεπέρασε όλα τα δεινά που έτυχαν τότε στους Εβραίους αισθητά, αυτός ο νους τρώει στη συνέχεια μάννα νοητό, με αίσθηση ψυχής και χωρίς κίνδυνο, το οποίο μάννα προτύπωνε εκείνο που έτρωγαν τότε οι Ισραηλίτες αισθητά(Έξ. 16, 35).
Και στην αρχή βέβαια, επιθυμεί καμιά φορά τα νοητά κρέατα, όπως εκείνοι επιθυμούσαν τα αισθητά(Έξ. 12, 8) από τις αιγυπτιακές θυσίες, πράγμα πολύ επικίνδυνο, αλλά και σφαλερό. Και δοκιμάζει εξάπαντος την αποστροφή του Θεού, έως ότου με την ικεσία και την επιστροφή της μετάνοιας εξιλεώσει κατάλληλα το Θεό. Και αν χορταίνει πιο συνεχώς αυτό το μάννα μέσα στην ησυχία, με την πάροδο του χρόνου και με την προσθήκη ροπής και ορμής εκ μέρους της χάρης, βλέπει έκδηλα, θα έλεγε κανείς, τη νοητή σάρκα του να μεταβάλλεται κατά κάποιο τρόπο στη φύση του μάννα.
Για το νου αυτόν που τρώει το μάννα υπάρχουν πνευματικές ζυγαριές και σάλπιγγες(Λευϊτ. 19, 36) , με τις οποίες τρώει με μέτρο το μάννα και δε μαζεύει περισσότερο από το καθημερινό, για να μη σκουληκιάσει ως υπέρμετρο κι έτσι χαθεί όλο, και χαθεί μαζί από έλλειψη τροφής και ο νους που δεν κρατάει το μέτρο. Γίνεται φανερό ότι ο νους τρώει μάννα, από το ότι ενώ δεν τρώει τίποτε άλλο, ζει ζωή φανερά καλύτερη από οποιονδήποτε που τρώει ο,τιδήποτε και οσοδήποτε, εννοώ βέβαια νοητά.
Ότι και αυτός μεταβλήθηκε κάπως από την έξη αυτής της θρέψεως, παίρνοντας την ποιότητα του μάννα, σημάδι είναι η ανορεξία για ό,τι άλλο επιθυμούσε πρωτύτερα, και όταν σε όλα τα μέρη τρώει μάννα και γίνει νήπιος και προσκολληθεί στη θεοσέβεια. Δεν είναι παράδοξο να μεταβληθεί κανείς στην έξη εκείνου που τρώει συνεχώς και χορταίνει από αυτό πολύ καιρό· έτσι ούτε η προς την έξη του μάννα μεταβολή του νου θα είναι οπωσδήποτε αταίριαστη, γιατί εκ φύσεως η συνεχής και χωρίς αλλαγή τροφή μεταβάλλει συνήθως σύμφωνα με τον εαυτό της εκείνο που τρέφει. Οπότε ο νους όχι μόνο έχει καθαρά τάξη Αγγέλου, αλλά γίνεται μέτοχος και θείας υιοθεσίας και μεταβαίνει επάξια από δόξα πνευματική σε δόξα, όχι μόνο ατενίζοντας προς το Ένα, αλλά και ο ίδιος γινόμενος ένα με τον εαυτό του, και σε αυτό το ένα ζει και τρυφά υπερκόσμια και, για να πω έτσι, απολαμβάνει αλάλητα μυστικά θεοειδώς και θεοφιλώς με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Και βέβαια μεταβάλλεται και αυτός και γίνεται πραγματικά σύμφωνα με όσα βλέπει και υμνεί, ώστε να βλέπει τον εαυτό του με το ποιόν του μάννα. Αυτή η τάξη είναι πολύ υψηλότερη και τιμιότερη από εκείνου που ξέρει ότι τρώει μάννα, όχι όμως ότι έχει μεταβληθεί σύμφωνα με το ποιόν του μάννα. Το πρώτο μπορεί να το πάθει ο νους κάπου στις αρχές όταν συγκεντρωθεί στον εαυτό του σε νοερή ένωση. Το δεύτερο είναι σαφής φανέρωση της πραγματικής ενώσεως και της αποκαλύψεως μυστηρίων της γνώσεως και της άκρας απελευθερώσεως απ' όλα και της υπεραπλούστατης νοερότητας.
87. Ο νους είναι απλός κατά τη φύση, γιατί και το Θείο, του οποίου είναι εικόνα, είναι απλό. Επειδή είναι απλός, αγαπά και να ενεργεί απλά, γιατί το κάθε τί αγαπά ό,τι είναι όμοιο με τη φύση του? ποικίλλεται όμως, όχι για τον εαυτό του, αλλά για τις αισθήσεις και τα αισθητά μέσω των οποίων δέχεται τα νοητά. Μα όταν ο νους στήσει το λόγο του να κρίνει και να δικάζει μεταξύ του εαυτού του και των αισθήσεων μαζί με τα αισθητά όσο γίνεται επιστημονικότερα, έτσι ώστε μήτε τις αισθήσεις να τις κάνει αμβλύτερες από ό,τι πρέπει, μήτε τα κάλλη των αισθητών ή να τα αμαυρώνει από ραθυμία ή να τα υπερτονίζει αγενώς και να υποβιβάζει από αδιαφορία σ' αυτά την εξουσία του νου, αλλά να αποδίδει με σωφροσύνη στο καθένα ό,τι του ανήκει, τότε ο νους γίνεται ενιαίος και απλός, αποκαθίσταται στη φύση του, απομακρύνεται από τα διαιρετά και αρχίζει πάλι φυσικά να αγαπά το ένα και απλό και το να ενεργεί ενιαία και απλά, πράγμα το οποίο ζητεί επειδή το αγαπά.
Και ζητώντας, πετά πάνω από κάθε σύνθεση, ώσπου να βρει το αληθινά και κυρίως και απλό Ένα, το οποίο είναι ο Θεός. Τότε πιά, μόνο κάτω από τα φτερά του Θεού, άλλοτε σκεπαζόμενος και άλλοτε φτερουγίζοντας χάρη σ' αυτά, ευχαριστείται όπως είναι εύλογο να ευχαριστείται ο νους που φρουρείται και κατέχεται από το Θεό.
88. Από τα πάθη έπεσε πάνω στη διορατική δύναμη της ψυχής κάτι σαν παχύ νέφος και την έκανε να βλέπει άλλα αντί του Όντος. Όταν ο νους με την πυκνή προσευχή, την εκπλήρωση των εντολών και την ανάταση στη θεωρία του Θεού με τη βοήθεια της χάρης αποδιώξει αυτό το παχύ νέφος, βλέπει ολοκάθαρα από μόνος του, ότι βλέπει το Θεό, και διόλου δε χρειάζεται κάποιον να του το εξηγήσει, όπως δε χρειάζεται ένας που βλέπει με την αισθητή όραση, αν βέβαια δεν υπάρχει κάτι να ενοχλεί και να καλύπτει τις κόρες των ματιών του.
Όπως δηλαδή τα αισθητά εκ φύσεως γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις, όταν αυτές είναι υγιείς, έτσι και τα νοητά είναι οικεία στις νοήσεις που μένουν καθαρές από το νέφος των παθών. Και όπως η κατάληψη των αισθητών γίνεται με την αντιληπτική ικανότητα των αισθήσεων, έτσι και με την ενατένιση του νου γίνεται συνήθως η εποπτεία των νοητών, μετά τα οποία γίνεται η άμορφη, η χωρίς ποιότητες και φαντασίες και απλή θεωρία του Θεού με τη δύναμη της χάρης.
Αυτή, κυριεύοντας το νου, τον αποδεσμεύει από τα οποιαδήποτε αισθητά και νοητά και τον κλείνει, όλο έκπληξη και θαυμασμό, σε βυθό απειρίας, απεριοριστίας και απροσδιοριστίας με τρόπο που είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια.
89. Ω Δέσποτα Παντοκράτορ, Εσύ που είσαι η αρχή όλων των ορατών και των νοητών! Αρχή Σου είναι το άναρχο, άκτιστε? ορισμός Σου το αόριστο, άπειρε? φύση Σου το υπερφυσικό, απερίληπτε· ουσία Σου το υπερούσιο, αγέννητε· μορφή Σου το άμορφο, αόρατε· ιδιότητά Σου η αϊδιότητα, άφθαρτε? σχήμα Σου το ασχημάτιστο, ανεξιχνίαστε? τόπος Σου το χωρίς όρια, απεριόριστε? κατάληψή Σου το ακατάληπτο, ανεξερεύνητε? γνώση Σου και θεωρία το αθέατο και άγνωστο, απρόσιτε και απερινόητε? λόγος το άρρητο, ανέκφραστε? ερμηνεία το ανερμήνευτο, ανείπωτε? νόησή Σου το ακατανόητο, αδιανόητε? και γενικά η θέση Σου είναι η αφαίρεση από όλα, υπέρθεε. Είσαι όλος θαυμασμός και γαλήνη και θάρρος και αγάπη και γλυκύτητα και ευχαρίστηση και πεποίθηση σε όλα και πραγματική αμεριμνία και χαρά, η μόνη ενυπόστατη δόξα και βασιλεία και σοφία και δύναμη. Γι' αυτό από τη φύση Σου γίνεσαι άρρητα έκσταση από όλα τα ορατά και κατάπαυση από όλα τα νοητά και ανάπαυση μέσα σε Σένα, θαυμαστή για όσους σε θεωρούν με τη μετοχή του Αγίου Πνεύματος, άφραστε Θεέ.
90. Λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Όσο θαυμάζεται το Θείο, τόσο γίνεται πιο ποθητό? και ως ποθητό, καθαίρει. Και επειδή μας καθαιρεί, μας κάνει θεοειδείς? και όταν γίνομε έτσι, ως ήδη δικούς Του, μας αποδέχεται». Και όχι μόνο ο Θεός κάνει έτσι, αλλά και όσοι έχουν καθαρθεί απευθύνονται στα θεία και το Θεό όπως σε οικείους πνευματικά και αληθινά. Γι' αυτό και ο Θεολόγος προσθέτει: «Είναι Θεός κι ενώνεται και γνωρίζεται με θεούς». Βλέπεις το θαύμα της ενώσεως; Ο Θεός, λέει, ενώνεται με θεούς.
Και αφού βέβαια ένωση υπάρχει μεταξύ των αυτών, είναι φανερό ότι όμοια θα είναι οι αυτές και οι διαθέσεις και οι απολαύσεις της ενώσεως. Γι' αυτό λέει: «Και γνωρίζεται». Όμοια λοιπόν κι όσοι έγιναν από τη χάρη θεοειδείς και θεοί, απευθύνονται όπως σε οικείους τους στα θεία και το Θεό και τους γνωρίζουν όπως με ανάλογο τρόπο θεωρεί ο Θεός και γίνεται συνόμιλος και ενώνεται με όσους γίνονται όπως είπαμε θεοειδείς και θεοί.
Αυτό το φανερώνει ο Μέγας Γρηγόριος προσθέτοντας όχι αδικαιολόγητα: «Και τόσο ίσως γνωρίζουν το Θεό αυτοί εδώ οι καθαροί και θεοί, ακριβώς όσο τους γνωρίζει και Αυτός», με ανάλογο τρόπο ο φύσει Θεός τους θέσει θεούς. Πόσο λοιπόν, μπορείς να φανταστείς, σκεπτόμενος ορθά; Είναι βέβαια πολύ μακάριοι εκείνοι που ανυψώνονται όπως πρέπει σε οράσεις και θεωρίες Θεού με όλη την ορμή της ψυχής και όλη την πνευματική γνώση, όταν βλέπεις όλους όσοι είναι μέσα στο Θεό να βρίσκονται σε κατάσταση υπερθαύμαστου θαυμασμού και μέγιστης εκπλήξεως μπροστά στο ακατάληπτο του Θεού —αφού είναι άναρχος, απεριόριστος, απερίγραπτος και πλήρως αιώνιος και άπειρος.
Γι' αυτό η ψυχή τους προσκολλάται ερωτικά στο Θεό(Ψαλμ. 62, 9)? και λιώνοντας από ευδαιμονία, πάσχουν πόθο αφόρητο πολύ, καθώς θεωρούν το θείο πρόσωπο και το έξοχο κάλλος Του. Τότε, ύστερα από αυτό και από τη θεουργία, καθαίρονται και γίνονται θεοειδείς και θεοί και ενώνονται συνειδητά με το Θεό. Αυτός, αφού έγινε πλέον γνώριμός τους χάρη στον πνευματικό πλούτο όσων θεώθηκαν και κατ' ακολουθίαν προς το υπερφυσικό δώρο της θεώσεώς τους και της θείας ενώσεως, συναρπάζει θαυμαστά με το υπέρκαλλο κάλλος Του όλη τη νοερή αίσθησή τους και όλη την επιθυμία τους? τους έχει γύρω Του γοητευμένους σαν άλλους Αγγέλους να ψάλλουν αδιάκοπα και αρμονικά: «Ο Θεός στάθηκε σε σύναξη θεών και κάθισε στη μέση να τους κρίνει»(Ψαλμ. 81, 1) και: «Ο Κύριος, ο Θεός των θεών, μίλησε και κάλεσε τη γη, δηλαδή τους επίγειους ανθρώπους, από την ανατολή μέχρι τη δύση»(Ψαλμ. 49, 1).
Γι' αυτό και οι άρχοντες των λαών συνάχθηκαν μαζί με το Θεό του Αβραάμ(Ψαλμ. 46, 10) και στη συνέχεια στάθηκαν γύρω από το Θεό όπως τα Σεραφείμ στέκονται γύρω Του(Ησ. 6, 2), και δέχονται θείες ελλάμψεις υπερκοσμίων μυστηρίων και ακολουθούν αχώριστα το Θεό, ο οποίος είναι άπειρες φορές άπειρα πάνω απ' όλα.
Αν λοιπόν, κατά το λόγο του Κυρίου, οι καθαροί στην καρδιά είναι μακάριοι, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό(Ματθ. 5, 8), πώς δεν είναι μακάριοι οι θεωρητικοί, οι οποίοι καθαίρονται με το θαυμασμό της γνώσεως του Θεού και ανεβαίνουν σε αξίωμα θεού με την προκοπή τους; Αν ποθούμε λοιπόν τον πιο πάνω μακαρισμό και να λάβομε τη θέωση και έτσι να σταθούμε ασάλευτοι όπως τα Χερουβείμ γύρω από το Θεό, πρέπει να καταπιαστούμε με τη θεωρητική επιστήμη και πράξη με όλη μας την επιμέλεια, με τη δύναμη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
91. Επιθυμώ υπερβολικά να σε δω και ακολούθως να σε υμνήσω, ζωοποιέ, ζωή εκείνων που κατά κάποιο τρόπο σε βλέπουν Κύριε, Θεέ μου, αλλά αν και θέλω, δεν μπορώ να πω κάτι αντάξιό Σου και βρίσκομαι αληθινά σε αμηχανία και αδημονώ. Ω, πώς ο νους είναι οικείος μ' Εσένα, δεσποτα, δημιουργέ πάνσοφε, και μόνο όταν βλέπει Εσένα απολαμβάνει την ειρήνη και τη φυσική του ανάπαυση. Επιθυμεί από τη φύση του ως νους, αφού ελευθερωθεί από την περιφορά στα έξω και ορατά και βρεθεί σε ησυχία με τον εαυτό του, να νοεί και να διανοείται με τη φυσική του ταχύτητα τα υψηλότερα και να προσηλώνεται εξαιτίας της αϋλίας του στα αϋλότερα.
Αφήνω που εκ φύσεως τρέχει αυθόρμητα προς το υψηλότερο όλων και ανώτερο από κάθε αϋλία. Είναι φανερό ότι ο νους, καθώς βοηθείται εύλογα λόγω της πίστεως από την ώθηση του Αγίου Πνεύματος και ανυψώνεται με αυτή, ή μάλλον καθώς έλκεται ισχυρά από τα νοητά που σε περιβάλλουν, ως συγγενή με αυτόν, ποθεί υπερβολικά να σε δει με όλη την προθυμία της ψυχής. Και τί θαυμάσια και μακάρια, ανάλογα με τη φύση του, δεν πάσχει!
Επειδή ο νους έχει φύση νοερή που είναι πιο ικανή να πετά και πιο γρήγορη από όλα τα κτίσματα και η επιθυμία της είναι όπως πρέπει τα νοητά, γι' αυτό έχει ανάγκη να νοεί, όπως τα αισθητά ζώα έχουν ανάγκη να τρώνε. Γιατί όπως ταιριάζει στα ζώα που έχουν αισθήσεις να τρώνε, έτσι ταιριάζει στο νου να νοεί. Από τη νόηση δηλαδή ο νους ζει όπως πρέπει και αυξάνει και απολαμβάνει και τέρπεται, όπως τα ζώα από το φαγητό.
Αυτά βέβαια του συμβαίνουν από τη δράση του, δηλαδή από το να νοεί υπερβολικά, και μάλιστα όταν φτάσει ανέκφραστα σ' Εσένα, χάρη στην αγαθότητα του Πνεύματός Σου, και η επιθυμία του αναμιχθεί με τη γλυκύτητα της άρρητης δόξας Σου. Όποιο δηλαδή επιθυμεί κάτι ιδιαίτερα, τί είναι φυσικό να πάθει όταν συναντήσει κάτι ελκτικό και μάλιστα με τη δική Σου έλξη, και αυτό από δική Σου πρόνοια, προς τόσο μεγάλο επιθυμητό όπως Εσύ; Γιατί Εσύ, Βασιλεύ πάνσοφε, παντοδύναμε, υπεράγαθε Κύριε, αφού έκτισες το νου ύπαρξη που νοεί, τον κάνεις έτσι ώστε να υπερευφραίνεται με τα δικά Σου εκ φύσεως και να κυριεύεται ανείπωτα και με έκπληξη από το θείο Σου έρωτα και, κατά κάποιο τρόπο, να νιώθει μανία για σένα εφάμιλλη με το βακχικό ενθουσιασμό.
Και ο νους, αφού κτίσθηκε τόσο άκρος φίλος του καλού, έχει ολότελα και την αγάπη του καλου εκ φύσεως, επομένως από την Πρόνοια έχει την επιθυμία να νοεί τα άριστα και πάντοτε να επιθυμεί τα υψηλότερα και όσα προηγούνται και να χαίρεται από πριν για τα υπέρτερα. Πώς τώρα φαίνεσαι σ' αυτόν και πώς τον συναρπάζεις με υπέρτατη σοφία, καταγοητευμένο από τον έρωτα της θεωρίας Σου και ενώ είναι με όλη τη διάθεση της ψυχής του σε έκσταση από όλα γενικώς εκτός από Σένα!
Ούτε ποικίλος μόνο φαίνεσαι, γλυκύτατε, ούτε απλός, ούτε περιληπτός, ούτε απερίληπτος, ούτε φοβερός, ούτε μειλίχιος, αλλά τώρα είσαι αυτό, υστέρα εκείνο. Κι έτσι η κίνηση και η στροφή του νου δεν έχει να κλίνει προς κάτι έξω από Εσένα για χάρη ποικιλίας δήθεν ή απλότητας, για επιθυμία ακαταληψίας ή καταλήψεως, για φοβερότητα ή μειλιχιότητα. Και γενικά, αφού είσαι όλος ένα αγαθό και καλό και ποιητική αρχή όλων των αγαθών και των καλών υπεράγαθη και υπέρκαλλη, τίποτε άλλο δεν επιτρέπεται να θεωρεί ο νους και σε τίποτε άλλο να παραμένει και να τέρπεται με πολλούς τρόπους, παρά μόνο σ' Εσένα. Γιατί Εσύ έχεις τα πάντα μέσα στον εαυτό Σου ως αιτία και βρίσκεσαι πάνω απ' όλα, ως δημιουργός, άπειρες φορές άπειρα υπέρκαλλος.
Γι' αυτό ενώ είσαι ένας στην ουσία, Θεέ, θεωρείσαι όμως με ποικίλους τρόπους ως προς τις ενέργειες, εξαιτίας του πλήθους τους. Και πάλι εξαιτίας του μεγέθους τους θεωρείσαι μέγας. Και το πιό θαυμαστό και εκπληκτικό, ότι σε όποιους με όποιο τρόπο γίνεσαι δεκτός, μένεις ο ίδιος. Γιατί Συ, ο τελείως απερίληπτος κατά την ουσία, δεν είσαι περιληπτός οπωσδήποτε και κατά την ενέργεια και τη δύναμη. Ποιός μπορεί να βρει το μέτρο της δυνάμεώς Σου; Ποιός γνώρισε τη σοφία Σου; Ποιός εξερεύνησε το πέλαγος της αγαθότητάς Σου; Και ποιός εννόησε στο βάθος κάτι από τα δικά Σου; Παρ' όλα αυτά, είσαι οπωσδήποτε καταληπτός με άλλο τρόπο.
Έτσι λοιπόν, αρχίζοντας ο νους να θεωρεί τα νοητά που κρύβονται στα ορατά, ανεβαίνει ακολούθως προχωρώντας στο γύρω από Σένα, Σωτήρα, ενιαίο και ακατάληπτο. Κι επειδή είναι γλυκύ και εξαιρετικά ευχάριστο πράγμα η κατανόησή Σου κι επειδή είναι φίλος του καλού, σπεύδει με όλη την επιμέλεια και φιλονεικεί, θα λέγαμε, ν' ανεβεί ακόμη ψηλότερα. Επειδή όμως δεν μπορεί να φτάσει μακρύτερα, συλλογιζόμενος ορθά ότι εκείνο που τον ελκύει, αδιαφιλονείκητα του ξεφεύγει ως ανώτερό του, καταλαμβάνεται από μεγάλο έρωτα και κυριεύεται από μανία για Σένα βακχική και αναρριπίζει μέσα στην ψυχή πόθους φλογερούς, κάνοντας προσάναμμα της θείας αγάπης την κατανόηση του ακαταλήπτου και θέτοντας την απορία μέσο πορισμού θείων ερώτων.
Δεν τον θέλγει τόσο ό,τι μπόρεσε να μάθει για Σένα, πάνσοφε, όσο τον φλογίζει εκείνο που του διαφεύγει, και τον κάνει να το θαυμάζει πολύ και να το ποθεί ξεχωριστά, ακριβώς λόγω του ανεφίκτου της γνώσεως. Θα πρόσθετα δε, ότι πείθει το νου και να αναζητεί, όχι βέβαια τί είσαι στην ουσία —γιατί αυτό είναι στον καθένα οπωσδήποτε και με κάθε τρόπο περισσότερο από αδύνατο—, αλλά τη θεία δύναμη και ενέργεια της ουσίας Σου και γενικά, όλα όσα ακατάληπτα θεωρούνται και θεολογούνται γύρω από Εσένα, τα οποία είναι, όπως είπα, άπειρα για το μέγεθός τους κι ανεξερεύνητα για το πλήθος τους.
Σε αυτών δηλαδή το πέρας αν και είναι αδύνατο να φτάσει ο νους, αφού είναι άπειρα, γίνεται ωστόσο δυνατόν, σ' εκείνον που σε πλησιάζει αφού καθαρθεί και με την ενατένιση του κάλλους Σου, να προχωρεί σε πιο φωτεινές και καθαρότερες οράσεις των γύρω Σου και να θεώνεται κατάλληλα. Γι' αυτό και καταφλογίζεις με ερωτικό βέλος το νου που σε περιμένει σαν δικό του, φωτίζοντάς τον όλο και περισσότερο και τον εισάγεις σε κάποια άδυτα μυστικά θεάματα, υπερουράνια. Ω Μονάδα υπερύμνητη και Τριάδα υπέρτιμη! Ω βυθέ δυνάμεως και σοφίας απύθμενε!
Πώς από αυτή την ίδια, είτε αφετηρία θέλει να την πει κανείς, είτε γραμμή, εισάγεις στον ιερότατο γνόφο Σου το νου, που καθάρθηκε κατά τα καθιερωμένα, και τον μεταφέρεις από δόξα σε δόξα και πολλές φορές τον αφήνεις να μένει και μέσα στον υπέρφωτο γνόφο. Δε γνωρίζω, όπως γνωρίζεις Εσύ, ούτε αν πρόκειται για το γνόφο στον οποίο μπήκε τότε ο Μωυσής(Έξ. 20, 21), ούτε αν ο γνόφος του Μωυσή είναι εικόνα του δικού Σου ή αν ο δικός Σου γνόφος είναι εικόνα εκείνου.
Πάντως, ότι αυτός είναι καθαρά νοητός γνόφος και μέσα σ' αυτόν τελεσιουργούνται ανείπωτα στο μυστικό χώρο της ψυχής τα μυστήρια της πνευματικής ενώσεως και αγάπης με τρόπο θείο και θαυμαστό, αυτό το γνωρίζουν πολύ λαμπρά εκείνοι που εισάγονται σ' αυτόν με τη φεγγοβολή του φωτιστικού Πνεύματος.
92. Ποιός, Κύριε, Αγία Τριάς, όντας σε αυτή την κατάσταση, δε χαίρεται βλέποντας Εσένα που είσαι ο βασιλεύς και παντοτινός κυβερνήτης και διανεμητής κάθε καλού και αγαθού και πλούσια πηγή τους; Και ποιός, προτού δει την παντοκρατορική κυριαρχία Σου, μπορεί να χαίρεται με αληθινή χαρά; Κανένας βέβαια. Γι' αυτό είναι πράγματι μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά(Ματθ. 5, 8), επειδή αυτοί σε βλέπουν με τα μάτια της ψυχής, Εσένα που είσαι κατεξοχήν χαρά πνευματική.
Και δοκιμάζουν βέβαια μεγάλη χαρά και αγαλλίαση και γεμίζουν από αφόρητους έρωτες, αν και πολλές φορές παλεύουν και με σωματικές δυσκολίες και υποφέρουν από δαιμονικές προσβολές. Γιατί το πνευματικό φως που εκπέμπει το κάλλος του προσώπου Σου, Κύριε, είναι άπειρες φορές άπειρα ανώτερο από οποιαδήποτε κοσμική λύπη για εκείνον που φωτίζεται από αυτό με τη χάρη. Γι' αυτό προπορεύεσαι Εσύ, Κύριε, όλος γλυκύτητα, όλος επιθυμία, άγιος πόθος, ανέκφραστος έρωτας.
Γι' αυτό η αγάπη Σου αφήνει πληγωμένους από αφόρητα υπερφυσικά βέλη εκείνους που σε βλέπουν κατά κάποια έννοια. Γι' αυτό, οι ψυχές εκείνων που σε βλέπουν, ακολουθούν την οσμή των μύρων Σου και τρέχουν πίσω Σου με σφοδρή και ακατάβλητη ορμή, άρρητε Θεέ, και με κάθε τρόπο προσπαθούν να σε έλξουν προς τον εαυτό τους, νικημένες πάντως και λιώνοντας θαυμαστά από τον πόθο Σου(Άσμα 5, 16).
Γι' αυτό σε κρατούν αλησμόνητα στο νου, συνεπαρμένες από το θαυμαστό κάλλος Σου. Ή μάλλον, πρώτα Εσύ κατέχεις διαρκώς και πνευματικώς τις καρδιές τους νύχτα και μέρα, κι έτσι ο ύπνος πέταξε μακριά από τα βλέφαρά τους. Και η γλυκύτητα (...)* αλλά και όταν κοιμούνται, η καρδιά τους είναι άγρυπνη(Άσμα 5, 2), νιώθοντας αγαλλίαση, όπως λέει ο Προφήτης, πάνω στα κρεβάτια τους(Ψαλμ. 149, 5).
Βλέπουν επίσης και συνέχονται και δε γνωρίζουν τι θα γίνει. Και απορούν και εξίστανται για την ανείπωτη φαιδρότητα του προσώπου Σου, για τη μεγαλοσύνη της δόξας της αγιοσύνης Σου, για τις υπερκόσμιες αναβάσεις Σου και τις μυστικές αποκαλύψεις που νιώθουν μέσα τους, για τα μύρια απόρρητα και άφατα, πάγκαλα και πανάγαθα δώρα, Πατέρα, τα γύρω Σου (...)
Και είθε να στηρίξεις εκείνους που με ευθύτητα κατοικούν μαζί με το πρόσωπό Σου(Ψαλμ. 139, 14).
*Υπάρχει κενό στο κείμενο
http://amethystosbooks.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου