Συνέχεια από Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013
Barbara Hannah
2. Η Σ Κ Ι Α
‘Όταν έχουμε την εμπειρία του γεγονότος ότι το συνειδητό μας εγώ είναι μόνο ένας κάτοικος σε μια μικρή γωνιά μιας τεράστιας περιοχής, φυσικά θέλουμε να ξέρουμε κάτι και για τους άλλους κατοίκους. Πριν από τον Jung, όπως ξέρουμε, το ασυνείδητο – στον βαθμό που είχε ήδη αναγνωρισθή – εθεωρείτο κυρίως σαν καταπιεσμένο υλικό, το οποίο θα μπορούσε εξ ίσου καλά να είναι συνειδητό. Το τελευταίο ανταποκρίνεται αρκετά στην αλήθεια – τουλάχιστον θεωρητικά – όσον αφορά αυτό που ο Jung ονομάζει προσωπικό ασυνείδητο. Η σκιά – στις προσωπικές της πλευρές - έχει την κατοικία της σε αυτό το στρώμα· σε μερικά χωρία ο Jung ταυτίζει αυτά τα δύο (Σ. τ. Μ.: σκιά και προσωπικό ασυνείδητο), και η σκιά θα μπορούσε επομένως να ονομασθή ο πιο κοντινός μας γείτονας μέσα στην «τεράστια έκταση του αγνώστου» που μας περιβάλλει. Είναι φανερό ότι απαιτείται αξιόλογη γνώση της σκιάς, πριν να είμαστε σε θέση να ασχοληθούμε με το πρόβλημα των πιο μακρινών μορφών, περιλαμβανομένου και του animus.
Η σκιά είναι μια δευτερεύουσα μορφή μέσα σε κάθε έναν, η οποία είναι το ακριβές αρνητικό της συνειδητής προσωπικότητας. Συνήθως την βλέπει κανείς σαν κάτι κατώτερο, και, στην πιο συνηθισμένη της μορφή, αποτελείται από όλες τις αρνητικές ιδιότητες, που δεν θέλει κανείς να δη στον εαυτό του. Αλλά στην περίπτωση των ανθρώπων που ζουν χωρίς να έχουν αξιοποιήσει τις δυνατότητές τους, η σκιά μπορεί να περιέχη πολύ θετικές ιδιότητες, μέχρι και 80% καθαρό χρυσάφι, όπως είπε κάποτε ο Jung σε ένα σεμινάριο.
Στην προσωπικής της πλευρά, η σκιά δεν είναι στην πραγματικότητα δύσκολο να την αναγνωρίση κανείς – αν και αυτό αποτελεί ένα μακροχρόνιο, κουραστικό, και συχνά εξαιρετικά οδυνηρό εγχείρημα · η πραγματική δυσκολία προέρχεται από την μόλυνση της σκιάς με τις μορφές του συλλογικού ασυνειδήτου που βρίσκονται πίσω απ’ αυτήν. Αυτό αντιπροσωπεύει μια μεγάλη περιπλοκή του προβλήματος. Για παράδειγμα, άνθρωποι με ευαίσθητη συνείδηση, εάν κατορθώσουν να δουν λίγο την σκοτεινή πλευρά τους, μερικές φορές χάνουν κάθε αίσθηση του μέτρου, και αρχίζουν να αισθάνωνται υπεύθυνοι για τις πράξεις του ίδιου του διαβόλου! Επομένως, το να συνηθίσουμε να κάνουμε την διάκριση ανάμεσα στην προσωπική περιοχή και στις μεγάλες μορφές του συλλογικού ασυνειδήτου, είναι υψίστης σπουδαιότητας.
Η μορφή που βρίσκεται πιο κοντά στο εγώ και την σκιά είναι η anima ή ο animus. Ο Jung μιλάει συχνά για ένα είδος γάμου ανάμεσα στην σκιά και τονanimus, ο οποίος κάνει ένας συνδυασμό υπερβολικά ισχυρό για το αδύναμο συνειδητό εγώ. Στο σεμινάριο που έκανε το 1932 ασχολείται με αυτό το θέμα πολύ λεπτομερειακά, και παρατηρεί ότι μια γυναίκα θα πρέπει να κατέχη την σκιά της, δηλαδή να έχη συνείδηση της κατώτερης πλευράς της, για να είναι σε θέση να σχετισθή κάπως με τονanimus της. Οι άνθρωποι που νομίζουν ότι είναι πραγματικά υπέροχοι, και έτσι αρνούνται εντελώς την σκιά τους, είναι, όπως λέει κατά λέξη: «στην κ α τ ο χ ή του διαβόλου… έχουν καταβροχθισθή ολοκληρωτικά από τον animus, και ο animusπαχαίνει με αυτόν τον τρόπο, δυναμώνει από αυτήν την έξοχη τροφή, γίνεται τόσο ισχυρός ώστε μπορεί να πάρη στην κατοχή του το συνειδητό, και έτσι το συνειδητό περιέρχεται στην κυριαρχία του. Επομένως ο animus δεν θα πρέπει να συνδέεται με την σκιά, αυτή η σύνδεση θα πρέπει να διαλυθή, παρά το ότι φθάνει κανείς στον animus μέσω της σκιάς· γιατί δεν μπορεί κανείς να φθάση στονanimus εάν δεν δη την σκιά, εάν δεν δη τις κατώτερες πλευρές του. Από την στιγμή που θα δης την σκιά σου μπορείς να αποσπασθής από τονanimus ή την anima, αλλά όσο δεν την βλέπεις δεν έχεις το παραμικρό ίχνος δυνατότητας».
Για να το πούμε ακόμα πιο απλά: «Δεν έχεις το παραμικρό ίχνος δυνατότητας» επειδή ο animus και η σκιά είναι παντρεμένοι, επειδή το παιγνίδι είναι πάντα δύο προς ένα εις βάρος του συνειδητού εγώ. Θα δούμε παρακάτω, σε μια περίπτωση του ύστερου Μεσαίωνα τί σημαίνει από ψυχολογική πλευρά το «να κυριευθής από διαβόλους», και θα επιστρέψουμε επίσης αργότερα στον ρόλο της σκιάς στο πρόβλημα της επαφής με τον animus.
3. ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ANIMUS
Είναι πολύ γνωστό το γεγονός, αρκετά έξω από τους ψυχολογικούς κύκλους, ότι η ψυχή (anima) του άνδρα παρουσιάζεται συχνά σε προσωποποιημένη, θηλυκή μορφή. Αναφέρω μόνο την Βεατρίκη του Dante, την Laura του Πετράρχη και «Αυτή» του Rider Ηaggard. Αλλά το γεγονός ότι το πνεύμα της γυναίκας παρουσιάζεται σε αρσενική μορφή, μου φαίνεται ότι είναι πολύ λιγότερο γνωστό. Είχε κανείς βγάλει αυτό το συμπέρασμα με σαφήνεια προτού ο Jung αναγνωρίσει το αντίστοιχο της anima στο γυναικείο ασυνείδητο; Τώρα που έχουμε αντιληφθή την εμπειρική ύπαρξη αυτής της μορφής, αυτού του αυθόρμητου προϊόντος του ασυνειδήτου, μπορούμε να βρούμε ίχνη του σε πολλές περιοχές, αν και συχνά σε αρνητική μορφή. Οι δαίμονες που κυρίευαν τις γυναίκες, για παράδειγμα, ήταν συνήθως αρσενικού φύλου. Αναφέρω, για παράδειγμα, τον Ασμοδαίο, το κακό πνεύμα που κατείχε την Σάρρα στο βιβλίο του Τωβίτ της Παλαιάς Διαθήκης, και που σκότωσε τους επτά υποψήφιους συζύγους της, πριν ο Τωβίτ, με την βοήθεια του αγγέλου Ραφαήλ, εξορκίση το διαβολικό πνεύμα με την καρδιά και το συκώτι του ψαριού που είχε σκοτώσει. Επί πλέον, ο «μικρός αφέντης» των μαγισσών και ο «Μεγάλος Αφέντης» της μαγικής τους συνάθροισης, ήταν σχεδόν πάντα αρσενικοί.
Το γεγονός ότι ο χριστιανικός Θεός, ειδικά ο Προτεσταντικός, είναι αποκλειστικά αρσενικός, μπορούμε να υποθέσουμε ότι έκανε δυσκολώτερο για την γυναίκα παρά για τον άνδρα να αναγνωρίση το ατομικό της πνεύμα, επειδή ήταν πάντα σε κατάσταση προβολής, στην θετική του πλευρά, στο κυρίαρχο θρησκευτικό σύμβολο. Αυτή μπορεί να είναι μια από τις πολλές αιτίες, για τις οποίες η γυναίκα συνειδητοποίησε την ύπαρξη του αντίστοιχου αρσενικού της στοιχείου τόσους αιώνες αργότερα από τον άνδρα. Το αναφέρω αυτό σε συντομία, γιατί θα μας οδηγούσε πολύ μακριά από το θέμα μας να συνεχίσουμε επάνω σε αυτό το ζήτημα.
Θα έπρεπε να αναφέρουμε ότι σε παλαιότερες και πιο ειρηνικές εποχές, όταν το ασυνείδητο βρισκόταν σε αρμονική κατάσταση με την επικρατούσα θρησκεία, η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων μπορούσε να βρη την απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα – εάν ποτέ έφθαναν στο σημείο να εκφρασθούν – μέσα στα πλαίσια των αρχών της πίστης τους. Υπάρχουν πράγματι τυχεροί άνθρωποι σήμερα, που το ασυνείδητό τους ταιριάζει ακόμη στο πλαίσιο μιας καθιερωμένης θρησκείας, και αυτούς του ανθρώπους δε πρέπει με κανένα τρόπο να τους ενοχλήσουμε, επειδή, σε αυτές τις χαώδεις ημέρες, οποιοδήποτε είδος αληθινού στηρίγματος στον αόρατο κόσμο έχει ύψιστη αξία, όχι μόνο για τους ίδιους, αλλά και για το περιβάλλον τους.
Το δοκίμασα αυτό έντονα το περασμένο φθινόπωρο, όταν πήγα σε ένα καθολικό χωριό της Ελβετίας για ένα Σαββατοκύριακο. Αυτό το χωριό έχει ένα μεγάλο αριθμό από οικήματα για την ανάπαυση των Καθολικών, κυρίως για μοναχούς και μοναχές. Αμέσως δοκίμασα ένα αίσθημα της πιο ασυνήθιστης γαλήνης μέσα στο χωριό, που στην αρχή το απέδωσε στα κοπάδια τις αγελάδες, τα βουνά, τα στριμμένα φύλλα από το γλυκό φθινοπωρινό ήλιο. Αλλά, λίγο πιο πριν είχα περάσει τις διακοπές μου σε ένα μέρος όπου υπήρχαν όλα αυτά, χωρίς να δοκιμάσω τίποτε από αυτό το συναίσθημα εσωτερικής ασφάλειας. Η φίλη που ήταν μαζί μου έχει αρκετά έντονες αντιστάσεις απέναντι στην Εκκλησία, και συνέχεια μουρμούριζε για τους πολυάριθμους ιερείς και τις μοναχές που συναντούσαμε. Με έκπληξη λοιπόν την άκουσα να λέη ξαφνικά: «Ξέρω γιατί είναι τόσο γαλήνια εδώ· η θρησκεία τους πραγματικά συγκρατεί το ασυνείδητο αυτών των ανθρώπων. Δεν είναι διασπασμένοι εσωτερικά όπως εμείς». Αλλά όσο και εάν είναι επιθυμητή αυτή η κατάσταση, δυστυχώς είναι σήμερα μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Ιδιαίτερα οι άνθρωποι που πλησιάζουν την ψυχολογία υποφέρουν συνήθως από ένα είδος εσωτερικής δυσαρμονίας. Είναι αλήθεια ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτή η δυσαρμονία προβάλλεται στον εξωτερικό κόσμο: η δυσκολία είναι ότι δεν μπορούν να βρουν κάποιον τρόπο για να τα πάνε καλά με το περιβάλλον τους.
Θυμάμαι ότι ο καθηγητής Jung έλεγε πριν από 15 χρόνια, στην ακμή της άσκησης του επαγγέλματός τους, ότι σχεδόν κάθε ένας ερχόταν σ’ αυτόν για διαφορετική αιτία. Στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν αρκετό να δώση κάποια βοήθεια σε σχέση με τις εξωτερικές δυσκολίες, να ανοίξη τον ορίζοντα για μια νέα στάση απέναντι τους, για παράδειγμα, ή να υποδείξη μερικά πράγματα που είχαν παραμεληθή. Όπως επίσης τονίζει στα βιβλία του, (Βλέπε, για παράδειγμα, το έργο: «Δυο δοκίμια επάνω στην αναλυτική ψυχολογία», σ.σ. 113 κ.ε.), μόνο μια συγκριτικά μικρή μειονότητα ήταν προορισμένη να βαδίση στο δύσκολο εσωτερικό δρόμο της συμφιλίωσης με το συλλογικό ασυνείδητο, το «μακρύτερο από όλα τα μονοπάτια», όπως το ονομάζουν οι αλχημιστές. Αυτή την μειονότητα έχω στο μυαλό όταν μιλάω για το πρόβλημα της επαφής με τον animus.
Από την στιγμή που έχουμε καταλάβει καλά ότι έχουμε μια σκιά, και δεν προβάλλουμε πια με απλοϊκό τρόπο όλες μας τις κακές ιδιότητες στους δυστυχείς συνανθρώπους μας, και γνωρίζουμε επίσης ότι η συνείδησή μας είναι μια «άπειρα μικρή γωνία σε σύγκριση με την τεράστια έκταση του αγνώστου που βρίσκεται απέναντι μας», έχουμε κερδίσει ένα κομμάτι σταθερού εδάφους, από το οποίο μπορούμε να αρχίσουμε το έργο της γνωριμίας μας με τον animus ή την anima. Από την μια μεριά αυτές οι μορφές έχουν μια προσωπική όψη, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε για τον «animus μου» ή την «anima σου», και, από την άλλη, είναι κάτοικοι του συλλογικού ασυνειδήτου, έτσι ώστε μερικές φορές να φαίνεται πολύ πιο σωστό να μιλάμε για τ ο ν animus και τ η ν anima(Βλέπε: «Ψυχολογία της μεταβίβασης», γερμανική έκδοση, σ. 160. Άπαντα, τόμος 16, σ. 260). Σε καυγάδες μεταξύ δύο γυναικών, για παράδειγμα, το πράγμα συχνά μπλέκεται απελπιστικά εάν προσπαθήσουν να βρουν ποιος έφταιγε. Και όταν αρχίσουν να μελετούν ψυχολογία και πληροφορήσουν η μια την άλλη ότι είναι αρκετά πρόθυμες να παραδεχθούν ότι έφταιγε ο animus τ η ς ά λ λ η ς, το ζήτημα συνήθως πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Αλλά κάποια στιγμή όταν μπορέσουν να δουν ότι όλη η διαμάχη προετοιμάσθηκε από τ ο ν animus, και ότι και ο ι δ ύ ο ήταν λίγο ή πολύ θύματά του, μπορούν πολλές φορές να κερδίσουν ένα κομμάτι αντικειμενικού εδάφους, από το οποίο θα μπορούσαν να φθάσουν σε μια πραγματική κατανόηση.
Την άνοιξη του 1938 – προς το τέλος του σεμιναρίου του επάνω στον «Ζαρατούστρα – ο Jungαναφέρθηκε σε αυτό το ζήτημα αρκετά αναλυτικά. Μίλησε για την προβολή της σκοτεινής πλευράς, και για το ότι βλέπουμε τον διάβολο σε προβολή σε κάποιον άλλο άνθρωπο. Παρατήρησε ότι, στην ψυχανάλυση, ο ασθενής πείθεται σταδιακά ότι «δεν πρέπει να θεωρή τον κ. Τάδε σαν τον αρχιδιάβολο», που μπορεί να βλάψη σοβαρά την ψυχή του. Αλλά το πρώτο αποτέλεσμα του να δη κανείς αυτήν την προβολή είναι συχνά η ενδοβολή: ο ασθενής θεωρεί πως είναι ο ίδιος ο διάβολος. Δεν υπάρχει κανένα κέρδος από αυτό, επειδή ούτε ο ασθενής είναι ο διάβολος, και έτσι τα πράγματα ξαναγυρίζουν στην αρχική τους κατάσταση. Τότε ο ψυχαναλυτής πρέπει να πη: «Τώρα κοίταξε, παρά το ότι λες ότι δεν υπάρχει κανένας τρομερός διάβολος, υπάρχει τουλάχιστον ένα ψυχολογικό γεγονός, που θα μπορούσες να το ο ν ο μ ά σ η ς διάβολο», και συνεχίζει προτείνοντας ότι θα πρέπη κανείς να κατασκευάση ένα διάβολο, έτσι ώστε να έχει έτοιμη μια μορφή ή ένα δοχείο, στο οποίο να μπορή να συλληφθή η προβολή που γυρίζει πίσω. (Σημ.: Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι ο Jungμιλούσε για τον «Ζαρατούστρα» του Νίτσε και παρατηρούσε ότι, όπως ο Νίτσε είχε κατασκευάσει την εικόνα του Ζαρατούστρα, την φωτεινή όψη του Ταυτού, έτσι θα έπρεπε να είχε κατασκευάσει μια αντίστοιχη σκιώδη εικόνα, γιατί αλλοιώς αυτή η τελευταία θα επέστρεφε – όπως και έγινε πραγματικά – και θα διασκορπιζόταν μέσα στην ψυχή του. Φυσικά υπάρχει πάντα κάποιος κίνδυνος όταν παραπέμπουμε σε χωρία έξω από τα συμφραζόμενά τους).
Υπήρξε πάντοτε μια παγκόσμια «σύμπτωση απόψεων», σχεδόν σε κάθε μορφή ανθρώπινης κοινωνίας, όσον αφορά την πίστη σε κάποιο είδος προσωποποίησης του κακού «καθ’ εαυτό». Και είναι αναπόφευκτο, είτε να προβάλουμε συλλογικές δυνάμεις πάνω στους συνανθρώπους μας, ή να τις ενδοβάλουμε μέσα μας, εάν δεν παραδεχθούμε την πραγματικότητα των μορφών του συλλογικού ασυνειδήτου. Επομένως, μου φαίνεται πως έχει ζωτική σημασία να θυμώμαστε πάντα ότι ο animus- οσοδήποτε προσωπικά και αν των θεωρήσουμε – είναι ε π ί σ η ς μια μορφή του συλλογικού ασυνειδήτου.
Σε ένα άλλο σεμινάριο, ο Jung παρατήρησε ότι, αμέσως μόλις μια γυναίκα αρχίζει να ελέγχη τονanimus της ή ένας άνδρας την anima του, αντιμετωπίζουν το ένστικτο της αγέλης που βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο. Η αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου ήταν κατάσταση πλήρους ασυνειδητότητας, και αυτή παραμένει μέσα σε όλους μας μέχρι σήμερα. Αμέσως μόλις επιχειρήσουμε να ελευθερωθούμε από την κυριαρχία της anima ή του animus, μπαίνουμε σε μια καινούργια τάξη πραγμάτων, γεγονός που αποτελεί πρόκληση για την παλιά τάξη. Εάν ένα πρόβατο πηγαίνει μπροστά από το κοπάδι μόνο του, θα φαίνεται σαν λύκος για τα άλλα, και έτσι θα είναι εκτεθειμένο σε επιθέσεις. Επί πλέον, πριν καλά-καλά ελευθερωθής από έναν διάβολο, έχει όλους τους διαβόλους εναντίον σου. «Εάν ένας άνδρας κάνει μια μετριοπαθή προσπάθεια να θέση υπό έλεγχο την anima του, θα βρεθή την ίδια στιγμή σε μια κατάσταση, όπου δοκιμάζεται «ως το μεδούλι»· όλοι οι διάβολοι του κόσμου θα προσπαθήσουν να μπουν μέσα στην anima του, για να τον φέρουν πίσω στο αγκάλιασμα της Μητέρας Φύσης… Το ίδιο γίνεται με μια γυναίκα· όλοι οι διάβολοι σε ακτίνα 100 μιλίων θα προσπαθήσουν να την παρενοχλήσουν μέσω του animus».
Η αλήθεια αυτών των λόγων θα φανή καθαρά, νομίζω, σε κάθε γυναίκα που θα επιχειρήση σοβαρά να έρθη σε κάποια συμφωνία με τον animusτης. Οι άνθρωποι στο περιβάλλον της γοητεύονται, από την μια μεριά, από το ότι έχει κερδίσει μια σταθερή οπτική γωνία «επάνω από την θύελλα», αλλά, από την άλλη, το υποσυνείδητό τους, ιδιαίτερα ο animus, ενοχλείται από το ότι κάτι έχει επιτευχθή c o n t r a n a t u r a m (ενάντια στην φύση). Συνεπώς αυτή η γυναίκα βρίσκεται εκτεθειμένη στις πιο απροσδόκητες επιθέσεις, συνήθως πολύ παράλογου χαρακτήρα.
Όταν αντιμετωπίζουμε, πάντως, το γεγονός, ότι έχουμε συνείδηση μόνο μιας μικρής γωνίας της ψυχής μας, και ότι πρέπει να λογαριάσουμε μια άλλη θέληση ή άλλες θελήσεις μ έ σ α μ α ς, συνήθως αισθανόμαστε μόνοι απέναντι σε ένα πλήθος, πράγμα που μας φέρνει σύγχυση και απελπιστική αμηχανία. Η μεγαλύτερη βοήθεια σ’ αυτήν την σύγχυση συνήθως έρχεται από τα όνειρα, και εδώ έχει ύψιστη σημασία το να στραφούμε στην εμπειρία άλλων ανθρώπων, με σκοπό να γνωρίσουμε ό,τι είναι ήδη γνωστό για αυτό το σκοτεινό, άγνωστο βασίλειο, μέσα στο οποίο βρίσκεται η συνείδησή μας σαν μια μικρή νησίδα φωτός.
Είναι φανερό ότι ο animus σαν μια μορφή που έχει συγχρόνως και ατομικά και συλλογικά χαρακτηριστικά, είναι ιδιαίτερα κατάλληλος να παίξη τον ρόλο του συνδέσμου, ας πούμε, ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Είναι αλήθεια πως, καθώς τον γνωρίζουμε στην αρχή, φαίνεται συνήθως ελάχιστα πρόθυμος για έναν τέτοιο βοηθητικό ρόλο. Αυτό εξαρτάται πάρα πολύ από ατομικούς παράγοντες· μια γυναίκα που έχει θετική σχέση με τον πατέρα της, για παράδειγμα, συνήθως έχει κάποια υποκειμενική ετοιμότητα – μια έμφυτη κατάλληλη γι’ αυτό ψυχική δομή – για θετική εμπειρία με το αρσενικό φύλο και με τονanimus. Αλλά αυτό συχνά αντισταθμίζεται αργότερα στην πορεία της ζωής από ένα παράξενα διαβολικό animus, που την ύπαρξή του είχε παραβλέψει, και το αντίστροφο. Αυτό που δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε όταν καταγινώμαστε με τον animus είναι το ότι είναι δ ι π λ ό ς, έχει πάντα μια αρνητική και μια θετική πλευρά (πράγμα, που φυσικά ισχύει και για την anima).
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου