Συνέχεια από Σάββατο, 31 Αυγούστου 2013
Henri de Lubac
Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)
Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)
Ούτε πρόκειται να αμφισβητήσουμε εννοείται την ειλικρίνεια του σε συνειδητό επίπεδο. Ο μοναχικός του SilsMaria πιστεύει αληθινά πώς το συγκινησιακό σοκ που τον τάραξε τόσο βαθειά, ήταν προϊόν επαφής με μία υπέροχη πραγματικότητα και πώς αυτή η επαφή τον άνοιγε σ’έναν κόσμο εντελώς καινούργιο, ο οποίος προσφερόταν σ’αυτόν σαν Χάρη. Όμως στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτε άλλο από το να οικοδομήσει, με κάθε κόστος, έναν αναπληρωματικό μυστικισμό, για να γεμίσει το τρομακτικό κενό που του είχε αποκαλυφθεί. [Όπως ακριβώς συνέβη και με τον Φλωρένσκυ]. Η αληθινή του εμπειρία, η εμπειρία που κατευθύνει εκείνη που μόλις αναλύσαμε είναι άλλης φύσεως. Είναι εκείνη την οποία ο ίδιος αναστοχαζόμενος ονόμασε «ο θάνατος του Θεού». Στις λίγες σελίδες της χαρούμενης επιστήμης που συνδέονται μ’αυτή την εμπειρία, έχουμε τον πυρήνα, το μητρικό μόριο, της σκέψης του. Συνιστούν το κλειδί όλων όσων ακολούθησαν. Έ λοιπόν, πρόκειται για μία καθαρά αρνητική εμπειρία. Ακριβώς το αντίθετο εκείνης της συνάφειας που θέλησε να ξαναβρεί στην συνέχεια με κάθε θυσία, από την στιγμή που χωρίς αυτή ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει. Για να ξεφύγει από την απελπισία που γεννήθηκε από το καθοριστικό ΟΧΙ, παρότι διατηρεί λοιπόν εκείνο το όχι χωρίς να υποχωρήσει σε τίποτε, επινοεί την Αιώνια επιστροφή.
«Προκειμένου να σας ανοίξω όλη μου την καρδιά φίλοι: εάν υπήρξαν ποτέ Θεοί, πώς θα μπορούσα να ανεχθώ να μην είμαι Θεός!» Ας μην αποδώσουμε σ’αυτές τις λέξεις οποιαδήποτε χυδαία σημασία, ας κρατήσουμε όμως την εξομολόγηση. Πρέπει ο Θεός να πεθάνει ώστε να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από μία ανυπόφορη πλέον υποταγή και να μεταμορφωθεί σε υπεράνθρωπο. Τέλος σε μία αποφασιστική συνείδηση, το γεγονός συντελείται. «Ο Θεός πέθανε. Ανώτεροι άνθρωποι, αυτός ο Θεός ήταν ο μεγαλύτερος σας κίνδυνος. Από τότε που κείται στον τάφο, είστε στ’αλήθεια αναστημένοι». (Ζαρατούστρα, στα μακάρια νησιά).
Αυτόν τον ελευθερωμένο άνθρωπο, τον αναστημένο κύριο, επιτέλους μίας πάντοτε υψηλότερης μοίρας, ο Νίτσε τείνει να τον συλλάβει χωρίς κανένα θετικό περιεχόμενο. Στο βάθος του υπάρχει καθώς λέει ο Γιάσπερς, «μία καθολική αρνητικότης, κάτι ανικανοποίητο χωρίς όρια, απέναντι σε κάθε πλευρά του Είναι. Και αυτή η ώθηση της ανικανοποιήσεως και της αρνήσεως εκδηλώνεται με ένα τέτοιο πάθος, με μία τέτοια θυσιαστική Βούληση, που μοιάζει να ξεπηδά από τα ίδια βάθη από τα οποία πηγάζουν οι μεγαλύτερες θρησκείες και η πίστη των προφητών». Σ’αυτό υπάρχει και εκείνο που τον αντιθέτει σε όλες τις μορφές φυσιοκρατίας και θετικισμού. «Γενοβέζος της νοήσεως». Αρέσκεται να συγκρίνεται με τον «Ευτυχισμένο Κολόμβο». Παρ’όλα αυτά «η άγνωστη Ινδία», προς την οποία κατευθύνεται, θα πρέπει να είναι μία δική του δημιουργία και πάντοτε , μετά από αυτή, μία άλλη Ινδία θα πρέπει να ανακαλυφθεί ακόμη, να δημιουργηθεί….
«Πλεονάζουσα υπερβολή όλου αυτού του περιπετειώδους πλού». Που ξεκίνησε πολύ νωρίς μας λέει, από το 1870. Μία αναχώρηση πιο μεγαλοπρεπής και ηρωική από όλες τις αποστολές στον Βόρειο ή στον Νότιο Πόλο-μία αναχώρηση χωρίς τέλος, χωρίς την προοπτική ενός πραγματικού πόλου. Αυτή είναι η σταθερή φιλοδοξία του Νίτσε, το μέρος που εξασφαλίζει την βαθειά συνέχεια ανάμεσα στις δύο περιόδους που η έκσταση του 1881 διαχωρίζει. Μόνο που σε αντίθεση από την προσδοκία του, εκείνο το καλοκαίρι του 1881, ανακάλυψε νέα Γή. Η άγνωστη του Ινδία έγινε γι’αυτόν στην πραγματικότητα, μία όχθη που πλησίασε.Το γεγονός λοιπόν είναι πώς η καθαρή αρνητικότης ήταν ένα αδύνατο όνειρο. Ο υπεράνθρωπος δεν μπορούσε να οικοδομηθεί στο κενό. Ο Νίτσε έφτασε να το κατανοήσει και όπως ο ναύτης βουλώνει πυρετωδώς την τρύπα στην βάρκα του που δυσκολεύεται, γεμίζει το κενό μέσω του οποίου ο διωγμένος Θεός απειλεί να επιστρέψει και να κατακτήσει ξανά την αρχαία του κατοικία. «Εάν δεν θέλουμε να ξαναπέσουμε στην παλιά έννοια ενός Δημιουργού, πρέπει να βάλουμε στην θέση του κάτι άλλο, και αυτό το άλλο θα είναι η Αιώνια Επιστροφή. Στο καλό και στο κακό αυτό το παράδοξο πρέπει να το υπερασπιστούμε, καθότι εκείνος που αρνείται να πιστέψει σε μία κυκλική πρόοδο του σύμπαντος, είναι υποχρεωμένοι να πιστέψει σ’έναν απολύτως κυρίαρχο Θεό. Επομένως η αιώνια επιστροφή επιβάλλεται σαν απαραίτητη αντικατάσταση του πεθαμένου Θεού. Μόνον αυτή μπορεί να σφραγίσει την πέτρα του τάφου του….
Στην καρδιά αυτής της νέας εμπειρίας και στην «μεγάλη απόφαση» που κράτησε εξασφαλίζοντας την, η στάση του Νίτσε είναι λοιπόν πολύ λιγότερο από μία θετική επιβεβαιωτική στάση, από όσο είναι ακόμη μία στάση αντιθέσεως ακόμη, και απογοητεύσεως. Επιπλέον ο Νίτσε, μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του, δεν θα πάψει να βασανίζεται από την μορφή του Ιησού. Απέναντί του, αλληλοδιαδέχονται ο θαυμασμός και η υποτίμηση, η τρυφερότης και οι σαρκασμοί, οι οποίες συγκλίνουν σε μία μυστική ζήλεια. Και εδώ επίσης, δεν καθορίζουν την αρνητικότητα και τις κριτικές του, μία κάποια ανακάλυψη ενός νέου βασιλείου και η αποδοχή κάποιων νέων αξιών: Εκείνο που προηγείται είναι μία ανταγωνιστική θέληση μέσα στην ίδια την μίμηση, δεμένη στην ανάγκη να ακολουθήσει έναν ανάλογο και ανώτερο ρόλο. Να ανακοινώσει ένα νέο Ευαγγέλιο, δεν είναι αρκετό για τον Νίτσε, επιθυμεί τον τίτλο του Σωτήρα, του απελευθερωτού. Δεν είναι δυνατόν παρά να αναμετρηθεί με τον Ιησού. Όλος ο Ζαρατούστρα μαρτυρεί αυτή την θέληση της διαμάχης. Ίσως λοιπόν δεν θα μπορούσε να αναλύσει τελικώς τόσο καλά τις αγωνίες και τους κινδύνους τής μνησικακίας, εάν δεν τα είχε γνωρίσει από την άμεση εμπειρία τους. Εμπειρία της μνησικακίας και ενός μεγάλου φάσματος τάσεων της ιδίας τάξεως. Είναι δυνατόν να φανταστούμε την σκιά ενός αναλόγου αισθήματος στην βάση του μηνύματος του Ιησού; Στον Ιησού Χριστό τα πάντα είναι ΝΑΙ. Ο Νίτσε δυστυχώς, είναι ο ΜΝΗΣΙΚΑΚΟΣ άνθρωπος.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου