ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ (9).
Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ ( Τελευταίο).
Henri de Lubac
Ο ΝΙΤΣΕ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΗΣ (ΜΥΣΤΙΚΟΣ)
Προσποιήθηκε ότι δημιούργησε αυτό που δεν μπορούσε να εμποδίσει την επιβολή του. (Αυτό το σημείο παρουσιάζεται με διαύγεια από την Λού Σαλομέ:... αλλά το βάθος όλης της αναπαραστάσεως αποτελείται από την σκέψη πώς ο κόσμος είναι μία ψευδαίσθηση τού ανθρώπου, που την δημιουργει ο ίδιος και πώς στην θεότητά του, δηλαδή στην ενότητα της ουσίας του με τον πλούτο της ζωής, γνωρίζει πώς εξαρτάται από αυτόν και από την δημιουργική θέληση…) Επέστρεψε λοιπόν μ’αυτόν τον τρόπο στον ψευδαισθησιασμό της πρώτης του περιόδου, όταν ήταν θαυμαστής τού Σοπενάουερ. [Αυτή είναι η κίνηση της Δύσεως που δεν έχουμε κατανοήσει ακόμη. Που την υποδούλωσε στον Ινδουισμό. Τα αισθήτήρια που μας δίνουν τα φαινόμενα, γεννούν την ψευδαίσθηση. Ο κόσμος των αισθητηρίων είναι μία ψευδαίσθηση. Και με την ψευδαίσθηση αυτή αποκήρυξαν την Ελληνική στάση απέναντι στα αισθητήρια, πού ήταν ότι τά φαινόμενα απατούν,ελέγχονται δεν καταργούνται καί νομιμοποίησαν την διαχείριση των πληροφοριών των αισθητηρίων από την φαντασία, κάτι που απαγόρευε η αρχαία φιλοσοφία, προκειμένου να καταλήγουν στον Νού]. Όπως και η Γέννηση της Τραγωδίας, ο Ζαρατούστρα είναι ένα έργο «Βαγκνεριανό». Αυτό το ποίημα με το οποίο θέλησε να κοροϊδέψει το Ευαγγέλιο, είναι παρόλες τις όμορφες στιγμές του, θεατρικό, σε απελπιστικό βαθμό. Γίνεται αισθητή μία δίψα για καθαρότητα και αυθεντικότητα, αλλά ταυτοχρόνως και κάτι φουσκωμένο και κάτι ψευδομεγαλοπρεπές που αποκαλύπτει την παραχάραξη. Και την ίδια στιγμή που λυπάται τον Πασκάλ σαν ένα θύμα του Χριστιανισμού, ο Νίτσε βρίσκεται πολύ κοντά να αποδειχθεί θύμα του αντιχριστιανικού ονείρου-τού ψεύδους του. Και η Λού Σαλομέ δεν είναι η μόνη που ταράζεται διαβάζοντας αυτές τις γραμμές από το «πέραν του καλού και του κακού» Και ποιος ξέρει πώς μέχρι σήμερα, σε όλα τα μεγάλα γεγονότα δεν επαληθεύθηκε ακριβώς το ίδιο πράγμα: πώς το πλήθος λάτρευσε έναν Θεό-και πώς ο «Θεός αυτός δεν υπήρξε τίποτε άλλο από ένα φτωχό θύμα προς θυσία» .
Πολλές φράσεις των τελευταίων του χρόνων, γύρω από την αιώνια επιστροφή, εκφράζουν μόνον μία απογοητευμένη παράδοση, παρά κάποιον ενθουσιασμό: ιδού ο άνθρωπος: Δεν μπορείς να ανεχθείς πλέον την μοίρα σου; Αγάπησέ την, δεν έχεις επιλογή.
Ή αυτή επίσης, πιο πικρή, ίσως θλιβερά αινιγματική, παρότι φωτισμένη ακόμη από την ενθύμηση της λαμπρής στιγμής: «Η στιγμή κατά την οποία έφερα στον κόσμο την Επιστροφή είναι αθάνατη και είναι για την αγάπη αυτής της στιγμής, που ανέχομαι την Επιστροφή» Ή ακόμη, η σημείωση της 10ης Ιουνίου του 1887 : «Η Αιώνια Επιστροφή είναι η πιο ακραία μορφή του μηδενισμού, το αιώνιο (παράλογο) μηδέν» . Συνδέοντας αυτά τα λόγια μ’αυτά που έγραφε ο Νίτσε λίγο μετά από την έκσταση τού Surlej , «πώς όλα επιστρέφουν ακατάπαυστα είναι το πιο ακραίο πλησίασμα ανάμεσα στον κόσμο του γίγνεσθαι και του Είναι: η κορυφή του διαλογισμού». Ο Daniel Halevy γράφει:
«Κάθε σημείωση αφορά την αιώνια Επιστροφή, το ίδιο θέμα επιστρέφει και επαναλαμβάνεται συνεχώς [Αυτό σημαίνει μόνοσήμαντη σκέψη, που γεννά την ιδεολογία]. Πόσος δρόμος όμως περπατημένος ανάποδα, τί ανατροπή των προοπτικών.
Το ακραίο πλησίασμα ανάμεσα στον κόσμο του γίγνεσθαι και τον κόσμο του Είναι διήρκεσε μόνον την στιγμή μίας εκστατικής αστραπής Στην Αιώνια επιστροφή ο Νίτσε ανακαλύπτει την πιο ακραία μορφή τού μηδενισμού, το μηδέν, το παρανοϊκό αιώνιο. Η κορυφή του διαλογισμού που πίστευε πώς είχε ακουμπήσει, καταρρέει και ο Νίτσε κυκλώνεται από τα συντρίμμια της σκέψης του –διπλωμένος στα ύψη, πολύ υψηλά κοντά στον κίνδυνο και χωρίς καμμία απάντηση στην Ερώτηση: που πάς; Σ’αυτές τις δύο τελευταίες σημειώσεις του ή μία είχε ανοίξει έναν δρόμο ελπίδος, η άλλη τον ξανάκλεινε».
«Ο μηδενισμός που νικιέται από μόνος του» δεν μπορεί να είναι παρά μία εφήμερη νίκη και η πρόχειρη απόφαση που μεταμορφώνει την απαισιοδοξία σε κραυγή θριάμβου είναι ανίκανη να τροποποιήσει οτιδήποτε στην πραγματικότητα. Γι’αυτόν τον λόγο ο Νίτσε, χωρίς να εγκαταλείπει το όνειρο που ενσάρκωσε στον Ζαρατούστρα, θα αισθανθεί όλο και περισσότερο, αντίθετα από την σιγουριά που είχε αντλήσει στο όραμα του Rapallo, πώς πρέπει με κάθε δύναμη να διακριθεί, να ξεχωρίσει από το διπλό του: δεν είναι εξίσου μ’αυτό ευτυχισμένος και ελεύθερος. Είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο, μέχρι το τέλος, θα διατηρήσει την αίσθηση πώς η αποκάλυψη που φέρει είναι επικίνδυνη και πώς αυτός είναι ένας «Μοιραίος» παρά ένας Ευαγγελιστής. Δεν είναι γεμάτα σημασία τα λόγια που προφέρει ο ήρωάς του; «Στ’αλήθεια σας συμβουλεύω: φύγετε μακρυά από μένα, φυλαχτείτε από τον Ζαρατούστρα. Ακόμη καλύτερα: ντρεπείτε γι’αυτόν: ίσως σας εξαπάτησε….Μου είστε αφοσιωμένοι, αλλά τι θα συνέβαινε αν μία μέρα γκρεμιζόταν η λατρεία σας; Προσέξτε μήπως σας συνθλίψει ένα άγαλμα….»
Σχετικά με το θέμα αυτό, η αλληλογραφία του Νίτσε προσφέρει ένα σταθερό σχολιασμό σ’αυτές τις κλεφτές δηλώσεις. Δεν θα χρησιμοποιήσουμε σαν επιχείρημα εναντίον του τον πόνο που συνεχώς αυξάνει. Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε είναι το γεγονός πώς υποφέρει λόγω του εσωτερικού του διχασμού. Δεν είναι ούτε ενωμένος ούτε απελευθερωμένος. Διαθέτει μήπως εκείνο τον αέρα του σωσμένου για τον οποίο κατηγορεί τους Χριστιανούς ότι δεν διαθέτουν; Είναι βαθύτατα μελαγχολικός. «Κάθε χρονιά γίνεται και πιο αβάσταχτη, γράφει λοιπόν στον Oberbeck: Δεν θέλω να σου κρύψω πώς όλα μου πάνε άσχημα. Γύρω μου ξανάπεσε η νύχτα. Έχω την εντύπωση πώς άστραψε (αναφέρεται στην εμπειρία του Rapallo). Και τώρα όλα τέλειωσαν. Πιστεύω πώς θα καταλήξω αναπότρεπτα στον πάτο….Μία κάννη πιστολιού είναι τώρα για μένα πηγή σκέψεων σχετικά ευχάριστων …..! Και λίγο μετά, τον Μάρτιο: Δεν με ενδιαφέρει πια τίποτε. Στο βάθος του Είναι μου, υπάρχει μία μαύρη και αναλλοίωτη μελαγχολία. Το χειρότερο είναι πώς δεν καταλαβαίνω πια για ποιόν λόγο πρέπει να συνεχίσω να ζώ, παραπάνω ίσως από έξι μήνες. Κάθε πράγμα μου φαίνεται ενοχλητικό, αηδιαστικό, αιχμηρό!»
Στην πραγματικότητα ο Νίτσε αυτοκαταστρέφεται : «Οι κραυγές τού Ζαρατούστρα είναι μόνον ανθρώπινη αταξία, εάν τις συγκρίνουμε με τα αλληλούια του Σαββάτου της Αναστάσεως». Δεν ξεπέρασε ποτέ του την απελπισία του «τρελλού ανθρώπου» που έψαχνε παντού με την λάμπα το πτώμα του δολοφονημένου Θεού. Αυτό που επινόησε στην συνέχεια για να ξεφύγει από την κρίση, βοήθησε την επιβάρυνση της. Αυτή η σκέψη της αιωνίου επιστροφής, παρόμοια με το Bateau ivre του Ρεμπώ, αμφισβήτησε την ανοιχτή θάλασσα χωρίς τιμόνι, ούτε πυξίδα, και δεν μπορούσε να’χει διαφορετικό τέλος από το ναυάγιο, ήταν αδύνατον να βρεί λιμάνι. Το είχε προαισθανθεί από το καλοκαίρι του 1883. Ξανανεβαίνοντας στο Sils Maria ανέλυε με καθαρότητα την εσωτερική του σύγκρουση που τον ωθούσε όλο και πιο κοντά, βήμα- βήμα στην τρέλλα. Και γράφει ξανά στον Overbeck: Το καταλαβαίνω με τον πιο τρομοκρατημένο τρόπο. Αλλά δυστυχώς το Fatum, η μοίρα του, τον κατείχε αμείλικτα. Ήταν ακριβώς το αντίθετο αυτού που προσπαθούσε, με κάποια διαλείμματα, να πείσει τον εαυτό του.
Ο Νίτσε αποκεφαλίστηκε με τα ίδια του τα χέρια! Γνώρισε ένα φυσιολογικό, κοινότοπο, ναυάγιο. Αυτό που έχει το ιδιαίτερο αυτή η τρέλλα δεν είναι η φύση της, είναι το παρελθόν της. Οι πρόδρομοί της. Είναι άχρηστο βεβαίως να ερευνήσουμε για να βρούμε Θείους προγόνους, προηγηθέντες του Νίτσε, για να γλιτώσουμε από το αυτονόητο.
Έτσι λοιπόν μπορούμε να περιπαίξουμε την «αστική νοησιαρχία» που θα προσποιείτο αδυναμία να αναγνωρίσει σ’αυτή την απαιτητική τρέλλα μία απελευθέρωση από την έννοια του χρόνου. Μπορούμε να γιορτάσουμε επίσης την ενέργεια της «δημιουργικής αρχής που γεννά στον κόσμο, σπάει την αρχή τής εξατομικεύσεως και σπάζει σαν μία φούσκα σαπουνιού, το λογικό περιτύλιγμα τού πνεύματος. Μπορούμε επίσης να προσπαθήσουμε να πιστέψουμε πώς η περίπτωση του Νίτσε μας εμφανίζεται σαν μία ακραία περίπτωση μόνον επειδή αντιπροσωπεύει μία μελλοντική νοοτροπία ή οποία σήμερα δεν μπορεί να σταθεί για πολύ. Η σκέψη του μας μοιάζει ακατανόητη μόνον επειδή ανεπτύχθη πέρα από τον συνηθισμένο μας κανόνα και εμποδίζεται από μία αδυναμία μεταδόσεως, που προέρχεται αποκλειστικά από την δική μας αργοπορία.
Εξηγήσεις αυτού του είδους μαρτυρούν κυρίως την ανάγκη μας να πιστέψουμε με κάθε κόστος. Είναι αλήθεια πώς η έκρηξη της πνευματικής καινοτομίας φαίνεται καταρχάς σαν ευφορία ή σαν τρέλλα, στα μάτια των ανθρώπων. Παρ’όλα αυτά όμως η κρίση στους δρόμους του Torino ή η υπνηλία του Weimar δεν ομοιάζουν σε τίποτε με την χαρά της Πεντηκοστής ή με την τρέλλα του Σταυρού.
Ο Νίτσε βρήκε την αθωότητα που έψαχνε τόσο-αλλά την βρήκε στο ασυνείδητο. Η προειδοποίηση που μας απεύθυνε εξ’αρχής, παίρνει όλη της την τραγική σημασία: αυτός ο μυστικιστής δεν έχει την ανάγκη κανενός για να ανασκευαστεί: το κάνει μόνος του !
ΤΕΛΟΣ.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου