HUGO VON HOFMANNSTHAL
Το ελληνικό τοπίο μπορεί να απογοητεύση, όπως είναι σήμερα, την πρώτη ματιά, αλλά μόνον την πρώτη. Η σημερινή Ελλάδα είναι μια αποδασωμένη χώρα, και γι’ αυτό υπάρχει μια ορισμένη σκληρότητα των περιμέτρων, που την περιπαίζει βέβαια το φως με τη δική του πνευματώδη, τρυφερή ζωή. Αναζητούμε όμως μάταια τους «ξεσηκωμένους λόφους», που γοήτευαν απ’ την ακροθαλασσιά προς το εσωτερικό της στεριάς τον Φαλμεράιερ, ή το πυκνό δάσος από ευγενείς καστανιές, πλατάνια και δρυς, με χιλιάδες θάμνους ανάμεσά τους, στο οποίο κατήλθε από μιαν επικίνδυνη πλαγιά. Αλλ’ οι ξεσηκωμένοι λόφοι βρίσκονταν στα περίχωρα της Τραπεζούντας· το πυκνό δάσος το κοίταζε απ’ τη ράχη του Άθωνα· μέχρι και σήμερα έχει η χερσόνησος του Βόλου, το προστατευμένο επιφύλαγμα της μητέρας του σουλτάνου επί αιώνες, τα περίφημά της δάση της καστανιάς· κι όλ’ αυτά βρίσκονται έξω απ’ την αληθινή Ελλάδα. Η Αττική είχε όμως πια ένα μοναδικό, μικρό δάσος, κι αυτό το πυρπόλησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, για να απομακρύνουν τον βασιλιά, του οποίου η έπαυλις βρίσκονταν στο μέσον· η κάποτε «πυκνόφυλλη Βοιωτία» είναι μια πετρώδης λεκάνη, μ’ ένα σιταροχώραφο, ένα άλσος ελαιών εδώ κι εκεί. Αλλ’ αυτό το σκληρό και ξηρό τοπίο φέρει στοιχεία ωραιότητας, που η ανάμνησή τους δεν σπαταλάται ποτέ.
Δεν πάτησα το έδαφος της Σπάρτης και είδα μόνον από μακριά τις κορφές του Ταΰγετου ν’ αστράφτουν διαμέσου του αέρα, αλλά διάβασα περισσότερο από μια φορά σε απόσταση χρόνων τις σελίδες, που έγραψε πάνω σ’ αυτό ο Maurice Barrés και που είναι οι πιο ωραίες στο ωραίο βιβλίο, που το ονομάζει «Ταξίδι προς τη Σπάρτη». Είναι το τέλειο παράδειγμα μιας περιγραφής, που είναι ενθουσιώδης και ταυτόχρονα συγκρατημένη. Απεικονίζουν συγχρόνως μιαν οροσειρά και την ψυχή ενός μη συνηθισμένου ανθρώπου, που παρατηρεί αυτήν την οροσειρά· οι αιχμές και τα βάραθρα του Ταΰγετου μιλούσαν σ’ αυτόν τον πολιτικό, αυτόν τον εγκεφαλιστή και ονειροπόλο, μια γλώσσα, που η ψυχή του είναι οργανωμένη να την εννοήση απολύτως. Τίποτα δεν είναι λιγότερο ασαφές ή αισθηματικό απ’ την ώθηση, που δέχεται απ’ το πρώτο κοίταγμα αυτής της οροσειράς· ο Ταΰγετος τον αγγίζει, όπως η ξαφνική όψη του ξίφους και του δόρατος τον νεαρό Αχιλλέα, που ήταν κρυμμένος ανάμεσα στις γυναίκες της Σκύρου. Η περιγραφή του είναι, όπως κάθε έργο ενός αληθινού συγγραφέα, μοναδική και αμετάφραστη. Αισθάνομαι, πόσο την καταστρέφω, και δεν μπορώ ωστόσο να μην αποθέσω εδώ, προς χάριν του αντικειμένου, τη μιαν αποφασιστική παράγραφο.
«Η κοιλάδα της Λακεδαιμονίας, μέσα στην οποίαν εκτείνεται σε πολύ πλατειά κοίτη χαλικιών ως ένας ασήμαντος ποταμός ο Ευρώτας, κλείνεται προς την ανατολή απ’ την οροσειρά του Μενελάιου, προς τη δύση απ’ τον Ταΰγετο· μετρά στο πλάτος μερικά χιλιόμετρα· επιδίδεται σε συστροφές· ανάμεσα σε σκληρούς λόφους κατακλίνονται πλευρικά γελαστές κοιλάδες· αυτό το εύκαμπτο, που καλεί την ψυχή, αυτό που φεύγει πάλι προς τα πέρα, συνδέεται καλώς με το υπέρυθρο Μενελάιο, που ανέρχεται σε παθητικά άνδηρα (εξώστες)· αλλά όλος αυτός ο ρομαντισμός υποχωρεί μπροστά στη γαλήνια μεγαλοπρέπεια του Ταΰγετου.
Ο Ταΰγετος στρατοπεδεύει πάνω σ’ ένα πανίσχυρο βάθρο, που προσφέρει στο μάτι πτυχές αμυδρότητας· στην κατώτερή του ζώνη χαράσσονται βαθειά φαράγγια, γεμάτα με κυανούν σκότος και δάση – και τον οπλίζουν προεξέχοντες σκόπελοι και ισχυρές επάλξεις. Αυτά τα ισχυρά προτειχίσματα εμφανίζονται, όπως ακριβώς κατά την επίθεση, μπροστά στην πεδιάδα, και βλέπεις να πέφτουν πολεμικά σαν αποθνήσκοντες ήρωες στις πλαγιές μεμονωμένα χωριά. Πάνω από ένα τέτοιο θεμέλιο υψώνονται φοβεροί απόκρημνοι βράχοι, πάνω απ’ αυτούς δραπετεύει, ως μια τρίτη ζώνη, η περιοχή των παγετώνων και των χιονοστιβάδων, και πάνω ακόμα κι απ’ αυτήν διευθετείται, στα ύψη, η αλυσίδα των απότομων κορυφών, αξιοθαύμαστη στην πολλαπλότητα των μορφών… Οποία δύναμη και οποίο μεγαλείο στην άνοδο αυτού του βουνού, πόσο ήσυχα πιέζει το βάρος του πάνω στην πεδιάδα, που περιπλέκει ψιθυρίζοντας με ηδονή τα πόδια του, και πώς τινάζεται σε επτά χιονώδεις κορυφές προς τον ουρανό! Ποτέ δεν θα μπορέση να παραστήση επαρκώς η τόλμη ενός συγγραφέα αυτήν τη λάμψη κι αυτήν τη δύναμη σ’ αυτό που βαραίνει, ποτέ αυτά τα αποφασισμένα, έντονα, απορρίπτοντα κάθε ανάμεικτο τόνο χρώματα, ποτέ τις μεγαλοπρεπείς πραγματικές διαφορετικότητες, που διαβαθμίζονται με αταραξία απ’ την περιοχή που κατοικούν οι ανθισμένες πορτοκαλιές μέχρι τον σπινθηροβόλο παγετώνα η μια μετά την άλλη…»
Δεν θέλω να αναλάβω, να θέσω την απόπειρα μιας δεύτερης περιγραφής, που θα είχε το ηρωϊκό του ελληνικού τοπίου ως αντικείμενο, δίπλα σ’ αυτές τις γραμμές, που τα λένε όλα, όσα μπορεί να πη κανείς, χωρίς να παρεκκλίνη στο ρομαντικό, γι’ αυτό το τοπίο· και είναι βέβαια οι πλαγιές του Ταΰγετου, όπου τοποθετεί η φαντασία μας – κι αυτή του Γκαίτε – τον γάμο του Φάουστ με την Ελένη. Δοκίμασα όμως μια φορά, να περιγράψω ένα ηπιώτερο στοιχείο αυτού του τοπίου, και μάλιστα ένα, που επαναλαμβάνεται συχνότερα , έτσι ώστε να αισθάνεται, όποιος έχει ταξιδέψει στην Ελλάδα, την ανάμνηση αυτού ή εκείνου του τοπίου που επιθυμεί: εννοώ την εσπερινή προσέγγιση σ’ ένα μοναχικά τοποθετημένο ανδρικό μοναστήρι, και θέλω να ανακαλέσω σε μένα και σ’ αυτούς, που διαβάζουν αυτές τις γραμμές, εκείνην την κοντινή ακόμα στο τρυφερό βίωμα περιγραφή.
«…Είχαμε ιππεύσει αυτήν την ημέρα εννιά ή δέκα ώρες, και δεν είχαμε συναντήσει τίποτα στην επίπεδη πετρώδη λεκάνη του ανηφορίζοντος υψιπέδου παρά έναν βοσκό εδώ κι εκεί, με τα πρόβατά του, ή μια χελώνα ανάμεσα σε μικρούς ευωδιάζοντες θάμνους, που διέσχιζε τον δρόμο. Κατά το εσπέρας φάνηκε μακριά ένα χωριό, αλλά το προσπεράσαμε. Έφταναν τώρα κωδωνοκρουσίες κοπαδιών από μακριά και κοντά, τα μουλάρια προχωρούσαν ζωηρότερα και αναρροφούσαν την ευωσμία, που μας προϋπαντούσε απ’ τη στενεύουσα κοιλάδα: από ακακίες, από χαμοκέρασα και θυμάρι. Αισθανόσουν, πώς έκλειναν τα κυανά βουνά και πώς ήταν αυτή η κοιλάδα το τέλος όλου του δρόμου. Ιππεύαμε επί μακρόν ανάμεσα σε δυό φράχτες από αγριοτριανταφυλλιές, μετά ανάμεσα σε χαμηλά τείχη· από πίσω υπήρχαν καρποφόροι κήποι· ένας ηλικιωμένος άντρας υδροβατούσε, μ’ ένα κλαδευτήρι στο χέρι, μέχρι το στήθος μέσα σε ανθισμένους φράχτες τριανταφυλλιών. Το μοναστήρι έπρεπε να είναι εντελώς κοντά, και εκπλησσόσουν, να μην το βλέπης: τότε ανοίχτηκε στο τείχος στ’ αριστερά μια μικρή πόρτα, και στην πόρτα ακουμπούσε ένας μοναχός. Ήταν νέος, είχε μιαν ξανθή γενειάδα, με μιαν τομή, που θύμιζε βυζαντινές προσωπογραφίες, μια γρυπή μύτη, ανήσυχα γαλανά μάτια· μας χαιρέτησε, κλίνοντας κι απλώνοντας τα χέρια. Αφιππεύσαμε, κι αυτός προηγήθηκε. Περπατήσαμε σ’ έναν διάδρομο, σ’ ένα δωμάτιο, βγήκαμε στον εξώστη του δωματίου και είδαμε, πως βρισκόμασταν στο μέσον του μοναστηριού: το μοναστήρι ήταν χτισμένο μέσα στο βουνό, και το δωμάτιό μας, που ήταν ισόγειο εισερχόμενοι απ’ τον κήπο, βρίσκονταν εδώ δυό ορόφους ψηλά στην αυλή της μονής. Η παλιά εκκλησία, με τη λάμψη της εσπέρας στα χιλιόχρονα υπέρυθρα τείχη και τους τρούλλους της, έκλεινε τη μια πλευρά, κι οι άλλες τρεις σχηματίζονταν από κατοικήματα, όπως αυτό που στεκόμασταν, κι οι μικροί εξώστες ήταν ανοιχτοκύανοι ή κιτρινωποί ή χλωμοπράσινοι. Όλα ανέπνεαν ειρήνη και μια γλυκασμένη από ευωδία χαρά. Κάτω μουρμούριζε μια βρύση. Μοναχοί, με μαύρα μακριά ενδύματα, με το ψηλό μαύρο κάλυμμα της κεφαλής πάνω απ’ τα ωραία πρόσωπα, που τα περιέβαλε μια μαύρη σαν την έβενο γενειάδα, μετέβαιναν μέσα απ’ την αυλή, εξαφανίζονταν στην πόρτα της εκκλησίας, ακουμπούσαν στους εξώστες, κατέρχονταν μιαν ανοιχτή κλίμακα. Στην εκκλησία άρχισαν να άδουν ημίφωνες φωνές ψαλμούς, σύμφωνα με μιαν παμπάλαια μελωδική. Οι φωνές ανυψώνονταν και χαμήλωναν, ήταν κάτι το ατελεύτητο, εξίσου μακριά από θρήνο κι από απόλαυση, κάτι το πανηγυρικό, που επιθυμούσε να ηχήση έτσι απ’ την αιωνιότητα και πέρα μακριά στην αιωνιότητα· πάνω απ’ την αυλή, επανέψαλαν νεαρές φωνές τη μελωδία… Είμασταν στο μέσον του παρόντος· αυτό που μας περιέβαλε, ήταν τα ιερά έθιμα της ανατολικής χριστιανικής εκκλησίας. Αλλ’ οι χειρονομίες, το μεγαλείο, ο ήχος της φωνής, ο ρυθμός ακόμα της υπόκλισης: της προσκύνησης (der Proskynese) – αυτό είναι το Βυζάντιο κι είναι παλιότερο απ’ το Βυζάντιο. Οι γκιώνηδες καλούσαν έξω στον κήπο· τα τζιτζίκια μεγαλοφωνούσαν· εκεί που βρίσκονταν ο αποσπερίτης, εκεί έλαμπε αόρατος πίσω από σκοτεινά βουνά ο Παρνασσός, κι εκεί – στην πλευρά του βουνού – βρίσκονταν οι Δελφοί. Πουθενά δεν είμασταν πιο απομακρυσμένοι απ’ τη λάμψη εκείνου του βυθισμένου εθνικού κόσμου και ποτέ στην πραγματικότητα τόσο ψηλαφητά κοντά του· κι όταν εμφανίστηκε σ’ ένα παράθυρο το κεφάλι ενός αγοριού του μοναστηριού, ενός αληθινά ωραίου, χαριέντως αυτοσυνείδητου, του ίδιου, που είχε επαναψάλει πριν την ιερή μελωδία, τότε δεν υπήρχε τίποτα πλησιέστερο, απ’ το να ανταλλάξουμε αυτόν τον ιερομαθητή μ’ έναν άλλον, και να μετενδύσουμε μ’ αυτά εδώ τα έθιμα, που ήταν για μας μυστηριώδη κι ωστόσο αντιληπτά, μιαν άλλη μορφή, και ποτέ δεν ήταν τόσο κοντά να την αγγίξουμε μια χίμαιρα τουλάχιστον της υψηλής αρχαιότητας, όπως εκεί που πιστέψαμε σ’ αυτό το φωκαϊκό προαύλιο του ναού πως βλέπουμε το αγόρι τον Ίωνα του Σοφοκλή για μια στιγμή ενσαρκωμένο μπροστά μας και πως αναπνέουμε έναν μ’ αυτό αέρα».
(Μετάφραση του πρώτου μέρους του βιβλίου: Hugo von Hofmannstahl, Augenblicke in Griechenland, με τον τίτλο Griechenland – Ελλάδα,των εκδόσεων Insel, 2001)Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου