«Το χάρισμα της διοράσεως ποτέ δεν το είχα επιθυμήσει. Ούτε, όταν το έλαβα, προσπάθησα να ‘‘προχωρήσω’’, δηλαδή να το καλλιεργήσω. Δεν του έδωσα σημασία. Ούτε ζήτησα ποτέ απ’ τον Θεό να μου αποκαλύψει κάτι, γιατί νομίζω ότι αυτό είναι αντίθετο από το θέλημά Του.
Αλλά, μετά, αφού έλαβα το χάρισμα, άλλαξα εντελώς: Η ζωή μου, όλο χαρά και αγαλλίαση! Ζούσα μες στ’ άστρα, μες στο άπειρο, ψηλά στον ουρανό! Πρώτα, δεν ήμουν έτσι. Από τότε που αισθάνθηκα την Χάρη του Θεού, όλα τα χαρίσματα πολλαπλασιάσθηκαν.
Έγινα έξυπνος. Έμαθα ‘‘Τριαδικούς Κανόνες’’, τον ‘‘Κανόνα του Ιησού’’, άλλους Κανόνες. Μόνο που τους διαβάζανε και τους ψάλλανε στην Εκκλησία, εγώ τους μάθαινα απ’ έξω! Το Ψαλτήρι, το έλεγα απ’ έξω! Πρόσεχα κι’ ορισμένους Ψαλμούς που ταιριάζανε τα λόγια τους, να μην τους μπερδέψω. Όντως, άλλαξα! ‘‘Έβλεπα’’ πολλά πράγματα, αλλά δεν μιλούσα. Δηλαδή, δεν είχα το δικαίωμα να το πω, δεν είχα ‘‘πληροφορία’’. Όλα τα έβλεπα, όλα τα πρόσεχα, όλα τα ήξερα!
Απ’ τη χαρά μου, δεν πατούσα στη γη! Τότε, ‘‘άνοιξε’’ η μύτη μου και μύριζα τα πάντα, ‘‘άνοιξαν’’ τα μάτια μου, ‘‘άνοιξαν’’ τ’ αυτιά μου! Από μακριά, τα καταλάβαινα. Τα ζώα, τα πουλιά, τα ξεχώριζα όλα! Ήξερα, απ’ το κελάηδημα, αν είναι κότσυφας, αν είναι σπουργίτι, αν είναι σπίνος, αν είναι αηδόνι, αν είναι κομπογιάννηδες, αν είναι τσίχλες. Όλα τα πουλάκια τα καταλάβαινα απ’ τη φωνή τους. Τη νύκτα, ξημερώνοντας, χαιρόμουνα την συναυλία που έκαναν τ’ αηδόνια, τα κοτσύφια, όλα, όλα!…
Έγινα άλλος, καινούργιος, διαφορετικός! Ό,τι έβλεπα, το έκανα προσευχή. Το γύριζα στον εαυτό μου. Γιατί το πουλί να ψάλλει και να δοξολογεί τον Πλάστη; Ήθελα να το κάνω κι’ εγώ!
Το ίδιο και με τα λουλούδια. Τα λουλούδια, τα καταλάβαινα απ’ τις μυρουδιές και το άρωμά τους το άκουγα από μισή ώρα μακριά! Παρατηρούσα τα χόρτα, τα δέντρα, τα νερά, τα βράχια.
Ααα!... Με τα βράχια, μιλούσα! Πόσα είχαν δει, αυτά! Τα ρωτούσα, και μου ‘‘λέγανε’’ όλα τα ‘‘μυστικά’’ των Καυσοκαλυβίων! Κι’ εγώ, συγκινιόμουν και κατανυγόμουν. Τα έβλεπα όλα με την Χάρη του Θεού. Έβλεπα, αλλά δεν μιλούσα. Συχνά, πήγαινα στο δάσος. Πολύ μ’ ενθουσίαζε να περπατώ ανάμεσα στις πέτρες και τα σχοίνα, τα μικρά και τα μεγάλα δέντρα…».
ΟΣΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ (1906–1991)
https://www.facebook.com/groups/44307016564/?fref=nf