Τι είναι η σύγχρονη τέχνη; Ένα συνονθύλευμα ανοησιών όπου ο καθένας μπορεί να προσθέσει το δικό του σκουπίδι μιας και κανένα κριτήριο δεν είναι πλέον ασφαλές ώστε να καταλάβουμε εάν όντως πρόκειται για τέχνη ή για σκουπίδια; Ή μήπως πρόκειται για ένα πεδίο εκτόνωσης όπου συγκεντρώνονται τα καλλιτεχνικά παραδείγματα όσων –από το Λάγος έως το Βελιγράδι, την Αθήνα και το Γκουανγκτζού– επιχειρούν εναγωνίως να αποδείξουν ότι συμμετέχουν στον παγκόσμιο στίβο του σύγχρονου πολιτισμού;
Ό,τι κι εάν συμ­βαί­νει ένα είναι σί­γου­ρο. Στην τέχνη μοιά­ζει να πα­ρα­χω­ρή­θη­κε πλέον το δι­καί­ω­μα να ασκεί ελεύ­θε­ρα την κρι­τι­κή της προς οτι­δή­πο­τε θε­ω­ρή­θη­κε ότι πε­ριο­ρί­ζει την αν­θρώ­πι­νη ελευ­θε­ρία: θρη­σκεία, στε­ρε­ό­τυ­πα, πα­τριαρ­χία, γνώση, ηθική, γλώσ­σα, πο­λι­τι­κή. Τι έχει λοι­πόν συμ­βεί; Βρέ­θη­κε το τρωτό ση­μείο του όψι­μου κα­πι­τα­λι­σμού; Ανα­κα­λύ­φθη­κε επι­τέ­λους μια ρωγμή στο σύ­στη­μα όπου το ανα­γκά­ζει να ανέ­χε­ται την οξύ­τα­τη κρι­τι­κή από μια χού­φτα τολ­μη­ρών αν­θρώ­πων που στρέ­φουν ενα­ντί­ον του τα αιχ­μη­ρά τους ξίφη;
Αυτό μοιά­ζει να πι­στεύ­ει ο συρ­φε­τός όσων πε­ρι­φέ­ρο­νται στον «κόσμο» της σύγ­χρο­νης τέ­χνης -λι­γό­τε­ρο οι καλ­λι­τέ­χνες και πε­ρισ­σό­τε­ρο διά­φο­ροι επι­με­λη­τές, «θε­ω­ρη­τι­κοί», τε­χνο­κρι­τι­κοί, ιστο­ρι­κοί τέ­χνης, επα­ΐ­ο­ντες, φι­λό­τε­χνοι, σύμ­βου­λοι και υπεύ­θυ­νοι ιδρυ­μά­των, χώρων τέ­χνης και συλ­λο­γών, ορ­γα­νω­τές εκ­θέ­σε­ων ή όλα αυτά μαζί. Οι άν­θρω­ποι αυτοί, έχουν ένα πρώτο κοινό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό: εφό­σον ασχο­λού­νται με την τέχνη θε­ω­ρούν συχνά υπο­χρέ­ω­σή τους να αντι­με­τω­πί­ζουν τον ίδιο τους τον εαυτό ως έργο τέ­χνης. Και καθώς η σύγ­χρο­νη τέχνη εκλαμ­βά­νε­ται, απλώς, ως μια εξε­ζη­τη­μέ­νη μορφή έκ­φρα­σης, μια εκ­ζή­τη­ση και στη δική τους εμ­φά­νι­ση είναι απα­ραί­τη­τη. Νιώ­θουν επί­σης το κα­θή­κον να ανα­φέ­ρο­νται σε στο­χα­στές με σύν­θε­το έργο, χωρίς κά­ποια ει­δι­κή ιε­ράρ­χη­ση -από τους εκ­προ­σώ­πους της γαλ­λι­κής σκέ­ψης μιας πα­λαιό­τε­ρης γε­νιάς, όπως ο Φουκώ και ο Ντε­λέζ, έως τον Νι­κο­λά Μπου­ριώ αλλά και την αμε­ρι­κα­νί­δα Τζού­ντιθ Μπά­τλερ, τη βελ­γί­δα Σα­ντάλ Μουφ ή τον ιν­δι­κής κα­τα­γω­γής Χόμι Μπά­μπα. Κι εκεί­νο που συ­νή­θως υπο­στη­ρί­ζε­ται μέσω αυτών των ανα­φο­ρών είναι η πο­λι­τι­κή στρά­τευ­ση της σύγ­χρο­νης τέ­χνης, ο επι­θε­τι­κός και κρι­τι­κός της λόγος, η ανα­τρε­πτι­κή της διά­θε­ση.
«Κα­τα­στρέψ­τε την Αθήνα!» ήταν το τί­τλος της πρώ­της μπιε­νά­λε της πρω­τεύ­ου­σας το 2007, ση­μείο κα­μπής για την προ­βο­λή της Ελ­λά­δας ως πο­λι­τι­στι­κής δύ­να­μης στον χάρτη της σύγ­χρο­νης τέ­χνης -τα Τί­ρα­να και η Ιστα­μπούλ είχαν προη­γη­θεί. Το σύν­θη­μα είχε βε­βαί­ως συμ­βο­λι­κό χα­ρα­κτή­ρα: ό,τι έπρε­πε να κα­τα­στρα­φεί ήταν η στε­ρε­ό­τυ­πη ει­κό­να της Αθή­νας. Κι ο συρ­φε­τός που πε­ρι­γρά­φτη­κε κι­νη­το­ποι­ή­θη­κε υπερ­θε­μα­τί­ζο­ντας ή κα­τα­κρί­νο­ντας, έχει λίγη ση­μα­σία. Και η Αθήνα –καθώς κι ολό­κλη­ρη η Ελ­λά­δα– άρ­χι­σε πράγ­μα­τι να κα­τα­στρέ­φε­ται, ακόμη πιο συ­στη­μα­τι­κά από πριν.
Κι εδώ εμ­φα­νί­ζε­ται το πα­ρά­δο­ξο. Όσο η πραγ­μα­τι­κή Αθήνα κα­τα­στρέ­φο­νταν μέσω της απο­κα­λού­με­νης οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης –εδώ η μπιε­νά­λε, έστω και ακου­σί­ως, στό­χευ­σε σωστά– τόσο η συμ­βο­λι­κή Αθήνα, η Αθήνα της σύγ­χρο­νης τέ­χνης οι­κο­δο­μού­νταν με ταχύ ρυθμό. Δυο εν­δει­κτι­κά γε­γο­νό­τα το απο­δει­κνύ­ουν. Τις προη­γού­με­νες ημέ­ρες οι υπεύ­θυ­νοι της Μπιε­νά­λε της Αθή­νας βρα­βεύ­τη­καν από το Ευ­ρω­παϊ­κό Ίδρυ­μα για τον Πο­λι­τι­σμό (με 25.000 ευρώ, εκτός των άλλων διότι «άντε­ξαν» παρά την «τε­ρά­στια μεί­ω­ση χρη­μα­το­δό­τη­σης» -προ­φα­νώς ο κό­σμος της σύγ­χρο­νης τέ­χνης ανθεί πα­γκο­σμί­ως: οι 600.000 ευρώ που πα­ρα­χω­ρή­θη­καν από το ΕΣΠΑ για τη διορ­γά­νω­ση της τέ­ταρ­της μπιε­νά­λε της Αθή­νας, εκλαμ­βά­νο­νται ως «ψί­χου­λα»). Κατά δεύ­τε­ρο, ο νέος καλ­λι­τε­χνι­κός διευ­θυ­ντής της Ντο­κου­μέ­ντα του Κάσελ απο­φά­σι­σε η Αθήνα να απο­τε­λέ­σει το 2017 το δεύ­τε­ρο τόπο φι­λο­ξε­νί­ας έργων της έκ­θε­σης. Τα σχό­λια είναι εδώ ομο­θύ­μως δο­ξα­στι­κά. Η Αθήνα είναι τώρα στο επί­κε­ντρο. Η ανα­τρο­πή που ευαγ­γε­λί­ζε­ται η σύγ­χρο­νη τέχνη απο­κτά πλέον υπό­στα­ση.
Αλλά για ποιαν ανα­τρο­πή πρό­κει­ται; Τι μπο­ρεί να ανα­τρέ­ψει μια τέχνη που υπο­στη­ρί­ζε­ται σε τέ­τοιο βαθμό από ιδιω­τι­κούς οι­κο­νο­μι­κούς κο­λοσ­σούς ή κρα­τι­κούς φο­ρείς που, κα­νο­νι­κά, θα έπρε­πε να βρί­σκο­νται στο στό­χα­στρο οποιασ­δή­πο­τε ανα­τρε­πτι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας ακρι­βώς επει­δή συ­ντη­ρούν ό,τι θα έπρε­πε να ανα­τρα­πεί; Μήπως, απλώς, πρό­κει­ται για μια ανα­τρο­πή των πα­ρα­δο­σια­κών δι­κτύ­ων ανταλ­λα­γής προς όφε­λος νέων, ακρι­βώς επει­δή η ανα­ζω­ο­γό­νη­ση, η επέ­κτα­ση προς και­νού­ρια πεδία απο­τε­λεί τον κα­λύ­τε­ρο τρόπο όχι ανα­τρο­πής αλλά, αντι­θέ­τως, ανα­κύ­κλω­σης, δη­λα­δή δια­τή­ρη­σης, του υπάρ­χο­ντος -οποιου­δή­πο­τε υπάρ­χο­ντος;
Το πρό­βλη­μα αυτό μοιά­ζει να μην απα­σχο­λεί καν όσους, ως «πα­ρά­γο­ντες», σου­λα­τσά­ρουν ανέ­με­λα στους λα­βυ­ρίν­θους των θε­σμι­κών εκ­θέ­σε­ων σύγ­χρο­νης τέ­χνης. Εδώ ανθεί επί­σης η εθε­λο­ντι­κή, δη­λα­δή η απλή­ρω­τη, ερ­γα­σία όσων την προ­σφέ­ρουν αδια­μαρ­τύ­ρη­τα με την μά­ταιη ελ­πί­δα η απο­κτού­με­νη εμπει­ρία να απο­τε­λέ­σει δια­βα­τή­ριο ερ­γα­σί­ας για την αγορά του πο­λι­τι­σμού. Όμως σε αυτό το χώρο η θέ­σεις αγ­γί­ζουν σή­με­ρα το μηδέν. Κι όσες υπάρ­χουν, κα­τα­λαμ­βά­νο­νται από εκεί­νους ακρι­βώς που με ημια­φο­μοιω­μέ­να θε­ω­ρη­τι­κά πα­ρα­θέ­μα­τα, έν­δει­ξη ενός από­λυ­του επαρ­χιω­τι­σμού, προ­σκολ­λη­μέ­νοι άκρι­τα σε θε­σμι­κούς ιθύ­νο­ντες, συλ­λέ­κτες, χο­ρη­γούς, επι­χει­ρη­μα­τί­ες, δί­κτυα επι­κοι­νω­νί­ας και δια­φή­μι­σης επι­χει­ρη­μα­το­λο­γούν υπέρ του ανα­τρε­πτι­κού χα­ρα­κτή­ρα της σύγ­χρο­νης τέ­χνης συμ­βάλ­λο­ντας έτσι μέσα από μια ρη­το­ρι­κή περί συμ­βο­λι­κής κα­τα­στρο­φής των στε­ρε­ό­τυ­πων ει­κό­νων στην κα­τα­στρο­φή της πραγ­μα­τι­κήςζωής των αν­θρώ­πων.
*Πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό «Μετρό» τεύ­χος 1, ο τί­τλος ανή­κει στη Σύ­ντα­ξη.   
http://rproject.gr/article/stis-syghronis-tehnis-tin-olomayri-rahi