(...) 50. Η Εικόνα, ως στερέωση και φανέρωση, ως χρωματικό άγγελμα του πνευματικού κόσμου, είναι από τη φύση της δουλειά εκείνου που βλέπει αυτό το κόσμο ως άγιο, και καταλαβαίνουμε συνακόλουθα ότι η τέχνη της Εικόνας (σύμφωνα με ότι στο βέβηλο λεξιλόγιο ονομάζεται τέχνη) είναι ο αποκλειστικός τομέας των Αγίων Πατέρων.
Η Εκκλησιαστική συνείδηση που εκφράστηκε με μεγάλη σαφήνεια στην Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο δεν έκρινε ορθό να καταστήσει τους εικονογράφους - με την καθαρή και υψηλή έννοια του όρου - μια ξεχωριστή κατηγορία. Την ενσωματώνει στην πλειονότητα των Αγίων Πατέρων, αλλά της αντιπαραβάλλει τους ζωγράφους Εικόνων με την ταπεινή έννοια: τους αντιγραφείς, συχνά ακόμη και απλούς χειροτέχνες – ζωγράφους που τους ονομάτιζαν ikonniki στη Ρωσία, και τους χαρακτήριζαν «μουτζουροτήδες» (bogomazy) επειδή παραμελούσαν το έργο τους. εννοείται πως μνημονεύοντας όλους αυτούς τους όρους ερμηνεύουμε την απόφαση της Συνόδου μέσα στη ρωσικά δεδομένα και δεν αντλούμε αυτό το λεξιλόγιο από τις Συνοδικές Πράξεις, οι οποίες λένε εξάλλου ρητά ότι η Εικόνα δεν είναι καρπός της ιδιοφυΐας του ζωγράφου, εφεύρεσις, μια επινόηση του καλλιτέχνη, αλλά ό, τι ζωγραφίζεται σύμφωνα με κανόνες και κατά την άψαυστη Παράδοση θεσμοθεσία και Παράδοσις της Οικουμενικής Εκκλησίας, ότι να συνθέτεις και να συντάσσεις δεν είναι έργο του ζωγράφου αλλά των Αγίων Πατέρων, κι ότι αυτοί εδώ κατέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα της σύνθεσης: διάταξις – οι ζωγράφοι μη έχοντας παρά αυτό της εκτέλεσης, την τεχνική: τέχνη.
51. Από τους πρώτους χρόνους της Χριστιανοσύνης η Εικόνα θεωρήθηκε ως αντικείμενο μη επιδεχόμενο αυθαίρετες τροποποιήσεις. Αυτή η αντίληψη ισχυροποιήθηκε στη διάρκεια της Ιστορίας και εκφράστηκε ρωμαλέα στις Συνοδικές αποφάσεις της Ρωσικής Εκκλησίας τον 16ο και 17ο αιώνα. Επικυρώθηκε από πολυάριθμες συλλογές αντιγράφων (podlinniki), τόσο εικονογραφημένων όσο και σχολιασμένων, των οποίων και μόνη η ύπαρξη αρκεί να αποδείξει τη σταθερότητα αυτή της εικονογραφικής παράδοσης και που οι κύριες θέσεις και οι θεμελιακές μορφές της ανάγονται σε πανάρχαιους χρόνους: στους πρώτους αιώνες της Χριστιανοσύνης.
Η προέλευση ορισμένων στοιχείων χάνεται στο βάθος των αιώνων της πρωτοχριστιανικής ιστορίας. καταλαβαίνουμε τις πολυάριθμες προειδοποιήσεις που μέσα στις συλλογές απειλούν με τις αιώνιες βασάνους αυτούς που θα αγιογραφήσουν Εικόνες όχι σύμφωνα με την Παράδοση αλλά σύμφωνα με την προσωπική φαντασία.
52. Οι λαϊκοί ιστορικοί και οι θετικιστές θεολόγοι βλέπουν εδώ ένα παράδειγμα του συντηρητισμού της εκκλησίας και μια γεροντίστικη προσκόλληση σε συνηθισμένες φόρμες και μεθόδους επειδή η δημιουργικότητα στέρεψε στην Εκκλησία, θεωρούν ότι αυτοί οι κανονισμοί εμποδίζουν την ανανέωση της ιερής τέχνης. Στην πραγματικότητα αυτή η ακατανοησία απέναντι στον συντηρητισμό της εκκλησίας είναι και ακατανοησία απέναντι στην καλλιτεχνική δημιουργία. Ο κανόνας δεν την παρεμπόδισε ποτέ. Οι κανονιστικές απαιτήσεις υπήρξαν η λυδία λίθος όπου πάνω της συντρίφτηκαν οι μηδαμινότητες αλλά αναδείχθηκαν τα αληθινά ταλέντα. Υψώνοντας τον καλλιτέχνη στο πνευματικό επίπεδο που είχε ήδη αγγίξει η ανθρωπότητα, η κανονιστική διάταξη απελευθερώνει τη δημιουργική ενέργεια για καινούρια επιτεύγματα, για καλλιτεχνικές εξάρσεις, και την απαλλάσσει από την αναγκαιότητα να επαναλαμβάνει κάτι ξεπερασμένο. Η απαίτηση να παραμείνουμε στην κανονιστική διάταξη ή για την ακρίβεια το δώρο από την ανθρωπότητα μιας κανονιστικής διάταξης στον καλλιτέχνη συνιστά απελευθέρωση κι όχι καταναγκασμό. Ένας καλλιτέχνης που μέσα στην άγνοιά του θα νόμιζε ότι μπορεί να δημιουργήσει ένα μεγάλο έργο δίχως κανονιστική διάταξη, μοιάζει με τον διαβάτη που ταράζει την ξηρά και που πιστεύει ότι αν περπατούσε στον αέρα θα έφτανε πιο μακριά παρ’ ότι πάνω στην ξηρά. Όντως, ο καλλιτέχνης που απορρίπτει έτσι την τέλεια μορφή, προσηλώνεται ασυνείδητα σε απομεινάρια και κομμάτια άλλων τύπων μορφής, τυχαίων όμως και λειψών, και χαρακτηρίζει αυτές τις ασυνείδητες αναπολήσεις «δημιουργία». Ο γνήσιος όμως καλλιτέχνης δεν επιθυμεί απαραίτητα να δημιουργήσει ένα προσωπικό έργο, αναζητεί την ομορφιά, την αντικειμενική ομορφιά, δηλ. την καλλιτεχνική έκφραση της αλήθειας των πραγμάτων μακριά από κάθε δική του προτίμηση, και λίγο νοιάζεται αν είναι ο πρώτος ή ο εκατοστός που μιλάει γι’ αυτήν την αλήθεια. Αρκεί να υπάρχει αλήθεια, και η αξία του έργου θα λάμψει από μόνη της. Όπως κάθε ζωντανή ύπαρξη αναρωτιέται αν ζει σύμφωνα με την αλήθεια κι όχι αν η ζωή της μοιάζει μ’ αυτήν του γείτονα, ο γνήσιος καλλιτέχνης ζει για την αλήθεια και πιστεύει ότι μια ζωή πιστή στην αλήθεια είναι πάντοτε ατομική και θεμελιακά μοναδική, δεν γίνεται όμως να είναι αληθινή παρά μονάχα στο διάγραμμα σύνολης της ιστορίας των ανθρώπων και όχι ως εξ’ επί τούτου επινοημένη. Ο καλλιτέχνης που εδράζεται στους καλλιτεχνικούς κανόνες της ανθρωπότητας που διαθέτει, βρίσκει τη δύναμη να ενσαρκώνει μια πραγματικότητα αυθεντικής θεωρίας και ξέρει καλά ότι το έργο του, αν είναι αυθόρμητο, δεν αναπαράγει εκείνο ενός άλλου, εξ’ άλλου τον ανησυχεί μονάχα πόσο είναι αληθινό. Να υιοθετήσουμε έναν κανόνα σημαίνει να νοιώσουμε ένα δέσιμο με την ανθρωπότητα και να αναγνωρίσουμε ότι δεν έχει ζήσει μέσα στην ματαιότητα ή χωρίς την αλήθεια κι ότι η δική της προσέγγιση της αλήθειας επαληθευμένη και αποκαθαρμένη από το σύνολο των λαών και των γενεών, έχει κατασταλάξει στους κανόνες.
53. Η πιο άμεση αποστολή είναι να καταλάβουμε το νόημα του κανόνα, να τον συλλάβουμε εσωτερικά σα μια σύνθεση του ανθρώπινου πνεύματος και αφού φτάσουμε με μεγάλη πνευματική ένταση αυτό το ανεβασμένο επίπεδο να αναρωτηθούμε: πώς μου φαίνεται λοιπόν εμένα, ατομικού καλλιτέχνη, η αλήθεια των πραγμάτων; Γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια να χύσουμε την ατομική μας νόηση σε κοινές ανθρώπινες φόρμες αποτελεί πηγή δημιουργικότητας. Απεναντίας, ο καλλιτέχνης που από αδυναμία και αλαζονεία αποφεύγει τις κοινές μορφές (έκφρασης) της ανθρωπότητας βρίσκεται σε ένα κατώτερο επίπεδο εκείνου που είχε ήδη επιτευχθεί, ένα επίπεδο όχι προσωπικό αλλά τυχαίο και ασύνειδο. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε πιο παραστατικό τρόπο, να βουτάς το δάχτυλό σου αντί για την πένα σου μέσα στο μελανοδοχείο δεν είναι σημάδι ούτε πρωτοτυπίας ούτε έμπνευσης, ακόμη κι αν η μέθοδος αυτή απέδωσε κάποια πονήματα. Όσο πιο δύσκολο και μακριά απ’ το καθημερινό είναι το αντικείμενο της τέχνης, τόσο μεγαλύτερη συγκέντρωση απαιτείται στον αντίστοιχο καλλιτεχνικό κανόνα, λόγω της ευθύνης που συνδέεται με μια τέτοια τέχνη, αλλά και του γεγονότος ότι η απαιτούμενη εμπειρία είναι ελάχιστα προσιτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου