Γέροντα, κάποιος δεν έχη γευθή την χαρά της θυσίας, πώς μπορεί να
φθάση στην θυσία;
– Αν έρθη στην θέση του άλλου.
Προτιμότερο είναι για έναν ευαίσθητο άνθρωπο να σκοτωθή ο ίδιος μια φορά από αγάπη, για να προστατέψη τον πλησίον του, παρά να αμελήση ή να δειλιάση, και ύστερα να σφάζεται συνέχεια από την συνείδησή του σʹ όλη του την ζωή. Μια φορά, στον ανταρτοπόλεμο, τότε με τις επιχειρήσεις, οι αντάρτες μας είχαν αποκλείσει έξω από ένα χωριό και οι στρατιώτες θα έρριχναν κλήρο, ποιός θα πάη στο χωριό για εφόδια. «Θα πάω εγώ», είπα. Αν πήγαινε κάποιος άπειρος ή απρόσεκτος, μπορεί και να σκοτωνόταν και θα με έτυπτε μετά η συνείδηση. «Καλύτερα, σκέφτηκα, να σκοτωθώ εγώ, παρά να σκοτωθή ο άλλος και να με σκοτώνη η συνείδησή μου σε όλη μου την ζωή. Πώς θ᾿ αντέξω μετά; Θα μου λέη η συνείδησή μου: ʺΜπορούσες να τον γλυτώσης· γιατί δεν τον γλύτωσες;ʺ». Νήστευα κιόλας και ήμουν νηστικός..., τέλος πάντων. Οπότε μου λέει ο διοικητής: «Και εγώ προτιμώ να πάς εσύ που πιάνεις πουλιά στον αέρα, αλλά να τρώς, για να έχης αντοχή». Πήρα το όπλο και ξεκίνησα. Οι αντάρτες με πέρασαν για δικό τους και με άφησαν να περάσω. Πήγα στο χωριό, ανέβηκα σε ένα διώροφο σπίτι. Μια γριά που ήταν εκεί μου έδωσε εφόδια και γύρισα πίσω στην διλοχία. Την μεγαλύτερη χαρά την ένιωθα τον χειμώνα, εκεί μέσα στα χιόνια. Θυμάμαι, ξύπνησα ένα βράδυ· οι άλλοι κοιμόνταν. Το χιόνι είχε σκεπάσει τις σκηνές. Πάω, πιάνω τον ασύρματο και βγάζω το χιόνι από τις τρύπες του ασυρμάτου· βλέπω δούλευε. Τρέχω στον διοικητή και του το λέω. Εκείνο το βράδυ είκοσι έξι κρυοπαγημένους έβγαλα μέσα από το χιόνι με τον κασμά. Εγώ δεν έκανα τίποτε για τον Χριστό. Αν το 10% από όσα έκανα στον στρατό το έκανα για τον Χριστό, τώρα θα έκανα θαύματα! Γιʹ αυτό μετά στην καλογερική έλεγα: «Στον στρατό, για την πατρίδα ταλαιπωρήθηκα τόσο, για τον Χριστό τί κάνω;». Δηλαδή μπροστά στην ταλαιπωρία που πέρασα στον στρατό, στην καλογερική αισθανόμουν σαν να ήμουν βασιλόπουλο – άσχετα αν είχα ή δεν είχα παξιμάδι. Γιατί στις επιχειρήσεις ξέρεις τί νηστεία κάναμε; Τρώγαμε σπυρωτό χιόνι. Οι άλλοι έτρεχαν, έβρισκαν και κάτι να φάνε. Εγώ με τον ασύρματο δεν μπορούσα να μετακινηθώ. Μια φορά δεκατρείς μέρες ήμασταν νηστικοί. Μόνο μια κουραμάνα και μισή ρέγγα μας είχαν μοιράσει. Νερό έπινα από τις πατημασιές των ζώων. Και δεν ήταν και καθαρό βρόχινο αλλά λασπωμένο. Είχα πιεί μιά... πορτοκαλλάδα μια φορά!
Είχα σκάσει για νερό. Είδα μια πατημασιά ζώου γεμάτη κίτρινο νερό,
ήπια–ήπια... Οπότε μετά στην καλογερική, ακόμη και ζούδια να είχε το
νερό, μου φαινόταν μεγάλη ευλογία. Έμοιαζε τουλάχιστον μεον με νερό.
Αγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου
https://www.facebook.com/1566462536930889/photos/a.1566468196930323.1073741828.1566462536930889/1674340792809729/?type=3&fref=nf
Αγίου Παϊσίου Ἁγιορείτου
https://www.facebook.com/1566462536930889/photos/a.1566468196930323.1073741828.1566462536930889/1674340792809729/?type=3&fref=nf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου